ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 714/2007)
14 Ιουλίου, 2010
[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146 ΚΑΙ/Ή 29 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΑΒΒΑ,
2. ΜΥΡΟΦΟΡΑ ΣΑΒΒΑ,
3. ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΑΒΒΑ,
4. ΝΑΥΣΙΚΑ ΣΑΒΒΑ,
Αιτητές,
- ν -
1. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ Ή ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΜΕΡΙΜΝΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ ΕΚΤΟΠΙΣΘΕΝΤΩΝ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
- - - - - -
Γ. Σεραφείμ, για τους Αιτητές.
Λ. Λάμπρου-Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Για τους λόγους που θα διαφανούν αργότερα, είναι αναγκαίο όπως στο προκαταρκτικό τούτο στάδιο της Απόφασης στην παρούσα προσφυγή παρατεθούν επί λέξει οι τέσσερις ξεχωριστές θεραπείες οι οποίες επιζητούνται, και έχουν ως εξής:
"Α. Δήλωση ή/και απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου, ότι η απόφαση των Καθ΄ων η Αίτηση 1, η οποία κοινοποιήθηκε στους Αιτητές 1 και 2 με επιστολή που φέρει ημερομηνία 17/4/2007 και παραλήφθηκε από τους Αιτητές 1 και 2 μεταγενέστερα [ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α στην παρούσα] και με την οποία απόφαση απορρίφθηκε το αίτημα τους, όπως μεταβιβαστεί ή παραχωρηθεί η άδεια χρήσης στο όνομα των Αιτητών 1 και 2 ή στο όνομα των παιδιών τους Αιτητών 3 και 4 της οικιστικής μονάδας της οδού Άσσιας 20, του Κυβερνητικού Οικισμού Πλατύ στην Αγλαντζιά, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε νομίμου αποτελέσματος.
Β. Δήλωση ή/και απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου, ότι η απόφαση των Καθ΄ων η Αίτηση 1, η οποία προκύπτει από επιστολή που φέρει ημερομηνία 12/2/2007 και η οποία παραλήφθηκε από την Αιτήτρια 2 μεταγενέστερα μετά τα μέσα Μαϊου 2007 [ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β στην παρούσα] και με την οποία απόφαση απορρίφθηκε το αίτημα της Αιτήτριας 2 για παραχώρηση της οικιστικής μονάδας της οδού Άσσιας 20, του Κυβερνητικού Οικισμού Πλατύ στην Αγλαντζιά στον Αιτητή 3, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε νομίμου αποτελέσματος.
Γ. Δήλωση ή/και απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου, ότι η απόφαση των Καθ΄ων η Αίτηση 2, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή 1 με επιστολή που φέρει ημερομηνία 2/5/2007 και παραλήφθηκε από τον Αιτητή μεταγενέστερα [ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ στην παρούσα] και με την οποία απόφαση απαιτήθηκε από τον Αιτητή 1, μεταξύ άλλων, όπως σχετικά με την απόρριψη του αιτήματος του υιού του Αιτητή 3, όπως του παραχωρηθεί η οικία της οικιστικής μονάδας της οδού Άσσιας 20, του Κυβερνητικού Οικισμού Πλατύ στην Αγλαντζιά, εντός ενός μηνός εκκενώσει και παραδώσει τα κλειδιά, ειδάλλως οι Καθ΄ων η Αίτηση 2 θα προχωρήσουν άμεσα στη διακοπή του ηλεκτρικού ρεύματος, της παροχής νερού και της ανάκτησης της προαναφερόμενης οικιστικής μονάδας, χωρίς άλλη ειδοποίηση, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε νομίμου αποτελέσματος.
Δ. Δήλωση ή/και απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου, ότι η απόφαση των Καθ΄ων η Αίτηση 1, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα των Αιτητών 3 και 4 για παραχώρηση σε αυτούς της άδειας χρήσης της οικιστικής μονάδας της οδού Άσσιας 20, του Κυβερνητικού Οικισμού Πλατύ στην Αγλαντζιά ή η συνεχιζόμενη παράλειψη εξέτασης του αιτήματος αυτού των Αιτητών 3 και 4 είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε νομίμου αποτελέσματος."
Από πλευράς των καθ΄ων η αίτηση ηγέρθηκε προδικαστική ένσταση ως προς το μη επιτρεπτό της διεκδίκησης και των τεσσάρων προαναφερθεισών θεραπειών μέσω μιας προσφυγής. Οι αιτητές προβάλλουν αντίθετο επιχείρημα, σύμφωνα με το οποίο οι αποφάσεις που προσβάλλονται με τις παραγράφους Α, Β και Δ αφορούν αποφάσεις του καθ΄ου η αίτηση αρ. 1 για απόρριψη αιτημάτων για παραχώρηση στους Αιτητές της άδειας χρήσης της επίδικης οικιστικής μονάδας σε συνοικισμό και ότι η απόφαση η οποία προσβάλλεται με την παράγραφο Γ είναι συνακόλουθη απόφαση των καθ΄ων η αίτηση αρ. 2 με την οποία ζητείται η εκκένωση της εν λόγω οικίας από τον αιτητή αρ. 3. Για τούτο δε, υποβάλλουν ότι η ακύρωση των προσβαλλόμενων πράξεων ή αποφάσεων μπορεί να διεκδικηθεί μέσα στο πλαίσιο μιας και μόνο προσφυγής.
Το επιχείρημα των αιτητών εμφανώς δεν μπορεί να ευσταθήσει. Σύμφωνα με τη νομολογία, η προσβολή πλειόνων της μιας πράξεων της διοίκησης με ένα και το αυτό δικόγραφο είναι γενικά απαράδεκτη και επιτρέπεται μόνο όπου καταδεικνύεται ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι συναφείς μεταξύ τους εάν στηρίζονται στις ίδιες διατάξεις του Νόμου, φέρουν ταυτόσημη αιτιολογία και εκδόθηκαν από το ίδιο όργανο της διοίκησης και κατά την ίδια διοικητική διαδικασία. (Σωματείο "Φίλοι της Λευκωσίας" κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 258). Tο ερώτημα πότε επιτρέπεται η προσβολή πλειόνων της μιας πράξεων με την ίδια προσφυγή, απαντήθηκε μεταξύ άλλων και στην υπόθεση Χριστοφίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 766, στην οποία αναλύεται εκτενώς η νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας επί του θέματος. Σχετικές επίσης είναι και οι αποφάσεις στις υποθέσεις Συμεωνίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 ΑΑΔ 258 και Μισιρλής ν. Δημοκρατίας (1995) 3 ΑΑΔ 379. Σύμφωνα με την Ελλαδική νομολογία, η συμπερίληψη σε μια προσφυγή δύο ή περισσότερων προσβαλλόμενων διοικητικών πράξεων, είναι επιτρεπτή μόνο εκεί όπου όλες οι διοικητικές πράξεις είναι συναφείς, ή συναποτελούν μια σύνθετη διοικητική ενέργεια. (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 274, Τσάτσου "Η Αίτηση Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας", 3η Έκδοση, σελ. 357-358). Όπως δε είχε αποφασισθεί και σε Κυπριακές αποφάσεις, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες διαπιστώνεται από το Δικαστήριο έλλειψη της απαραίτητης συνάφειας μεταξύ των προσβαλλόμενων σε μια προσφυγή πράξεων, η προσφυγή δεν είναι απορριπτέα, αλλά λαμβάνεται ως παραδεκτή μόνο ως προς την πρώτη των προσβαλλόμενων πράξεων και διατάσσεται ο διαχωρισμός των υπολοίπων. (Κιττής ν. Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 734 και Χριστοδούλου ν. Νεοφύτου (2001) 3 ΑΑΔ 576).
Στην υπό εξέταση περίπτωση αποκαλύπτεται ότι οι προσβαλλόμενες διοικητικές πράξεις αποτελούν ξεχωριστές, αυτοτελείς διοικητικές ενέργειες. Μόνο κοινό θέμα που φαίνεται να εγείρεται μεταξύ τους είναι η διεκδίκηση δικαιωμάτων επί της επίδικης κατοικίας στον κυβερνητικό συνοικισμό. Οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν εκδόθηκαν στο πλαίσιο της ίδιας διοικητικής διαδικασίας, ούτε και η μια βασίζεται ή είναι αναγκαίο επακόλουθο της άλλης.
Με αυτά ως δεδομένα, η προδικαστική ένσταση θα πρέπει να επιτύχει και ως αποτέλεσμα θα περιοριστεί η εξέταση της προσφυγής στην προσβαλλόμενη πράξη ή απόφαση της 17.4.2007, η οποία συνιστά αντικείμενο της θεραπείας υπό στοιχείο "Α" στο αιτητικό της προσφυγής. Ως προς τις άλλες τρεις πράξεις ή αποφάσεις, αυτές θα ξεχωρίσουν έτσι ώστε να αποτελέσουν αντικείμενο ξεχωριστών προσφυγών, χωρίς να θεωρηθούν εκπρόθεσμες.
Με την παρούσα λοιπόν προσφυγή, όπως αυτή έχει περιοριστεί, προσβάλλεται η απόφαση ημερομηνίας 17.4.2007 του καθ΄ου η αίτηση αρ. 1, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση των αιτητών αρ. 1 και 2 όπως μεταβιβασθεί ή παραχωρηθεί η άδεια χρήσης της στο όνομα τους ή στο όνομα των παιδιών τους αιτητών 3 και 4, η οποία κατοικία βρίσκεται στο συνοικισμό Πλατύ Αγλαντζιάς.
Όπως διαπιστώνεται από μια σύντομη αναδρομή στα γεγονότα της υπόθεσης, δικαιούχοι της κατοικίας ήσαν οι αποβιώσαντες πατέρας και μητέρα των αιτητών αρ. 1 και 2 και πάππος και γιαγιά των αιτητών αρ. 3 και 4, οι οποίοι είναι παιδιά των αιτητών αρ. 1 και 2. Με αίτημά τους οι αιτητές αρ. 1 και 2 ζήτησαν όπως μεταβιβασθεί το δικαίωμα χρήσης της κατοικίας στους ίδιους ή σε ένα από τα παιδιά τους αιτητές αρ. 3 και 4, αφού βέβαια επιστρέψουν ποσά που είχαν λάβει ως βοήθεια για σκοπούς αυτοστέγασης. Με επιστολή ημερομηνίας 17.4.2007 της Υπηρεσίας Μερίμνης και Αποκαταστάσεως Εκτοπισθέντων του Υπουργείου Εσωτερικών, τα αιτήματα απορρίφθηκαν. Ως λόγος της μη μεταβίβασης στο όνομα των αιτητών αρ. 1 και 2 του δικαιώματος χρήσης της κατοικίας, προτάχθηκε το ότι, σύμφωνα με τα κριτήρια που τίθενται δυνάμει της σχετικής νομοθεσίας, δεν παραχωρείται δεύτερη στεγαστική βοήθεια σε πρόσωπα που βοηθήθηκαν για σκοπούς αυτοστέγασης, έστω και αν προσφέρονται να επιστρέψουν τη ληφθείσα βοήθεια.
Ως προς τους αιτητές αρ. 3 και 4, ούτε σ΄ αυτούς θα μπορούσε να μεταβιβασθεί το δικαίωμα χρήσης επειδή οι κατοικίες των κυβερνητικών οικισμών παραχωρούνται, σύμφωνα με τα τεθέντα κριτήρια, σε παλαιές οργανικές οικογένειες μόνο.
Παρά το ότι οι αιτητές δεν φαίνεται ν΄ αμφισβητούν ότι κατ΄ εφαρμογή των κριτηρίων που επικαλέστηκαν οι καθ΄ων η αίτηση, οι ίδιοι δεν μπορούν να είναι δικαιούχοι, εν τούτοις, επικαλούνται τις πρόνοιες άλλων Κανονισμών. Πρόκειται για τους περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Παραχώρηση Τίτλων Ιδιοκτησίας σε Εκτοπισθέντες και Άλλα Πρόσωπα) Ειδικούς Κανονισμούς του 2006, ΚΔΠ 163/2006, οι οποίοι τροποποιήθηκαν κατά το 2007 με την ΚΔΠ 329/2007. Οι αιτητές, αν και δεν ισχυρίζονται ότι η περίπτωσή τους εμπίπτει μέσα στο γράμμα των Κανονισμών εκείνων, εν τούτοις, ισχυρίζονται ουσιαστικά ότι θα έπρεπε και οι ίδιοι να καλύπτονται από τις πρόνοιές τους οι οποίες είναι αντισυνταγματικές επειδή παραβιάζουν την υποχρέωση για ίση μεταχείριση και ισότητα μεταξύ των πολιτών ή θα πρέπει να δοθεί σ΄ αυτούς τέτοια ερμηνεία με την οποία να καλύπτεται και η περίπτωσή τους.
Ο σχετικός Κανονισμός τον οποίο επικαλούνται αλλά και προσβάλλουν τη συνταγματικότητά του οι αιτητές, είναι ο Κανονισμός 8(1) των προαναφερθέντων Κανονισμών, το κείμενο του οποίου έχει ως εξής:
"8.-(1) Τηρουμένων των προνοιών της παραγράφου (2), αν ο δικαιούχος οικιστικής μονάδας απεβίωσε κατά ή μετά την 7η Απριλίου 2008, τότε η οικιστική μονάδα που κατείχε κατά την ημερομηνία του θανάτου του, επί της οποίας είχε αποκτήσει δικαίωμα τιτλοποίησης, αποτελεί μέρος της περιουσίας του και είναι αντικείμενο κληρονομικής διαδοχής κατ΄ εφαρμογήν των διατάξεων της σχετικής νομοθεσίας.
(2) Αν στην οικιστική μονάδα που κατείχε ο αποβιώσας, διαβιούσαν ή συγκατοικούσαν άλλα συγγενικά πρόσωπα, τα οποία νόμιμα και μόνιμα διαμένουν στην οικιστική μονάδα, τότε εκδίδεται τίτλος ιδιοκτησίας της οικιστικής μονάδας στα πρόσωπα αυτά."
Σημειώνεται ότι τα δύο δικαιούχα πρόσωπα στη χρήση της επίδικης κατοικίας στην παρούσα περίπτωση, ήσαν ο πάππος και η γιαγιά των αιτητών αρ. 3 και 4, που είναι και μητέρα της αιτήτριας αρ. 2, εκ των οποίων ο μεν πάππος είχε αποβιώσει κατά το 2002, ενώ η γιαγιά απεβίωσε στις 9.3.2006, ένα δηλαδή περίπου μήνα πριν από την κρίσιμη ημερομηνία την οποία έθεσε ο Κανονισμός ως ημερομηνία από και μετά την οποία όταν απέθνησκε ένας δικαιούχος, τότε τα δικαιώματά του καθίσταντο αντικείμενο κληρονομικής διαδοχής. Βασιζόμενος σ΄ αυτά τα γεγονότα, ο συνήγορος των αιτητών επικαλέστηκε τις πρόνοιες του Άρθρου 28 του Συντάγματος, το οποίο διασφαλίζει την ισότητα όλων έναντι του Νόμου και της διοίκησης και το δικαίωμα να τυγχάνουν ίσης μεταχείρισης και προστασίας. Με παραπομπή σε αυθεντίες και σχετική νομολογία, ο συνήγορος των αιτητών υπέβαλε ότι, στην παρούσα περίπτωση, καμιά δικαιολογία δεν ευσταθεί για την αυθαίρετη διαφοροποίηση ως μη δικαιούχων, των κληρονόμων όσων απεβίωσαν πριν από την 7.4.2006. Επομένως, η διάκριση η οποία γίνεται μεταξύ δικαιούχων από τον προαναφερθέντα Κανονισμό, είναι αυθαίρετος, κατάφωρα άδικος και εν πολλοίς προκλητικός, αφού δημιουργεί έκδηλα ανισότητα στον προσφυγικό κόσμο σε βάρος των δικαιούχων ατόμων που απεβίωσαν λίγο πριν την ημερομηνία εκείνη και των κληρονόμων τους. Σε σχέση με αυτό τον ισχυρισμό, θα πρέπει να παρατηρήσω τα εξής: Κατ΄ αρχάς, είναι σημαντικό να τονιστεί το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη πράξη ουδόλως βασίστηκε ή σχετίζεται έστω με τον προαναφερθέντα Κανονισμό αρ. 8(1). Είναι επίσης σημαντικό το ότι οι αιτητές ουδέποτε βασίστηκαν κατά την υποβολή και προώθηση των αιτημάτων τους στις πρόνοιες του Κανονισμού εκείνου. Περαιτέρω, είναι φανερό, όπως εισηγείται και η συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση ότι οι αιτητές κανένα συμφέρον δεν έχουν από την κήρυξη του Κανονισμού ως αντισυνταγματικού, αφού προσπάθειά τους δεν είναι ο εξοβελισμός του, αλλά η απόδοση σ΄αυτόν επεκτατικής ερμηνείας για λόγους ισότητας, έτσι ώστε να καλύπτει και τους αιτητές.
Όπως και να έχουν τα πράγματα όμως, το βέβαιο είναι ότι οι πρόνοιες του Κανονισμού ως έχουν, δεν καλύπτουν τους αιτητές, επειδή η εκτελεστική και/ή η νομοθετική εξουσία αποφάσισε όπως χαράξει τη γραμμή σε κάποιο χρονικό ορόσημο, σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία. Το Δικαστήριο ουσιαστικά καλείται να διευρύνει το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού δίδοντας σ΄ αυτόν ανάλογη ερμηνεία. Όμως, όπως αποφασίστηκε μεταξύ άλλων και στην υπόθεση Dias United Publishing Co Ltd. v. Δημοκρατίας (1996) 3 ΑΑΔ 550, το Δικαστήριο δεν δικαιούται να διευρύνει θετική νομοθετική διάταξη, ούτε να την τροποποιήσει ώστε να δημιουργηθεί ουσιαστικά ένα νέο νομοθέτημα. Ο συνταγματικός έλεγχος των νόμων που ασκεί το Ανώτατο Δικαστήριο, δεν μπορεί να μετατραπεί σε μέσο αναμόρφωσης ή συμπλήρωσης της νομοθεσίας, γιατί κάτι τέτοιο θα ξέφευγε της δικαιοδοσίας του. (Βλ. επίσης Βρούντου ν. Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 78, Υπόθεση Αρ. 2127/2006, Μ. Παρτασίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ημερομηνία 19.2.2008).
Επομένως, τα επιχειρήματα των αιτητών δεν μπορούν να ευσταθήσουν. Αφ΄ ης στιγμής η εκτελεστική εξουσία είχε αποφασίσει να χαράξει κάπου τη γραμμή ως προς το χρονικό σημείο από το οποίο θα καλυπτόταν ένα δικαίωμα και αυτό πήρε την αναγκαία νομοθετική κάλυψη, αναπόφευκτα δυστυχώς κάποιοι θα επωφελούντο από τη ρύθμιση και κάποιοι όχι. Εάν δε η ταχθείσα ημερομηνία ετίθετο ένα μήνα πριν, ή ένα χρόνο πριν, ή ένα χρόνο μετά, και πάλι κάποιοι άλλοι θα επωφελούντο και κάποιοι άλλοι όχι, όσο δυσάρεστο και φαινομενικά άδικο και αν είναι αυτό.
Αναπόφευκτα, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1.000 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, εναντίον των αιτητών. Η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη, η οποία περιγράφεται στην αιτούμενη θεραπεία Α στο αιτητικό της Αίτησης, επικυρώνεται.
Σε σχέση με τις διοικητικές πράξεις ή αποφάσεις που προσβάλλονται με τις αιτούμενες θεραπείες στις παραγράφους Β, Γ, Δ της Αίτησης, για τους λόγους που εξήγησα προηγουμένως, διατάσσεται ο διαχωρισμός του δικογράφου. Οι αιτητές θα είναι ελεύθεροι, αν επιθυμούν, να καταχωρήσουν ξεχωριστές προσφυγές σε σχέση με τις προσβαλλόμενες πράξεις ή αποφάσεις εντός 30 ημερών από σήμερα, χωρίς αυτές να θεωρηθούν ως εκπρόθεσμα καταχωρηθείσες.
Κ. Kληρίδης,
Δ.
/ΧΤΘ