ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
CHRISTODOULIDES & ANOTHER ν. REPUBLIC (1986) 3 CLR 1637
Αντωνίου ν. ΑΗΚ (1989) 3 ΑΑΔ 597
Μεστάνας Πέτρος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 213
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 393/2009)
31 Αυγούστου, 2010
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 20, 23, 25, 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΠΑΥΛΟΣ ΨΩΜΙΑΔΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ'ης η αίτηση.
Δ. Καλλής, για τον Αιτητή.
Μ. Ιεροκηπιώτου, για Α. Τριανταφυλλίδη & Σία, για την Καθ'ης η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής με επιστολή των συνηγόρων του ημερομηνίας 6.10.2008, υπέβαλε στους καθ΄ων η αίτηση αίτημα για εξαίρεση από την υποχρέωση υποβολής δημόσιας πρότασης εξαγοράς προς την Aspis Holdings Plc με βάση τα άρθρα 15(1)(ε), 15(1)(ια) και 15(1)(ιγ) των περί Δημοσίων Προτάσεων Εξαγοράς Νόμου 41(1)/2007 (ο Νόμος).
Με απόφασή τους που λήφθηκε σε συνεδρία στις 16.2.2009, οι καθ΄ων η αίτηση, απέρριψαν το αίτημα του αιτητή. Την απορριπτική απόφασή τους οι καθ΄ων η αίτηση κοινοποίησαν στον αιτητή με επιστολή τους ημερομηνίας 3.3.2009. Παραθέτω αυτούσιους τους λόγους απόρριψης του αιτήματος, όπως αυτοί παρατίθενται στην εν λόγω επιστολή:
«Αίτημα για παροχή εξαίρεσης με βάση το άρθρο 15(1)(ε) του Νόμου:
Η Επιτροπή αποφάσισε ότι το αίτημα σας για χορήγηση εξαίρεσης από την υποχρέωση προς διενέργεια Δημόσιας Πρότασης προς τους μετόχους της Εταιρείας με βάση το άρθρο 15(1)(ε) του Νόμου, δεν μπορεί να εγκριθεί αφού δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του εν λόγω άρθρου. Συγκεκριμένα, στο σχετικό πληροφοριακό μνημόνιο αναφορικά με τις δραστηριότητες της ASPIS Holdings PLC, που υποβλήθηκε πριν τη γενική συνέλευση των μετοχών ημερομηνίας 26/8/2008 δεν φαίνεται να υπάρχει ανεξάρτητη γνώμη αναφορικά με τις προτάσεις που οι μέτοχοι κλήθηκαν να υιοθετήσουν, στην οποία να επεξηγείται η νέα μετοχική δομή της Εταιρείας και να δικαιολογείται η τιμή έκδοσης των νέων τίτλων. Επιπλέον στη γενική συνέλευση των μετόχων στις 14 Μαΐου 2008, δεν φαίνεται να υποβλήθηκε πληροφοριακό μνημόνιο σύμφωνα με το άρθρο 15(1)(ε) του Νόμου.
Αίτημα για παροχή εξαίρεσης με βάση το άρθρο 15(1)(ια) του Νόμου:
Η Επιτροπή αποφάσισε να μην σας χορηγήσει εξαίρεση με βάση το άρθρο 15(1)(ια) του Νόμου, παρά το γεγονός ότι η Εταιρεία στην οποία ανήκουν οι 45.83333.972 μετοχές είναι ελεγχόμενη από εσάς, καθότι η Επιτροπή χορηγεί εξαίρεση με βάση το εν λόγω άρθρο εφόσον η συνολική συμμετοχή του αποκτώντας (άμεση και έμμεση) παραμένει αμετάβλητη. Όσον αφορά την περίπτωση σας, η συνολική συμμετοχή σας στην Εταιρεία αυξάνεται αφού οι 45.833.972 μετοχές που αποκτήσατε είναι νεοεκδιδόμενοι τίτλοι.
Αίτημα για παροχή εξαίρεσης με βάση το άρθρο15(1)(ιγ) του Νόμου:
Η Επιτροπή αποφάσισε ότι το αίτημα σας για χορήγηση εξαίρεσης από την υποχρέωση προς διενέργεια Δημόσιας Πρότασης προς τους μετόχους της Εταιρείας με βάση το άρθρο 15(1)(ιγ) του Νόμου δεν μπορεί να εγκριθεί, καθότι η χορήγηση εξαίρεσης με βάση το συγκεκριμένο άρθρο πρέπει να προηγείται της απόκτησης των μετοχών και όχι να έπεται αυτής, όπως στην υπό εξέταση περίπτωση.
Ως εκ τούτου, θα πρέπει να συμμορφωθείτε με τις πρόνοιες του άρθρου 13 του Νόμου και να προχωρήσετε στη διενέργεια υποχρεωτικής Δημόσιας Πρότασης προς τους μετόχους της εταιρείας ASPIS Holdings Public Company Ltd για την απόκτηση του 100% του μετοχικού κεφαλαίου της Εταιρείας.»
Της συνεδρίας κατά την οποία λήφθηκε η απορριπτική του αιτήματος του αιτητή απόφαση των καθ΄ων η αίτηση, προηγήθηκαν τρεις άλλες συνεδρίες ημερομηνίας 17.11.2008, 19.1.2009 και 26.1.2009, αντίστοιχα.
Στη συνεδρία της 17.11.2008, οι καθ΄ων η αίτηση αφού έλαβαν υπόψη τα σημειώματα της Λειτουργού Ειρήνης Πηδιά, ημερομηνίας 12 και 17.11.2008 αντίστοιχα, αποφάσισαν όπως ζητήσουν, και όντως με επιστολή τους ημερομηνίας 26.11.2008, ζήτησαν από τον αιτητή ορισμένες πληροφορίες. Ο αιτητής ανταποκρίθηκε με επιστολή των δικηγόρων του ημερομηνίας 5.12.2008.
Στη συνεδρία της 19.1.2009, οι καθ΄ων η αίτηση αφού έλαβαν υπόψη το σημείωμα της πιο πάνω Λειτουργού ημερομηνίας 15.1.2009, αποφάσισαν να καλέσουν και με επιστολή τους ημερομηνίας 20.1.2009 κάλεσαν ενώπιόν τους τους δικηγόρους του αιτητή, για να δώσουν περαιτέρω λεπτομέρειες επί των θεμάτων που εγείροντο. Οι δικηγόροι του αιτητή ανταποκρίθηκαν θετικά και ακούστηκαν κατά την τρίτη συνεδρία των καθ΄ων η αίτηση που έλαβε χώρα στις 26.1.2009.
Για σκοπούς συμπλήρωσης των γεγονότων θα πρέπει να λεχθούν και τα πιο κάτω:
Στη συνεδρία της 16.2.2009, ενώπιόν τους οι καθ΄ων η αίτηση είχαν σημείωμα της Λειτουργού Ειρήνης Πηδιά, ημερομηνίας 29.1.2009. Επίσης, ενώπιόν τους κλήθηκαν και προσήλθαν τόσο η κα Πηδιά, όσο και η Λειτουργός κα Κούλα Πρωτοπαπά-Θεοχάρους. Σύμφωνα με τα πρακτικά ημερομηνίας 16.2.2009:
«Η κα Πηδιά προσήλθε στη συνεδρία και ενημέρωσε την Επιτροπή για το περιεχόμενο του σημειώματος ημερομηνίας 29.1.2009. Στη συνεδρία προσήλθε επίσης και η Ανώτερη Λειτουργός κα Κούλα Πρωτοπαπά-Θεοχάρους για την παροχή κατατοπιστικών πληροφοριών για το θέμα. Οι Λειτουργοί απάντησαν σε διευκρινιστικές ερωτήσεις και στη συνέχεια αποχώρησαν από την αίθουσα συνεδρίασης.»
Ο αιτητής επιδιώκει την ακύρωση της επίδικης απόφασης, προβάλλοντας τους πιο κάτω λόγους ακύρωσης, τους οποίους οι ευπαίδευτοι συνήγοροί του αναπτύσσουν στην εμπεριστατωμένη αγόρευσή τους, με αναφορά σε συγγράμματα και νομολογία, τόσο Κυπριακή όσο και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Τους συνοψίζω.
1. Η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τις αρχές της χρηστής διοίκησης, και πάσχει λόγω έλλειψης αιτιολογίας.
2. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν:
(α) παράνομης αιτιολογίας,
(β) παραβίασης του άρθρου 44(3) και 44(4) των περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1959 [158(1)/1999].
3. Η Προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε από όργανο του οποίου η σύνθεση και η συγκρότηση έπασχε γιατί εστερείτο των εχεγγύων της αμεροληψίας και ανεξαρτησίας.
4. Η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τα άρθρα 23 και 25 του Συντάγματος.
Η κα Ιεροκηπιώτου, στην επίσης εμπεριστατωμένη αγόρευσή της απορρίπτει τις θέσεις του αιτητή και παραπέμποντας σε νομολογία υποστηρίζει την ορθότητα της προβαλλόμενης απόφασης.
Η προβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τις αρχές της χρηστής διοίκησης και πάσχει λόγω έλλειψης αιτιολογίας - 1ος λόγος ακύρωσης.
Συνιστά κοινό και για τις δυο πλευρές έδαφος, ότι στη συνεδρία της 16.2.2009 κατά την οποία λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, κλήθηκαν και οι Λειτουργοί Ε. Πηδιά και Κ. Πρωτοπαπά-Θεοχάρους οι οποίες, αφού ακούστηκαν αποχώρησαν πριν τη λήψη της επίδικης απόφασης. Κοινό έδαφος συνιστά επίσης το γεγονός ότι σε σχέση με τα όσα λέχθηκαν μεταξύ των καθ΄ων η αίτηση από τη μια και των δύο Λειτουργών από την άλλη, το πρακτικό που τηρήθηκε εξαντλείται στο απόσπασμα των πρακτικών της συνεδρίας, το οποίο έχω παραθέσει αυτούσιο πιο πάνω.
Η θέση του κ. Καλλή γύρω από την οποία περιστρέφεται ο πιο πάνω λόγος ακύρωσης είναι περιληπτικά η εξής: Εφόσον η τήρηση άρτιου πρακτικού συνιστά, σύμφωνα με τη νομολογία, εχέγγυο για χρηστή διοίκηση και προϋπόθεση για την άσκηση αποτελεσματικού ελέγχου της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων, η παράλειψη καταγραφής των όσων λέχθηκαν από τις δύο συγκεκριμένες Λειτουργούς στη συνεδρία της 16.2.2009, καθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση τρωτή. Τα όσα λέχθηκαν κατά την εν λόγω συνεδρία από τις δύο Λειτουργούς, πρέπει, σύμφωνα με τον κ. Καλλή να λήφθηκαν σοβαρά υπόψη από την Επιτροπή κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης. Επομένως η μη καταγραφή τους παραβιάζει, σύμφωνα πάντα με τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή, την αρχή της χρηστής διοίκησης ενώ παράλληλα πλήττει καίρια και καθοριστικά την αιτιολογία της.
Στην αντίπερα όχθη η κα Ιεροκηπιώτου, επικαλούμενη τις πρόνοιες του άρθρου 24 του Νόμου 158(1)/1999 και παραπέμποντας σε νομολογία, υποστηρίζει ότι εκείνο που πρέπει να καταγράφεται κατά τρόπο σαφή, είναι η απόφαση του διοικητικού οργάνου και οι λόγοι που οδήγησαν στη λήψη της. Δεν απαιτείται, σύμφωνα με την ευπαίδευτη συνήγορο των καθ΄ων η αίτηση, η καταγραφή των απόψεων των Λειτουργών τους οποίους ο προϊστάμενος συμβουλεύθηκε ώστε να καταλήξει στη δική του κρίση. Επομένως, καταλήγει η κα Ιεροκηπιώτου, δεν απαιτείτο στην παρούσα περίπτωση, η καταγραφή είτε της ενημέρωσης και των διευκρινίσεων στις οποίες η Λειτουργός Πηδιά προέβη σε σχέση με το περιεχόμενο του γραπτού σημειώματός της ημερομηνίας 29.1.2009, το οποίο, εν πάση περιπτώσει η Επιτροπή είχε ενώπιόν της κατά τον κρίσιμο χρόνο, είτε των κατατοπιστικών λεπτομερειών και των διευκρινιστικών ερωτοαπαντήσεων της Λειτουργού Θεοχάρους.
Εξέτασα τις ομολογουμένως ενδιαφέρουσες θέσεις των δύο πλευρών υπό το φως της νομολογίας στην οποία και οι δύο συνήγοροι με παρέπεμψαν. Για τους πιο κάτω λόγους η θέση της κας Ιεροκηπιώτου δεν με βρίσκει σύμφωνο.
Σύμφωνα με το άρθρο 24(1) του Νόμου 158(1)/1999 «πρέπει να τηρούνται λεπτομερή πρακτικά των συνεδριάσεων των συλλογικών οργάνων, στα οποία να διατυπώνονται με σαφήνεια οι αποφάσεις που λαμβάνονται. Η τήρηση άρτιων πρακτικών είναι υποχρέωση κάθε οργάνου που ασκεί διοικητική λειτουργία».
Συμφωνώ με την κα Ιεροκηπιώτου ότι η νομολογία δεν απαιτεί την καταγραφή των απόψεων των Λειτουργών τους οποίους ένας προϊστάμενος συμβουλεύεται με σκοπό να διαμορφώσει ιδίαν κρίση σε σχέση με τους υποψηφίους, προφανώς γιατί η μέθοδος αξιολόγησης από τον προϊστάμενο τέτοιων απόψεων δεν μπορεί, σύμφωνα με τη νομολογία μας, να αποτελέσει αντικείμενο δικαστικού ελέγχου, (βλ. Μεστάνας ν. Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 213). Όμως η νομολογία, απαιτεί την καταγραφή των συστάσεων του προϊσταμένου γιατί αυτές, ως σημαντικότατο στοιχείο κρίσης της αξίας των υποψηφίων, θα πρέπει να ελέγχονται δικαστικά. Παράλληλα η ορθή καταγραφή τέτοιων στοιχείων είναι απαραίτητη για λόγους χρηστής διοίκησης. Ενδεικτικό των επί του προκειμένου θέσεων της νομολογίας μας συνιστά το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Christodoulides and another v. Educational Service Commission (1986) 3 CLR 1637, στην οποία παραπέμπουν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του αιτητή, το οποίο έχει έκτοτε κατ΄ επανάληψη υιοθετηθεί από την νομολογία μας:
«Η παράλειψη να καταγραφούν οι απόψεις των προϊσταμένων του Τμήματος οι οποίες πρόδηλα ήταν παράγοντες οι οποίοι είχαν ουσιωδώς επηρεάσει την Επιτροπή στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης όχι μόνο έχει παραβιάσει τις βασικές αρχές της χρηστής διοίκησης αλλά έχει στερήσει την προσβαλλόμενη απόφαση ενός απαραίτητου μέρους της αιτιολογίας της και με τον τρόπο αυτό έχει καταστήσει ανέφικτο τον ορθό δικαστικό έλεγχο.»
(Βλ. επίσης Medcon Construction v. Republic (1968) 3 CLR 53, Αντωνίου ν. ΑΗΚ (1989) 3 ΑΑΔ 597, Γιάλλουρου ν. ΑΗΚ (1991) 4Δ ΑΑΔ 2907 και Κωνσταντινίδης ν. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 4Γ ΑΑΔ 2260).
Στην παρούσα περίπτωση, της λήψης της επίδικης απόφασης, προηγήθηκε διαβούλευση των καθ΄ων η αίτηση με τις συγκεκριμένες δύο Λειτουργούς. Το γεγονός της διαβούλευσης έχει καταγραφεί στα πρακτικά. Το περιεχόμενο όμως της διαβούλευσης δεν καταγράφηκε. Η παράλειψη καταγραφής των πληροφοριών που οι δύο Λειτουργοί διαβίβασαν στους καθ΄ων η αίτηση, πληροφοριών τις οποίες οι τελευταίοι, πέραν από «ενημερωτικές» τις χαρακτηρίζουν και ως «κατατοπιστικές» και τις οποίες είναι πρόδηλο ότι οι καθ'ων η αίτηση έλαβαν σοβαρά υπόψη κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης, «όχι μόνο», για να χρησιμοποιήσω το λεκτικό του σκεπτικού της απόφασης στην υπόθεση Christodoulides πιο πάνω, «έχει παραβιάσει τις βασικές αρχές της χρηστής διοίκησης αλλά έχει στερήσει την προσβαλλόμενη απόφαση ενός απαραίτητου μέρους της αιτιολογίας της και με τον τρόπο αυτό έχει καταστήσει ανέφικτο τον ορθό δικαστικό έλεγχο». Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης επιτυγχάνει.
Ενόψει της πιο πάνω κατάληξής μου κρίνω ότι δεν συντρέχει λόγος να προχωρήσω να εξετάσω οποιονδήποτε από τους υπόλοιπους λόγους ακύρωσης που ο αιτητής προβάλει.
Ως αποτέλεσμα η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.200 υπέρ του αιτητή.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.