ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
ANANDA MARGA LTD. ν. REPUBLIC (1985) 3 CLR 2583
Δημοκρατία ν. Sunoll Bunkering Ltd (1994) 3 ΑΑΔ 26
Krashias Modern Land & Building Developers Ltd. ν. Δήμου Έγκωμης (1995) 3 ΑΑΔ 198
Kεφάλα Zακελίν ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 133
Γεναγρίτης Αντώνης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 1029
Eπιστημονικό Tεχνικό Eπιμελητήριο Kύπρου ν. KυπριακήςΔημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 666
Philips College ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 129
Αλεξάνδρου Αντιγόνη και Άλλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 196
Gamage Sanka Manjula Kankani ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2010) 3 ΑΑΔ 386
Gamage Sanka Manjula Kankani ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2010) 3 ΑΑΔ 535
Κουπεπίδης Ντίνος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2003) 4 ΑΑΔ 518
LIYANA HEWAGE KANTHIE κ.α ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1578/2005, 21 Μαΐου 2007
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1582/2008)
22 Ιουλίου 2010
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. THADD CORREIA,
2. ΣΑΒΒΑΣ ΣΑΒΒΑ,
Αιτητές,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ
ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
-------------------------------
Κ. Γεωργίου (κα), για τους Αιτητές.
Λ. Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου (κα), Ανώτερος Δικηγόρος της
Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
--------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Οι αιτητές είναι σύζυγοι στη βάση γάμου που τέλεσαν στις 4.8.2006, στην πόλη Οντάριο του Καναδά, από το αρμόδιο γραφείο της οποίας λήφθηκε πιστοποιητικό γάμου ημερ. 5.12.2006, ως το συνημμένο στην αίτηση ακυρώσεως, Παράρτημα 5.
Στις 10.7.2007, οι αιτητές ως νόμιμοι μεταξύ τους σύζυγοι με βάση το γάμο που τέλεσαν στον Καναδά, επέστρεψαν για μόνιμη εγκατάσταση στην Κύπρο. Ο αιτητής 2, ο Κύπριος πολίτης και σύζυγος του αιτητή 1, που είναι κάτοχος διαβατηρίου του Καναδά, απέστειλε στις 24.7.2007 επιστολή στους καθ΄ ων ως το Παράρτημα 6 στην αίτηση, επιδιώκοντας όπως αυτοί ενεργήσουν κατάλληλα «... ώστε να διασφαλιστεί η παραμονή του συζύγου μου στην Κύπρο, με αυτή του την ιδιότητα.». Στην επιστολή αυτή προσφέρεται η πληροφορία της τέλεσης γάμου με τον αιτητή 1, της επιστροφής τους στην Κύπρο για μόνιμη διαμονή σε διαμέρισμα που αγόρασαν στη Λευκωσία (εγγεγραμμένο επ΄ ονόματι του αιτητή 2 μόνο ως εμφανίζεται στο συνημμένο στην επιστολή αντίγραφο του πιστοποιητικού ακίνητης ιδιοκτησίας), καθώς και δήλωση από το Γενικό Προξενείο της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Τορόντο του Καναδά, επιβεβαιώνουσα τη συμβίωση τους και αντίγραφο λευκού ποινικού μητρώου του συζύγου του αιτητή 2, αιτητή 1.
Ο αιτητής 2, απέστειλε νέα επιστολή ένα σχεδόν χρόνο μετά και συγκεκριμένα στις 10.7.2008 προς τους καθ΄ ων ζητώντας, με αναφορά στην προηγούμενη του επιστολή, της οποίας αντίγραφο επισύναψε, να παραχωρηθούν διευκολύνσεις ώστε η διαμονή του αιτητή 1 να είναι πιο εύκολη και σύμφωνη με τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αναφέρεται εκεί ότι ο αιτητής 1 ως σύζυγος του ζει στην Κύπρο ως επισκέπτης, με υποχρέωση να ανανεώνει ετησίως την άδεια του, χωρίς όμως να μπορεί να εργαστεί ή να ανοίξει οποιοδήποτε προσωπικό λογαριασμό σε τράπεζα. Ως πτυχιούχος Αγγλικής φιλολογίας, με πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα στην εκπαίδευση παιδιών με ειδικές ανάγκες, επιθυμεί να συνεχίσει να εργάζεται στον τομέα του στην Κύπρο, παρακολούθησε δε και εντατικά μαθήματα Ελληνικών στο Πανεπιστήμιο Κύπρο για να μπορέσει να αυξήσει τις δυνατότητες εργοδότησης του. Η επιστολή καταλήγει με τα εξής:
«Συνεπώς, μέχρι να τακτοποιηθεί το θέμα μας τελειωτικά, παρακαλούμε όπως μας παραχωρηθεί κάποια πιο μακροπρόθεσμη άδεια διαμονής με άδεια εργασίας για το σύζυγο μου και με κάποιο τρόπο να του επιτραπεί να ανοίξει προσωπικό λογαριασμό σε κάποια τράπεζα και όχι ειδικό λογαριασμό επισκεπτών όπως έχει τώρα.
Αναμένουμε την τοποθέτηση σας στο θέμα μας το συντομότερο δυνατό.»
Οι καθ΄ ων με επιστολή τους ημερ. 25.7.2008 και με αναφορά στην προηγηθείσα επιστολή του αιτητή 2 ημερ. 10.7.2008, απάντησαν ότι «.. σχετικά με τη διευθέτηση της διαμονής του αλλοδαπού Thadd Correia ...» και προκειμένου να εξασφαλιστεί η άδεια παραμονής στη Δημοκρατία, αυτός:
«.. πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις, τις προβλεπόμενες στο Νόμο περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως, Κεφ. 105, δεδομένου ότι ο αλλοδαπός δεν θεωρείται μέλος οικογένειας Κύπριου πολίτη, αφού ο γάμος που συνήψατε δεν αναγνωρίζεται από την κυπριακή νομοθεσία.
Ως εκ τούτου, παρακαλώ, όπως συμβουλεύσετε τον αλλοδαπό να προσέλθει στο Επαρχιακό Γραφείο Λευκωσίας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, για διευθέτηση της παραμονής του στη Δημοκρατία.»
Το περιεχόμενο της πιο πάνω επιστολής των καθ΄ ων με την οποία οι αιτητές θεώρησαν ότι οι καθ΄ ων αρνούνται να χορηγήσουν άδεια παραμονής στον αιτητή 1 ως μέλος οικογένειας Κύπριου, προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή ως άκυρο, παράνομο και στερημένου εννόμου αποτελέσματος, εφόσον αντιβαίνει τη Συνθήκη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, τα Άρθρα 15, 22 και 28 του Συντάγματος, τον περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως διά την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Πρωτόκολλα) Κυρωτικό Νόμο αρ. 118/68 και διάφορους άλλους νόμους. Οι καθ΄ ων αντιτάσσουν με την ένσταση τους, ότι ορθά απερρίφθη το αίτημα του αιτητή 2, εφόσον ο αιτητής 1 δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί σύζυγος Κύπριου πολίτη, αφού ο γάμος τους δεν αναγνωρίζεται από την Κυπριακή Δημοκρατία. Στην ένσταση ηγέρθηκε προδικαστικό θέμα ότι ο αιτητής 2, δεν είχε έννομο συμφέρον να υποβάλει την προσφυγή, ένσταση όμως που οι καθ΄ ων δεν προώθησαν τελικώς με τη γραπτή τους αγόρευση ένεκα των ιδιαζόντων περιστατικών της υπόθεσης.
Δόθηκαν οδηγίες για την καταχώρηση αγορεύσεων οι οποίες και ανέλυσαν διεξοδικά το ζήτημα της αναγνώρισης γάμου μεταξύ ομοφύλων τόσο στο εξωτερικό, όσο και στην Κύπρο, με ιδιαίτερες αναφορές σε αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και σχετικά συγγράμματα επί του θέματος, το δε Δικαστήριο επεφύλαξε την απόφαση του μετά την κατάθεση και του διοικητικού φακέλου ως Τεκμ. «Α», κατά τις διευκρινίσεις στις 4.5.2010. Το Δικαστήριο, όμως, θεώρησε ορθό όπως επανανοίξει την υπόθεση ώστε οι διάδικοι να έχουν τη δυνατότητα να αγορεύσουν συμπληρωματικά επί των ερωτημάτων που προέκυψαν κατά τη μελέτη της υπόθεσης, ήτοι, το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος αμφοτέρων των αιτητών, καθώς και κατά πόσο η προσβαλλόμενη πράξη, ως περιέχεται στη σχετική επιστολή των καθ΄ ων ημερ. 25.7.2008, είναι ή όχι πληροφοριακού χαρακτήρα.
Ως εκ τούτου καταχωρήθηκαν συμπληρωματικές αγορεύσεις επί των θεμάτων αυτών και η απόφαση επιφυλάχθηκε εκ νέου στις 8.7.2010.
Το Δικαστήριο έχει διεξοδικά εξετάσει το όλο πλέγμα της υπόθεσης και κρίνει ότι η προσφυγή δεν μπορεί να επιτύχει για τους ακόλουθους λόγους.
(i) Ο ίδιος ο αιτητής 1, στερείται εννόμου συμφέροντος εφόσον ο ίδιος ουδέν αίτημα υπέβαλε προς τους καθ΄ ων, ούτως ώστε να τύχει ιδίας απάντησης. Ο αιτητής 1 θα έπρεπε να είχε απευθύνει αίτημα προς τις αρχές της Δημοκρατίας για να του αναγνωριστεί η ιδιότητα του συζύγου του Κύπριου αιτητή 2, υπό το φως των διαφόρων νομοθετικών διατάξεων που επικαλείται η συνήγορος των αιτητών στην προσφυγή της, ώστε να προκαλέσει ευθέως απάντηση από τη διοίκηση, η οποία και θα παρήγαγε έννομα αποτελέσματα με την έκδοση εκτελεστής διοικητικής πράξης. Η θέση της κας Γεωργίου στη συμπληρωματική της αγόρευση είναι ότι την αίτηση για εγγραφή του ως συζύγου Κύπριου πολίτη, την υπέβαλε στην ουσία ο αιτητής 1. Απλώς, εκ μέρους και για λογαριασμό του, την έγραψε ο αιτητής 2. Κάτι τέτοιο όμως δεν προκύπτει από το περιεχόμενο των ιδίων των επιστολών και ιδιαίτερα της επιστολής ημερ. 10.7.2008, στην οποία και απαντά η προσβαλλόμενη πράξη. Ούτε καν η επιστολή του αιτητή 2 ή και η προηγούμενη αναφέρουν ότι γράφονται εκ μέρους του αιτητή 1. Άλλωστε, όπως ορθά υποδεικνύει και η κα Χριστοδουλίδου στη δική της συμπληρωματική αγόρευση, η προσβαλλόμενη πράξη απευθύνεται στον αιτητή 2 και όχι στον αιτητή 1. Θα αναμενόταν να απευθυνόταν ο ίδιος ο αιτητής 1 στη διοίκηση ζητώντας να του δοθεί άδεια παραμονής ως σύζυγος άρρενος πολίτου της Κυπριακής Δημοκρατίας υποβάλλοντας την αίτηση στο σχετικό και ανάλογο από τις περιστάσεις, αν υπάρχει, έντυπο. Ιδιαίτερα όπου στην υπό κρίση περίπτωση το όλο ζήτημα αφορά καθαρά προσωπικό θεσμό, την αναγνώριση του οποίου ο ίδιος θα έπρεπε να επιδιώξει. Διαφέρει η παρούσα περίπτωση από τις περιπτώσεις όπου υπάρχει, για παράδειγμα, μεταξύ των ατόμων, σχέση μελλοντικής εργοδότησης ή φοίτησης σε σχολείο ή κολλέγιο.
(ii) Όσον αφορά τον αιτητή 2, η νομολογία έχει βεβαίως αναγνωρίσει, όπως υποδεικνύει ορθά η κα Γεωργίου, ότι τίποτε δεν απαγορεύει να υποβληθεί αίτηση εκ μέρους τρίτου προσώπου, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι αποκτά έννομο συμφέρον ο αιτών. (δέστε και την εντελώς πρόσφατη απόφαση στη Sanka Manjula Kankani Gamage, Α.Ε. αρ. 149/2007, ημερ. 13.7.2010). Επομένως, από την πλευρά του αιτητή 2, ούτε αυτός έχει έννομο συμφέρον από τη στιγμή που όπως ανέφερε η κα Γεωργίου υπέβαλε την αίτηση εκ μέρους του συζύγου του, αιτητή 1. Στην Ananda Marga Ltd v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583, αναγνωρίστηκε μεν ότι μπορεί να γίνει αίτηση εκ μέρους αλλοδαπού, (εκεί αφορούσε αίτηση για είσοδο στην Κύπρο αλλοδαπών για εργοδότηση), αλλά αυτό δεν μεταφέρει δικαιώματα στον ίδιο τον αλλοδαπό, ενώ ο αιτών δεν έχει ο ίδιος έννομο συμφέρον να αιτηθεί εκ μέρους τρίτου την εργοδότηση του. Κάτω από το Άρθρο 146.2 του Συντάγματος, χρειάζεται να υπάρχει ενεστώς προσωπικό έννομο συμφέρον που να νομιμοποιεί πρόσωπο στην καταχώρηση προσφυγής στο Ανώτατο Δικαστήριο για ακύρωση της διοικητικής πράξης.
Η νομολογία αυτή επιβεβαιώθηκε διαχρονικά. Προσφάτως, η Ολομέλεια στην υπόθεση The Phillips College v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 129, αντιμετώπισε το ζήτημα ως εξής: οι εκεί εφεσείοντες είχαν αιτηθεί τη χορήγηση αδείας εισόδου σε 1.363 αλλοδαπούς για φοίτηση στο κολλέγιο τους οπότε τέθηκε, μεταξύ άλλων, και ζήτημα νομιμοποίησης των εφεσειόντων να ζητήσουν οι ίδιοι, αντί των αλλοδαπών, την αίτηση για τη θεώρηση εισόδου τους στην Κύπρο. Κρίθηκε ότι οι εφεσείοντες στερούνταν του άμεσου προσωπικού συμφέροντος κατά τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 146.2 του Συντάγματος με επιβεβαίωση της νομολογίας στην Ananda Marga - πιο πάνω - στην Τύμβιου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 656/01, ημερ. 2.9.2002 και στην Εσπερινό Λύκειο ΚΑΣΑ ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 988/03, ημερ. 15.3.2004. Σχετική επίσης είναι και η Ντίνος Κουπεπίδης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 590/01, ημερ. 5.6.2003. Στην Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 666, η Ολομέλεια σημείωσε επίσης το προφανές ότι η συμμετοχή σε διοικητική διαδικασία δεν θεμελειώνει αφ΄ εαυτής και άνευ ετέρου, έννομο συμφέρον. Η ενέργεια εδώ του αιτητή 2 να ενεργήσει υπό την ιδιότητα του αντιπροσώπου του αλλοδαπού, αιτητή 1, δεν παρέχει αφ΄ εαυτής έννομο συμφέρον στον ίδιο.
Προστίθεται δε ότι ο αιτητής δεν θα μπορούσε να έχει εν πάση περιπτώσει έννομο συμφέρον, το οποίο προϋποθέτει την επιδίωξη ενός νομίμου και αναγνωρισμένου από τη νομοθεσία δικαιώματος. Όπως θα εξηγηθεί και στη συνέχεια, δεν αναγνωρίζεται ως νόμιμος ο γάμος μεταξύ ομοφύλων στην Κύπρο. Επομένως δεν μπορούν να επηρεάζονται δικαιώματα του, ως διατείνεται η κα Γεωργίου, ή να απορρέουν δυσμενείς επιπτώσεις από την απάντηση της διοίκησης, τη στιγμή που δεν υπάρχουν κατοχυρωμένα τέτοια δικαιώματα. Η απόφαση που μνημονεύει η συνήγορος στη Liyana Hewage Kanthie ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1578/05, ημερ. 21.5.2007, σαφώς διαφοροποιείται από τα υπό κρίση δεδομένα, εφόσον εκεί πρόκειτο για το έννομο συμφέρον που είχε ο σύζυγος ως προς την ακύρωση της απέλασης της νομίμου συζύγου του.
(iii) Εν πάση περιπτώσει και πέραν του εννόμου συμφέροντος, διαπιστώνεται ότι υπάρχει πρόβλημα στην ταξινόμηση του περιεχομένου της επιστολής των καθ΄ ων ημερ. 25.7.2008, ως εκτελεστής διοικητικής πράξης, εφόσον κατά την άποψη του Δικαστηρίου είναι σαφές ότι αυτή είναι μόνο πληροφοριακού χαρακτήρα. Όπως έχει κατ΄ επανάληψη εδραιωθεί από τη νομολογία, πράξη πληροφοριακού χαρακτήρα υποδηλώνει εκείνη την πράξη με την οποία η διοίκηση απλώς πληροφορεί το διοικούμενο για κάποιο ζήτημα για το οποίο αυτός απευθύνθηκε κοντά της, χωρίς ταυτόχρονα να προβαίνει σε οποιαδήποτε ενέργεια, πράξη ή παράλειψη. Πράξεις στις οποίες εκφράζεται απλώς η πρόθεση και όχι η βούληση της διοίκησης, ή, οι οποίες απλώς πληροφορούν το διοικούμενο για μια κατάσταση πραγμάτων ή για τις πρόνοιες ενός νομοθετήματος, δεν είναι εκτελεστές (Krashias Modern Land & Builiding Developers Ltd v. Δήμου Έγκωμης (1995) 3 Α.Α.Δ. 198 και Κεφάλα ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 133).
Στη σχετικά πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας Αντιγόνη Αλεξάνδρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 196, με αναφορά και στη Γεναγρίτης ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 1029, κρίθηκε ότι με δοσμένη την έλλειψη δικαιοδοσίας στις περιπτώσεις των πληροφοριακών πράξεων, το έργο του Δικαστηρίου είναι η διακρίβωση από τα υπάρχοντα στοιχεία «.. της αληθινής φύσης της επιστολής ...». Σε αίτηση που είχαν υποβάλει οι εφεσείοντες για άδεια οικοδομής, απαντήθηκε από τη διοίκηση ότι δεν επιτρεπόταν να αρχίσουν εργασίες πριν την έκδοση αδείας για την οποία ήταν απαραίτητη η προηγούμενη προσκόμιση έγγραφης βεβαίωσης του ΕΤΕΚ για την αρχιτεκτονική εργασία. Θεωρήθηκε από την Ολομέλεια ότι η επιστολή της διοίκησης που περιελάμβανε την αντίληψη ότι ο Νόμος επέβαλλε την προσκόμιση βεβαίωσης από το ΕΤΕΚ, δεν περιελάμβανε και απόφαση για απόρριψη της αίτησης για άδεια οικοδομής.
Σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην Ελληνική βιβλιογραφία, εκτελεστή διοικητική πράξη είναι εκείνη που ευθέως και αμέσως προκαλεί με την έκδοση της, έννομες συνέπειες στον πολίτη μεταβάλλοντας ή καταργώντας δικαιώματα ή υποχρεώσεις. Περιέχει εξ ανάγκης βούληση του διοικητικού οργάνου που στοχεύει στην παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων. Στη Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd (1994) 3 Α.Α.Δ. 26, η οποία αναφέρθηκε με επιδοκιμασία στη Γεναγρίτης - ανωτέρω - αναφέρθηκε ότι το κριτήριο για την εκτελεστότητα της διοικητικής πράξης είναι «.. γένεση εξ αυτής δικαιωμάτων και υποχρεώσεων», είναι δε η πράξη εκτελεστή μόνο εφόσον επιβάλλει «... υποχρεώσεις στο διοικούμενο, μη υφιστάμενες πριν την έκδοση της...».
Από την προσεκτική εξέταση του περιεχομένου της προσβαλλόμενης πράξης με την επιστολή ημερ. 25.7.2008 των καθ΄ ων, που παρατέθηκε στο μέρος που ενδιαφέρει αυτούσια πιο πάνω, αποκαλύπτεται απλώς η εκ μέρους της διοίκησης πληροφόρηση προς τον αιτητή 2, να συμβουλεύσει αυτός τον αλλοδαπό αιτητή 1, να διευθετήσει την παραμονή του στη Δημοκρατία με το Επαρχιακό Γραφείο Λευκωσίας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης. Μάλιστα, ρητά αναφέρονται και οι λέξεις «σας πληροφορώ» (παρόλον που αυτό δεν θα ήταν από μόνο του το κριτήριο για την κατάταξη της διοικητικής πράξης ως πληροφοριακής), ότι ο αλλοδαπός αιτητής 1, θα πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από το Κεφ. 105. Η θέση της διοίκησης «.. ότι ο αλλοδαπός δεν θεωρείται μέλος οικογένειας Κύπριου πολίτη, αφού ο γάμος ... δεν αναγνωρίζεται από την Κυπριακή νομοθεσία», αποτελεί παρεμπίπτουσα θέση και αναφορά της διοίκησης στα υφιστάμενα δεδομένα της οικείας νομοθεσίας, χωρίς να έχει ποτέ κληθεί να τοποθετηθεί επί του θέματος απ΄ ευθείας με τις επιστολές του αιτητή 2 και ιδιαιτέρως τη δεύτερη επιστολή του, ημερ. 10.7.2008. Όπως προαναφέρθηκε κατά την εξέταση του εννόμου συμφέροντος των αιτητών, ουδέποτε υπήρξε αίτηση είτε από τον αλλοδαπό αιτητή 1, είτε από τον Κύπριο αιτητή 2, για άμεση αναγνώριση της μεταξύ τους υπόστασης ως νομίμων συζύγων κατά την Κυπριακή νομοθεσία. Για να υπήρχε εδώ εκτελεστή διοικητική πράξη, θα έπρεπε να απέρρεε από αυτήν, «.. η άμεση παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων τα οποία συνεπιφέρουν τη δημιουργία, τροποποίηση ή κατάλυση υφιστάμενης νομικής κατάστασης, δηλαδή δικαιώματος ή υποχρέωσης διοικητικού χαρακτήρα του διοικούμενου.» (Sanka Manjula Kankaki Gamage ν. Δημοκρατίας - ανωτέρω - σελ. 4). Εδώ, καμιά απολύτως διαφοροποίηση της υφιστάμενης νομικής κατάστασης δεν επέφερε η επιστολή της διοίκησης, εφόσον απλώς επιβεβαίωσε ότι ο αιτητής 1 (ο οποίος σύμφωνα με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου φαίνεται να επιμένει να αποτείνεται για επέκταση της άδειας επισκέπτη και δεν επιζητεί άδεια εργασίας), πρέπει να διευθετήσει την εδώ περαιτέρω παραμονή του, ως και προηγουμένως, χωρίς να έχει αλλάξει προς το δυσμενέστερο, λόγω της επιστολής, η νομική του θέση.
Παρά την πιο πάνω κρίση του Δικαστηρίου που σηματοδοτεί και την απόρριψη της προσφυγής λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος και λόγω του ότι η πράξη είναι εν πάση περιπτώσει πληροφοριακού χαρακτήρα, θεωρείται ορθό να προστεθούν και τα ακόλουθα ως προς την ουσία της υπόθεσης έστω και αν η υπόθεση δεν προσφέρεται πλέον για μια πλήρη ανάλυση του θέματος ενόψει των προαποφασισθέντων.
Εάν το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης πράξης θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι εγείρει ζήτημα απόρριψης της χορήγησης άδειας παραμονής στον αιτητή 1, διότι αυτός δεν θεωρείται μέλος οικογένειας Κύπριου πολίτη επειδή δεν αναγνωρίζεται στην Κύπρο ο γάμος που συνήφθηκε μεταξύ αρρένων στην αλλοδαπή, είναι και πάλι σαφές από την όλη νομολογία που παραθέτουν και οι αιτητές και η Δημοκρατία, ότι ορθά τέθηκε το θέμα από τους καθ΄ ων. Κατ΄ αρχάς ο περί Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στην Επικράτεια της Δημοκρατίας Νόμος του 2007, (Νόμος αρ. 7(Ι)/2007), εφαρμόζεται σε πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και επομένως δεν καλύπτει τον αιτητή 1, που είναι Καναδικής καταγωγής. Ο Νόμος αυτός περαιτέρω, ο οποίος έχει μεταφέρει στην Κυπριακή έννομη τάξη τα προνοούμενα από την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2004/38/ΕΚ, δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση όπου ο πολίτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιθυμεί να διαμείνει στο κράτος μέλος του οποίου είναι εν πάση περιπτώσει υπήκοος. Αλλά και τα υπό του άρθρου 4(2) προνοούμενα, ότι πρέπει να διευκολύνεται η είσοδος και διαμονή στο κράτος μέλος του συντρόφου με τον οποίο ο πολίτης κράτους μέλους έχει διαρκή σχέση, δεν ισοδυναμεί βέβαια με αναγνώριση του γάμου. Η διευκόλυνση μπορεί να λάβει διάφορες άλλες μορφές. Μετέπειτα, στην Κύπρο δεν υπάρχει νομοθετική πρόβλεψη για σύναψη γάμου μεταξύ ομόφυλων ζευγαριών ενόψει του ότι ο περί Γάμου Νόμος αρ. 104(Ι)/03, προνοεί ότι γάμος σημαίνει τη συμφωνία για ένωση που συνάπτεται μεταξύ γυναικός και ανδρός από λειτουργό τέλεσης γάμου, εάν πρόκειται για πολιτικό γάμο, ή με βάση τους Κανόνες της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας ή των δογμάτων των θρησκευτικών ομάδων που αναγνωρίζονται από το Κυπριακό Σύνταγμα. Ενόψει τούτων, δεν νοείται και παραβίαση των Άρθρων 22 και 28 του Συντάγματος.
Περαιτέρω, η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει σταδιακά δεχθεί την απόρροια δικαιωμάτων οικονομικής και περιουσιακής υφής από τη σχέση μεταξύ ομοφύλων που διαβιούν μαζί για σειρά ετών, έχοντας δεχθεί ότι η έννοια της οικογένειας και του γάμου δεν είναι στατικές, αλλά δεν έχει προχωρήσει μέχρι του σημείου να αναγνωρίζει ευθέως ότι παραβιάζεται οποιοδήποτε δικαίωμα και ιδιαίτερα αυτό που αφορά στην οικογενειακή ζωή και την ιδιωτική ζωή, με τη μη αναγνώριση της νομιμότητας γάμου μεταξύ ομοφύλων. Αντίθετα, οι αποφάσεις έχουν αναγνωρίσει ότι το δικαίωμα σύναψης γάμου και η ρύθμιση της δυνατότητας γάμου μεταξύ ομοφύλων εμπίπτει στα όρια της διακριτικής ευχέρειας του κάθε κράτους μέλους, το οποίο δύναται να αποφασίζει με βάση τις δικές του νομοθεσίες και κοινωνικές αντιλήψεις, την έννοια του γάμου. Εάν κράτη μέλη αποφασίζουν να επεκτείνουν το δικαίωμα σύναψης γάμου και μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου, αυτό αντικατοπτρίζει τις δικές τους αντιλήψεις για το ρόλο του γάμου στις κοινωνίες τους και δεν εκπηγάζει εξ αυτής της επέκτασης, οποιαδήποτε αρχή δικαίου ή τέτοια ερμηνεία της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που να επηρεάζει την παραδοσιακή έννοια του γάμου.
Στο σύγγραμμα των Harris, O´Boyle & Warbrick: Law of the European Convention on Human Rights, 2η έκδ. (2009), αναφέρεται στη σελ. 553, ότι στην απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Christine Goodwin v. U.K. 35 EHRR 447, κρίθηκε ότι το δικαίωμα σε γάμο δεν περιοριζόταν σε άτομα που βιολογικά ανήκουν στο αντίθετο φύλο (εκεί πρόκειτο για το δικαίωμα σύναψης γάμου από άτομο το οποίο είχε με εγχείρηση αλλάξει το βιολογικό του φύλο από άνδρα σε γυναίκα, χωρίς να αντικατοπτριζόταν το γεγονός αυτό στο πιστοποιητικό γέννησης του), με ενδεχόμενη προέκταση το δικαίωμα γάμου να αναγνωριστεί σε κάποιο μελλοντικό χρόνο και για τους ομόφυλους κάτω από το Άρθρο 12 της Σύμβασης, που προστατεύει το δικαίωμα γάμου και δημιουργίας οικογένειας. Αυτό ενόψει του γεγονότος του αυξανόμενου αριθμού κρατών μελών που επιτρέπουν τους γάμους μεταξύ ομοφύλων, ή, ιδιαιτέρως, τη σύναψη «civil partnership». Όπως αναφέρεται, τρία κράτη έχουν αναγνωρίσει τους γάμους ομοφύλων και άλλα 16 τα λεγόμενα «civil partnerships». Σχετικές με την πιο πάνω απόφαση Goodwin, είναι και οι μεταγενέστερες Anita Parry v. U.K., Νο. 42971/05, hudoc (2006) DA και R. και F. v. U.K. Νο. 35748/05 hudoc (2006) DA.
Όσον αφορά το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 8 της Σύμβασης, το οποίο όμως συναρτάται και με το δικαίωμα της οικογενειακής ζωής, και πάλι οι αποφάσεις του ΕΔΑΔ δεν βοηθούν την υπόθεση των αιτητών. Έχει αποφασιστεί στην υπόθεση Mata Estevez v. Spain No. 56501/00 hudoc (2001) DA, όπως σχολιάζεται στο πιο πάνω σύγγραμμα των Harris, O´Boyle & Warbrick στη σελ. 598, ότι το ΕΔΑΔ έχει διακρίνει και αποδεχθεί τη διαφορετική μεταχείριση σε σχέση με το δικαίωμα του επιζώντος ατόμου στη σύνταξη του αποθανώντος ομόφυλου συμβίου του, εφόσον δεν έγινε δεκτό το δικαίωμα στη σύνταξη, σε αντίθεση με τα νυμφευμένα ζευγάρια και σε μερικές περιπτώσεις και σε ετερόφυλα ζευγάρια που απλώς συζούν, όπου τέτοιο δικαίωμα αναγνωρίστηκε. Ακόμη, στην υπόθεση Kerhoven and Hinke v. Netherlands No. 15666/89 hudoc (1992) DA, το ΕΔΑΔ αναγνώρισε σε περίπτωση γονικής μέριμνας για παιδί, ότι το ομόφυλο ζευγάρι δεν μπορεί να εξισωθεί με την περίπτωση ανδρός και γυναικός που συζούν.
Στην πιο πρόσφατη απόφαση που έχει σχέση με το θέμα, την οποία η κα Γεωργίου παρέθεσε στο Δικαστήριο, Kozak v. Poland, Αίτηση αρ. 13102/02, ημερ. 2.3.2010, του Τέταρτου Τμήματος, το ΕΔΑΔ και πάλι επιβεβαίωσε στη σκέψη 99, το λεπτό έργο εξισορρόπησης μεταξύ της προστασίας της παραδοσιακής οικογένειας και των δικαιωμάτων των μειονοτήτων από πλευράς σεξουαλικού προσανατολισμού, ενώ, όπως αναφέρεται στη σκέψη 98, κάθε μεταχείριση από κράτος μέλος που πιθανό να παραβιάζει δικαιώματα της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, θα πρέπει ως θέμα αρχής να εδράζεται σε αναγκαία και νόμιμη αιτιολογία, τέτοια δε βαρύνουσα και νόμιμη αιτιολογία, που δικαιολογεί τη διαφορετικότητα στη μεταχείριση, είναι και η προστασία της οικογένειας κατά την παραδοσιακή έννοια. Οι επιβεβαιώσεις αυτές έγιναν, παρά το γεγονός ότι το ΕΔΑΔ δέχθηκε στην υπόθεση, ότι υπήρχε παραβίαση του Άρθρου 14 της Σύμβασης, σε συνάρτηση με το Άρθρο 8, εφόσον η Πολωνική Κυβέρνηση δεν αναγνώρισε κάτω από τη δική της νομοθεσία, στον επιζώντα ομόφυλο συμβίο το δικαίωμα διαδοχής σε διαμέρισμα που νόμιμα κατείχε ο έτερος συμβίος, όταν αυτός απεβίωσε.
Συνάγεται ότι εφόσον και η νομολογία του ΕΔΑΔ επιτρέπει στα κράτη μέλη να μεταχειριστούν το θέμα του γάμου κατά το δικό τους δίκαιο, χωρίς ταυτόχρονα να έχει αναδυθεί μέχρι στιγμής οποιαδήποτε διαφορετική συγκλίνουσα αρχή δικαίου το αίτημα των αιτητών είναι και επί της ουσίας αβάσιμο.
Η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με €1.200 έξοδα εναντίον των αιτητών και υπέρ των καθ΄ ων.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ