ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1805/2008)
23 Ιουλίου, 2010
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 24, 25, 26, 28, 29 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. NATALIYA GRABΥNSKA,
2. ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΑΠΑΡΕΛΛΑΣ,
Αιτητές,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
____________________
Ν. Δαμιανού με Χρ. Λάρκου, για τους Αιτητές.
Γ. Χ΄΄ Χάννα (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την προσφυγή τους οι αιτητές ζητούν δήλωση και/ή απόφαση του δικαστηρίου ότι η διοικητική πράξη και/ή απόφαση που τους κοινοποιήθηκε με επιστολή των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 29.8.2008 και η οποία αποστάληκε και με τηλεομοιότυπο προς τους δικηγόρους των αιτητών την 1.9.2008 και με την οποία ο Υπουργός Εσωτερικών αποφάσισε την απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής τους κατά της απόφασης της Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, για κήρυξη του γάμου των αιτητών ως εικονικού, είναι άκυρη, παράνομη και στερείται εννόμου αποτελέσματος.
Η προσφυγή βασίζεται, μεταξύ άλλων, και στα ακόλουθα νομικά σημεία:
(α) Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα πλάνης περί το Νόμο.
(β) Λήφθηκε χωρίς να προηγηθεί οποιαδήποτε και/ή δέουσα έρευνα.
(γ) Στερείται οιασδήποτε και/ή επαρκούς αιτιολογίας, και
(δ) Λήφθηκε κατά παράβαση των προνοιών του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν 158(Ι)/99 και συγκεκριμένα κατά παράβαση του δικαιώματος προηγούμενης αποτελεσματικής ακρόασης.
Ο δεύτερος αιτητής είναι Κύπριος πολίτης ο οποίος γεννήθηκε το 1981 και η πρώτη αιτήτρια κατάγεται από την Ουκρανία και γεννήθηκε το 1982. Οι αιτητές τέλεσαν πολιτικό γάμο στο Δημαρχείο Αραδίππου στις 17.3.2006. Στις 3.5.2006 η πρώτη αιτήτρια συνοδευόμενη από τον δεύτερο αιτητή, Ελληνοκύπριο σύζυγο της, επισκέφθηκαν την Υπηρεσία Αλλοδαπών Αμμοχώστου για να δηλώσουν το γάμο τους και να ζητήσουν ανανέωση της άδειας παραμονής της. Δήλωσαν ως διεύθυνση τους την οδό Γιούρι Κανγκάριν 36, CASTALIA APTS, στην Αγία Νάπα. Στην Υπηρεσία Αλλοδαπών δημιουργήθηκαν κάποιες υποψίες ότι ο γάμος των αιτητών δεν ήταν γνήσιος και στις 28.11.2006 άνδρες της Υπηρεσίας έκαμαν εξετάσεις στην προαναφερόμενη διεύθυνση όπου διαπίστωσαν ότι οι αιτητές δεν διέμεναν εκεί. Σε επίσκεψη στο σπίτι της μητέρας και αδελφής του δεύτερου αιτητή στη Σωτήρα πληροφορήθηκαν ότι η οικογένεια του δεύτερου αιτητή δεν γνώριζε για την τέλεση του πολιτικού γάμου του γιού τους, αφού αυτός διέμενε και κάποιες μέρες στην πατρική του οικία. Στις 29.11.2006 ο δεύτερος αιτητής κλήθηκε στην Υπηρεσία Αλλοδαπών και έδωσε γραπτή κατάθεση. Στην κατάθεση του ανέφερε ότι γνώρισε τη σύζυγο του σε καμπαρέ στη Λάρνακα. Του άρεσε και την παντρεύτηκε, για δύο-τρία χρόνια, όπως είπε, μέχρι να βρει κάποια άλλη κοπέλα ή αν περνά καλά να μείνει μαζί της. Όταν παντρεύτηκαν ενοικίασαν διαμέρισμα στα προαναφερόμενα διαμερίσματα στην Αγία Νάπα όπου η σύζυγος έμεινε για κανένα μήνα αλλά ο σύζυγος πήγε εκεί μόνο δυο-τρεις φορές επειδή είχε δουλειές και επειδή η σύζυγος μετέβαινε και στη Λευκωσία. Στις αρχές Μαίου του 2006 η σύζυγος έφυγε για τη χώρα της για να δει τους δικούς της και επέστρεψε μετά από 2 μήνες περίπου. Όταν επέστρεψε ενοικίασαν διαμέρισμα στο ξενοδοχείο «Βερκί» στη Λάρνακα για δύο-τρεις μήνες και εκεί ο σύζυγος έμενε με τη σύζυγο τρεις φορές την εβδομάδα περίπου. Στη συνέχεια οι αιτητές φιλοξενήθηκαν στο Παραλίμνι από κάποιο φίλο του συζύγου αλλά και πάλι εκεί ο σύζυγος δεν έμενε καθημερινά αλλά δύο-τρεις φορές την εβδομάδα. Στη συνέχεια, κατά τον Νοέμβριο του 2006, οι αιτητές ενοικίασαν διαμέρισμα στην Αγία Νάπα, στην οδό Βάρναλη 7, Διαμ. 9, όπου, όπως δήλωσε ο δεύτερος αιτητής στην κατάθεση του ημερ. 29.11.2006, το ζευγάρι θα έμενε μαζί. Στην προαναφερόμενη κατάθεση του ο δεύτερος αιτητής ανέφερε ότι παντρεύτηκε την πρώτη αιτήτρια επειδή του άρεσε αλλά γνώριζε ότι ήταν γυναίκα του καμπαρέ και δεν τον ενοχλούσε αν πήγαινε και με άλλους άνδρες, ακόμα και με φίλους του, εφόσον θα ήταν και ο ίδιος ελεύθερος να ζει τη ζωή του.
Με βάση τα προαναφερόμενα, οι αιτητές πληροφορήθηκαν, με επιστολή του Τμήματος Μετανάστευσης ημερ. 6.12.2007, ότι μετά από προσεκτική διερεύνηση διαφάνηκε ότι ο γάμος τους είναι εικονικός και ότι είχαν την ευκαιρία να υποβάλουν ιεραρχική προσφυγή στον Υπουργό Εσωτερικών εντός 20 ημερών. Αξίζει να σημειωθεί ότι η επιστολή ημερ. 6.12.2007 απευθυνόταν προσωπικά στο δεύτερο αιτητή. Στις 20.12.2007 οι αιτητές υπέβαλαν ιεραρχική προσφυγή, μέσω των δικηγόρων τους, η οποία στις 29.8.2008 απορρίφθηκε. Στην απορριπτική απόφαση, η οποία αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής, αναγράφεται ότι η ιεραρχική προσφυγή απορρίπτεται επειδή: (α) το ζεύγος δεν ζει κάτω από την ίδια στέγη (άρθρο 7Α (3) (α) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεων Νόμου, Κεφ. 105, όπως τροποποιήθηκε), και (β) σημειώνεται έλλειψη κατάλληλης συμβολής στην αντιμετώπιση των υποχρεώσεων του ζεύγους που απορρέουν από το γάμο (άρθρο 7Α (3) (γ) του προαναφερόμενου νόμου).
Τα ουσιαστικά παράπονα των αιτητών είναι ότι ουδέποτε δόθηκε η ευκαιρία στην πρώτη αιτήτρια να προβάλει τις θέσεις της αναφορικά με την εικονικότητα ή όχι του γάμου της, στους καθ΄ ων η αίτηση και ότι οι καθ΄ ων η αίτηση δεν προέβησαν σε δέουσα έρευνα όχι μόνον επειδή δεν άκουσαν τις απόψεις της πρώτης αιτήτριας, η οποία επηρεαζόταν δυσμενώς από την απόφαση τους, αλλά και επειδή, μετά την διερεύνηση του ζητήματος κατά το τέλος Νοεμβρίου του 2006 οι καθ΄ ων η αίτηση δεν εξέτασαν ή επανεξέτασαν το ζήτημα της εικονικότητας του γάμου των αιτητών στο διάστημα μεταξύ του Νοεμβρίου του 2006 και του τέλους Αυγούστου του 2008 οπόταν εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.
Εξέτασα με προσοχή όλα τα ενώπιον μου στοιχεία και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι η προσφυγή είναι βάσιμη τουλάχιστον για δύο λόγους:
1. Επειδή δεν δόθηκε το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης αλλά ούτε και ζητήθηκαν ή λήφθηκαν ποτέ οι απόψεις και οι θέσεις της αιτήτριας αναφορικά με απόφαση η οποία θα την επηρέαζε δυσμενώς, εφόσον θα είχε άμεσες συνέπειες πάνω στο δικαίωμα της για ανανέωση της άδειας παραμονής της στην Κύπρο, και
2. Επειδή η έρευνα των καθ΄ ων η αίτηση ήταν ανεπαρκής, ελλιπής και ακόμα μπορεί να λεχθεί ότι ήταν και μεροληπτική εις βάρος των αιτητών και ιδιαίτερα της πρώτης αιτήτριας, η οποία θεωρήθηκε ως αμελητέα.
Το άρθρο 7Α του Κεφ. 105, όπως τροποποιήθηκε, αναφέρεται στο θέμα των εικονικών γάμων. Στο εδάφιο 2 του άρθρου εκείνου προνοείται ότι ο Διευθυντής ή εκπρόσωπος του «δύναται» να καλέσει σε συνέντευξη μαζί ή χωριστά τους δύο συζύγους ή οποιοδήποτε πρόσωπο είναι σε θέση να του δώσει πληροφορίες, για να διαπιστώσει αν ο γάμος είναι εικονικός. Στο εδάφιο 3 του ιδίου άρθρου, στην παράγραφο (α), προνοείται ότι μεταξύ των στοιχείων που τείνουν να καταδείξουν ότι ένας γάμος είναι εικονικός είναι και το ότι το ζεύγος δεν συζεί κάτω από την ίδια στέγη. Στην παράγραφο (γ) του ιδίου εδαφίου προνοείται ότι, άλλο στοιχείο που τείνει να καταδείξει την εικονικότητα του γάμου, είναι η έλλειψη κατάλληλης συμβολής στην αντιμετώπιση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το γάμο.
Το άρθρο 43 του Ν 158(Ι)/99, στο εδάφιο 1, προνοεί ότι το δικαίωμα ακρόασης παρέχεται, εκτός από τις περιπτώσεις τις οποίες ο Νόμος προβλέπει ρητά, σε κάθε πρόσωπο που θα επηρεαστεί από την έκδοση πράξης ή από τη λήψη διοικητικού μέτρου που είναι πειθαρχικής φύσης ή που έχει το χαρακτήρα της κύρωσης ή που είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης. Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στην υπόθεση Kontemeniotis v. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 1027, η οποία εκδόθηκε πριν τη θέσπιση του Ν 158(Ι)/99.
Στην προκείμενη περίπτωση είναι προφανές ότι το προαναφερόμενο άρθρο 7Α δεν προβλέπει ρητά ότι δεν υπάρχει υποχρέωση της Διοίκησης να καλέσει τους συζύγους μαζί ή χωριστά σε συνέντευξη για να διαπιστώσει αν ο γάμος είναι εικονικός. Το εδάφιο 2 παρέχει στη Διοίκηση διακριτική εξουσία να καλέσει σε συνέντευξη τους δύο συζύγους μαζί ή χωριστά. Δεδομένου όμως ότι η απόφαση αναφορικά με την εικονικότητα του γάμου ήταν δυσμενούς φύσης, τουλάχιστον για την πρώτη αιτήτρια, της οποίας το δικαίωμα παραμονής στην Κύπρο επηρεαζόταν άμεσα, θεωρώ πως η Διοίκηση είχε υποχρέωση, υπό τις περιστάσεις, να καλέσει την πρώτη αιτήτρια σε συνέντευξη ή τουλάχιστον να της δώσει την ευκαιρία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να εκφράσει τις απόψεις και τις θέσεις της αλλά και την εκδοχή της, γενικά, αναφορικά με τη σχέση της με το δεύτερο αιτητή και κατ΄ επέκταση αναφορικά με την εικονικότητα ή όχι του γάμου τους. Η Διοίκηση, κατά παράβαση του προαναφερόμενου άρθρου 43 του Ν 158(Ι)/99, δεν το έπραξε. Αντίθετα, είναι προφανές ότι από το τέλος Νοεμβρίου (Δέστε: το Ερυθρό 57-58, ημερ. 30.11.2006 στο Τεκμήριο 1), η Υπηρεσία Αλλοδαπών, χωρίς να ακούσει καν την πρώτη αιτήτρια είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο γάμος των αιτητών ήταν γάμος ευκαιρίας και ότι η πρώτη αιτήτρια θα έπρεπε να κληθεί να αναχωρήσει και αν αρνηθεί να το πράξει, τότε να εκδοθούν διατάγματα κράτησης και απέλασης της.
Όσον αφορά την έρευνα θεωρώ ότι αυτή ήταν εντελώς ανεπαρκής και ελλιπής και είχε την τάση της κατάληξης σε συμπέρασμα εικονικότητας. Οι καθ΄ ων η αίτηση πήγαν στις 28.11.2006 στα προαναφερόμενα διαμερίσματα CASTALIA, στην Αγία Νάπα και διαπίστωσαν ότι οι αιτητές δεν διέμεναν εκεί. Μια μέρα αργότερα, στις 29.11.2006, πήραν κατάθεση από το δεύτερο αιτητή ο οποίος ανέφερε, με πλήρη λεπτομέρεια, τους τόπους διαμονής των αιτητών ή τουλάχιστον της πρώτης αιτήτριας από την ημερομηνία τέλεσης του πολιτικού τους γάμου, στις 17.3.2006, μέχρι την ημερομηνία της κατάθεσης, στις 29.11.2006. Η κατάληξη του δεύτερου αιτητή ήταν ότι, εφόσον και η οικογένεια του πλέον είχε πληροφορηθεί για τον πολιτικό του γάμο, αυτός θα διέμενε, στο εξής, μαζί με τη σύζυγό του σε συγκεκριμένη διεύθυνση στην Αγία Νάπα. Δεν φαίνεται, οι καθ΄ ων η αίτηση, να διερεύνησαν καθόλου το ζήτημα της διαμονής των αιτητών μαζί ή χωριστά μετά το τέλος Νοεμβρίου του 2006, παρόλο που η αρχική απόφαση εκδόθηκε το Δεκέμβριο του 2007 και η απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής έγινε το τέλος Αυγούστου του 2008. Υπό τις προαναφερόμενες περιστάσεις θεωρώ ότι το συμπέρασμα των καθ΄ ων η αίτηση, που αποτέλεσε και λόγο απόρριψης της ιεραρχικής προσφυγής, ότι το ζεύγος δεν ζει κάτω από την ίδια στέγη, ήταν αυθαίρετο και αποτέλεσμα ανεπαρκούς έρευνας.
Όσον αφορά το δεύτερο λόγο απόρριψης της ιεραρχικής προσφυγής των αιτητών, την έλλειψη, δηλαδή, κατάλληλης συμβολής στην αντιμετώπιση των υποχρεώσεων, του ζεύγους, που απορρέουν από το γάμο, θεωρώ και πάλι ότι ήταν αποτέλεσμα ανεπαρκούς έρευνας. Όπως ήδη ανέφερα, από του Νοεμβρίου του 2006 οι καθ΄ ων η αίτηση φαίνεται ότι αποφάσισαν ότι ο γάμος των αιτητών ήταν εικονικός και γάμος ευκαιρίας και δεν διερεύνησαν στη συνέχεια, καθ΄ οιονδήποτε τρόπο, το ζήτημα των σχέσεων του ζεύγους. Είναι επίσης προφανές ότι με την προαναφερόμενη επιστολή της Υπηρεσίας Αλλοδαπών ημερ. 30.11.2006 (Ερυθρό 57-58 στο Τεκμήριο 1), δεν αποδίδεται ορθά το νόημα και το πνεύμα της κατάθεσης του δεύτερου αιτητή, ημερ. 29.11.2006. Στην επιστολή της 30.11.2006 αναγράφεται ότι ο Ελληνοκύπριος σύζυγος, όταν ρωτήθηκε για την ακριβή του διεύθυνση, ανέφερε ότι δεν την γνώριζε ακριβώς. Αυτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα εφόσον ο δεύτερος αιτητής έδωσε πλήρεις εξηγήσεις για τη διαμονή των αιτητών. Επιπρόσθετα στην επιστολή αναγράφεται ότι ο Ελληνοκύπριος σύζυγος διέμενε στο πατρικό του σπίτι. Και αυτό δεν είναι απόλυτα ορθό εφόσον ο ίδιος είπε ότι διέμενε μερικώς με τη σύζυγο του και μερικώς με την πατρική του οικογένεια. Αναφορικά με τις σχέσεις του ζεύγους και την αντιμετώπιση της συζύγου από το σύζυγο και πάλι η ερμηνεία των καθ΄ ων η αίτηση δεν φαίνεται να είναι απόλυτα ορθή. Από την κατάθεση του δεύτερου αιτητή δεν διαφαίνεται σαφώς, κατά την κρίση μου, ότι αυτός συνήψε εικονικό γάμο ή γάμο ευκαιρίας με την πρώτη αιτήτρια αλλά ότι οι σχέσεις τους ήταν κάπως ιδιόρυθμες και παράξενες.
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω η προσφυγή πετυχαίνει και εκδίδεται δηλωτική απόφαση του δικαστηρίου ως η παράγραφος Α του αιτητικού της προσφυγής. Έξοδα €1.000.-, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ των αιτητών.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.