ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 5/08, 43/08, 166/08 και 167/08)
22 Ιουλίου 2010
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 5/08)
ΛΩΡΑΝ ΙΕΡΩΝΥΜΙΔΗΣ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
--------------------------------------
(Υπόθεση Αρ. 43/08)
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΗΛΙΑ,
Αιτήτρια,
- ΚΑΙ -
ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
--------------------------------------
(Υπόθεση Αρ. 166/08)
ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΑ,
Αιτήτρια,
- ΚΑΙ -
ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
--------------------------------------
(Υπόθεση Αρ. 167/08)
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΝΤΟΥΝΑΣ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
--------------------------------------
Μ. Καλλιγέρου (κα), για τους Αιτητές στις Υποθέσεις αρ. 5/08
και 43/08.
Κ. Καντούνας, για τους Αιτητές στις Υποθέσεις αρ. 166/08
και 167/08.
Ν. Χατζηϊωάννου (κα), για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Α. Ξυψιτή (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 4 - Κυριάκο Ματθαίου.
Καμιά εμφάνιση για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 1, 2, 3, 5 και 6.
--------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η προαγωγή των έξι ενδιαφερομένων μερών στη μόνιμη θέση Υποτμηματάρχη (Προσωπικό Πληροφορικής) από 5.12.2007, αντί των αιτητών στις συνεκδικαζόμενες αυτές προσφυγές, προσβάλλεται ως άκυρη και χωρίς κανένα νόμιμο αποτέλεσμα για σειρά λόγων που θα αναφερθούν στη συνέχεια.
Σύμφωνα με τη διαδικασία που ακολουθείται στους καθ΄ ων, το Διοικητικό τους Συμβούλιο στη συνεδρίαση που έγινε στις 4.12.07, έκρινε ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη ήσαν προάξιμα είτε ομόφωνα, είτε κατά πλειοψηφία, αφού καταγράφησαν οι θέσεις του προέδρου και των μελών του Συμβουλίου των καθ΄ ων ως εμφαίνονται στα σχετικά πρακτικά (Παράρτημα 1 στην ένσταση). Προηγήθηκε με βάση τις πρόνοιες του σχετικού Καν. 10(7), η συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού προς τους καθ΄ ων για την πλήρωση των έξι κενών θέσεων, όπως αυτή η συμβουλή αποτυπώνεται στα σχετικά πρακτικά της συνεδρίας αρ. 12/2007 του Συμβουλίου Προσωπικού που έλαβε χώραν σε διάφορες ημερομηνίες. (Παράρτημα 2 στην ένσταση). Τέλος, δόθηκε προς τους καθ΄ ων η εισήγηση του Αναπληρωτή Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή (εφεξής «ο Διευθυντής»), ο οποίος αφού μελέτησε τα πρακτικά της συνεδρίας του Συμβουλίου Προσωπικού, κατέληξε να εισηγηθεί ανεπιφύλακτα τους Πανίκο Αμιαντίτη, Ευτέρπη Χατζηνικολάου Καλαθά, Παναγιώτα Γιαπατού Ηλία, Χαράλαμπο Παπαχαραλάμπους και Ελένη Παπά. Για την έκτη και τελευταία θέση, αφού συνέκρινε τους υποψήφιους Κωνσταντίνο Αριστείδη, Λοΐζο Οικονομίδη, Κυριάκο Ματθαίου και Γεώργιο Καντούνα, κατέληξε να εισηγηθεί τον Κυριάκο Ματθαίου για τους λόγους που εκεί καταγράφονται.
Οι καθ΄ ων, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, μετά την καταγραφή των απόψεων του προέδρου και των μελών του Συμβουλίου, επέλεξαν προς προαγωγή ομόφωνα τους Πανίκο Αμιαντίτη και Κυριάκο Ματθαίου και κατά πλειοψηφία τους Λοΐζο Οικονομίδη, Ευτέρπη Χατζηνικολάου Καλαθά, Κωνσταντίνο Αριστείδη και Χαράλαμπο Παπαχαραλάμπους.
Οι πιο πάνω προαγωγές προσβάλλονται ως εξής: Στις μεν προσφυγές αρ. 166/2008 και 167/2008, οι αντίστοιχοι αιτητές Γιώργος Καντούνας και Ελένη Παπά προσβάλλουν την προαγωγή και των έξι ενδιαφερομένων μερών. Στις δε προσφυγές αρ. 5/2008 και 43/2008, οι αντίστοιχοι αιτητές Λωράν Ιερωνυμίδης και Παναγιώτα Ηλία, προσβάλλουν την προαγωγή όλων των ενδιαφερομένων μερών, πλην του Χαράλαμπου Παπαχαραλάμπους.
Υπάρχουν κοινά νομικά σημεία μεταξύ των αιτητών που μπορούν να συνεξεταστούν, αφορώντα ουσιαστικά την παράτυπη, καταχρηστική και παράνομη διαδικασία που ακολουθήθηκε καθόλη τη διάρκεια της προαγωγικής διαδικασίας.
Η κα Καλλιγέρου εκ μέρους των αιτητών στις προσφυγές αρ. 5/2008 και 43/2008, εισηγείται ότι από τα πρακτικά της συνεδρίας των καθ΄ ων προκύπτει ελλιπής και εν πολλοίς αόριστη αιτιολογία που δεν επιτρέπει το δικαστικό έλεγχο και αυτό γιατί η σαφής αιτιολόγηση που απαιτείται στις διοικητικές πράξεις απουσιάζει, εφόσον ο μεν πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου των καθ΄ ων τήρησε αποχή από οποιαδήποτε κρίση, τα δε υπόλοιπα επτά μέλη κατέγραψαν απλώς τις προτιμήσεις τους ως προς την καταλληλότητα ενός εκάστου των προς προαγωγή υποψηφίων.
Ως προς την τήρηση αποχής από τον Πρόεδρο είναι δεκτή η εισήγηση των αιτητών ότι κάτι τέτοιο ισοδυναμούσε με πλάνη ως προς την αρμοδιότητα του. Ως παρουσιάζεται από το σκεπτικό του, ο λόγος της τήρησης αποχής ήταν ότι, όπως και σε προηγούμενες περιπτώσεις, δεν μπορούσε να καταλήξει σε συγκεκριμένη κρίση ως προς τους ποιούς έξι υποψηφίους να επέλεγε προς προαγωγή, εφόσον από τους 32 υποψηφίους, οι 26 είχαν βαθμολογηθεί το ίδιο με ελάχιστη στην ουσία απόκλιση, τα δε σχόλια των προϊσταμένων τους ήταν «σε μεγάλο βαθμό παρόμοια», ώστε να μην ήταν δυνατό για τον ίδιο να επιλέξει τους καταλληλότερους.
Δεν έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου οποιαδήποτε σχετική νομολογία, αλλά το άρθρο 44 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99, προνοεί ότι «Το διοικητικό όργανο στο οποίο έχει ανατεθεί η άσκηση διακριτικής εξουσίας από το νόμο έχει τη νομική υποχρέωση να την ασκήσει». Εδώ, βέβαια, το Συμβούλιο των καθ΄ ων είναι οκταμελές και έχει ασκήσει την εξουσία του με την επιλογή που έκαμαν τα επτά μέλη. Αν η αποχή είναι απλά μια επιλογή, όπως εισηγούνται οι συνήγοροι των καθ΄ ων στη δική τους αγόρευση, τότε αν την επιλογή αυτή ασκούσαν το ήμισυ πλέον ενός των μελών, δεν θα ήταν δυνατή η προαγωγή οποιουδήποτε εφόσον δεν θα υπήρχε πλειοψηφία. Τα προνοούμενα στο άρθρο 23(3) του πιο πάνω Νόμου, ότι παραμένει απαρτία έστω και αν μερικά από τα παρόντα μέλη, απέχουν κατά την ψηφοφορία πρέπει να ερμηνευτούν κατά τρόπο συνάδοντα με τις ευρύτερες υποχρεώσεις ενός συλλογικού οργάνου, ως προς τη λήψη απόφασης. Γι΄ αυτό και η νομολογία έχει στην ουσία κατατάξει την αποχή, ως αρνητική ψήφο, εφόσον το συλλογικό όργανο οφείλει να λάβει θέση στην ενώπιον του συζήτηση είτε υπέρ, είτε
κατά.
Στη Μαρία Παπαπέτρου Μίλλερ ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, υπόθ. αρ. 200/07, ημερ. 10.7.08, του παρόντος Δικαστηρίου, η αιτήτρια σε σύνολο 11 παρισταμένων μελών του Εκλεκτορικού Σώματος, είχε λάβει 5 θετικές ψήφους, τρεις αρνητικές και τρεις αποχές. Επομένως, «.. η διαφορά εναντίον της εκλογής της αιτήτριας ήταν με μόνο 1 τοποθέτηση, προερχόμενη από αποχή. Ενώ είχε υπέρ της περισσότερες θετικές ψήφους παρά αρνητικές.». Σύμφωνα με τη νομολογία η «αποχή», θεωρείται αρνητική ψήφος (Σιαμπουρτής ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (αρ. 1) (1993) 4 Α.Α.Δ. 626, (Αρτεμίδης, Δ. - όπως ήταν τότε). Στο σύγγραμμα του Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου: Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου 12η έκδ. Τόμος 1 σελ. 148, παρ. 130, αναφέρεται ότι: «Το μέλος που κατά τη συμμετοχή στη συζήτηση αρνείται ψήφο ή δηλώνει λευκή ψήφο θεωρείται απόν.». Ενώ κατά τον Δαγτόγλου: Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 5η έκδ. σελ. 559, παρ. 964, «Αποχές και λευκές ψήφοι υπολογίζονται κατά κανόνα ως αρνητικές ψήφοι ..». Το ίδιο απαντάται και στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 113.
Η πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Πειθαρχικό Συμβούλιο Ιατρών ν. Δρ. Νίκου Παυλίδη και Δρ. Μιχάλη Αγκαστινιώτη, Α.Ε. αρ. 132/07, ημερ. 20.5.2010, είναι βοηθητική στο ότι ένα συλλογικό όργανο είναι υπεύθυνο με ένα έκαστο των μελών και οφείλει να αναλαμβάνει τις υποχρεώσεις του που αναλήφθηκαν εξ αρχής με τη συμμετοχή του στο ορισμένο προς συζήτηση θέμα. Η ύπαρξη απαρτίας δεν διαφοροποιεί την ανάγκη της συνυπευθυνότητας, της συλλειτουργίας και της λήψης συγκεκριμένης απόφασης υπέρ ή εναντίον. Η αποχή, όπως εξηγήθηκε ανωτέρω, στην ουσία ισοδυναμεί με αρνητική ψήφο, αλλά εδώ, ο Πρόεδρος δεν είχε δώσει αρνητική ψήφο. Απλώς δεν ήταν σε θέση να λάβει συγκεκριμένη απόφαση.
Πέραν των ανωτέρω, η απόφαση των καθ΄ ων πάσχει θεμελιακά. Στην πραγματικότητα, είναι αδύνατη η ανεύρεση αιτιολογίας στο όλο σκεπτικό των καθ΄ ων. Προσεκτική ανάγνωση του τρόπου καταγραφής της απόφασης, δείχνει απλώς την κατά μέλος ένδειξη προτίμησης του υποψηφίου ή υποψηφίων που θα επιλέγονταν προς προαγωγή. Στην ουσία μετά τη γενική καταγραφή από τα υπόλοιπα επτά μέλη της ομοθυμίας τους ως προς το ότι η «.. επιλογή των καταλληλοτέρων για τις προς πλήρωση θέσεις πρέπει να γίνει μεταξύ των ακόλουθων δέκα Λειτουργών Α (Προσωπικό Πληροφορικής) οι οποίοι υπερτερούν έναντι των υπολοίπων υποψηφίων ..», τα μέλη προχώρησαν να καταγράψουν τις προτιμήσεις τους. Είναι ενδεικτική η γενικώς καταγραφείσα θέση που προηγήθηκε των επί μέρους προτιμήσεων των μερών, ότι:
«Τα επτά Μέλη, κρίνοντας ο καθένας με βάση τη δική του μελέτη, και αντίληψη τα πιο πάνω στοιχεία ...».
Δεν ήταν όμως θέμα ατομικής μελέτης ή προσωπικής αντίληψης του κάθε μέλους χωριστά. Έπρεπε οι υποψήφιοι να συγκριθούν μεταξύ τους ώστε να τεθούν τα προσωπικά δεδομένα εκάστου, έναντι των κριτηρίων επιλογής. Η τελική κρίση επιλογής των έξι καταλληλοτέρων προς προαγωγή υποψηφίων δεν θα έπρεπε να ήταν το αποτέλεσμα απλώς της συγκέντρωσης περισσότερων ψήφων από τα επτά μέλη των καθ΄ ων, αλλά η συνειδητή και ταυτόχρονα εκφρασμένη επιλογή στη βάση των κριτηρίων του Καν. 10(7).
Ισχύουν εδώ τα όσα λέχθηκαν στη σχετικά παρόμοια υπόθεση Μάριος Αγγελίδης κ.ά. ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, συνεκδ. υποθ. αρ. 1207/07 κ.ά., ημερ. 22.3.2010, του παρόντος Δικαστηρίου, όπου η κρίση των καθ΄ ων ως προς την προαγωγή των εκεί υποψηφίων, στη θέση του Τεχνικού Επόπτη Β΄, ακολούθησε παρόμοια πορεία και η προαγωγή κρίθηκε στη βάση παρομοίων με την παρούσα, σχολίων. Είχε εκεί εντοπισθεί ότι η λεκτική και μόνο αναφορά στα κριτήρια που αποτυπώνονται στον Καν. 10(7) και η απλή αναπαραγωγή των κριτηρίων δεν επαρκούν. Στη Μιχαήλ Αντωνίου ν. Α.Η.Κ. (1993) 3 Α.Α.Δ. 764, λέχθηκε ότι η καταγραφή των προτιμήσεων των μελών ενός συλλογικού οργάνου, δεν αποτελεί αιτιολόγηση, η οποία για να έχει ουσιαστικό αποτέλεσμα, πρέπει να αποκαλύπτει τους λόγους για τις επιλογές που γίνονται. Αυτό, προϋποθέτει σύγκριση των υποψηφίων και ανάλογη δικαιολογία για την επιλογή.
Το ότι δεν έγινε ουσιαστική συγκριτική εργασία για σκοπούς επιλογής, φανερώνεται από το αποτέλεσμα της απόφασης των καθ΄ ων. Το κάθε μέλος πρόκρινε τους υποψήφιους εκείνους που θεωρούσε ουσιαστικά καταλληλότερους, χωρίς εξήγηση ως προς το λόγο της απόφασης του. Η γενικευμένη και αοριστόλογη καταγραφή συλλήβδην ότι τα μέλη έκριναν κατόπιν αξιολόγησης και σύγκρισης των υποψηφίων στη βάση των επαγγελματικών και ακαδημαϊκών τους προσόντων, απόδοση, επίδοση, υπηρεσιακούς φακέλους κλπ, δεν αποκαλύπτει, για παράδειγμα, γιατί ο αιτητής Λωράν Ιερωνυμίδης που είχε υπέρ του, έναντι πάντων των υπολοίπων, αρχαιότητα 2-4 έτη, δεν θεωρήθηκε «καταλληλότερος», όταν είχε ταυτόχρονα προς όφελος του και πρόσθετα προσόντα έναντι των ενδιαφερομένων μερών Κωνσταντίνου Αριστείδη και Αλέξη Οικονομίδη, εφόσον πέραν του βασικού B.Sc., ο Ιερωνυμίδης είχε και M.Sc. in Business Systems, Analysis and Design. Έλαβε την προτίμηση μόνο τριών εκ των επτά μελών, χωρίς οι υπόλοιποι να εξηγούν πού υστερούσε έναντι των ενδιαφερομένων μερών και ενώ πριν την τελική αξιολόγηση, αναγνωρίστηκε ότι ήταν και αυτός κάτοχος γνώσεων «.. σε θέματα ανάληψης και διεκπεραίωσης σημαντικών για τον Οργανισμό έργων ανάπτυξης συστημάτων πληροφορικής ...».
Αυτό το τελευταίο, απαντά τη θέση των καθ΄ ων στη γραπτή τους αγόρευση ότι η ανάπτυξη επιχειρησιακών συστημάτων πληροφορικής αποτελούσε πλεονέκτημα με βάση το σχέδιο υπηρεσίας, στο οποίο μάλιστα δόθηκε έμφαση από το δικηγόρο τους ως δικαιολογούν την επιλογή των ενδιαφερομένων μερών. Ως είναι φανερό από το απόσπασμα που παρατέθηκε πιο πάνω, και όπως ορθά απαντά τον ισχυρισμό και η συνήγορος αμφοτέρων των αιτητών Λ. Ιερωνυμίδη και Παναγιώτα Ηλία, αυτό το πλεονέκτημα το κατέχουν και αυτοί. Μάλιστα, στο Συμβούλιο Προσωπικού, από την απόφαση του οποίου επισυνάπτεται απόσπασμα στη γραπτή αγόρευση των καθ΄ ων, όπου τονίζεται το υπέρτερο των 6 υποψηφίων που συστήνουν ο Πρόεδρος και τα μέλη Χούτρης και Λαμπριανού, ως προς τα ζητήματα ανάληψης και διεκπεραίωσης σημαντικών για τους καθ΄ ων έργων ανάπτυξης συστημάτων πληροφορικής, εμπεριέχεται ταυτόχρονη κρίση άλλων μελών, των Κουλία, Ονησιφόρου και Αλεξάνδρου, οι οποίοι διακρίνουν στους 11 υποψηφίους που κατ΄ αρχάς ξεχώρισαν και τους Λ. Ιερωνυμίδη και Παναγιώτα Ηλία, ως υπερτερούντων των υπολοίπων «. λόγω της εκτενούς επαγγελματικής πείρας και γνώσεων σε Ανάπτυξη Συστημάτων Πληροφορικής». Στην περαιτέρω δε επιλογή τους, η Ηλία προκρίθηκε και από τα τρία αυτά μέλη, (ενώ είχε ήδη προκριθεί και από τον Πρόεδρο και τα μέλη Χούτρη και Λαμπριανού), ενώ ο Ιερωνυμίδης από έστω ένα μέλος (Αλεξάνδρου).
Έπεται, ότι το πλεονέκτημα δεν θα μπορούσε από μόνο του να αποτελέσει το διαφοροποιητικό εκείνο στοιχείο προς αποκλεισμό των Λ. Ιερωνυμίδη και Π. Ηλία, αμφότεροι των οποίων επίσης το κατείχαν. Εν πάση περιπτώσει δεν εξηγήθηκε από τους καθ΄ ων ο λόγος του αποκλεισμού τους έναντι των ενδιαφερομένων μερών. Είναι φανερό ότι απλώς προτιμήθηκαν τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Πέραν των πιο πάνω, παραγνωρίσθηκαν τα πρόσθετα προσόντα του Ιερωνυμίδη έναντι των ενδιαφερομένων μερών Αριστείδη και Οικονομίδη, που δεν διαθέτουν μεταπτυχιακό, ενώ παραγνωρίστηκε και η σαφής αρχαιότητα της Παναγιώτας Ηλία, κατά 2 σχεδόν χρόνια, έναντι των Αριστείδη και Οικονομίδη, χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Να προστεθεί εδώ, (ισχύει αυτό και για τα σχόλια περί αρχαιότητας που προηγήθηκαν στο σκεπτικό), ότι δεν είναι δυνατόν να διατείνονται οι συνήγοροι των καθ΄ ων ότι η αρχαιότητα είναι απλώς «υποκριτήριο» της ουσιαστικής καταλληλότητας, η δε αρχαιότητα και τα προσόντα «.. δεν έχουν την ίδια βαρύτητα όπως στη δημόσια υπηρεσία», εφόσον ο ίδιος ο Διευθυντής στη δική του εισήγηση, αναφέρει ότι αν με βάση την αξιολόγηση, περί του καταλληλότερου των υποψηφίων που είναι συνάρτηση των γνώσεων, των ατομικών ικανοτήτων, τα καθήκοντα, τα σχόλια των προϊσταμένων κλπ, προκύπτουν ισάξιοι υποψήφιοι, «.. τότε λαμβάνεται υπόψη η αρχαιότητα στο βαθμό και τα ακαδημαϊκά προσόντα.» Διακρίνει δε στη συνέχεια την Ηλία (που κατέταξε στην πρώτη ομάδα) και με βάση την αρχαιότητα της.
Έπεται ότι η Ηλία είχε και αρχαιότητα, όπως και ο Ιερωνυμίδης, αλλά πρόσθετα και τη σύσταση του Διευθυντή στην τελική κατάταξη του, η οποία όμως παραγνωρίστηκε από τους καθ΄ ων, λαμβάνουσα μόνο 2 ψήφους, χωρίς καμιά απολύτως εξήγηση για την απόκλιση από τη σύσταση του Διευθυντή, η οποία σύσταση νομολογιακά έχει αποφασιστεί να είναι ξεχωριστό, πρωτογενές, ουσιώδες και ταυτόχρονα αυτοτελές στοιχείο κρίσης, εφόσον οι συστάσεις στοχεύουν να διασφαλίσουν ότι στη διαδικασία επιλογής, το όργανο που έχει την ευθύνη της τελικής απόφασης, καθοδηγείται ορθά και δίκαια από λειτουργό που έχει την ευθύνη της προεργασίας ταξινόμησης και αξιολόγησης των υποψηφίων (Leonidou v. Republic (1986) 3 C.L.R. 1918, Spanos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1826, Κώστας Ιωάννου ν. Α.Η.Κ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 624, Χαράλαμπος Κασπαρή ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου κ.α., συνεκδ. υποθ. αρ. 953/06, 992/06 και 1006/06, ημερ. 15.1.10). Η σύσταση άπτεται της αξίας των υποψηφίων έτσι που να χρειάζεται ειδική αιτιολόγηση για απόκλιση (Χρίστου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 480).
Να προστεθεί ότι τα όσα αναφέρονται στην απαντητική αγόρευση της κας Καλλιγέρου ως προς τα δεδομένα του ενδιαφερομένου μέρους Ματθαίου, έναντι του αιτητή Ιερωνυμίδη, δεν θα ήταν δυνατόν να ληφθούν υπόψη διότι πρόκειται για εξωγενή δεδομένα που προκύπτουν από τα όσα ο αιτητής αυτός ανέφερε στη συνήγορο του και αφορούν θέματα καταλληλότητας των θεμάτων των πτυχίων του Ματθαίου και της εν γένει δραστηριότητας τους στην υπηρεσία και την εκπαίδευση τους.
Όσον αφορά τους αιτητές στις προσφυγές αρ. 166/08 και 167/08, Ελένη Παπά και Γιώργο Καντούνα, αντίστοιχα, παρατηρούνται τα εξής: Η Ελένη Παπά, σ΄ αντίθεση με το Γιώργο Καντούνα, είχε υπέρ της τη σύσταση του Διευθυντή, αλλά και την κατά πλειοψηφία (6 προς 1), σύσταση του Συμβουλίου Προσωπικού. Ισχύουν επομένως τα όσα προηγουμένως λέχθηκαν για την παραγνώριση της σύστασης του Διευθυντή από τους καθ΄ ων. Χωρίς καμία αιτιολογία, η σύσταση αυτή παραγνωρίστηκε χωρίς να συνεκτιμηθεί η σύσταση αυτή και κυρίως, χωρίς να δοθεί αιτιολογία για απόκλιση όπως επιτάσσει η νομολογία. Σημειώνεται ότι ενώ για τις θέσεις αυτές η σύσταση του Διευθυντή με βάση και τον Καν. 10(5), δεν είναι ανάγκη να είναι αιτιολογημένη, εν τούτοις εδώ υπήρξε αιτιολόγηση από τον Διευθυντή και συνεπώς μπορεί να ελεγχθεί. Η ανάγκη για αιτιολογία της απόκλισης από τη σύσταση καθίσταται περαιτέρω εμφανής, ενόψει του ότι άλλοι συστηθέντες από το Διευθυντή (ενδιαφερόμενα μέρη Αμιαντίτης, Ματθαίου, Καλαθά και Παπαχαραλάμπους), προήχθησαν, ενώ και μη συστηθέντες (ενδιαφερόμενα μέρη Οικονομίδης και Αριστείδης), επίσης προήχθησαν.
Πέραν της ίσης αξίας όλων των υποψηφίων, η Ελένη Παπά κατέχει πρόσθετο προσόν MSc in Foundation and Advanced Information Technology από το Imperial College of Science, Technology and Medicine του Λονδίνου, καθώς και Master of Business Administration από το C.I.I.M. Το πρώτο πρόσθετο προσόν είναι συναφές με τα καθήκοντα της θέσης, το δεύτερο δεν είναι, αλλά δεν φαίνεται να δόθηκε με βάση τη νομολογία, η ανάλογη βαρύτητα. Έχει αναφερθεί στην Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374 και επιβεβαιώθηκε έκτοτε (δέστε και την εντελώς πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Έλλη Τρύφωνος κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. αρ. 123/2007, ημερ. 8.7.2010), ότι αποδίδεται στα πρόσθετα προσόντα που δεν θεωρούνται μεν από το σχέδιο υπηρεσίας ως πλεονέκτημα, ούτε προβλέπονται, η ανάλογος αξιολόγηση μεταξύ των δύο άκρων, ήτοι, να μην αποδίδεται σε αυτά υπερβολική σημασία ώστε να απολήγουν σε έκδηλη υπεροχή, αλλά ούτε να θεωρούνται ως εντελώς οριακά, ως θα ήταν αν δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης. Δεν παρουσιάζεται να έγινε οποιαδήποτε ιδιαίτερη μνεία από τους καθ΄ ων στο ζήτημα των πρόσθετων προσόντων της Ελένης Παπά, η οποία υστερεί σε αρχαιότητα έναντι των Αμιαντίτη, Καλαθά και Γιαπατού, λόγω της ημερομηνάις διορισμού, εφόσον τα ενδιαφερόμενα αυτά άτομα διορίστηκαν την 1.6.1990, έναντι της Παπά, που διορίστηκε στις 13.4.1992.
Όσον αφορά τον Γ. Καντούνα, αυτός δεν είχε υπέρ του ούτε τη σύσταση του Συμβουλίου Προσωπικού, εκτός από δύο μέλη, ούτε την τελική σύσταση του Διευθυντή. Επιπλέον δεν έχει αρχαιότητα έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους Κυριάκου Ματθαίου, ενώ είναι ισοδύναμος με αυτόν σε προσόντα, έχοντας BSc και MSc. Το γεγονός ότι έχει περατώσει σπουδές για το Master in Business Administration, δεν επαρκεί για να του δώσει πρόσθετο τίτλο ή προσόν, εφόσον δεν ήταν τότε κάτοχος ακόμη του σχετικού τίτλου. Δεν έχει επίσης αρχαιότητα έναντι των Αμιαντίτη και Καλαθά, που επίσης διορίστηκαν με τον Ματθαίου την 1.6.1990. Οι υπόλοιποι συνυποψήφιοι διορίστηκαν με τον Καντούνα στις 13.4.1992. Από πλευράς προσόντων υπερτερεί των Αριστείδη και Οικονομίδη, που δεν διαθέτουν πρόσθετα προσόντα οποιασδήποτε κατηγορίας, είτε σχετικά είτε μη, με τα καθήκοντα της θέσης.
Οι συνήγοροι των καθ΄ ων στη συνοπτική και γενικευμένη γραπτή αγόρευση τους εισηγούνται, μεταξύ άλλων, ότι το διοικητικό συμβούλιο λαμβάνοντας την απόφαση για την προαγωγή των έξι ενδιαφερομένων μερών, έλαβε υπόψη όλα όσα είχαν τεθεί ενώπιον του από τον Διευθυντή και από το Συμβούλιο Προσωπικού, με αιτιολογημένο δε τρόπο κατέληξε στο συμπέρασμα του αφού στάθμισε τα κριτήρια στη βάση των γεγονότων που ήσαν ενώπιον του, όπως αυτά συμπληρώνονταν από τους προσωπικούς φακέλους. Λήφθηκαν έτσι υπόψη οι συστάσεις, τα πλεονεκτήματα που κατέχονταν από έκαστο των υποψηφίων, τα προσόντα τους, η αξία και η αρχαιότητα και οποιαδήποτε περαιτέρω αιτιολογία εκ μέρους του Διοικητικού Συμβουλίου θα συνιστούσε απλώς αναπαραγωγή των φακέλων που δεν είναι το ζητούμενο.
Στη γραπτή αυτή αγόρευση των δικηγόρων των καθ΄ ων επισυνάφθηκαν και αποσπάσματα από την αξιολόγηση των υποψηφίων του Συμβουλίου Προσωπικού, καθώς και του Διευθυντή, από τα οποία φαίνεται ότι στα δύο αυτά προηγούμενα στάδια είχαν γίνει και καταγραφεί ζητήματα που έχουν σχέση με την αρχαιότητα, με τα προσόντα και την εν γένει καταλληλότητα των υποψηφίων. Το πρόβλημα όμως που διαπιστώνεται, όπως έχει και εκτενέστερα αναλυθεί προηγουμένως εξετάζοντας την όλη αιτιολογία που πρόσφεραν οι ίδιοι καθ΄ ων, καταγράφοντας την απόφαση τους για την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών, είναι η γενικότητα με την οποία οι καθ΄ ων προχώρησαν να αποφασίσουν τους, κατά την άποψη τους, καταλληλότερους για την πλήρωση των θέσεων. Εάν τα όσα είχαν καταγραφεί από τον Διευθυντή και το Συμβούλιο Προσωπικού, μεταφέρονταν και στην απόφαση των καθ΄ ων, ούτως ώστε να υπάρχει στην πράξη η δεδομένη σύγκριση ως προς τις επιλογές που έγιναν θα ήταν αφενός δυνατός ο δικαστικός έλεγχος, καθώς και η εμπέδωση αφετέρου της άποψης των συνηγόρων των καθ΄ ων ότι πράγματι το Διοικητικό Συμβούλιο κινήθηκε εντός της διακριτικής του ευχέρειας, σταθμίζοντας και αντιπαραβάλλοντας τα όλα δεδομένα.
Εκείνο όμως το οποίο παρατηρείται από τα πρακτικά της συνεδρίας των καθ΄ ων, ήταν ότι παρέθεσαν γενικά την ευρύτερη τοποθέτηση τους ως προς την εργασία και απόδοση εκάστου υποψηφίου, χωρίς να γίνεται αναφορά είτε στα προσόντα, είτε στην αξία, είτε στην αρχαιότητα. Ιδιαίτερα δε όταν το Συμβούλιο έφθασε στο στάδιο της περαιτέρω αξιολόγησης και σύγκρισης των υποψηφίων, μεταξύ τους, ώστε να γίνει η τελική κρίση για τους έξι καταλληλότερους ουδέν συγκριτικό στοιχείο ανέφεραν. Είναι γι΄ αυτό που, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, δεν εξηγείται και επομένως δεν είναι δυνατός ο έλεγχος από πλευράς Δικαστηρίου, γιατί ενώ η Ελένη Παπά είχε τη σύσταση του Διευθυντή υπέρ της, εν τέλει δεν προήχθη ενώ ο Καντούνας ο οποίος δεν είχε μεν τη σύσταση του Διευθυντή, αλλά από πλευράς προσόντων υπερτερεί των Αριστείδη και Οικονομίδη, δεν προήχθη, ενώ προήχθησαν οι Οικονομίδης και Αριστείδης, που επίσης δεν είχαν συστηθεί από το Διευθυντή. Ως προς άλλους δε υποψήφιους που είχαν τη σύσταση του Διευθυντή όπως τον Παπαχαραλάμπους και που η προαγωγή του παρουσιαζόταν ως μια εύλογη δυνατότητα και πάλι δεν καταγράφηκε οτιδήποτε σε σύγκριση με τον Καντούνα και την Παπά, ώστε να μην επιλεγούν οι τελευταίοι δύο και ιδιαίτερα η Παπά, η οποία επίσης είχε τη σύσταση του Διευθυντή.
Σύμφωνα με διαχρονική νομολογία, το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν αντικαθιστά τη δική του κρίση με αυτή του διοικητικού οργάνου, ούτε και είναι αυτός ο ρόλος του. Ελέγχει, όμως, κατά πόσον η διεργασία και η τελική κρίση του οργάνου είναι εύλογη και νόμιμη, μέσα από στοιχεία και δεδομένα, τα οποία το όργανο οφείλει να παραθέτει με την αναμενόμενη λεπτομέρεια.
Εν τέλει ενόψει όλων των πιο πάνω, οι προαγωγές των ενδιαφερομένων μερών στο σύνολο τους δεν μπορούν να διασωθούν.
Ως εκ τούτου οι προσφυγές αποσυνενώνονται για σκοπούς έκδοσης απόφασης, εκάστη δε προσφυγή επιτυγχάνει έναντι των αντίστοιχων ενδιαφερομένων μερών με €1.500 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. υπέρ του αντίστοιχου αιτητή και εναντίον των καθ΄ ων. Καμιά διαταγή εξόδων για το ενδιαφερόμενο μέρος 4, το οποίο εμφανίσθηκε στη διαδικασία.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ