ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Zήνων Eυθυμιάδης Eστέιτς Λτδ ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 166
Καμηλάρης ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1991) 4 ΑΑΔ 725
Συμεωνίδη Mαρία Συμεού ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2000) 4 ΑΑΔ 824
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1179/2008)
14 Ιουλίου, 2010
[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23, 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ Λ. ΝΙΚΟΛΟΥΔΗΣ,
Αιτητής,
- ν -
1. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ΄ων η αίτηση.
- - - - - -
Γ. Παπαθεοδώρου, για τον Αιτητή.
Γ. Χατζηχάννα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Η μετακίνηση του χωριού Άλασσα στην επαρχία Λεμεσού σε άλλη τοποθεσία λόγω της κατασκευής στην περιοχή του μεγάλου υδατικού έργου του υδατοφράκτη στον ποταμό Κούρρη, είχε ως αποτέλεσμα την απαλλοτρίωση εκτάσεων γης που ανήκαν σε ιδιώτες προς το σκοπό της δημιουργίας νέου οικισμού. Ένα από τα απαλλοτριωθέντα ακίνητα ήταν και το τεμάχιο Φ/Σχ. 53/14 το οποίο ανήκε στον αιτητή και μαζί με άλλα τεμάχια, απαλλοτριώθηκε με την Α.Δ.Π.1128 που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 13.7.1984. Όπως είχε δηλωθεί, η απαλλοτρίωση κρινόταν αναγκαία:
".. για τον ακόλουθο σκοπό δημόσιας ωφέλειας, δηλαδή για την κατασκευή του φράγματος "Κούρρη" και η απαλλοτρίωση της επιβάλλεται για τους πιο κάτω λόγους, δηλαδή για τη μετακίνηση του χωριού "Άλασσα" που κρίθηκε αναγκαία λόγω της κατασκευής του πιο πάνω φράγματος."
Μετά την απαλλοτρίωσή του το προαναφερθέν ακίνητο χωρίστηκε σε τρία μέρη. Ο αιτητής, ισχυριζόμενος ότι το απαλλοτριωθέν ακίνητό του τελικά δεν χρησιμοποιήθηκε από την απαλλοτριούσα αρχή για τον δηλωθέντα ή για οποιοδήποτε σκοπό, ζήτησε την επιστροφή του σ΄ αυτόν σε δύο περιπτώσεις, κατά πρώτο το 2006 και κατά δεύτερο στις 20.3.2008. Οι καθ΄ων η αίτηση, με επιστολή τους ημερομηνίας 18.6.2008, πληροφόρησαν τον αιτητή ότι το Υπουργείο Εσωτερικών δεν σύστηνε την επιστροφή οποιουδήποτε τμήματος του ακινήτου, επειδή όλη η απαλλοτριωμένη περιοχή απαιτείτο για τις ανάγκες σωστής λειτουργίας του οικισμού, καθώς επίσης και για σκοπούς μελλοντικής επέκτασής του. Με την παρούσα προσφυγή του, ο αιτητής προσβάλλει τη νομιμότητα αυτής της απορριπτικής για το αίτημά του απόφασης.
Με την αγόρευσή του ο συνήγορος του αιτητή προβάλλει διάφορα νομικά θέματα και επιχειρήματα για να στηρίξει τη θέση του, σύμφωνα με την οποία η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί και το υπό αναφορά ακίνητο να επιστραφεί στον αιτητή. Ο κεντρικός άξονας των επιχειρημάτων του αιτητή, τον οποίο στήριξε με αναφορά σε σχετική νομολογία, έγκειται στην εισήγηση ότι εφόσον η απαλλοτριούσα αρχή για 25 περίπου χρόνια μετά την απαλλοτρίωση δεν χρησιμοποίησε ή χρησιμοποίησε μικρό μόνο μέρος του ακινήτου για τους σκοπούς για τους οποίους απαλλοτριώθηκε ή για οποιοδήποτε σκοπό, οφείλει να το επιστρέψει στον ιδιοκτήτη του αιτητή.
Έχοντας αντίθετη άποψη, οι καθ΄ων η αίτηση υποστηρίζουν την προσβαλλόμενη απόφαση, εστιάζοντας την επιχειρηματολογία τους την οποία στηρίζουν στη νομολογία, στο γεγονός ότι το απαλλοτριωθέν τεμάχιο χρησιμοποιήθηκε κατά ένα μέρος τους για τους σκοπούς για τους οποίους απαλλοτριώθηκε, ενώ απαιτείται η παρουσία και του υπόλοιπου για σκοπούς σωστής λειτουργίας και μελλοντικής επέκτασης του οικισμού.
Σημαντική απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του εξεταζόμενου θέματος είχε εκδοθεί στην υπόθεση Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέϊτς Λτδ ν. Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 166, στην οποία εξετάστηκαν και διευκρινίστηκαν εκτενώς τα δικαιώματα και υποχρεώσεις της διοίκησης και του πολίτη κάτω από το Άρθρο 23.5 του Συντάγματος της Δημοκρατίας και του άρθρου 15 του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου αρ. 15/1962, όπως τροποποιήθηκε. Όπως τονίστηκε στην απόφαση εκείνη, αν και η νομιμότητα της απαλλοτρίωσης εξυπακούει το εξ΄ αρχής εφικτό πραγματοποίησης του σκοπού της, εν τούτοις παρέχεται στη διοίκηση τριετής περίοδος, ώστε έμπρακτα να προβεί σε εκείνες τις ενέργειες που εύλογα και αναλόγως του έργου ακολουθούν την πραγμάτωσή του. Όμως, η έννοια του εφικτού να πραγματοποιηθεί, έχει αναφορά όχι προς τις υποκειμενικές προθέσεις ή επιθυμίες της διοίκησης, αλλά προς τα αντικειμενικά δεδομένα του πράγματος που αφορούν τις ενέργειες της διοίκησης προς υλοποίηση του έργου. Το δε βάρος που έχει ένας αιτητής, δεν είναι να αποδείξει ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης εγκαταλείφθηκε ή δεν κατέστη ανέφικτος, αλλά ότι η απαλλοτριούσα αρχή δεν προέβηκε στις ενέργειες εκείνες που είναι εύλογα αναγκαίες προς υλοποίηση του έργου. Και δεν είναι αρκετό η διοίκηση απλά να συνεχίζει να επιθυμεί και να ενδιαφέρεται για την πραγμάτωση του έργου ή του σκοπού στο μέλλον, χωρίς όμως συγχρόνως να έχει ήδη εμπράκτως προβεί στις ενέργειες εκείνες που κρίνονται εύλογα αναγκαίες προς την πραγμάτωσή του. Επίσης σημαντική επί του εξεταζόμενου θέματος ήταν και η προηγηθείσα απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Συμεωνίδη ν. Δημοκρατίας (2000) 4 ΑΑΔ 824, στην οποία έγινε αναφορά με επιδοκιμασία στην προαναφερθείσα απόφαση στη Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέϊτς ν. Δημοκρατίας.
Το ακόλουθο απόσπασμα από τη σελίδα 183 του τόμου αποφάσεων, όπου δημοσιεύτηκε η Συμεωνίδη ν. Δημοκρατίας, είναι χαρακτηριστικό:
". η παραπομπή στο εφικτά υλοποιήσιμο του σκοπού της απαλλοτρίωσης αποκαθιστά την ορθή διατύπωση του συνταγματικού κριτηρίου η οποία συναρτά την εφαρμογή του Άρθρου 23.5 προς τη διαρκή υποχρέωση της διοίκησης να χρησιμοποιήσει το κτήμα για το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε και έτσι να καθιστά συνεχώς, και βεβαίως όχι μόνο μέσα στην περίοδο των τριών ετών από την απαλλοτρίωση εφικτά πραγματοποιήσιμο το σκοπό αυτό. Το να τίθεται το ερώτημα με άλλους όρους, δηλαδή κατά πόσο ο σκοπός της απαλλοτρίωσης εγκατελείφθη ή δεν κατέστη ανέφικτος, δεν συνιστά απλώς αλλαγή έμφασης αλλά εμπεριέχει τον κίνδυνο να διολισθήσει η διερεύνηση από τα πραγματικά αντικειμενικά δεδομένα που διέπουν το εφικτά πραγματοποιήσιμο του σκοπού σε πεδίο όχι πολύ πέραν των οικονομικών διαθέσεων της διοίκησης με ανάλογες συνέπειες."
Εξετάζοντας τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, μέσω των δικογράφων και του διοικητικού φακέλου που παρουσιάστηκε, διαπιστώνεται ότι το αίτημα του αιτητή για επιστροφή του απαλλοτριωθέντος τεμαχίου του, μετά το διαχωρισμό του σε τρία τμήματα, έτυχε διερεύνησης από τα αρμόδια τμήματα της διοίκησης τα οποία και έδωσαν τις απόψεις τους. Σ΄ αυτή τη διαδικασία σημαίνοντα ρόλο είχε το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως, το οποίο είχε αρχικά εκπονήσει Σχέδιο Γενικής Διάταξης, με βάση τα δεδομένα που δόθηκαν για το σκοπό της μετακίνησης του χωριού Άλασσα. Όταν ζητήθηκαν οι απόψεις του Τμήματος από τους καθ΄ων η αίτηση κατά την εξέταση του αιτήματος του αιτητή για επιστροφή του τεμαχίου του, το Τμήμα απάντησε με επιστολή του 27.3.2008 ως εξής:
"β. Για να δοθούν απόψεις όσον αφορά το θέμα της πιο πάνω επιστολής σας, το Τμήμα ετοίμασε νέο ολοκληρωμένο Σχέδιο Γενικής Διάταξης (επισυνάπτεται) στο οποίο καθορίζονται χώροι κεντρικών λειτουργιών, χώροι για οργανωμένα πάρκα και πλατείες καθώς και χώροι μελλοντικής επέκτασης του Οικισμού.
2. Με βάση το πιο πάνω Σχέδιο Γενικής Διάταξης φαίνεται ότι απαιτείται όλη η απαλλοτριωμένη περιοχή για τις ανάγκες σωστής λειτουργίας του Οικισμού καθώς και για σκοπούς μελλοντικής επέκτασης του, συνεπώς δεν συστήνεται η επιστροφή οποιουδήποτε Τμήματος της απαλλοτριωθείσας γης. ...."
Η πιο πάνω άποψη υιοθετήθηκε από τους καθ΄ων η αίτηση. Το θέμα του κατά πόσο έγινε ορθή μελέτη και κατέληξε σε ορθό συμπέρασμα ότι το υπόλοιπο του απαλλοτριωθέντος τεμαχίου απαιτείτο για τις ανάγκες σωστής λειτουργίας του οικισμού και για σκοπούς μελλοντικής επέκτασής του, δεν είναι θέμα του οποίου μπορεί να επιληφθεί το Ανώτατο Δικαστήριο κατά την άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας. Είναι πάγια νομολογημένη αρχή, σύμφωνα με την οποία η εξέταση, αξιολόγηση, και επίλυση πρωτογενώς τέτοιας φύσεως τεχνικών θεμάτων, ανήκει κατ΄ εξοχήν στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης, ενώ το διοικητικό Δικαστήριο ελέγχει μεν τη νομιμότητα των πράξεων ή αποφάσεων της διοίκησης που αφορούν τα θέματα τούτα, απέχει όμως από τον έλεγχο της κρίσης της διοίκησης επί της ουσίας. (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελίδα 227, Καμηλάρης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 ΑΑΔ 725).
Επομένως, τεχνικής φύσεως θέματα που μπορεί εδώ να εγείρονται όπως είναι το κατά πόσο οι πολεοδομικοί σχεδιασμοί του Τμήματος Πολεοδομίας είναι ορθοί ή αναγκαίοι, κατά πόσο θα μπορούσε με εναλλακτικές λύσεις το τεμάχιο του αιτητή να μην περιλαμβανόταν στους σχεδιασμούς αυτούς κλπ, δεν είναι θέματα που μπορούν να απασχολήσουν το Δικαστήριο στην παρούσα διαδικασία. Το θέμα που μπορεί και πρέπει εδώ να απασχολήσει είναι το κατά πόσο εκείνοι οι σχεδιασμοί, οι οποίοι ουσιαστικά απετέλεσαν την αιτιολογία για την μη επιστροφή του τεμαχίου στον αιτητή, εκλαμβανόμενοι ως δεδομένοι, συνιστούν ή όχι νόμιμη δικαιολογία για την απόρριψη του αιτήματός του. Σε σχέση με τούτο, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η δοθείσα αιτιολογία αποτελεί μια αόριστη αναφορά και αντικειμενικά κρινόμενη είναι μόνο μια τυποποιημένη δήλωση της διοίκησης ως προς τη μελλοντική επέκταση του οικισμού. Κατακράτηση δε του ακινήτου υπ΄ αυτές τις συνθήκες θα ισοδυναμούσε προς εσαεί δέσμευση του εν αναμονή και σε περίπτωση που το κράτος θα αποφάσιζε οποτεδήποτε να συγκεκριμενοποιήσει και υλοποιήσει την πρόθεσή του να χρησιμοποιήσει το ακίνητο.
Θα διαφωνήσω με αυτή την άποψη. Ανεξάρτητα από το λεκτικό με το οποίο εκφράζεται η αιτιολογία της διοίκησης και η δικαιολογία για την απόρριψη του αιτήματος του, η οποία μπορεί να φαίνεται ως γενική, μελλοντική και υποθετική, το γεγονός παραμένει ότι η κρινόμενη εδώ περίπτωση παρουσιάζει κάποια ιδιαιτερότητα. Η ιδιαιτερότητα αυτή έγκειται στον ίδιο το σκοπό της απαλλοτρίωσης που ήταν η μετακίνηση ενός ολόκληρου χωριού. Μπορεί να πέρασαν πράγματι πολλά χρόνια από την απαλλοτρίωση και από τη σταδιακή δημιουργία έργων προς το σκοπό της μετακίνησης και ανάπλασης του οικισμού. Μπορεί ακόμα να έγιναν, και έγιναν στην περιοχή, πέραν από τα έργα στέγασης των κατοίκων και άλλα έργα κοινής ωφελείας, όπως σχολείο, κοιμητήριο, χώρος πρασίνου κλπ, τα οποία εμφαίνονται στα υφιστάμενα σχέδια. Όμως, μπορεί να λεχθεί ότι αυτά τα έργα δεν έχουν εξαντληθεί, ούτε και ολοκληρωθεί. Εδώ, η περίπτωση που εξετάζεται δεν αφορά ένα συγκεκριμένο ακίνητο το οποίο απαλλοτριώθηκε για ένα συγκεκριμένο κατασκευαστικό έργο, το οποίο έργο είτε κατασκευάστηκε και παρέμεινε μέρος του ακινήτου αδρανές είτε δεν κατασκευάστηκε καθόλου. Εδώ, το έργο της δημιουργίας ενός νέου οικισμού επί εκτάσεως γης η οποία απαλλοτριώθηκε από πολλούς ιδιοκτήτες για εξυπηρέτηση εκείνου του σκοπού, δεν μπορεί εκ της φύσεώς του να είναι στατικό. Μπορεί για τις άμεσες ή πιο επείγουσες ανάγκες του οικισμού να χρησιμοποιήθηκε ένα μέρος του ακινήτου για κατασκευή δρόμου, ενώ το υπόλοιπο μέρος του κτήματος να είναι αναγκαίο για την επίτευξη σωστής λειτουργικότητας ή και επέκτασης του οικισμού ως συνόλου, χωρίς να απαιτείται ή να αναμένεται η τελική διαμόρφωσή του σε καθορισμένο χρονικό σημείο. Συνεχίζει όμως να αποτελεί μέρος του ευρύτερου έργου και του σχεδιασμού του, που μπορεί να αξιοποιηθεί κατά στάδια και να συνάδει αλλά και να εντάσσεται μέσα στο σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε, τόσο αυτό, όσο και άλλη ακίνητη περιουσία.
Με αυτά ως δεδομένα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης συμπληρώθηκε ή εγκαταλείφθηκε ή ότι τίποτε δεν έγινε ή τίποτε έστω το ουσιαστικό για την προώθησή του.
Η προσφυγή δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται με €1.200, πλέον ΦΠΑ, έξοδα εναντίον του αιτητή.
Κ. Kληρίδης,
Δ.
/ΧΤΘ