ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1054/2009)
23 Ιουλίου, 2010
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡO 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΣΤΑΥΡΟΣ ΠΟΓΙΑΤΖΗ,
Αιτητής,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΔΙΟΙΚΗΤΗ 1ΗΣ ΜΕΡΑΡΧΙΑΣ ΠΕΖΙΚΟΥ Ε.Φ.,
Καθ΄ ου η αίτηση.
____________________
Σ. Οικονομίδης, για τον Αιτητή.
Φ. Κωμοδρόμος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Καθ΄ ου η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την προσφυγή του ο αιτητής ζητά δήλωση του δικαστηρίου ότι η απόφαση του καθ΄ ου η αίτηση Διοικητή της 1ης Μεραρχίας Πεζικού, ημερ. 16.6.2009, με την οποίαν έκρινε τον αιτητή ένοχο πειθαρχικού παραπτώματος και τον τιμώρησε πειθαρχικά, γι΄ αυτό, με δεκαπενθήμερη ποινή φυλάκισης, είναι άκυρη και/ή παράνομη και στερημένη εννόμου αποτελέσματος.
Μεταξύ των νομικών σημείων στα οποία βασίζεται η προσφυγή περιλαμβάνονται και τα εξής:
(α) Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε αναρμόδια και κατά παράβαση των σχετικών προνοιών των πειθαρχικών κανονισμών της Εθνικής Φρουράς.
(β) Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση του άρθρου 12.5 του Συντάγματος εφόσον δεν γνωστοποιήθηκαν στον αιτητή και δεν εξειδικεύτηκαν τα γεγονότα τα οποία στοιχειοθετούσαν το πειθαρχικό παράπτωμα για το οποίο κατηγορήθηκε.
(γ) Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε χωρίς να προηγηθεί δέουσα έρευνα, και
(δ) Είναι αναιτιολόγητη εφόσον περιέχει γενική και αόριστη αιτιολογία μόνο.
Ο αιτητής είναι μόνιμος Υπαξιωματικός του Στρατού της Δημοκρατίας και κατά τον ουσιώδη χρόνο υπηρετούσε στο Τάγμα Αναπληρώσεως Απωλειών (Τ.Α.Α.) της 1ης Μεραρχίας Πεζικού (1 ΜΠ), με καθήκοντα Διαχειριστή Υλικού της Μονάδας, καθήκοντα Αξιωματικού Πρώτου, Δευτέρου, Τρίτου και Τετάρτου Γραφείου της Μονάδας καθώς επίσης και καθήκοντα Αξιωματικού Γραφείου Κινήσεως. Μεταξύ 7.8.2008 και 9.3.2009 απωλέσθηκαν κάποια τιφέκια από την αποθήκη οπλισμού της Μονάδας του αιτητή, τα οποία στη συνέχεια ανευρέθησαν την 12.3.2009.
Στις 3.6.2009 με απόφαση του Διοικητή της 1 ΜΠ κλήθηκε ο αιτητής σε διοικητική απολογία επειδή, από τα στοιχεία διενεργηθείσας προσωπικής έρευνας (του Διοικητή), προέκυπτε πιθανή διάπραξη του πειθαρχικού παραπτώματος της αμέλειας καθήκοντος κατά παράβαση του Κανονισμού 3(α) των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς. Ο Διοικητής της 1 ΜΠ ενήργησε εκ καθήκοντος, κατόπιν οδηγιών-διαταγών του Αρχηγού του ΓΕΕΦ. Στο οιωνεί κατηγορητήριο αναφερόταν ότι ο αιτητής, ως Διαχειριστής Υλικού της Μονάδας του, παρέλειψε να λάβει όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα ασφάλειας-φύλαξης του οπλισμού-πυρομαχικών και ελκυστικών υλικών της Μονάδας του, τα οποία προβλέπονται από την ΠαΔ 1-14/2006/ΓΕΕΦ/3ο ΕΓ/2, με αποτέλεσμα, κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, να απωλεσθούν τα πέντε τυφέκια. Στη συνέχεια ο αιτητής υπέβαλε την απολογία του και παρέθεσε κάποιες πληροφορίες σχετικά με τον οπλισμό των εφέδρων της Μονάδας του καθώς επίσης και για τις ελλείψεις στο προσωπικό της Μονάδας σε σύγκριση με το τι προβλεπόταν να έχει η Μονάδα.
Ο Διοικητής της 1 ΜΠ με απόφαση του ημερ. 16.6.2009 (η προσβαλλόμενη απόφαση) έκρινε τον αιτητή ένοχο του προαναφερόμενου πειθαρχικού παραπτώματος και τον τιμώρησε πειθαρχικά με δεκαπενθήμερη φυλάκιση. Στην απόφαση του ο Διοικητής ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι αφού έλαβε υπόψη του τα στοιχεία που προέκυψαν από τη διενεργηθείσα προσωπική του έρευνα, σύμφωνα με το άρθρο 6(2) και 3(α) των σχετικών κανονισμών και αφού διερεύνησε τους ισχυρισμούς του αιτητή, τον βρήκε ένοχο και τον τιμώρησε με την προαναφερόμενη ποινή. Το πειθαρχικό αδίκημα για το οποίο βρέθηκε ένοχος ο αιτητής ήταν ότι, ως Διαχειριστής Υλικού, παρέλειψε να λάβει όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα ασφάλειας και φύλαξης του οπλισμού, των πυρομαχικών και ελκυστικών υλικών της Μονάδας του, όπως προβλέπεται από την προαναφερόμενη διαταγή, με αποτέλεσμα την απώλεια του οπλισμού.
Το πρώτο ζήτημα που εγείρεται είναι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε αναρμόδια και τούτο διότι, σύμφωνα με τους πειθαρχικούς κανονισμούς της Εθνικής Φρουράς, και συγκεκριμένα τους Κανονισμούς 5(1), 5(2), 6(1) και 6(2), η εξέταση πιθανής διάπραξης παραπτώματος από κάποιο μέλος του στρατού γίνεται από τον διοικούντα Αξιωματικό του. Στην προκείμενη περίπτωση διοικών Αξιωματικός του αιτητή ήταν ο Διοικητής της Μονάδας του, δηλαδή του ΤΑΑ και όχι ο Διοικητής της 1ης ΜΠ, στην οποία ανήκε το ΤΑΑ. Όμως η εξέταση του παραπτώματος του αιτητή και η επιβολή της ποινής έγινε από τον (ιεραρχικά ανώτερο) Διοικητή της 1ης ΜΠ και όχι το Διοικητή της Μονάδας του. Δεν μπορεί να γίνει δεκτός αυτός ο λόγος ακύρωσης καθότι από όλα τα ενώπιον μου στοιχεία προκύπτει ότι ο διοικών Αξιωματικός του αιτητή, δηλαδή ο Διοικητής του ΤΑΑ της 1ης ΜΠ ήταν και εκείνος ύποπτος για διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος αναφορικά με το προαναφερόμενο συμβάν και επομένως δεν μπορούσε να διερευνήσει το πιθανόν πειθαρχικό αδίκημα εναντίον του αιτητή. Κάτι τέτοιο θα παραβίαζε τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης σύμφωνα με τις οποίες ουδείς μπορεί να είναι κριτής της ιδίας του υπόθεσης.
Οι κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα της Δημοκρατίας. Η επιταγή για δίκαιη δίκη ενώπιον αμερόληπτου Δικαστή ισχύει και εδώ, mutatis mutandis. Η αρχή της αμεροληψίας των διοικητικών οργάνων κατοχυρώνεται και από το άρθρο 42 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν 158(Ι)/99. Οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης ισχύουν στις ποινικές και πειθαρχικές διαδικασίες, όπως η προκείμενη (Δέστε: Kontemeniotis v. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 1027). Επομένως θεωρώ ότι ορθά επελήφθη της διερεύνησης του πιθανού πειθαρχικού παραπτώματος εναντίον του αιτητή ο Διοικητής της Μεραρχίας, κατόπιν οδηγιών του ιεραρχικά ανώτερου του, και όχι ο Διοικητής του Τάγματος στο οποίο αυτός ανήκε, εφόσον ο τελευταίος ήταν και ο ίδιος, πιθανώς, εμπλεκόμενος στο ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα. Θεωρώ δηλαδή ότι οι οποιοιδήποτε πειθαρχικοί κανονισμοί της Εθνικής Φρουράς (που είναι δευτερογενής Νομοθεσία) θα πρέπει να ερμηνευθούν και να εφαρμοστούν υπό το φως των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, οι οποίες υπερισχύουν των Κανονισμών εφόσον κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα και το Νόμο.
Αναφορικά με την κατ΄ ισχυρισμό παράβαση του άρθρου 12.5 του Συντάγματος επειδή ο αιτητής δεν πληροφορήθηκε επαρκώς τα γεγονότα που στοιχειοθετούσαν το πειθαρχικό παράπτωμα εναντίον του και πάλι θεωρώ ότι δεν ευσταθεί. Ο αιτητής, σύμφωνα με το οιωνεί κατηγορητήριο, πληροφορήθηκε ότι εκείνο που διερευνάτο εναντίον του ήταν η αμέλεια καθήκοντος κατά παράβαση του σχετικού κανονισμού των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς. Η αμέλεια καθήκοντος την οποίαν του καταλόγιζαν συνίστατο στο ότι παρέλειψε να λάβει όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα ασφάλειας και φύλαξης του οπλισμού, όπως προβλέπεται από τη σχετική διαταγή του ΓΕΕΦ. Δεν συμφωνώ με τον αιτητή ότι θα έπρεπε να είχαν συγκεκριμενοποιηθεί εκείνα τα μέτρα ασφάλειας και φύλαξης του οπλισμού τα οποία, κατ΄ ισχυρισμό, δεν έλαβε ο αιτητής. Κατά τη κρίση μου η πληροφόρηση του ότι δεν είχε λάβει «όλα» τα ενδεικνυόμενα ή τα απαραίτητα μέτρα ασφάλειας και φύλαξης του οπλισμού, ώστε να προστατεύσει τον οπλισμό αυτό, ήταν επαρκής πληροφόρηση και αυτό είναι εμφανές και από την απολογία του αιτητή, στην οποία ο ίδιος αποδίδει τη μη λήψη των ενδεικνυόμενων μέτρων στην έλλειψη επαρκούς προσωπικού, χωρίς να εγείρει ζήτημα μη επαρκών λεπτομερειών αναφορικά με την εναντίον του κατηγορία.
Ο τρίτος λόγος ακύρωσης είναι η έλλειψη δέουσας έρευνας. Παρόλο δηλαδή που στην ίδια την προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται ότι ο Διοικητής της 1 ΜΠ διενήργησε «προσωπική» έρευνα, έλαβε υπόψη του όλα τα στοιχεία και διερεύνησε και τους ισχυρισμούς που πρόβαλε ο αιτητής στην απολογία του, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε χωρίς να προηγηθεί δέουσα έρευνα. Από τα ενώπιον μου στοιχεία φαίνεται πως υπήρξε αλληλογραφία μεταξύ της 1ης Μεραρχίας και του Διοικητή του ΤΑΑ, Ταγματάρχη Πεζικού Σάββα Μάριου, όταν αυτό έδρευε στη Λάρνακα. Ο Διοικητής του ΤΑΑ αναφερόταν στις δυσκολίες λειτουργίας της Μονάδας του λόγω της έλλειψης προσωπικού και ειδικά στις δυσκολίες που αντιμετώπιζε ο ίδιος ο αιτητής λόγω πολλαπλών καθηκόντων (Δέστε: Παράρτημα 3 στην Αίτηση Ακυρώσεως). Επίσης υπήρξε αλληλογραφία μεταξύ της 1ης Μεραρχίας και του Διοικητή του ΤΑΑ, Ταγματάρχη Πεζικού Ανδρέα Αντωνίου, όταν η Μονάδα έδρευε στην Απλάντα. Και σ΄ αυτή την αλληλογραφία αναφέρονται μεγάλες δυσκολίες στη λειτουργία της Μονάδας λόγω έλλειψης προσωπικού και ειδικά δυσκολίες που είχε ο ίδιος ο αιτητής να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του.
Όλα αυτά ήταν ενώπιον του καθ΄ ου η αίτηση, πριν τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης και το κρινόμενο, στην παρούσα διαδικασία, δεν είναι η ορθότητα αλλά η νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.
Από όλα τα ενώπιον μου στοιχεία δεν μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι δεν έγινε δέουσα έρευνα από τον καθ΄ ου η αίτηση, προσωπικά, πριν καταλήξει στο καταδικαστικό, για τον αιτητή, συμπέρασμα του και πριν του επιβάλει την προαναφερόμενη ποινή. Συναφώς παρατηρώ ότι είναι ο καθ΄ ου η αίτηση, προσωπικά, που ζήτησε από τον αιτητή να του υποβάλει την απολογία του και αυτό είναι παραδεκτό από τον αιτητή.
Ο αιτητής επικαλείται και την απόφαση του αδελφού Δικαστή κ. Νικολαίδη στην Υπόθεση 829/09, Μωϋσέως ν. Δημοκρατίας, ημερ. 14.9.2000, προς υποστήριξη της θέσης του ότι υπήρξε παράβαση του Κανονισμού 6(1) και (2) των Πειθαρχικών Κανονισμών επειδή ο καθ΄ ου η αίτηση δεν προέβηκε σε προσωπική έρευνα του, υπό εξέταση, παραπτώματος. Από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν φαίνεται να υπάρχει οτιδήποτε που να δείχνει ότι ο καθ΄ ου η αίτηση δεν προέβηκε σε προσωπική έρευνα του υπό εξέταση παραπτώματος και ότι ο καθ΄ ου η αίτηση στηρίχθηκε στα συμπεράσματα άλλων, όπως συνέβηκε στην η υπόθεση Μωϋσέως. Επιπρόσθετα στην υπόθεση εκείνη το δικαστήριο βρήκε ότι ο διοικών αξιωματικός, αντί να ερευνήσει κατά πόσο διαπράχθηκε το παράπτωμα, εξέλαβε τη διάπραξη του παραπτώματος ως δεδομένη και απλά κάλεσε τον κατηγορούμενο σε απολογία και του επέβαλε ποινή. Στην προκείμενη περίπτωση δεν συνέβηκε κάτι τέτοιο εφόσον στην απόφαση του καθ΄ ου η αίτηση ημερ. 3.6.2009, με την οποία καλείτο ο αιτητής σε διοικητική απολογία, γινόταν αναφορά σε «πιθανή διάπραξη του πειθαρχικού παραπτώματος 'Αμέλεια καθήκοντος'». Επομένως η παρούσα υπόθεση διακρίνεται από τη Μωϋσέως (ανωτέρω).
Ο τελευταίος λόγος τον οποίο επικαλείται ο αιτητής είναι ότι η αιτιολογία της απόφασης είναι γενική και αόριστη και επομένως δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επαρκής αιτιολογία. Δεν συμφωνώ ούτε και με αυτό το λόγο. Στην προσβαλλόμενη απόφαση ο καθ΄ ου η αίτηση αναφέρει ρητά ότι τιμωρεί τον αιτητή επειδή τον βρίσκει ένοχο για παράλειψη λήψης όλων των ενδεικνυόμενων μέτρων ασφάλειας και φύλαξης του οπλισμού και των πυρομαχικών της Μονάδας του, όπως προβλέπεται από τη σχετική διαταγή του ΓΕΕΦ, με αποτέλεσμα την απώλεια των πέντε τυφεκίων από την αποθήκη οπλισμού της Μονάδας. Αυτό, ουσιαστικά, συνιστούσε και την αμέλεια καθήκοντος, κατά παράβαση του σχετικού κανονισμού των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς, για την οποία ο αιτητής είχε κληθεί σε διοικητική απολογία, με απόφαση του καθ΄ ου η αίτηση ημερ. 3.6.2009. Κατά την εκτίμηση μου η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης είναι επαρκής.
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω θεωρώ την προσφυγή αβάσιμη και την απορρίπτω με €1.200.- έξοδα εις βάρος του αιτητή.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.