ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
[Υπόθεση Αρ. 493/2010]
20 Aυγούστου, 2010
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
LEONIE MARLYSE YOMBIA NGASSAM
Aιτήτρια
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Καθ' ων η αίτηση
Νικολέττα Χαραλαμπίδου για την αιτήτρια.
Ιωάννα Δημητρίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους καθ' ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Προσβάλλονται οι αποφάσεις του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, ημερομηνίας 14.4.2010, με τις οποίες διατάχθηκε η απέλαση και, συνακολούθως, η κράτηση της αιτήτριας, μέχρι την πραγματοποίηση της απέλασής της.
Η αιτήτρια, αμέσως μετά την παράνομη είσοδό της στη Δημοκρατία, υπέβαλε αίτηση για άσυλο. Η αίτηση της απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στις 14.9.09 και, στις 13.10.09, άσκησε διοικητική προσφυγή. Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, με την απόφασή της ημερομηνίας 31.10.09, απέρριψε τη διοικητική προσφυγή αλλά γνωστοποίηση γι' αυτή την εξέλιξη προς την αιτήτρια έγινε στις 13.4.10 όταν, ενόψει επίσκεψης της στο Επαρχιακό Γραφείο Ευημερίας για προσωπικό της θέμα, ερευνήθηκε η περίπτωση. Την επομένη, στις 14.4.10, εκδόθηκαν τα προσβαλλόμενα διατάγματα, πάνω σε δυο ξεχωριστές βάσεις. Κατά την πρώτη βάση ήταν παράνομος μετανάστρια και ενεργοποιούνται οι διατάξεις του άρθρου 6(1)(κ) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου Κεφ. 105, όπως τροποποιήθηκε. Αυτό, ως συνέπεια της απόρριψης της διοικητικής προσφυγής που άσκησε. Κατά τη δεύτερη βάση, επειδή, όπως διαπιστώθηκε, οπότε και η αιτήτρια το πληροφορήθηκε, ήταν φορέας του ιού ΗIV/AIDS και ενεργοποιούνται οι διατάξεις του άρθρου 6(1)(γ) του πιο πάνω Νόμου. Σημειώνω ότι εμπροθέσμως η αιτήτρια άσκησε την προσφυγή 720/2010 δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος κατά της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων και πως εκκρεμεί έφεση της κατά της πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για νομική αρωγή. Δηλαδή, ούτως ή άλλως, εκκρεμεί η προσφυγή της κατά του κύρους της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων.
Η δυνατότητα έκδοσης διατάγματος απέλασης και συνακολούθως κράτησης, ενώ εκκρεμεί η προσφυγή 720/10.
Σύμφωνα με το άρθρο 8 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(Ι)/2000 όπως τροποποιήθηκε), η αιτήτρια δεν είχε δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία μετά την έκδοση της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων. Αυτό, όπως αναγνωρίζει και η αιτήτρια, κατά εναρμόνιση προς την Οδηγία 2005/85/EΚ του Συμβουλίου, ημερομηνίας 1.12.05, με το άρθρο 39 της οποίας, ενώ παρέχεται δικαίωμα άσκησης πραγματικής προσφυγής ενώπιον Δικαστηρίου κατά απόφασης όπως η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, [παράγραφος (1)(α)] αφήνεται στα κράτη μέλη «το κατά πόσον η άσκηση προσφυγής σύμφωνα με την παράγραφο 1 επιτρέπει στον αιτούντα να παραμείνει στο οικείο κράτος μέλος καθ΄όσο διάστημα εκκρεμεί». Αυτό, κατά την εισήγηση των καθ' ων η αίτηση, πρέπει να σημαίνει το τέλος του θέματος. Η Δημοκρατία, όπως είχε κάθε δικαίωμα, επέλεξε τη μη χορήγηση δικαιώματος παραμονής μετά την απόρριψη της διοικητικής προσφυγής και, συνεπώς, ήταν νόμιμο το διάταγμα απέλασης και συνακολούθως της κράτησης. Με την περαιτέρω εισήγηση πως σ' αυτή την κατάληξη οδηγεί και η δεσμευτική απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην Rahal v. Δημοκρατίας κ.α. (2004) 3 ΑΑΔ 741. Σε εκείνη, όμως, την υπόθεση δεν συζητήθηκαν τα θέματα που εδώ, όπως θα δούμε, εγείρονται. Κατ' αρχάς δεν συζητήθηκαν οι επιπτώσεις από την πιο πάνω Οδηγία, οι σχετικές πρόνοιες της οποίας θεσπίστηκαν την 1.12.05, δηλαδή, όπως συναφώς επισημαίνει η αιτήτρια, μετά την έκδοση της απόφασης της Πλήρους Ολομέλειας. Ανεξάρτητα από αυτό, στην πιο πάνω υπόθεση, τα διατάγματα απέλασης/κράτησης εκδόθηκαν επειδή ο εφεσείων είχε καταδικαστεί σε φυλάκιση για ποινικό αδίκημα. Το ερώτημα ήταν αν ήταν επιτρεπτή η έκδοσή τους αφού και το άρθρο 14(1) του Κεφ. 105 ρητά τελεί υπό την «επιφύλαξη των διατάξεων του περί Προσφύγων Νόμου». Επισημάνθηκε πως «στην προκείμενη περίπτωση το διάταγμα απέλασης είχε προδήλως ως έρεισμα περιστάσεις έξω από το πεδίο εφαρμογής του περί Προσφύγων Νόμου» και κρίθηκε πως, αυτός ο νόμος, δεν καθιστούσε ανενεργό καθ' ολοκληρίαν το Κεφ. 105. Υπήρχε δυνατότητα έκδοσης διατάγματος απέλασης παρά το ότι εκκρεμούσε το αίτημα για πολιτικό άσυλο, σε σχέση με το οποίο δεν είχε ακόμα εκδώσει απόφαση ούτε η Υπηρεσία Ασύλου. Με μια περαιτέρω, ιδιαιτέρως σημαντική, καθώς μου φαίνεται, διαφορά προς την παρούσα. Στην πιο πάνω υπόθεση η εκτέλεση του διατάγματος απέλασης αναστάληκε ενόσω θα εκκρεμούσε το ζήτημα του ασύλου. Επομένως, δεν ετίθετο θέμα πράγματι απέλασης. Ο εφεσείων θα παρέμενε στη Δημοκρατία και δεν εγείρονταν τα ζητήματα που εδώ εγείρει η αιτήτρια, όπως θα προσπαθήσω να τα συνοψίσω στη συνέχεια. Όπως σημείωσε η Ολομέλεια, «παρέχεται η δυνατότητα πλήρους εφαρμογής του περί Προσφύγων Νόμου». Θα τελούσε, όμως, υπό κράτηση και απασχόλησε το κατά πόσο ήταν δυνατό να είχε διαταχθεί κράτηση. Η απάντηση ήταν καταφατική αλλά, βεβαίως, υπό το δεδομένο πως ήταν νόμιμο το διάταγμα απέλασης. Η αναστολή εκτέλεσης του οποίου, πράξη ευνοϊκή για τον εφεσείοντα, «δεν αγγίζει το διάταγμα κράτησης».
Στην παρούσα δεν ετίθετο, βεβαίως, ζήτημα καταδίκης σε φυλάκιση για ποινικό αδίκημα που, στην πιο πάνω υπόθεση, ήταν αυτοτελές έρεισμα. Κυρίως, όμως, δεν αναστάληκε εδώ η εκτέλεση του διατάγματος απέλασης μέχρι τη συμπλήρωση της διαδικασίας για το άσυλο. Με χειρόγραφη σημείωση στο διάταγμα απέλασης, ημερομηνίας 26.4.10, «το διάταγμα αναστέλλεται μέχρι νεώτερων οδηγιών (μονομερής ex parte)». Δηλαδή ενόψει της υποβολής, στην παρούσα προσφυγή, αίτησης για προσωρινό διάταγμα. Επομένως, συναρτήθηκε προς την εκκρεμότητα της παρούσας προσφυγής και αυτό με το αόριστο «μέχρι νεώτερων οδηγιών» και όχι μέχρι την εκδίκαση προσφυγής κατά του κύρους της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων. Με συνακόλουθη τη θέση πως εφόσον, όπως εισηγούνται οι καθ' ων η αίτηση, απορριφθεί η παρούσα προσφυγή, θα πρέπει και να απελαθεί η αιτήτρια, ανεξάρτητα από την εκκρεμότητα της προσφυγής αρ. 720/2010, το αποτέλεσμα της οποίας μπορεί να είναι η ακύρωση της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων για απόρριψη του αιτήματος ασύλου.
Ακριβώς, ενόψει αυτής της προοπτικής, όπως την ενσωματώνει η έκδοση του διατάγματος απέλασης αμέσως μετά τη γνωστοποίηση της απόφασης για απόρριψη της διοικητικής προσφυγής, εισηγείται η αιτήτρια πως, στην ουσία, πλήττεται η αρχή της μη επαναπροώθησης, όπως την κατοχυρώνει και η Οδηγία (βλ. άρθρο 2 του προοιμίου) και ο περί Προσφύγων Νόμος [άρθρο 4(α)]. Την αρχή δηλαδή πως, «κανείς δεν αποστέλλεται πίσω σε μέρος όπου θα υφίστατο διώξεις». Και σημειώνω πως δεν είναι η θέση των καθ' ων η αίτηση πως εφόσον η αιτήτρια απελαυνόταν δεν θα αποστελλόταν στη χώρα της, το Καμερούν, όπου κατά τον ισχυρισμό της, ακριβώς θα υφίστατο δίωξη. Με περαιτέρω επίπτωση αφού η αιτήτρια και με βάση την Οδηγία (άρθρο 2(γ) και (δ) - όροι «αιτών» και «τελεσίδικη απόφαση») και με βάση το Νόμο περί Προσφύγων (άρθρο 2, όροι «αιτητής» και «τελική απόφαση») εφόσον εμπροθέσμως ασκήσει προσφυγή κατά το Άρθρο 146 του Συντάγματος, διατηρεί την ιδιότητα του αιτητή ασύλου με συνακόλουθα δικαιώματα που περιλαμβάνουν και «δικαίωμα ελεύθερης διακίνησης εντός του εδάφους της Δημοκρατίας» (άρθρο 9(1)(α) του Νόμου περί Προσφύγων). Αυτά, συνεχίζει η εισήγηση της αιτήτριας, οδηγούν σε στέρηση του αποτελεσματικού ένδικου μέσου, όπως το αναφέρει η παράγραφος 27 του Προοιμίου της Οδηγίας, δικαίωμα που πρέπει να θεωρηθεί ότι παρέχει και ο περί Προσφύγων Νόμος, παρά την απουσία σχετικής ρητής διάταξης. Παρέπεμψε, συναφώς, η αιτήτρια σε νομολογία του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αναφορικά με την έννοια του αποτελεσματικού ένδικου μέσου, (βλ. την υπόθεση Dörr και Ünal C-136/03, Απόφαση της 2ας Ιουνίου 2005 Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2005 σ. Ι-04779) με την εισήγηση πως αυτό εξυπακούει παραμονή της αιτήτριας στη Δημοκρατία, μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης στην προσφυγή της. Σ' αυτό το πλαίσιο, η αιτήτρια προτείνει και το ακραίο, θα έλεγα, πως η Οδηγία είναι αντιφατική αφού από τη μια αναφέρεται σε «αποτελεσματική προσφυγή» για να χρησιμοποιήσω το δικό της όρο, εννοείται με την πιο πάνω έννοια, ενώ, από την άλλη, παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να μην επιτρέπουν παραμονή μέχρι την εκδίκαση της προσφυγής.
Δεν μπορώ να συμφωνήσω πως υπάρχει αντίφαση στην Οδηγία. Το άρθρο 39(3)(β) το οποίο επίσης επικαλείται η αιτήτρια, συμπληρώνει δραστικά τη σύνολη ρύθμιση. Το άρθρο 39(3) της Οδηγίας δεν παρέχει απλώς, με το στοιχείο (α), ευχέρεια αναφορικά με το κατά πόσο τα κράτη μέλη θα επιτρέπουν στον αιτούντα να παραμείνει καθ΄ όσο διάστημα εκκρεμεί η προσφυγή του. Επιβάλλει και την κατοχύρωση της δυνατότητας για ασφαλιστικά μέτρα ή μέτρα προστασίας. Παραθέτω ολόκληρο το άρθρο 39(3)(α) και (β) της Οδηγίας:
«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν εφόσον απαιτείται διατάξεις σύμφωνα με τις διεθνείς υποχρεώσεις τους όσον αφορά:
(α) το κατά πόσον η άσκηση προσφυγής σύμφωνα με την παράγραφο 1 επιτρέπει στον αιτούντα να παραμείνει στο οικείο κράτος μέλος καθ' όσο διάστημα εκκρεμεί∙
(β) τη δυνατότητα να ζητηθούν ασφαλιστικά μέτρα ή μέτρα προστασίας όταν η προσφυγή σύμφωνα με την παράγραφο 1 δεν επιτρέπει στον αιτούντα να παραμείνει στο οικείο κράτος μέλος καθ' όσο διάστημα εκκρεμεί∙ τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να προβλέπουν ότι λαμβάνονται αυτοδικαίως ασφαλιστικά μέτρα».
Επομένως, η ευχέρεια του στοιχείου (α) δεν λειτουργεί αυτοτελώς. Αναπόσπαστος όρος είναι το στοιχείο (β) που δεν μπορεί παρά να σημαίνει δυνατότητα ασφαλιστικών μέτρων ή μέτρων προστασίας που να αντιμετωπίζουν το πρόβλημα που θα προέκυπτε αν ο αιτητής αποστελλόταν στη χώρα στην οποία ισχυρίζεται ότι θα υποστεί διώξεις, πριν την εκδίκαση της προσφυγής του. Οπότε και θα αναιρείτο, ουσιαστικά, η σημασία της προσφυγής. Αυτά τα ασφαλιστικά μέτρα ή μέτρα προστασίας θα μπορούσε να προβλεφθεί ότι θα λαμβάνονται και αυτοδικαίως και είναι σαφές πως εδώ ούτε έχει γίνει οτιδήποτε προς αυτή την κατεύθυνση ούτε και το διάταγμα απέλασης εκδόθηκε αφού δόθηκε στην αιτήτρια η δυνατότητα να ζητήσει ασφαλιστικά μέτρα ή μέτρα προστασίας. Δεν παραγνωρίζω πως δεν περιέχεται στον περί Προσφύγων Νόμο τέτοιας φύσης διάταξη. Όμως, η δυνατότητα στην οποία αναφέρεται το στοιχείο (β) είναι αρρήκτως συνδεδεμένη προς το στοιχείο (α) του άρθρου 39(3) και δεν θα νομιμοποιείτο η Δημοκρατία να επικαλείται τη δική της παράλειψη να προνοήσει με ρητή νομοθετική διάταξη. Η αιτήτρια, κατά την ανάπτυξη των επιχειρημάτων της, αναφέρθηκε και στη νομολογία του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σε σχέση με την κατ' εξαίρεση άμεση ισχύ Οδηγιών και αυτή έχει τη θέση της εν προκειμένω. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από την υπόθεση Yvonne van Duyn v. Home Office, Απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 1974, C41-74, Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1974 σ. 01337:
«It would be incompatible with the binding effect attributed to a directive by Article 189 to exclude, in principle, the possibility that the obligation which it imposes may be invoked by those concerned. In particular, where the community authorities have, by directive, imposed on member states the obligation to pursue a particular course of conduct, the useful effect of such an act would be weakened if individuals were prevented from relying on it before their national courts and if the latter were prevented from taking it into consideration as an element of community law.»
Σε μετάφραση:
«Θα ήταν ασυμβίβαστο προς το δεσμευτικό αποτέλεσμα που αποδίδεται σε οδηγία από το Άρθρο 189, να αποκλειστούν, ως θέμα αρχής, οι ενδιαφερόμενοι από τη δυνατότητα επίκλησης της υποχρέωσης την οποία επιβάλλει. Συγκεκριμένα, όταν οι κοινοτικές αρχές έχουν, με οδηγία, επιβάλει σε κράτη μέλη την υποχρέωση να ακολουθήσουν ορισμένη πορεία συμπεριφοράς, το χρήσιμο αποτέλεσμα αυτής της πράξης θα αδυνάτιζε εάν άτομα εμποδίζονταν από το να στηριχθούν σ' αυτή ενώπιον των εθνικών τους δικαστηρίων και αν τα τελευταία εμποδίζονταν από το να τη λάβουν υπόψη ως στοιχείο του κοινοτικού δικαίου».
Και το πιο κάτω απόσπασμα από την Marks & Spencer plc v. Commissioners of Customs & Excise - Απόφαση της 11ης Ιουλίου 2002, C-62/00, Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2002 σ. Ι-06325:
«26 Τέλος, κατά πάγια νομολογία, η μεταφορά μιας οδηγίας πρέπει να διασφαλίζει την πλήρη εφαρμογή της (βλ., συναφώς, ιδίως την απόφαση της 9ης Οκτωβρίου 1999, C-217/97, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1999, σ. Ι-5087, σκέψη 31, και της 16ης Νοεμβρίου 2000, C-214/98, Επιτροπή κατά Ελλάδος, Συλλογή 2000, σ. 9601, σκέψη 49).
27 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η έκδοση εθνικών νομοθετικών μέτρων για την ορθή μεταφορά μιας οδηγίας δεν έχει ως αποτέλεσμα την εξάντληση των αποτελεσμάτων της και ότι ένα κράτος μέλος παραμένει υποχρεωμένο να διασφαλίζει αποτελεσματικώς την πλήρη εφαρμογή της οδηγίας ακόμη και μετά τη λήψη αυτών των μέτρων. Επομένως, οι ιδιώτες μπορούν να προβάλλουν ενώπιον του εθνικού δικαστή και έναντι του κράτους τις διατάξεις μιας οδηγίας που είναι, από απόψεως περιεχομένου, απαλλαγμένες αιρέσεων και επαρκώς ακριβείς, σε κάθε περίπτωση όπου η πλήρης εφαρμογή της δεν διασφαλίζεται αποτελεσματικώς, ήτοι όχι μόνο σε περίπτωση μη μεταφοράς ή μη ορθής μεταφοράς αυτής της οδηγίας, αλλά επίσης στην περίπτωση που τα εθνικά μέτρα για την ορθή μεταφορά της εν λόγω οδηγίας δεν εφαρμόζονται κατά τρόπο ώστε να επιτυγχάνεται το αποτέλεσμα που αυτή επιδιώκει.»
Το στοιχείο (β) του άρθρου 39(3) της Οδηγίας είναι απαλλαγμένο αιρέσεων και επαρκώς ακριβές. Η χωρίς άλλα άμεση έκδοση του διατάγματος απέλασης αμέσως μετά τη γνωστοποίηση στην αιτήτρια της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, είναι παράνομη. Συνακολούθως είναι παράνομο και το διάταγμα κράτησης της αιτήτριας, που προϋποθέτει νόμιμο διάταγμα απέλασης. Ποια θα ήταν η κατάσταση σε σχέση με τη δυνατότητα έκδοσης διατάγματος κράτησης στην περίπτωση κατά την οποία, σε σχέση με το διάταγμα απέλασης, παρεχόταν δυνατότητα ασφαλιστικών μέτρων ή μέτρων προστασίας που θα απέληγαν σε αναστολή της εκτέλεσης τους ή σε περίπτωση αυτοδίκαιης τέτοιας αναστολής από τη διοίκηση, δεν εγείρεται για να συζητηθεί. Δεν έχουμε τέτοιο πραγματικό υπόβαθρο.
Η έκδοση του διατάγματος απέλασης και συνακολούθως κράτησης επειδή η αιτήτρια είναι φορέας του ιού ΗIV/AIDS.
Το άρθρο 6(1)(γ) του Κεφ. 105 προβλέπει ως ακολούθως:
«Τα ακόλουθα πρόσωπα θα είναι απαγορευμένοι μετανάστες και, τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού ή των διατάξεων που δυνατό να περιέχονται σε οποιουσδήποτε Κανονισμούς που εκδόθηκαν δυνάμει αυτού ή σε οποιοδήποτε Διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου, δεν θα επιτρέπεται η είσοδος στη Δημοκρατία σε:
.......
(γ) οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο πιστοποιήθηκε από ιατρό ότι υποφέρει από μεταδοτική ή μολυσματική ασθένεια η οποία, κατά τη γνώμη του ιατρού, αποτελεί κίνδυνο στη δημόσια υγεία ή το οποίο αρνείται να συμμορφωθεί με τις προϋποθέσεις οποιωνδήποτε Κανονισμών που εκδόθηκαν βάσει οποιουδήποτε νομοθετήματος για το συμφέρον της δημόσιας υγείας.».
Στο φάκελο υπάρχει πιστοποίηση κυβερνητικού γιατρού σύμφωνα με την οποία η αιτήτρια «πάσχει από το Σύνδρομο της Επίκτητης Ανοσοανεπάρκειας (Αids) και παρακολουθείται στην Γρηγόριο Κλινική του Γ.Ν. Λ/κας».
Επανάνοιξα την υπόθεση για να έχω τις απόψεις των μερών αφού εντόπισα τη Γνωστοποίηση της 27ης Ιουνίου 1986, αρ. 184, ΚΔΠ 184/86 με βάση το άρθρο 3 του περί Λοιμοκάθαρσης Νόμου, Κεφ. 260. Παραθέτω τη Γνωστοποίηση:
«Το Υπουργικό Συμβούλιο, ασκώντας τις εξουσίες που του δίνει το άρθρο 3 του περί Λοιμοκαθάρσεως Νόμου, με την παρούσα κηρύσσει τη νόσο του Συνδρόμου της Επίκτητης Ανοσιολογικής Ανεπάρκειας («AIDS») η οποία είναι νόσος μολυσματικής ή μεταδοτικής φύσης, ως επικίνδυνη μολυσματική νόσο με την έννοια του πιο πάνω αναφερόμενου Νόμου.»
Χρειαζόταν, πλέον, ενόψει τούτου και κατ' ιδίαν γνώμη ιατρού περί τη φύση της ασθένειας ως μολυσματικής ή μεταδοτικής φύσης που αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια υγεία, όπως εισηγείται η αιτήτρια;
Το άρθρο 6(1)(γ) απαιτεί πιστοποίηση ιατρού, σύγχρονη δηλαδή, πως η ορισμένη ασθένεια μολυσματικής ή μεταδοτικής φύσης, αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια υγεία και δεν έχουμε εν προκειμένω τέτοια πιστοποίηση. Η διάκριση αποκτά δε όλως ιδιαίτερη σημασία στην περίπτωση του ΗIV/AIDS εφόσον συνυπολογιστούν οι εξελίξεις σε σχέση με αυτή την ασθένεια και οι επανατοποθετήσεις, μάλιστα, σε διεθνές επίπεδο αφότου, τόσο παλαιά όσο το 1986, δημοσιεύτηκε η Γνωστοποίηση. Θεωρώ πως δεν έχουμε τη ρητώς απαιτούμενη πιστοποίηση ιατρού που θα ενεργοποιούσε τη δυνατότητα που παρέχεται ενόψει του άρθρου 6(1)(γ). Σημειώνω πως, όταν θεσπίστηκε το Κεφ. 105 το 1952, ίσχυε ο περί Λοιμοκάθαρσης Νόμος, (Κεφ. 260) (Quarantine Law κατά τον αγγλικό όρο) όπως περαιτέρω αναφέρεται στον τίτλο του «για τη ρύθμιση της επιβολής λοιμοκάθαρσης και για άλλη πρόνοια για την πρόληψη της εισαγωγής και εξάπλωσης στην αποικία (Δημοκρατία) και της μετάδοσης από την αποικία (Δημοκρατία), επικίνδυνης μολυσματικής ασθένειας». (Βλ. και τους περί Λοιμοκάθαρσης (Δημόσια Υγεία) Κανονισμούς (Public Health Regulations), Δευτερογενής Νομοθεσία, Τόμος Ι σελ. 259). Ένδειξη και αυτή κατά του συσχετισμού του άρθρου 6(1)(γ) του Κεφ. 105 προς το Κεφ. 260 και της Γνωστοποίησης δυνάμει αυτού που ήταν γνωστή ρύθμιση και δεν αναφέρθηκε για τους σκοπούς του πρώτου.
Θα προχωρήσω, όμως, και στα άλλα, σοβαρά, όπως εκτιμώ, επιχειρήματα της αιτήτριας. Αυτά στοιχειοθετήθηκαν με την υπόθεση ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 6(1)(γ), με παραπομπή στις Διεθνείς Κατευθυντήριες Γραμμές αναφορικά με το ΗIV/AIDS και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (International Guidelines on ΗIV/AIDS and Human Rights 1996 as consolidated in 2006). Όπως και στις ουσιαστικά όμοιου περιεχομένου θέσεις της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες αναφορικά με το ΗIV/AIDS (Note on ΗIV/AIDS and the Protection of Refugees, IDPs and Other Persons of Concern). Συνιστά δυσμενή διάκριση ο περιορισμός των δικαιωμάτων της διακίνησης και της επιλογής κατοικίας στη βάση μόνο του γεγονότος ότι κάποιος πάσχει από ΗIV/AIDS. Περαιτέρω, στο πλαίσιο της αρχής κατά της μη επαναπροώθησης δεν είναι δυνατό να επιστραφεί πρόσφυγας σε χώρα στην οποία αντιμετωπίζει δίωξη στη βάση της ασθένειας ΗIV/AIDS. Παραθέτω τις παραγράφους που ιδιαιτέρως τόνισε η αιτήτρια, όπως τις έχω συνοψίσει πιο πάνω:
«127. There is no public health rationale for restricting liberty of movement or choice of residence on the grounds of HIV status. According to current international health regulations, the only disease which requires a certificate for international travel is yellow fever. Therefore, any restrictions on these rights based on suspected or real HIV status alone, including HIV screening of international travellers, are discriminatory and cannot be justified by public health concerns.
..
129. Everyone has the right to seek and enjoy asylum from persecution in other countries. Under the 1951 Convention relating to the Status of Refugees and under customary international law, States cannot, in accordance with the principle of non-refoulement, return a refugee to a country where she or he faces persecution. Thus, States may not return a refugee to persecution on the basis of his or her HIV status. Furthermore, where the treatment of people living with HIV can be said to amount to persecution, it can provide a basis for gualifying for refugee status.
130. The United Nations High Commissioner for Refugees issued policy guidelines in March 1988 which state that refugees and asylum seekers should not be targeted for special measures regarding HIV infection and that there is no justification for screening being used to exclude HIV-positive individuals from being granted asylum.
131. The Human Rights Committee has confirmed that the right to equal protection of the law prohibits discrimination in law or in practice in any fields regulated and protected by public authorities. These would include travel regulations, entry requirements, immigration and asylum procedures. Therefore, although there is no right of aliens to enter a foreign country or to be granted asylum in any particular country, discrimination on the grounds of HIV status in the context of travel regulations, entry requirements, immigration and asylum procedures would violate the right to equality before the law.»
Οι καθ' ων η αίτηση δεν τοποθετήθηκαν επί της ουσίας των πιο πάνω, θεωρώντας ότι αυτά δεν ανήκουν στην παρούσα διαδικασία αλλά στη διαδικασία σε σχέση με τη νομιμότητα της απόφασης με την οποία τελικά απορρίφθηκε το αίτημα της αιτήτριας για άσυλο. Με αυτό τον τρόπο, απαντά η αιτήτρια, οι καθ' ων η αίτηση θέλουν από τη μια νόμιμο το διάταγμα απέλασης το οποίο, εκτελούμενο, θα οδηγήσει στην επιστροφή της αιτήτριας στο Καμερούν και, από την άλλη, εισηγούνται πως τα σχετικά επιχειρήματα εντάσσονται στο πλαίσιο της προσφυγής κατά της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων η οποία, όμως, εφόσον η αιτήτρια απελαθεί στο μεταξύ, θα έχει χάσει τη σημασία και την αποτελεσματικότητα της. Όμως, το ορθό είναι πως αυτά συσχετίζονται άμεσα προς την έκδοση του διατάγματος απέλασης, αφού, ουσιαστικά, υποστηρίζεται πως αυτό εκδόθηκε στη βάση νομοθετικής ρύθμισης που παραβιάζει την αρχή της ισότητας. Στην απουσία αντίλογου σε σχέση με αυτό το θέμα, στη βάση των όσων ισχυρών επικαλέστηκε η αιτήτρια, θα έκλινα υπέρ της άποψης της πως η δυνατότητα απέλασης σε σχέση μόνο με το ΗIV/AIDS στο πλαίσιο του άρθρου 6(1)(γ) του Κεφ. 105, παραβιάζει την αρχή της ισότητας. Οπωσδήποτε, όμως, θεωρώ πως ευσταθεί ο παράλληλος ισχυρισμός της αιτήτριας αναφορικά με το ελλιπές της έρευνας προς την έκδοση του διατάγματος απέλασης. Το άρθρο 14 του Κεφ. 105, παρέχει τη δυνατότητα απέλασης σε σχέση με απαγορευμένους μετανάστες, όπως θα ήταν η αιτήτρια αν νομίμως εντασσόταν στο άρθρο 6(1)(γ) του ίδιου Νόμου. Αυτό, κατά ενάσκηση διακριτικής εξουσίας και θεωρώ πως όσα επισημάνθηκαν σε σχέση με το ΗΙV/AIDS θα έπρεπε, εν πάση περιπτώσει, και αν δεν ίσχυαν τα πιο πάνω σε σχέση με την αρχή της ισότητας να είχαν απασχολήσει, με συνακόλουθη και σχετική αιτιολογία. Ασφαλώς δεν απασχόλησαν αφού ούτε στο διάταγμα απέλασης ούτε στο ενημερωτικό σημείωμα που προηγήθηκε περιλαμβάνεται οτιδήποτε το σχετικό.
Καταλήγω πως στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας και σε σχέση με τα δυο αιτιολογικά στηρίγματα του διατάγματος απέλασης και, συνακολούθως, του διατάγματος κράτησης.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.700 έξοδα πλέον ΦΠΑ. Η προσβαλλόμμενες αποφάσεις ακυρώνεται.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
/μσιαμπαρτά