ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 1506/2008)
22 Ιουλίου, 2010
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ'ης η αίτηση.
Α. Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή.
Ρ. Πασιουρτίδη (κα) για Ιωαννίδης, Δημητρίου, για την Καθ'ης η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με απόφαση της ημερομηνίας 22/7/2008, η καθ'ης η αίτηση προήξε το Μ. Κωμοδρόμο (ενδιαφερόμενο μέρος) στη μόνιμη θέση Φροντιστή Αποθήκης, Επιχειρησιακή Μονάδα Εξυπηρέτησης Πελατών - Γραφείο Περιφέρειας Λευκωσίας - Κερύνειας - Μόρφου, από 1/8/2008, αντί του αιτητή. Αντιδρώντας ο αιτητής καταχώρισε την παρούσα προσφυγή επιδιώκοντας την ακύρωση της εν λόγω απόφασης.
Τα γεγονότα που περιβάλλουν την προσφυγή και τα οποία συνιστούν κοινό έδαφος, είναι σε συντομία τα πιο κάτω:
Ο αιτητής, όπως και το ενδιαφερόμενο μέρος, ήταν μεταξύ των τριών υποψηφίων που η Επιτροπή Επιλογής της καθ'ης η αίτηση επέλεξε και ακολούθως εισηγήθηκε για προαγωγή στη συγκεκριμένη θέση.
Η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή της καθ'ης η αίτηση για θέματα προσωπικού στην οποία υπεβλήθη η εισήγηση της Επιτροπής Επιλογής σύστησε στην καθ'ης η αίτηση για προαγωγή, το ενδιαφερόμενο μέρος.
Η καθ'ης η αίτηση η οποία συνεδρίασε στις 22/7/2008 αποφάσισε την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στην επίμαχη θέση, η οποία είναι στην κλίμακα Α2-Α5-Α7.
Τέλος θα πρέπει να λεχθεί ότι τόσο ο αιτητής όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχαν τα απαιτούμενα προσόντα για προαγωγή στην επίδικη θέση, που προνοούνταν από το σχέδιο υπηρεσίας.
Ως λόγοι ακύρωσης προβάλλονται από τον αιτητή η έλλειψη αιτιολογίας, η έλλειψη δέουσας και/ή επαρκούς έρευνας και η νομική πλάνη και/ή η πλάνη περί τα πράγματα. Η βασική εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου του αιτητή είναι ότι, «τα σφάλματα και η πλάνη στη σύσταση του Γενικού Διευθυντή και στην προπαρασκευαστική πράξη της Έκθεσης - Σύστασης της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, συμπαρασύρουν σε ακύρωση και την τελική απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής για επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους που βασίστηκε ουσιωδώς στις συστάσεις των πιο πάνω συμβουλευτικών οργάνων». ’ξονες της εν λόγω εισήγησης συνιστούν οι θέσεις (α) Ο Γενικός Διευθυντής, η Συμβουλευτική Επιτροπή και το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής πλανήθηκαν τόσο ως προς την αρχαιότητα όσο και ως προς την πείρα των διαδίκων. (β) Ο αιτητής υπερέχει του ενδιαφερόμενου μέρους τόσο σε πείρα και αξία όσο και σε ικανότητα, αρχαιότητα και επίδοση, ενώ στα προσόντα ισοβαθμούν. (γ) Η σύσταση του Γενικού Διευθυντή είναι πεπλανημένη και συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων και (δ) Η συμπεριφορά του Γενικού Διευθυντή και του Διοικητικού Συμβουλίου της καθ'ης η αίτηση χαρακτηρίζεται από αντιφατικότητα.
Τις αντίθετες απόψεις προβάλλει η καθ'ης η αίτηση η οποία δια των δικηγόρων της απορρίπτει τις θέσεις του αιτητή, υποστηρίζοντας ότι «η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε από την καθ'ης η αίτηση νόμιμα, καλόπιστα και εντός των πλαισίων της διακριτικής της ευχέρειας και με βάση τις αρχές του διοικητικού δικαίου».
Προτού ασχοληθώ με την ουσία των πιο πάνω λόγων ακύρωσης θεωρώ σκόπιμο να επισημάνω τη νομολογιακή αρχή, ότι για σκοπούς ακύρωσης προσβαλλόμενης πράξης/απόφασης δεν απαιτείται απόδειξη ύπαρξης πιθανότητας πλάνης. Υπόνοια ότι η πλάνη λειτούργησε σε βάρος του αιτητή αρκεί.
Στο σύγγραμμα «Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων» υπό Μ. Στασινόπουλου στη σελ. 305 διαβάζουμε τα εξής σχετικά:
"Ορθόν θεωρούμεν, ότι η νομολογία εδημιούργησε τεχνητήν αναχαίτησιν του ελέγχου της πλάνης περί τα πράγματα, καθιερώσασα πράγματι τεκμήριον υπέρ της ορθότητος της πραγματικής διαπιστώσεως, ίνα αμβλυνθή η επέμβασις εις το πεδίον των πραγματικών διαπιστώσεων, εφ' ου η Διοίκησις έχει φυσικήν ελευθερίαν μεθόδου εργασίας. Τούτο βεβαιούται ρητώς εν τη νομολογία.
Το τεκμήριον όμως τούτο είναι ιδιόρρυθμον, διότι κάμπτεται αφ' ης στιγμής η χαρακτηριστική εις το συζητητικόν σύστημα δραστηριότης του διαδίκου κατορθώση να καταστήση πιθανήν την πλάνην, ήτοι να δημιουργήση παρά το δικαστή απλώς αμφιβολίας περί της ορθότητος της διαπιστώσεως του πραγματικού εκ μέρους της Διοικήσεως. Εν τοιαύτη περιπτώσει, ο δικαστής, ευρισκόμενος ε ν α μ φ ι β ο λ ί α, δεν κλίνει προς το τεκμήριον, αλλά τρέπεται προς μίαν των δύο οδών: ή δηλαδή α) διατάσσει αποδείξεις ή β) ακυροί την πράξιν, ίνα η Διοίκησις διαπιστώση τα πραγματικά περιστατικά κατά τρόπον μη καταλείποντα αμφιβολίας."
Η πιο πάνω θέση έχει υιοθετηθεί και από τη δική μας νομολογία. Στην Paphitis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 300, το ακυρωτικό Δικαστήριο ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση λόγω της ύπαρξης σοβαρών αμφιβολιών σε σχέση με την ορθότητα της πραγματικής βάσης επί της οποίας είχε βασιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. επίσης και Χρ. Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 Α.Α.Δ. 228).
Με την πιο πάνω αρχή κατά νου, στρέφομαι στην υπό κρίση περίπτωση. Κατ' αρχάς θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω αυτούσια τη σύσταση στην οποία ο Γενικός Διευθυντής αρχικά προέβη ενώπιον της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και σε αργότερο στάδιο υιοθέτησε ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου της καθ'ης η αίτηση.
"Σύσταση του Διευθυντή
"Με βάση τα ενώπιον μου στοιχεία, διαπιστώνω ότι όλοι οι υποψήφιοι κατέχουν τα προβλεπόμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα και πληρούν τις προϋποθέσεις καταλληλότητας της υπό πλήρωση θέσης.
Έχω μελετήσει τα στοιχεία των υπηρεσιακών φακέλων όλων των υποψηφίων και θεωρώ ότι για την κρινόμενη θέση ο καταλληλότερος είναι ο Μιχαήλ Κωμοδρόμου.
Καταλήγοντας στη σύσταση μου αναφέρω ότι ο Μιχαήλ Κωμοδρόμου υπερέχει αισθητά σε αρχαιότητα έναντι όλων των υπόλοιπων υποψηφίων που ενδιαφέρθηκαν για την κρινόμενη θέση και κατά συνέπεια υπερέχει έναντι τους σε πείρα"."
Θεωρώ επίσης σκόπιμο να παραθέσω το σκεπτικό με το οποίο η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή κατέληξε στη σύσταση υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους, όπως και το αντίστοιχο σκεπτικό με το οποίο το Διοικητικό Συμβούλιο της καθ'ης η αίτηση κατέληξε στην επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους.
Σκεπτικό Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής:
"Καταλήγοντας στην πιο πάνω σύσταση τους υπέρ της προαγωγής στην κρινόμενη θέση του Μιχαήλ Κωμοδρόμου, τα Μέλη ανέφεραν ότι ο Μιχαήλ Κωμοδρόμος υπερέχει αισθητά σε αρχαιότητα έναντι όλων των υπόλοιπων υποψηφίων που ενδιαφέρθηκαν για την κρινόμενη θέση και κατά συνέπεια υπερέχει έναντι τους σε πείρα."
Σκεπτικό Διοικητικού Συμβουλίου καθ'ης η αίτηση:
"Καταλήγοντας στην πιο πάνω απόφαση τους, τα Μέλη ανέφεραν ότι ο Μιχαήλ Κωμοδρόμος υπερέχει αισθητά σε αρχαιότητα έναντι όλων των υπόλοιπων υποψηφίων που ενδιαφέρθηκαν για την κρινόμενη θέση και κατά συνέπεια υπερέχει έναντι τους σε πείρα."
Εκείνο που προκύπτει από τις πιο πάνω συστάσεις είναι ότι τόσο η σύσταση του Γενικού Διευθυντή όσο και η αντίστοιχη της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, όπως και η επιλογή του Διοικητικού Συμβουλίου να προάξει τον συστηθέντα από το Γενικό Διευθυντή και τη Συμβουλευτική Επιτροπή, έχουν κοινό παρονομαστή∙ την κατά την κρίση τους υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους σε αρχαιότητα, και κατ' εφαρμογή της νομολογιακής αρχής ότι εκείνος που υπερέχει σε αρχαιότητα υπερέχει κατά τεκμήριο και σε πείρα, την υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους σε πείρα.
Το συγκεκριμένο κριτήριο προαγωγής (αρχαιότητα) αποτέλεσε αντικείμενο έντονης διαφωνίας μεταξύ των δύο πλευρών.
Συνιστά κοινό έδαφος ότι ο αιτητής διορίστηκε στη θέση Βοηθού Γραφείου στις συνδυασμένες κλίμακες Α1-Α2-Α5+2 την 1/9/2004, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος κατέλαβε τη θέση Βοηθού Τεχνίτη στις επίσης συνδυασμένες κλίμακες Α1-Α2-Α5 την 1/9/2001, δηλαδή τρία χρόνια νωρίτερα. Συνιστά επίσης κοινό έδαφος ότι το 2003 όπως και το 2007, μεσολάβησαν αναδιοργανώσεις και το μεν ενδιαφερόμενο μέρος ως αποτέλεσμα της αναδιοργάνωσης του 2003 παρέμεινε στις κλίμακες Α1-Α2-Α5, ο δε αιτητής ως αποτέλεσμα της αναδιοργάνωσης του 2007 κατέλαβε τις κλίμακες Α1-Α2-Α5.
Είναι η θέση του κ. Κωνσταντίνου ότι επειδή οι θέσεις που κατέχουν οι δύο διάδικοι είχαν συνδυασμένες μισθοδοτικές κλίμακες, «η αρχαιότητα κρίνεται από το ανώτατο σημείο της ψηλότερης κλίμακας και θέσης». Δοθέντος δε ότι το ανώτατο σημείο της ψηλότερης κλίμακας της θέσης του αιτητή είναι το Α5+2, ενώ το ανώτατο σημείο της ψηλότερης κλίμακας της θέσης του ενδιαφερόμενου μέρους είναι το Α5, ο αιτητής υπερέχει του ενδιαφερόμενου μέρους σε αρχαιότητα. Το γεγονός ότι το 2003 και το 2007 μεσολάβησαν δύο αναδιοργανώσεις, το γεγονός αυτό ουδόλως επηρεάζει τον παράγοντα αρχαιότητα, ο οποίος κρίνεται στη βάση των δεδομένων που ίσχυαν πριν της αναδιοργάνωσης. Τη συγκεκριμένη θέση του ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή εδράζει στις πρόνοιες του Κανονισμού 25(4), (5) και (7) της Κ.Δ.Π. 291/86, τις οποίες και παραθέτω:
"(4) Η αρχαιότης μεταξύ υπαλλήλων κατεχόντων θέσεις μετά διαφόρων μισθοδοτικών όρων κρίνεται συμφώνως προς τους μισθοδοτικούς όρους των αντιστοίχων θέσεων.
(5) Η αρχαιότης υπαλλήλων κατεχόντων την αυτήν θέσιν, ο μισθός και η ονομασία της οποίας ήλλαξαν συνεπεία αναθεωρήσεως μισθών ή αναδιοργανώσεως, κρίνεται συμφώνως προς την αμέσως προ της τοιαύτης αναθεωρήσεως ή αναδιοργανώσεως αρχαιότητα των υπαλλήλων.
(7) Εν τω παρόντι Κανονισμώ -
"μισθοδοτικοί όροι" εν σχέσει προς θέσεις τινάς σημαίνει τον πάγιον μισθόν των θέσεων ή, προκειμένου περί μισθοδοτικών κλιμάκων, το ανώτατον σημείον των κλιμάκων, εν περιπτώσει δε κλιμάκων του αυτού ανωτάτου σημείου, το κατώτατον σημείον των κλιμάκων, και προκειμένου περί συνδεδυασμών μισθοδοτικών κλιμάκων θέσεως τινος το ανώτατον σημείον της υψηλοτέρας κλίμακος εκάστης θέσεως, εν περιπτώσει δε κλιμάκων του αυτού ανωτάτου σημείου, το κατώτατον σημείον της χαμηλοτέρας κλίμακος εκάστης θέσεως."
Στον αντίποδα οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της καθ'ης η αίτηση προβάλλουν εκ διαμέτρου αντίθετη άποψη. Την συνοψίζω:
Η παρούσα περίπτωση δεν αφορά περίπτωση κατοχής της ίδιας θέσης. Πρόκειται για περίπτωση κατοχής καθαρά δύο διαφορετικών θέσεων. Εκείνης του Βοηθού Γραφείου την οποία κατέχει ο αιτητής και αυτής του Βοηθού Τεχνίτη την οποία κατέχει το ενδιαφερόμενο μέρος. Συνεπώς ο ισχυρισμός του αιτητή ότι οι αναδιοργανώσεις των θέσεων (2003-2007) θα πρέπει να αγνοηθούν γιατί δεν επηρεάζουν τον παράγοντα αρχαιότητα, είναι εσφαλμένος και συνεπώς εσφαλμένη είναι και η θέση ότι στην προκείμενη περίπτωση τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του Κανονισμού 25(5), οι οποίες εφαρμόζονται μόνο σε περιπτώσεις υπαλλήλων που κατέχουν την ίδια θέση. Εφόσον, σύμφωνα με τη θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου της καθ'ης η αίτηση, οι δύο θέσεις είχαν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, τους ίδιους μισθοδοτικούς όρους και αφορούσαν στις ίδιες κλίμακες Α1-Α2-Α5 και πρόκειται για δύο διαφορετικές θέσεις, τότε τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του Κ.25(3) δυνάμει του οποίου η αρχαιότητα των διαδίκων κρίνεται στη βάση της ημερομηνίας προαγωγής τους στην εν λόγω θέση. Συνεπώς, καταλήγει η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου της καθ'ης η αίτηση, υπερέχει σε αρχαιότητα κατά τρία χρόνια το ενδιαφερόμενο μέρος. Παραθέτω αυτούσιες και τις πρόνοιες του Κανονισμού 25(3):
"(3) Η αρχαιότης μεταξύ υπαλλήλων κατεχόντων διαφόρους θέσεις μετά των αυτών μισθοδοτικών όρων κρίνεται συμφώνως προς τας ημερομηνίας της ισχύος των διορισμών ή προαγωγών των εις τας παρούσας θέσεις αυτών, ή εάν αι ημερομηνίαι είναι αι αυταί, συμφώνως προς την προηγουμένην αρχαιότητα αυτών."
Εξέτασα πολύ προσεκτικά τις ομολογουμένως ενδιαφέρουσες θέσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων. Η θέση του κ. Κωνσταντίνου δεν με βρίσκει σύμφωνο. Είναι πρόδηλο πως πρόκειται για δύο διαφορετικές θέσεις, οι οποίες ως αποτέλεσμα των αναδιοργανώσεων το 2003 και το 2007 διέποντο κατά τον κρίσιμο χρόνο της επίδικης προαγωγής από τους ίδιους μισθοδοτικούς όρους και αφορούσαν στις ίδιες κλίμακες, Α1-Α2-Α5. Επομένως η θέση του ευπαίδευτου συνήγορου της καθ'ης η αίτηση ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του Κανονισμού 25(5) αλλά οι πρόνοιες του Κανονισμού 25(3) και συνεπώς η αρχαιότητα των διαδίκων κρίνεται βάσει της προαγωγής τους στην εν λόγω θέση, με βρίσκει σύμφωνο. Κατά συνέπεια η θέση του αιτητή ότι υπερέχει το ενδιαφερόμενο μέρος σε αρχαιότητα δεν ευσταθεί. Αντίθετα, το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει του αιτητή σε αρχαιότητα κατά τρία χρόνια.
Ενόψει του πιο πάνω προβαλλόμενου λόγου ακύρωσης ότι ο Γενικός Διευθυντής, η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή και το Διοικητικό Συμβούλιο της καθ'ης η αίτηση ενήργησαν υπό πλάνη ως προς την αρχαιότητα των δύο διαδίκων, δεν με βρίσκει σύμφωνο. Κατά συνέπεια η συγκεκριμένη πτυχή των λόγων ακύρωσης απορρίπτεται.
Κάτω από διαφορετικές περιστάσεις, η πιο πάνω κατάληξη μου θα μπορούσε να είχε οδηγήσει στην απόρριψη της προσφυγής σ' αυτό το στάδιο. Στην υπό κρίση περίπτωση όμως ο αιτητής ισχυρίζεται ότι, έστω και αν το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει σε αρχαιότητα, αυτός, δηλαδή ο αιτητής, υπερέχει του ενδιαφερόμενου μέρους σε όλα τα άλλα κριτήρια προαγωγής (πείρα, αξία, ικανότητα και επίδοση) που προβλέπονται από τον Κανονισμό 23(2) της Κ.Δ.Π. 291/86 και συνεπώς το κριτήριο της αρχαιότητας, κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις, δεν αποτελεί αποφασιστικό κριτήριο και δεν μπορεί να υπερισχύσει.
Είναι η θέση του αιτητή ότι ο Διευθυντής, συστήνοντας για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος αντί του ιδίου, παραγνώρισε την υπέρτερη αξία του αιτητή η οποία έγκειται στο γεγονός ότι κατά μεν τα τελευταία πέντε έτη (2002-2006) ο αιτητής συγκέντρωσε 27Α (εξαίρετος) έναντι 21Α (εξαίρετος) του ενδιαφερόμενου μέρους, κατά δε τα τελευταία επτά έτη (2000-2006) 33Α (εξαίρετος) έναντι 27Α (εξαίρετος) του ενδιαφερόμενου μέρους. Δηλαδή ένα προβάδισμα 6Α (εξαίρετος) τα τελευταία πέντε και επτά έτη. Είναι η θέση του αιτητή ότι ο Διευθυντής παραγνωρίζοντας την υπέρτερη αξία του, ενήργησε αντίθετα με τη νομολογία η οποία επιβάλλει ότι η σύσταση του Διευθυντή πρέπει να συνάδει με τις υπηρεσιακές εκθέσεις και τα υπόλοιπα στοιχεία των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων και συνεπώς δεν πρέπει να της είχε προσδοθεί βαρύτητα. Εφόσον όμως της δόθηκε, τότε η απόφαση είναι τρωτή.
Σε σχέση με το κριτήριο της πείρας, είναι η θέση του αιτητή ότι αυτός υπερέχει του ενδιαφερόμενου μέρους γιατί για χρόνια (από το 1995 και εντεύθεν) μεταξύ των καθηκόντων με τα οποία ήταν επιφορτισμένος, ήταν και αυτό του φροντιστή αποθήκης, καθήκον άρρηκτα συνυφασμένο και σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης.
Στην αντίπερα όχθη, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της καθ'ης η αίτηση αναγνωρίζουν μεν την υπεροχή του αιτητή κατά 6Α (εξαίρετος) στο διάστημα των τελευταίων πέντε/επτά ετών, υποστηρίζουν όμως ότι πρόκειται για οριακή υπεροχή και ότι με κριτήριο τη γενική και όχι την επί μέρους βαθμολογία των διαδίκων, οι διάδικοι είναι ισάξιοι και επομένως η διαφορά δεν μπορούσε να προσδώσει στον αιτητή υπεροχή σε αξία. Αναφορικά με το κριτήριο πείρα είναι η θέση των συνηγόρων της καθ'ης η αίτηση ότι η υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους σε αρχαιότητα αναπόφευκτα οδηγεί και σε υπεροχή του αναφορικά με το συγκεκριμένο κριτήριο.
Σ' αυτό το στάδιο θεωρώ σκόπιμο να διευκρινίσω ότι συνιστά κοινό έδαφος ότι αιτητής και ενδιαφερόμενο μέρος, στο κριτήριο των προσόντων είναι ισότιμοι.
Εκείνο που με ασφάλεια προκύπτει από τη νομολογία μας είναι ότι από μόνη της η αρχαιότητα δεν αποτελεί ρυθμιστικό παράγοντα (Έλλη Τρύφωνος κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 123/2007, 8/7/2010). Η αρχαιότητα προσλαμβάνει αποφασιστική σημασία μόνο όταν οι υποψήφιοι είναι κατά τα άλλα ίσοι (Δημοκρατία ν. Φ. Μιχαηλίδη κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 756).
Εκείνο που επίσης με ασφάλεια προκύπτει από τη νομολογία είναι πως η αξία, παρόλο που δεν έχει τοποθετηθεί από το νομοθέτη στην κορυφή των κριτηρίων αξιολόγησης, καθιερώθηκε ως το βασικό κριτήριο για προαγωγή - διορισμό. Όπως πολύ εύστοχα σημειώνει, με αναφορά σε σχετική νομολογία (Republic v. Haris (1985) 3 C.L.R. 106, Republic v. Zachariades (1986) 3 C.L.R. 852 και Republic v. Roussos (1987) 3 C.L.R. 1217), ο τότε Δικαστής Σ. Νικήτας στην υπόθεση Α. Καζαμία-Πασχαλίδου ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 2533, «ο υποψήφιος με υψηλότερη αξία εκτελεί αποτελεσματικότερα και αποδοτικότερα τα καθήκοντα της θέσης».
Στην περίπτωση μας δεδομένου ότι οι συστάσεις του Γενικού Διευθυντή και της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, όπως και η επιλογή του Διοικητικού Συμβουλίου να προάξει το συστηθέντα από το Γενικό Διευθυντή και τη Συμβουλευτική Επιτροπή, έχουν κοινό παρονομαστή την κατά τρία χρόνια υπεροχή του αιτητή σε αρχαιότητα, το ερώτημα που εγείρεται είναι ουσιαστικά κατά πόσο αιτητής και ενδιαφερόμενο μέρος είναι κατά τα άλλα ίσοι, έτσι ώστε το κριτήριο της αρχαιότητας να προσλαμβάνει αποφασιστική σημασία.
Για τους πιο κάτω λόγους η απάντηση στο πιο πάνω ερώτημα πρέπει να είναι αρνητική.
Μια ανασκόπηση των ετήσιων εκθέσεων αξιολόγησης αποκαλύπτει υπεροχή του αιτητή η οποία, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων, δίνει στον τελευταίο σημαντικό προβάδισμα σε αξία έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους. Ενδεικτικό της συγκεκριμένης εικόνας που αναδύεται μέσα από τις ετήσιες αξιολογήσεις συνιστούν και τα εξής. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο αιτητής κατά τα τελευταία πέντε και επτά έτη συγκεντρώνει προβάδισμα 6Α (εξαίρετος) έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους, προβάδισμα καθόλου ευκαταφρόνητο. Ιδιαίτερα σε σχέση με το κριτήριο της επίδοσης, το οποίο αποτελεί, σύμφωνα με τον Κανονισμό 23(2) της Κ.Δ.Π. 291/86, ένα από τα στοιχεία κρίσης βάσει των οποίων αποφασίζεται η προαγωγή στην αρχή, παρατηρώ τα εξής. Η επίδοση και η απόδοση αναφέρονται βασικά στην ποσότητα και ποιότητα εργασίας και μπορούν να αποτιμηθούν και με το κριτήριο «ζήλος για εργασία», ενώ η απόδοση πέραν τούτου και με τα κριτήρια «αξιοπιστία» και «πρωτοβουλία» (βλ. Γ. Κωνσταντινίδης ν. Α.Η.Κ., Υπόθεση Αρ. 509/99, ημερομηνίας 6/6/2000 και την εκεί νομολογία που η απόφαση παραπέμπει), παρατηρώ τα εξής. Σε σχέση με το κριτήριο επίδοση ο αιτητής στα τελευταία πέντε έτη (2002-2006) συγκεντρώνει στις εκθέσεις αξιολόγησης του 15Α (εξαίρετος) ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος 9Α (εξαίρετος). Αν δε ληφθούν υπόψη τα τελευταία επτά έτη (2000-2006) ο αιτητής συγκεντρώνει 18Α (εξαίρετος) και το ενδιαφερόμενο μέρος 11Α (εξαίρετος). Παρόμοια εικόνα παρουσιάζει και η αξιολόγηση του αιτητή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους σε σχέση με την απόδοση. Σύμφωνα με τις ετήσιες εκθέσεις αξιολόγησης ο μεν αιτητής κατά την περίοδο 2002-2006 συγκεντρώνει 18Α (εξαίρετος), ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος 9Α (εξαίρετος). Αν ληφθεί υπόψη η περίοδος 2000-2006 ο αιτητής συγκεντρώνει 21Α (εξαίρετος), ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος 11Α (εξαίρετος).
Ενόψει όλων των πιο πάνω η θέση της καθ'ης η αίτηση ότι η υπεροχή του αιτητή κατά 6Α (εξαίρετος) στο διάστημα των τελευταίων πέντε και επτά ετών συνιστά οριακή υπεροχή επουσιώδους σημασίας και συνεπώς θα πρέπει να αγνοηθεί, δεν με βρίσκει σύμφωνο, όπως σύμφωνο δεν με βρίσκει και η θέση ότι, αιτητής και ενδιαφερόμενο μέρος κρινόμενοι με βάση τη γενική βαθμολογία είναι ισάξιοι. Αντίθετα, πρόκειται για σημαντική διαφορά η οποία δίνει στον αιτητή σημαντικό προβάδισμα και συνεπώς δεν μπορεί να αγνοηθεί. Είναι αρκετό να υπενθυμίσω την κατ' επανάληψη επισήμανση της νομολογίας μας (βλ. Γ. Κατσελλή ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 585), ότι, μπροστά στην:
". τόσο συχνά παρουσιαζόμενη ισοπεδωτική βαθμολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων στις εκθέσεις αξιολόγησης στις οποίες συνήθως εμφανίζονται όλοι ως εξαίρετοι, η εν λόγω διαφορά σε αξία μπορεί να λαμβάνεται υπ' όψιν (βλέπε μεταξύ άλλων και Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 654/01, ημερ. 19.11.2002)."
Παραπέμπω επίσης στις υποθέσεις Παναγιώτης Τσιερκέζου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 792/2002, ημερομηνίας 12/8/2003, στην οποία διαφορά 5Α (εξαίρετος) στα τελευταία επτά έτη υπέρ του αιτητή κρίθηκε σημαντική, Τάσου Ν. Ρούσου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 381/2007, ημερομηνίας 28/11/2008, στην οποία διαφορά 4Α (εξαίρετος) υπέρ του αιτητή κρίθηκε ικανοποιητική για να προσδώσει στον αιτητή υπέρτερη αξία και στην υπόθεση Θεόφιλου Κουλλαπή ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 1113/2005, ημερομηνίας 19/12/2008, στην οποία διαφορά κατά 9Α (εξαίρετος) κρίθηκε ως προβάδισμα σημαντικό σε αξία έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους.
Ενόψει όλων των πιο πάνω καταλήγω ότι ο Γενικός Διευθυντής συστήνοντας το ενδιαφερόμενο μέρος παραγνώρισε παντελώς την υπέρτερη αξία του αιτητή, η οποία έγκειται στη σημαντική διαφορά των 6Α (εξαίρετος) τα τελευταία πέντε και επτά έτη, η οποία συνιστούσε σημαντικό προβάδισμα του αιτητή στο κριτήριο αξία.
Ως αποτέλεσμα κρίνω ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή έπασχε νομικά όσον αφορά την αιτιολογία της γιατί ήταν αντίθετη με τα στοιχεία του φακέλου, ήτοι την υπεροχή του αιτητή σε αξία και συνεπώς δεν είναι ορθή. Δεδομένου δε ότι η εν λόγω σύσταση υιοθετήθηκε και λήφθηκε υπόψη κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, καταλήγω ότι η προσφυγή θα πρέπει να πετύχει.
Ενόψει όλων των πιο πάνω η προσφυγή επιτυγχάνει με 1.200 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ του αιτητή και εναντίον της καθ'ης η αίτηση.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται σύμφωνα με το άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ