ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                          (Υποθ. αρ. 665/2008)

 

       29 Ioυλίου,2010

 

            [ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στης]

 

        Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος

 

ROHINI G.E.KANKANAMGE

 

                                                            Αιτήτρια,

-και -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

 

                                                          Καθ΄ων η αίτηση.

------------------------

Χρ.Χριστούδιας,  για την Αιτήτρια

Λ.Χριστοδουλίδου, (κα.), για τους Καθ΄ων η αίτηση

-----------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:    Η άρνηση της Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης να εγκρίνει την παράταση της αδείας παραμονής και εργασίας της αιτήτριας, οδήγησε στην καταχώριση της παρούσας προσφυγής. 

 

Η αιτήτρια κατάγεται από τη Σρι Λάνκα. Στις 12 Ιουνίου 2000 αφίχθηκε στην Κύπρο για να εργαστεί ως οικιακή βοηθός.  Της παραχωρήθηκε άδεια εργασίας μέχρι τις 12 Ιουνίου 2004.  Στο μεταξύ στις 8 Ιουνίου 2001 η αίτηση της, για αλλαγή εργοδότη, έγινε αποδεκτή. Η άδεια παραμονής της δε ανανεώθηκε μέχρι τις 12 Ιουνίου 2006. 

 

Στις 16 Μαρτίου 2006 η αιτήτρια, μέσω του ΚΙΣΑ, υπέβαλε αίτημα για να της παραχωρηθεί το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος.  Το αίτημα απορρίφθηκε με επιστολή 19 Απριλίου 2006.  Στις 29 Σεπτεμβρίου 2006 η εργοδότρια της αιτήτριας, ζήτησε παράταση της αδείας παραμονής της, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί αντικαταστάτρια.  Στις 7 Φεβρουαρίου 2007 ο εργοδότης τώρα της αιτήτριας, υπέβαλε αίτηση με την οποία ζητούσε όπως αυτή χαρακτηριστεί ως επί μακρόν διαμένουσα στην Κύπρο.  Το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης με επιστολή ημερ. 20 Σεπτεμβρίου 2007 απάντησε αναφέροντας τα εξής:  «΄Εχω οδηγίες να αναφερθώ στις επιστολές σας 29 Σεπτεμβρίου 2006 και 7 Φεβρουαρίου 2007 σχετικά με το πιο πάνω αίτημα σας και να σας πληροφορήσω ότι η αλλοδαπή θα μπορεί να υποβάλει αίτηση για απόκτηση του υπό αναφορά καθεστώτος».  Επειδή, όπως αναφέρεται στην εν λόγω επιστολή, τα σχετικά έντυπα αιτήσεων δεν ήταν έτοιμα, παραχωρήθηκε στην αιτήτρια προσωρινή άδεια παραμονής και εργασίας για ακόμη ένα χρόνο.  Ταυτοχρόνως, προέτρεπαν την αιτήτρια να αποταθεί στο Επαρχιακό Κλιμάκιο Αλλοδαπών και Μετανάστευσης στη Λεμεσό για «διευθέτηση της παραμονής της».  Τελικώς, υποβλήθηκε αίτηση στις 28 Νοεμβρίου 2007 από την αιτήτρια, με την οποία ζητούσε να παραμείνει στην Κύπρο και να συνεχίσει να εργάζεται ως οικιακή βοηθός.  Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε, με επιστολή ημερ. 7 Απριλίου 2008, το δε περιεχόμενο της απάντησης έχει ως εξής:  «έχω οδηγίες να αναφερθώ στην αίτηση σας Μ61 ημερ. 28 Νοεμβρίου 2007 με την οποία ζητάτε όπως παραχωρηθεί παράταση της αδείας παραμονής και εργασίας της αλλοδαπής για να συνεχίσει την εργασία της ως οικιακή βοηθός και σας πληροφορώ ότι το αίτημα σας εξετάστηκε πολύ προσεκτικά αλλά δεν κατέστη δυνατό να εγκριθεί».  Συνεχίζει δε η επιστολή «παρακαλείστε όπως συμβουλεύσετε την αλλοδαπή να προβεί στις αναγκαίες διευθετήσεις για άμεση αναχώρηση από την Κύπρο διαφορετικά θα ληφθούν μέτρα για την απομάκρυνση της».

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας εισηγήθηκε ότι υπήρχε μια παραποίηση των γεγονότων, από πλευράς των καθ΄ων η αίτηση, σε μια προσπάθεια να παρουσιάσουν μερικώς ή με ελλειμματικό τρόπο τα γεγονότα, που αφορούν την παρούσα υπόθεση.  Ζήτησα και κατατέθηκε επί τούτου γραπτή διευκρίνιση από το συνήγορο γιατί, ο χαρακτηρισμός αυτός ενέχει σοβαρή κατηγορία εναντίον των καθ΄ων η αίτηση.  Κατατέθηκε όπως ανέφερα γραπτή εισήγηση με την οποία θα ασχοληθώ μεταγενέστερα.

 

Το σημαντικό, κατά την άποψη μου, θέμα που εγείρει η αιτήτρια είναι η αντιφατική συμπεριφορά της διοίκησης που εύλογα μπορεί να ερμηνευθεί ότι αποτελεί ένδειξη κατάχρησης εξουσίας αφού, η απόφαση για απόρριψη της αιτήσεως έγινε από τη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ενώ σύμφωνα με τη νομοθεσία, που ο συνήγορος έκαμε αναφορά στα άρθρα 18Στ και 18Η(1) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Ν.8(Ι)/2007ευθύνη για τη λήψη απόφασης, έχει η Επιτροπή Μετανάστευσης.  Περαιτέρω, ο συνήγορος υποστήριξε ότι οι καθ΄ων η αίτηση ενήργησαν κατά τρόπο αντιφατικό, βεβαιώνοντας από τη μια την αιτήτρια με την επιστολή ημερ. 20 Σεπτεμβρίου 2007, ότι το αίτημα της για απόκτηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος γίνεται αποδεκτό και από την άλλη, σε μεταγενέστερη ημερομηνία, απορρίπτουν την αίτηση για ανανέωση της αδείας παραμονής της. 

 

Πρέπει στο σημείο αυτό να καταγραφεί μια σύγχυση η οποία διαπιστώνεται εύκολα αναλύοντας τα γεγονότα της υπόθεσης.  Η άδεια προσωρινής παραμονής που χορηγήθηκε στην αιτήτρια έληγε στις 12 Ιουνίου 2006.  Στις 16 Μαρτίου 2006 η αιτήτρια, μέσω του ΚΙΣΑ, υπέβαλε αίτηση για να αποκτήσει το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος αλλοδαπού.  Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε.  Με την επιστολή - απάντηση ημερ. 19 Μαρτίου 2006, αναφέρθηκε ότι το αίτημα δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί γιατί «η περίπτωση της αλλοδαπής δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας αυτής καθότι η διάρκεια παραμονής της είναι επίσημα χρονικά περιορισμένη με βάση απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής».  Εναντίον αυτής της απόφασης δεν ασκήθηκε οποιονδήποτε δικαστικό διάβημα.  Στη συνέχεια, υποβάλλεται με επιστολή ημερ. 29 Σεπτεμβρίου 2006, αίτηση από την εργοδότρια της αιτήτριας για παράταση του χρόνου παραμονής της στην Κύπρο μέχρι τις αρχές Νοεμβρίου, ώστε να γίνουν άλλες διευθετήσεις για την οικογένεια στην οποία εργοδοτείτο η αιτήτρια.  Το επόμενο διάβημα είναι η επιστολή ημερ. 7 Φεβρουαρίου 2007, την οποία υπέβαλε ο εργοδότης της αιτήτριας, κάνοντας αναφορά στα προηγούμενα γεγονότα, που ανέφερα πιο πάνω, ζητώντας ανανέωση της αδείας παραμονής και εργασίας της με στόχο, όπως αναφέρεται, να υποβληθεί και εξεταστεί αίτηση για εξασφάλιση εκ μέρους της αιτήτριας του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος.   Διαβάζοντας κάτω από αυτό το πρίσμα την επιστολή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ημερ. 20 Σεπτεμβρίου 2007, που απευθύνεται προς τον εργοδότη της αιτήτριας, διαπιστώνω ότι δεν πρόκειται περί εγκρίσεως αιτήματος για απόκτηση του επί μακρόν διαμένοντος αλλά, γνωστοποίηση ότι η συγκεκριμένη αλλοδαπή (αιτήτρια) «θα μπορεί να υποβάλει αίτηση ........».  (υπογράμμιση δική μου)

 

Δεν παραγνωρίζω το γεγονός ότι της παραχωρήθηκε, ενόψει του πιο πάνω αιτήματος, παράταση της προσωρινής αδείας παραμονής και εργασίας και είναι εδώ που στόχευε το υποβληθέν αίτημα ημερ. 28 Νοεμβρίου 2007, το οποίο έτυχε αρνητικής απάντησης με την επιστολή ημερ. 7 Απριλίου 2008.   Σ΄αυτό το πλαίσιο θα εξεταστεί η παρούσα προσφυγή γιατί τουλάχιστον, από το σύνολο του διοικητικού φακέλου που έχει κατατεθεί ενώπιον μου, δεν καταφαίνεται καταχώριση ή υποβολή νέου αιτήματος για απόκτηση καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος, από την αιτήτρια. 

 

Μετά από αυτή τη διευκρίνιση, παρατηρώ ότι τα περί παραποίησης γεγονότων τα οποία επικαλέστηκε η αιτήτρια, μέσω της αγόρευσης του συνηγόρου της, δεν έχουν έρεισμα.  Ο ρόλος του Δικαστηρίου με βάση το ανακριτικό σύστημα που διέπει τη διοικητική δικαιοδοσία, είναι ευρύτατος και μπορεί να συντάξει την προσαγωγή, αποδεικτικών στοιχείων, να καλεί μάρτυρες, να ορίζει τα επίδικα θέματα ή και να επανανοίγει μιαν υπόθεση.  (Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Κωνσταντίνου κ.α. (1994) 3 Α.Α.Δ. 145).  Το ζητούμενο είναι η νομιμότητα της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης.  

 

Με δεδομένο πλέον ότι το μόνο θέμα που έχριζε εξέτασης ήταν η αίτηση που υποβλήθηκε ημερ. 28 Νοεμβρίου 2008 για παράταση της άδειας παραμονής της αιτήτριας.  Αυτή υποβλήθηκε με βάση τις πρόνοιες του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμο, Κεφ.105 προς το Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (αρ.2 του Νόμου).  Συνεπώς η έλλειψη εξουσίας ή κατάχρηση αρμοδιότητας που εισηγείται η αιτήτρια με τους λόγους ακυρώσεως 1 και 2 δεν έχουν έρεισμα.

 

Η αντιφατικότητα που παρουσιάζεται με τη σύγκριση των δύο επιστολών των καθ΄ων η αίτηση 20 Σεπτεμβρίου 2007 και 7 Απριλίου 2008, καταδεικνύει, κατά την εισήγηση της αιτήτριας, ότι υπάρχει επιδοκιμασία και αποδοκιμασία από πλευράς διοίκησης, γεγονός που μπορεί να αναχθεί σε εύρημα ότι ενήργησαν κάτω από πλάνη και έλλειψη καλής πίστης.

 

Η αρνητική προσέγγιση στην προβολή των πιο πάνω επιχειρημάτων του συνηγόρου της αιτήτριας, πηγάζει από τη διευκρίνιση των γεγονότων της υπόθεσης, που αναλύθηκαν προγενέστερα.  Δεν τίθεται θέμα αποδοχής και άρνησης αιτήματος για παραχώρηση καθεστώτος επί μακρού διαμένοντος, αφού τα δυο αιτήματα είναι ξεχωριστά και ανεξάρτητα.  Μπορεί ενδεχομένως να δημιουργείται σύγχυση επειδή έπεται το ένα του άλλου, αλλά πρόκειται περί δυο διαφορετικών διαδικασιών, ανεξαρτήτων μεταξύ τους.   

 

Σε κανένα σημείο της διαδικασίας προώθησης αυτής της προσφυγής,  δεν αμφισβητήθηκε, από πλευράς αιτήτριας, ότι από της άφιξης της στην Κύπρο μέχρι της υποβολής της αίτησης ή και μέχρι την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, αυτή βρισκόταν αποκλειστικά για να εργαστεί ως οικιακή βοηθός, σε κύπριο εργοδότη χωρίς να γίνεται οποιαδήποτε άλλη μνεία για διαφορετική ιδιότητα.

 

΄Ενας άλλος λόγος ακυρώσεως είναι η έλλειψη παντελούς αιτιολογίας, που, δεν μπορεί κατά την εισήγηση της αιτήτριας, να συμπληρωθεί από το φάκελο της υπόθεσης.  Η εισήγηση του συνηγόρου της Δημοκρατίας, υποστήριξε ο κ.Χριστούδιας, ότι η απόφαση της Διευθύντριας, να απορρίψει την αίτηση για παράταση, είχε ως βάση την απόφαση της Ολομέλειας για το θέμα των αλλοδαπών που παραμένουν στην Κύπρο πέραν των 5 ετών ως εργαζόμενοι, δεν μπορεί να αποτελέσει έρεισμα για ικανοποίηση της υποχρέωσης αιτιολόγησης μιας απόφασης.

 

Στο σύγγραμμα του Π.Δ.Δαγτόγλου Γενικό Διοικητικό Δίκαιο 4η έκδοση, παρ.636 αναφέρεται:

 

«Αιτιολογία μιας δικαστικής πράξης αποτελεί την έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν στην απόφαση καθώς και παράθεση των κριτηρίων βάσει των οποίων άσκησε η διοίκηση τη διακριτική της ευχέρεια».

 

Βλ. επίσης Νικολάου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 259 και Φανίδης ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2008) 3 Α.Α.Δ. 396Περαιτέρω στην υπόθεση Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406, επιβεβαιώθηκε η αρχή ότι η αιτιολογία πρέπει να είναι επαρκής και εντελώς πειστική.

 

Στην εξεταζόμενη υπόθεση οι καθ΄ων η αίτηση με την επιστολή τους ημερ. 7 Απριλίου 2008, αναφέρουν ότι «το αίτημα εξετάστηκε πολύ προσεκτικά αλλά δεν κατέστη δυνατό να εγκριθεί.» 

 

Δεν μπορούσε, κατά την άποψη μου, να υπάρχει πιο λακωνική απάντηση.  Για ποιο λόγο οδηγήθηκε σ΄αυτό το συμπέρασμα η Διευθύντρια, ποια στοιχεία έλαβε υπόψη της, τι βαρύνουσα επίδραση είχε το περιεχόμενο της αιτήσεως, αφού αναφέρεται σ΄αυτήν, παραμένουν στοιχεία άγνωστα. 

 

Η αναζήτηση απαντήσεων μπορεί να αναζητηθεί μέσα στο φάκελο της υπόθεσης, όπως επιβεβαιώνεται από τη νομολογία (Δημοκρατία ν. Bellfoods Ltd (2008) 3 A.A.Δ. 517), πλην όμως στην προκείμενη περίπτωση δεν υπάρχει οτιδήποτε βοηθητικό προς αυτή τη κατεύθυνση στο φάκελο, Τεκμ.1.  Ούτε το προτεινόμενο από τη Δημοκρατία, επιχείρημα, στο στάδιο της αγόρευσης, ότι λήφθηκε η απόφαση της Διευθύντριας ενόψει της απόφασης Μοdilla ν. Δημοκρατίας, (2008) 3 Α.Α. Δ. 29 που στο μεταξύ εκδόθηκε, μπορεί να ικανοποιήσει την υποχρέωση της διοίκησης, για επαρκή αιτιολόγηση, λαμβανομένου υπόψη ότι οι αγορεύσεις δεν συμπληρώνουν το κατατεθέν υλικό. 

 

Με γνώμονα τα πιο πάνω βρίσκω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει, η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρούται με βάση το ΄Αρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.  Ποσό €1,700 πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, επιδικάζεται υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ΄ων η αίτηση.

 

 

                                                          Κ.Παμπαλλής,

                                                                   Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο