ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                (Υπόθεση Αρ. 244/2009)

 

 23 Ιουλίου, 2010

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΒΟΥΤΟΥΝΟΣ,

Αιτητής,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.    ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,

2.    ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

Χρ. Ρασπόπουλος, για τον Αιτητή.

Φ. Κωμοδρόμος, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

Ρ. Καλλιγέρου (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1.

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:  Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή ζητά την ακύρωση της απόφασης των Καθ'ων η αίτηση με την οποία προήγαγαν στη θέση Ανώτερου Αστυνόμου τον Κύπρο Μιχαηλίδη, ΕΜ 1, τον Γιώργο Τρυφωνίδη, ΕΜ 2, τον Ανδρέα Γεωργίου, ΕΜ 3 και τον Νίκο Κερίμη, ΕΜ 4, από 23.1.2009, αντί του Αιτητή.

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης

Η διαδικασία πλήρωσης των θέσεων Ανώτερων Αξιωματικών της Αστυνομίας, στην οποίαν εμπίπτει και η επίδικη, ρυθμίζεται από τον περί Αστυνομίας Νόμο του 2004 (Ν. 73(Ι)/2004), όπως έχει τροποποιηθεί, στο εξής «ο Νόμος» και τους περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμούς του 2004 (ΚΔΠ 214/04), Μέρος ΙΙΙ, στο εξής «οι Κανονισμοί», όπως έχουν τροποποιηθεί. 

 

Κατ' εφαρμογή του Κανονισμού 22, ο Αρχηγός της Αστυνομίας ζήτησε τη σύσταση της Επιτροπής Αξιολόγησης των υποψηφίων, στο εξής «η Επιτροπή», για προαγωγή στο βαθμό του Αστυνόμου Β΄ και ανώτερου.  Στις 23.9.2008, ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, ανταποκρινόμενος στο αίτημα του Αρχηγού, συνέστησε την Επιτροπή Αξιολόγησης διορίζοντας τα 3 μέλη της δύναμης που εισηγήθηκε ο Αρχηγός, οι οποίοι ήταν ο Υπαρχηγός κ. Μιχάλης Παπαγεωργίου, ως Πρόεδρος της Επιτροπής και οι δύο Βοηθοί Αρχηγοί, κ.κ. Α. Νικολαΐδης και Χριστάκης Διονυσίου.

 

Στη συνέχεια, ο Αρχηγός έδωσε οδηγίες στον Υπαρχηγό Αστυνομίας, ως Πρόεδρο της Επιτροπής, να προχωρήσει σύμφωνα με τον Κανονισμό 22(1), με την αξιολόγηση των υποψηφίων για την πλήρωση 4 κενών οργανικών θέσεων στο βαθμό του Ανώτερου Αστυνόμου.  Επίσης τον πληροφόρησε ότι υπήρχαν 11 προσοντούχοι Αστυνόμοι Α΄, εκ των οποίων οι δύο βρίσκονταν σε προαφυπηρετική άδεια και ότι η αξιολόγηση τους θα γινόταν σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου και των σχετικών Κανονισμών.

 

Έτσι ο Υπαρχηγός, ως Πρόεδρος της Επιτροπής, με επιστολή του ημερομηνίας 29.10.2008 προς τους Προϊσταμένους των υποψηφίων, τους ζήτησε να του υποβάλουν γραπτές απόψεις για τους υποψηφίους που υπηρετούσαν υπό τη διοίκηση τους. 

 

Ακολούθως, στις 26.11.2008 ο Πρόεδρος της Επιτροπής υπέβαλε προς τον Αρχηγό την Έκθεση Αξιολόγησης της Επιτροπής, συστήνοντας τόσο τον Αιτητή όσο και τα τέσσερα ΕΜ.  Ο Αιτητής, αξιολογήθηκε ως «Εξαίρετος στην αξία και Πολύ Καλός στα προσόντα».

Στις 5.1.2009 ο Αρχηγός ετοίμασε με βάση τις εξουσίες που του παρέχει το άρθρο 16, παράγραφος (1) και (2) του Νόμου, Έκθεση στην οποία παρέθεσε αιτιολογημένη αξιολόγηση για τον καθένα υποψήφιο ξεχωριστά.  Με ξεχωριστή επιστολή του προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, στο εξής «ο Υπουργός», υπέβαλε αιτιολογημένη σύσταση για κάθε προσοντούχο, όπως προβλέπεται από τον Κανονισμό 23 των Κανονισμών, υιοθετώντας ουσιαστικά την Έκθεση Αξιολόγησης της Επιτροπής τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς τη σύσταση του Αιτητή και των ΕΜ.  Ο Αρχηγός, στην Έκθεσή του δεν συνέδεσε την προαγωγή του Αιτητή με την επικείμενη αφυπηρέτηση του σε 20 μέρες (26.1.2009).

 

Στη συνέχεια ο Υπουργός, με βάση τις εξουσίες που του παρέχει το άρθρο 16(3) του Νόμου, αποφάσισε στις 23.1.2009 την προαγωγή των 4 ΕΜ, στο βαθμό του Ανώτερου Αστυνόμου από 23.1.2009.  Παρά το ότι ο Αιτητής είχε τη σύσταση της Επιτροπής και του Αρχηγού, ο Υπουργός κατά παρέκκλιση δεν προχώρησε στην προαγωγή του, με το αιτιολογικό ότι:-

«10.  Αφού μελέτησα και έλαβα υπόψη την έκθεση και τις συστάσεις του Αρχηγού Αστυνομίας για κάθε έναν από τους συνιστώμενους υποψηφίους και αφού μελέτησα και έλαβα επίσης υπόψη:

(ι) Τις εκθέσεις της Επιτροπής Αξιολόγησης του Κανονισμού 22 των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 2004 (Κ.Δ.Π. 214/04), όπως έχουν τροποποιηθεί,

(ιι) Τις ετήσιες εκθέσεις αξιολόγησης με έμφαση στα δύο τελευταία έτη,

(ιιι) Το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων όλων των υποψηφίων και

γενικά όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου διαπίστωσα όπως προκύπτει ότι και οι έξι υποψήφιοι έχουν χαρακτηριστεί ως ΕΞΑΙΡΕΤΟΙ στην ΑΞΙΑ και ΠΟΛΥ ΚΑΛΟΙ στα ΠΡΟΣΟΝΤΑ.  Όσον αφορά το κριτήριο ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ, όπως αναφέρεται και πιο πάνω, η διαφορά μεταξύ των έξι υποψηφίων είναι ελάχιστη και επομένως αμελητέα.

 

11.  Σύμφωνα με τις συστάσεις του Αρχηγού Αστυνομίας, ο κάτωθι υποψήφιος

ΒΟΥΤΟΥΝΟΣ Χαράλαμπος (Π.Φ. 1245)

Θα βρίσκεται με προαφυπηρετική άδεια από τις 26/1/2009.

Για λόγους εύρυθμης λειτουργίας του Αστυνομικού Σώματος κρίνω ότι προαγωγή στο βαθμό του Ανώτερου Αστυνόμου πρέπει να δίδεται στους υποψήφιους οι οποίοι έχουν ουσιαστική ευκαιρία προσφοράς και ικανοποιητικό χρόνο για να μπορέσουν να συμβάλουν από το βαθμό αυτό στην υλοποίηση των στόχων της Υπηρεσίας.»

 

Ο Αιτητής στρέφεται εναντίον της απόφασης αυτής και με τους πιο κάτω δύο λόγους ακύρωσης, οι οποίοι είναι συναφείς μεταξύ τους, ζητά την ακύρωση ισχυριζόμενος:- (1) ότι παραβιάστηκε η αρχή της επιλογής του καταλληλότερου υποψήφιου αφού λήφθηκαν υπόψη εξωγενή κριτήρια και (2) ότι δεν έλαβαν υπόψη τα νόμιμα αξιολογικά κριτήρια, με αποτέλεσμα ο Αιτητής να μην επιλεγεί, ενώ ήταν ο καταλληλότερος και/ή ίσος με τα ΕΜ και υπερείχε κυρίως έναντι του Κύπρου Μιχαηλίδη, ΕΜ 1.  Επίσης ισχυρίζεται ότι η αιτιολογία που έδωσε ο Υπουργός, δεν ήταν η δέουσα.  Θα εξετάσω και τους δύο λόγους μαζί, λόγω της συνάφειας τους.

 

Η συνήγορος του Αιτητή προβάλλει ότι ο Αιτητής συστήθηκε ως «Εξαίρετος» για προαγωγή, τόσο από την Επιτροπή όσο και από τον Αρχηγό και ως εκ τούτου η αιτιολογία του Υπουργού ότι ο Αιτητής σε λίγες μέρες θα ήταν σε προαφυπηρετική άδεια και έτσι δεν θα εξυπηρετείτο το δημόσιο συμφέρον (εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας), δεν ήταν νόμιμη, καθότι παραβιάζει τις αρχές της επιλογής του καταλληλότερου υποψηφίου.  Στήριξε την επιχειρηματολογία του στην απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Μιλτιάδους (Αρ. 1) (1998) 3 ΑΑΔ 644, η οποία απέρριψε τη θέση ότι μπορεί να γίνει επίκληση του δημοσίου συμφέροντος για μη προαγωγή υποψηφίου που είναι σε προαφυπηρετική άδεια.

 

Από την άλλη, οι Καθ'ων η αίτηση απορρίπτουν και προβάλλουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση του Υπουργού ήταν νόμιμη και σύμφωνη με τη σχετική Νομοθεσία και Κανονισμούς, επικαλούμενοι νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που αφορά περιπτώσεις υποψηφίων για προαγωγή που πρόκειται να αφυπηρετήσουν από την υπηρεσία τους, καθώς και την υπόθεση Ταβελίδης ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 945/04, ημερ. 24.2.2006, η οποία, κατά την άποψή τους, εφαρμόζεται στην παρούσα περίπτωση. 

 

Η δικηγόρος του ΕΜ 1 υποστηρίζει την προσβαλλόμενη απόφαση.  Όπως ανέφερε, ο Υπουργός αφού έλαβε υπόψη ότι με βάση τα θεσμοθετημένα κριτήρια, αξία, προσόντα και αρχαιότητα όλοι οι υποψήφιοι ήταν περίπου ίσοι, προχώρησε στο να επιλέξει τους καταλληλότερους με βάση την ευκαιρία που θα έχουν για ουσιαστική προσφορά και με βάση το χρόνο που θα είχαν στη διάθεσή τους για να μπορέσουν να συμβάλουν στην υλοποίηση των στόχων της υπηρεσίας.  Ο Υπουργός, εισηγήθηκε η κα Καλλιγέρου, είχε ευρεία διακριτική ευχέρεια στην επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου για μια θέση που ήταν ψηλά στην ιεραρχία.  Το κριτήριο του χρόνου προσφοράς και της εύρυθμης λειτουργίας της Αστυνομίας δεν πρέπει να θεωρηθεί εξωγενές, αλλά ως ένα στοιχείο το οποίο θα έπρεπε να συνυπολογιστεί με τα αξιολογήσιμα κριτήρια.  Το δημόσιο συμφέρον δεν θα εξυπηρετείτο με την προαγωγή του Αιτητή, ο οποίος σε 3 εβδομάδες από την απόφαση του Υπουργού θα ξεκινούσε την προαφυπηρετική του άδεια.  Έγινε και από την κα Καλλιγέρου επίκληση της υπόθεσης Ταβελίδης ν. Δημοκρατίας κ.α., ανωτέρω, στην οποία ο αδελφός Δικαστής Φωτίου έκρινε ότι ορθά προτιμήθηκαν υποψήφιοι που θα «εκτελούσαν στην πράξη τα καθήκοντα της θέσης».

 

Οι λόγοι ακύρωσης ευσταθούν.

 

Η επιφύλαξη του Κανονισμού 19Γ(4) των Γενικών Κανονισμών του 1989, προβλέπει ότι:-

«Σε περίπτωση που μέλος της Αστυνομίας αναχωρεί με προαφυπηρετική άδεια, η θέση του θεωρείται ως κενωθείσα από την ημερομηνία έναρξης της εν λόγω άδειας και η θέση αυτή μπορεί να συμπληρωθεί με διορισμό σ' αυτή άλλου μέλους της Αστυνομίας:

 

Νοείται ότι το μέλος της Αστυνομίας που βρίσκεται με προαφυπηρετική άδεια, δε χάνει το δικαίωμα προαγωγής του».

 

Πρόσφατα είχα την ευκαιρία στην υπόθεση Παλιομυλίτης ν. Δημοκρατίας κ.α., Υπόθ. Αρ. 1143/08, ημερ. 3.5.2010, να ασχοληθώ με παρόμοια θέση που υιοθέτησε ο Αρχηγός, ο οποίος επικαλέστηκε λόγους δημοσίου συμφέροντος για να μη συστήσει τον Αιτητή σ' εκείνη την υπόθεση, ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο βρισκόταν σε προαφυπηρετική άδεια.  Κατέληξα ότι ο Αρχηγός υπέπεσε σε νομική πλάνη, συμπλέκοντας την απόφαση της μειοψηφίας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Μιλτιάδους (Αρ. 1), πιο πάνω, με αυτήν της πλειοψηφίας.  Συγκεκριμένα, συνόψισα την πλάνη ως εξής:-

«Κατά την άποψή μου, ο Αρχηγός φαίνεται να παρερμήνευσε την απόφαση της πλειοψηφίας στην υπόθεση Μιλτιάδους (αρ. 1), ανωτέρω.  Φαίνεται να διέπραξε το ίδιο σφάλμα που διάπραξε ο Αρχηγός στην υπόθεση Παναγιώτου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθέσεις 454/06 κ.α., ημερ. 30.5.2008 (απόφαση Ναθαναήλ), Δ. και Πελαγία ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 99/07, ημερ. 30.4.2009 (απόφαση Παπαδοπούλου, Δ.).  Τόσο σ' εκείνη την υπόθεση όσο και εδώ στηρίζεται σε αποσπάσματα από την απόφαση της μειοψηφίας, τα οποία συμπλέκει με άλλο απόσπασμα της πλειοψηφίας, κατά τρόπο που είναι φανερό ότι δεν ήταν κατανοητό ότι οι δύο αποφάσεις του  Πική, Π. και Καλλή, Δ. αντίστοιχα, ήταν διιστάμενες και ότι η αρχή που προβλήθηκε για πρώτη φορά στην υπόθεση Μιλτιάδους ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1160/91, ημερ. 16.7.1993 (απόφαση Πογιατζή, Δ.)[1] και ακολουθήθηκε στη συνέχεια από την Παπασταύρου ν. Δημοκρατίας (1994) 4 AAΔ 1620 (απόφαση Κωνσταντινίδη, Δ.), και άλλες υποθέσεις, κρίθηκε από την πλειοψηφία της σύνθεσης της Ολομέλειας στην Μιλτιάδους (Αρ. 1), ότι ήταν εσφαλμένη.

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, ο Αρχηγός φαίνεται να ήταν με την πεπλανημένη εντύπωση ότι υπάλληλος όταν βρίσκεται υπό προαφυπηρετική άδεια, μπορεί να αποκλειστεί από προαγωγή με επίκληση του δημοσίου συμφέροντος.  Αυτή όμως η θέση ήταν αντίθετη με τα αποφασισθέντα από την πλειοψηφία στην Μιλτιάδους (Αρ. 1).  Αντίθετα, αυτή ήταν η θέση της μειοψηφίας την οποία δεν θα έπρεπε να είχε ακολουθήσει.»

 

Φαίνεται ότι στην υπό εκδίκαση υπόθεση, στο ίδιο λάθος υπέπεσε ο ίδιος ο Υπουργός.  Πεπλανημένα, κατά την άποψή μου, θεώρησε ότι λόγοι δημοσίου συμφέροντος του επέτρεπαν να μην προαγάγει τον Αιτητή και να προαγάγει τους ανθυποψηφίους του, οι οποίοι θεώρησε ότι είχαν, σε αντίθεση με τον Αιτητή, ουσιαστική ευκαιρία προσφοράς.  Αυτή όμως η θεώρηση των πραγμάτων, έρχεται σε αντίθεση με τα αποφασισθέντα στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Μιλτιάδους (Αρ. 1), πιο πάνω, στην οποία η πλειοψηφία της Ολομέλειας έκρινε λανθασμένη προηγούμενη νομολογία η οποία συνάρτησε την καταλληλότητα υποψηφίου με την αναμενόμενη περίοδο υπηρεσίας του.  Η πλειοψηφία της Ολομέλειας, στη σελ. 649 αναφέρει τα εξής:-

«Το συμφέρον δημοσίου υπαλλήλου για ανέλιξη δεν αποτελεί, αφ' εαυτού, παράγοντα προαγωγής, εκτός στο βαθμό που αναγνωρίζεται και κατοχυρώνεται από το νόμο.  Ο περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμος του 1990, (Ν. 1/90), προσδίδει κάποια βαρύτητα στο συμφέρον αυτό, καθιστώντας την αρχαιότητα ένα από τα κριτήρια προαγωγής.  Η χρονική προοπτική υπηρεσίας στην υπό πλήρωση θέση αποτελεί στοιχείο εξωγενές προς τους σκοπούς του νόμου και, συνεπώς, δεν προσμετρά στον προσδιορισμό του δημοσίου συμφέροντος.»

 

Κατά συνέπεια, η απόφαση του Υπουργού έρχεται σε αντίθεση με την απόφαση της πλειοψηφίας στην Δημοκρατία ν. Μιλτιάδους (Αρ. 1) και ήταν το αποτέλεσμα πλάνης περί το νόμο.  Πέραν τούτου, η απόφαση του Υπουργού δεν ήταν δεόντως αιτιολογημένη εφόσον επικαλείτο κατά τρόπο εσφαλμένο και γενικό το δημόσιο συμφέρον [βλ. άρθρο 28(3) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99)].

 

Προτού δώσω την τελική κατάληξη μου, θα ήθελα να σημειώσω την αλλοπρόσαλλη στάση της Δημοκρατίας για το πιο πάνω θέμα.  Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Μιλτιάδους (Αρ. 1), πιο πάνω, η ΕΔΥ προήγαγε ένα από τα ΕΜ το οποίο είχε μόνο 17 μέρες υπηρεσίας πριν την αφυπηρέτηση του.  Ο Μ. Μιλτιάδους ο οποίος ήταν ένας από τους υποψηφίους, προσέβαλε την προαγωγή.  Ο αδελφός δικαστής, ο οποίος προέβη πρωτοδίκως στην αναθεώρηση της επίδικης διοικητικής απόφασης, ακύρωσε την προαγωγή.  Στην περίπτωση του ΕΜ, έκρινε ότι η προαγωγή του δεν ήταν ενδεδειγμένη, εξαιτίας του περιορισμένου χρόνου (17 μέρες) που εξ αντικειμένου θα μπορούσε να υπηρετήσει στη θέση, πριν την αφυπηρέτησή του.  Η Δημοκρατία, αμφισβήτησε την ορθότητα της κρίσης του Δικαστηρίου.  Κατά την έφεση που ακολούθησε, κατάφερε να πείσει την πλειοψηφία της Ολομέλειας για το λανθασμένο της πρωτόδικης απόφασης, η οποία στηρίχθηκε στη μέχρι τότε νομολογία.  Η Δημοκρατία υποστήριξε ότι η μέχρι τότε νομολογία[2]:-

«.. δεν ευρίσκει έρεισμα στον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο.  Αντίθετα, συγκρούεται .. με τις διατάξεις του, οι οποίες καθιστούν κριτήριο για προαγωγή "την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα" των υπαλλήλων - (Άρθρο 35(3) του Ν. 1/90).  Η αντινομία του λόγου της Μιλτιάδους, προς τα κριτήρια που θέτει ο Νόμος, προκύπτει από το γεγονός ότι, ενώ η αρχαιότητα καθορίζεται ως κριτήριο για προαγωγή, η συνάρτηση της προαγωγής με τον προβλεπτό χρόνο υπηρεσίας τείνει να περιορίσει ή εξουδετερώσει την ισχύ της.  Υπεισέρχεται, όπως εισηγήθηκε, εξωγενές κριτήριο στη διενέργεια προαγωγών, δηλαδή η προϋπολογιζόμενη διάρκεια υπηρεσίας στη θέση που θα πληρωθεί, το οποίο δεν προβλέπεται από το νόμο.»[3]

 

Έκτοτε, η Δημοκρατία παρουσιάζεται να έχει διαφορετική θέση και να υποστηρίζει θέσεις αντίθετες με τα αποφασισθέντα από την πλειοψηφία στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Μιλτιάδους (Αρ. 1), πιο πάνω.  Υπέδειξα την αντίθεση στις θέσεις που προώθησε η Δημοκρατία ενώπιον μου, τόσο στην υπόθεση Παλιομυλίτης ν. Δημοκρατίας, πιο πάνω, όσο και στην παρούσα υπόθεση, αλλά ο δικηγόρος της Δημοκρατίας με εξέπληξε, με την εμμονή του να θέλει να διαφοροποιηθεί από την απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Μιλτιάδους (Αρ. 1), χωρίς ουσιαστικά επιχειρήματα, επικαλούμενος την απόφαση μονομελούς σύνθεσης, στην υπόθεση Ταβελίδης, ανωτέρω.  Εν πάση περιπτώσει, στην Ταβελίδης, δεν φαίνεται να τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου η απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Μιλτιάδους (Αρ. 1), πιο πάνω, η οποία είναι η κατ' εξοχήν αυθεντία που ρυθμίζει το θέμα.  Κατά την άποψή μου, αν η Δημοκρατία επιθυμεί να προωθεί διαφορετικές θέσεις, θα πρέπει να ζητήσει την ανατροπή της απόφασης της Ολομέλειας στην υπόθεση  Δημοκρατία ν. Μιλτιάδους (Αρ. 1), πιο πάνω.  Ταυτόχρονα θα πρέπει να προχωρήσει σε κατάργηση της επιφύλαξης του Κανονισμού 19Γ(4) των Γενικών Κανονισμών του 1989 και να επιζητήσει ταυτόχρονα την ρητή νομοθετική ρύθμιση του θέματος.

 

Εφόσον οι Κανονισμοί δεν αποκλείουν έναν υποψήφιο να προαχθεί ενώ επίκειται η αφυπηρέτησή του, η επίκληση και μόνο του δημοσίου συμφέροντος που αφορά γενικά και αόριστα την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας δεν αποτελεί, κατά την άποψή μου, δέουσα αιτιολογία.  Χωρίς περαιτέρω επεξηγήσεις, δεν είναι σαφείς οι λόγοι που οδήγησαν τον Υπουργό στην άποψη ότι η επικείμενη αφυπηρέτηση του Αιτητή, ο οποίος ήταν ένας «Εξαίρετος» αξιωματικός, θα επηρέαζε την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας.

 

Ενόψει του γεγονότος ότι ο Υπουργός στήριξε αποκλειστικά στην απόφασή του για μη προαγωγή του Αιτητή, σε λόγους δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι κρίθηκαν ανεπαρκείς και δεν άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια να αξιολογήσει τον Αιτητή σε σχέση με τους υπόλοιπους υποψηφίους με βάση τα νομοθετικά κριτήρια αξιολόγησης, η προσφυγή θα πρέπει να επιτύχει, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει με €1300 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, υπέρ του Αιτητή.  Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 (Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠς



[1] Σύμφωνα με την απόφαση:-

«... η έννοια «του καταλληλότερου υποψηφίου» είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ικανότητα του υποψήφιου αυτού να ασκήσει κατά τρόπο επαρκή τα καθήκοντα που αντιστοιχούν στη θέση για την οποία θεωρείται ο καταλληλότερος να διοριστεί ή προαχθεί, χάριν της καλύτερης εξυπηρέτησης του δημόσιου συμφέροντος, και ότι η φράση αυτή, στο κείμενο του εδαφίου (9) του Άρθρου 34 του Νόμου αρ. 1/90, πρέπει να τύχει ανάλογης ερμηνείας.»

[2] βλ. μεταξύ άλλων, Μιλτιάδους ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1160/91, ημερ. 16.7.93 και Στυλιανίδη κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 548/93, ημερ. 23.3.95.

[3] Το απόσπασμα είναι από τη σελ. 648 της υπόθεσης Δημοκρατία ν. Μιλτιάδους (Αρ. 1), πιο πάνω.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο