ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Δημοκρατία ν. C. Kassinos Construction Ltd (1990) 3 ΑΑΔ 3835
Iωσηφίδης Kώστας ν. Γενικού Eισαγγελέως (1990) 3 ΑΑΔ 4599
Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.α. (1993) 3 ΑΑΔ 598
Νικολάκη Αλεξάνδρα ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως ΕπισκοπήςΛεμεσού (2002) 3 ΑΑΔ 762
Κυπριακή Δημοκρατία και Άλλοι ν. Ευγένιου Σπύρου και Άλλων (2007) 3 ΑΑΔ 533
Xατζηχάννας Bραχίμης I. ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (Aρ. 2) (2009) 3 ΑΑΔ 655
Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1993) 4 ΑΑΔ 289
Γιαγκουλλής κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 ΑΑΔ 2569
Γεωργιάδης ν. Κ.Ο.Τ. (1996) 4 ΑΑΔ 2786
ΧΡΙΣΤΟΘΕΑ ΛΟΙΖΟΥ ΚΑΛΛΙΚΑ κ.α. ν. ΔΗΜΟΥ ΑΡΑΔΙΠΠΟΥ, Υπόθεση Αρ. 728/2006, 15 Σεπτεμβρίου 2008
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 772/2009)
22 Ιουνίου 2010
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
PETROLINA (HOLDINGS) PUBLIC LTD,
Αιτητές,
- ΚΑΙ -
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
----------------------------------
Αίτηση Τροποποίησης ημερ. 12 Απριλίου 2010
Γ. Ζαχαρίου (κα), για τους Αιτητές.
Μ. Θεοκλήτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Οι αιτητές προσφεύγουν εναντίον της διοικητικής πράξης των καθ΄ ων να προβούν σε εκ των υστέρων βεβαίωση τελωνειακής οφειλής, πλέον χρηματική επιβάρυνση, που προέκυψε από απώλεια μεγαλύτερη της αποδεκτής κατά την καταμέτρηση των δεξαμενών αποθήκευσης ακάθαρτου πετρελαίου εσωτερικής καύσης.
Στο υπ΄ αρ. 1 νομικό σημείο της αίτησης ακυρώσεως, αναφέρεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη και οι ενδιάμεσες και προπαρασκευαστικές αυτής, εκδόθηκαν «.. κατά προφανή παράβαση του Συντάγματος, της σχετικής νομοθεσίας, των Οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των δυνάμει τούτων εκδοθέντων Κανονισμών ...». Με την υπό κρίση αίτηση τροποποίησης επιδιώκεται η προσθήκη, μετά την εν λόγω παράγραφο, των ακολούθων:
«Συγκεκριμένα ολόκληρη η Κ.Δ.Π. 351/2008 και τα άρθρα 4(1)(δ), (4), 5(1), 5(2), 5(3), 13, 36, 37, 20, 23 και 25 του Περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου 91(Ι)/2004, αντίκεινται στα Άρθρα 23 και 24.1, 24.2, 24.3 και 24.4. του Συντάγματος ήτοι αποτελούν έμμεσο περιορισμό της ελευθερίας του κάθε πολίτη να αποκτά περιουσία και επιβολή φορολογίας απαγορευτικής φύσης σε αντίθεση με τις πρόνοιες του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.»
Έρεισμα της αίτησης αποτελεί η παράλειψη εξειδίκευσης της αντισυνταγματικότητας των σχετικών άρθρων της νομοθεσίας, παράλειψη που διαπιστώθηκε κατά το στάδιο της προετοιμασίας της γραπτής αγόρευσης των αιτητών. Εφόσον όμως το θέμα της αντισυνταγματικότητας ηγέρθηκε, η τροποποίηση δεν θα επιφέρει οποιαδήποτε ζημιά στην άλλη πλευρά, ενώ αντίθετα η απόρριψη της θα αποστερήσει το δικαίωμα των αιτητών να προωθήσουν τις θέσεις και τους λόγους που κατά την εισήγηση τους πρέπει να οδηγήσουν σε ακύρωση της προσβαλλομένης πράξης. Οι καθ΄ ων ήγειραν ένσταση στην οποία καταγράφουν ότι πανομοιότυπη αίτηση, με πανομοιότυπους υποστηρικτικούς ισχυρισμούς, είχε υποβληθεί από τους ίδιους αιτητές στην Petrolina (Holdings) Public Ltd v. Υπουργού Οικονομικών κ.ά., υπόθ. αρ. 1206/09, όπου ο Χατζηχαμπής, Δ., απέρριψε ex tempore την αίτηση, παρά το γεγονός ότι οι καθ΄ ων δεν είχαν ενστεί. Η κα Θεοκλήτου ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με την αναμενόμενη ειλικρίνεια και ορθά τοποθετημένη νομικώς στην αίτηση, διευκρίνισε ότι δεν είχε σκοπό να ενστεί ούτε και στην παρούσα αίτηση τροποποίησης, πλην όμως, θεώρησε υποχρέωση της να θέσει υπόψη του Δικαστηρίου την απόφαση του Χατζηχαμπή, Δ., ως αποτέλεσμα της οποίας καταχωρήθηκε και η σχετική ένσταση. Η ουσία της ένστασης είναι ότι η έγκριση της αιτήσεως θα συνιστούσε «.. ριζική μεταβολή της νομικής βάσης της προσφυγής και/ή ουσιαστική και ανεπίτρεπτη επέκταση της βάσης και/ή εμβέλεια της προσφυγής ...», ενώ θα επέτρεπε επίσης «.. την εκπρόθεσμη προβολή και ανάπτυξη λόγων ακύρωσης της επίδικης πράξης και/ή την καταχώρηση προσφυγής εκτός των χρονικών ορίων που θέτει το Σύνταγμα».
Σύμφωνα με τον Καν. 19 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, το Δικαστήριο μπορεί να εκδώσει τέτοιες οδηγίες και σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, όπως απαιτεί το συμφέρον της δικαιοσύνης. Ο Κανονισμός αυτός, παρέχει ουσιαστικά τη νομιμοποιητική βάση για την εισαγωγή και έγκριση τροποποιήσεων σε αιτήσεις ακυρώσεως δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Όπως αναφέρει και η απόφαση Γεωργιάδης ν. Κ.Ο.Τ. (1996) 4 Α.Α.Δ. 2786, στη σελ. 2790, δεν υφίσταται με βάση τον Καν. 19, οποιαδήποτε χρονική προθεσμία πέραν της οποίας δεν θα ήταν δυνατό να προβληθούν πρόσθετοι λόγοι ακύρωσης. Στην πιο πάνω απόφαση γίνεται αναφορά με επιδοκιμασία στις υποθέσεις Cyprus Flours Mills Co. Ltd and Another v. Republic (1973) 3 A.A.Δ. 690 και Γιαγκουλλής κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2569, στις οποίες αναφέρθηκε ότι εφόσον διασφαλίζεται η προστασία της άλλης πλευράς, είναι δυνατή η προσθήκη λόγων ακύρωσης στις κατάλληλες περιπτώσεις, ενώ τα κριτήρια που ισχύουν για την έγκριση αιτήματος για τροποποίηση προσφυγής είναι ελαστικότερα από ό,τι τα αντίστοιχα αιτήματα για τροποποίηση έκθεσης απαίτησης σε πολιτική αγωγή. Αυτό διότι η διαδικασία αναθεώρησης διοικητικών πράξεων έχει εξεταστικό και ανακριτικό χαρακτήρα, εφόσον η ουσία της διερεύνησης μιας αιτήσεως ακυρώσεως, έγκειται στον έλεγχο της νομιμότητας της πράξης, με διαφορετικό ρυθμιστικό ρόλο από πλευράς του Δικαστηρίου σε ό,τι αφορά την ακολουθούμενη διαδικασία και την αποδεικτική δύναμη της υπόθεσης. (δέστε επίσης Δημοκρατία ν. Kassinos C. Construction Ltd (1990) 3 Α.Α.Δ. 3835 και Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 289). Η εφαρμογή ελαστικότερων κριτηρίων δεν επιτρέπει βέβαια την εισαγωγή εντελώς νέων λόγων ακύρωσης, ιδιαίτερα μέσω αγορεύσεων, που δεν είναι το ορθό δικονομικό μέσο προσδιορισμού των επιδίκων θεμάτων. (Ιωσηφίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1990) 3 Α.Α.Δ. 4599).
Τα πιο πάνω αναφορικά με την ευρύτερη ευχέρεια που παρέχεται στο αναθεωρητικό Δικαστήριο για τροποποίηση, πρέπει να συνδυαστούν και με το γενικότερο κανόνα ότι σκοπός της ακυρωτικής διαδικασίας είναι η ακύρωση της συγκεκριμένης διοικητικής απόφασης ως θέμα δημοσίας τάξεως, με αποτέλεσμα το αναθεωρητικό Δικαστήριο να δικαιούται να διαπιστώσει τον πραγματικό λόγο ακύρωσης έστω και αν η εμφάνιση των πραγμάτων είναι διαφορετική είτε εξ απόψεως του επιδιωκομένου αποτελέσματος, είτε εξ απόψεως των προβαλλομένων λόγων ακύρωσης. (δέστε Αλεξάνδρα Νικολάκη ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Επισκοπής Λεμεσού (2002) 3 Α.Α.Δ. 762, I. Soteriou Constructions Ltd v. Δήμου Λευκωσίας (Δημόσιες Επιχειρήσεις) Λτδ, υπόθ. αρ. 153/2004, ημερ. 3.9.2004 και Χριστοθέα Λοΐζου Καλλικά κ.ά. ν. Δήμου Αραδίππου, υπόθ. αρ. 728/06, ημερ. 15.9.2008).
Δεν διαπιστώνεται κώλυμα στην έγκριση της επιδιωκόμενης αίτησης τροποποίησης. Σε αντίθεση με αρκετές από τις αποφάσεις που αναφέρθηκαν προηγουμένως, όπου η αίτηση τροποποίησης είχε γίνει δεκτή ακόμη και στο στάδιο των διευκρινίσεων ή και μετά την επιφύλαξη απόφασης, η παρούσα καταχωρήθηκε αμέσως μετά τη διαπίστωση του προβλήματος και κατά το στάδιο της ετοιμασίας και πριν την καταχώρηση της γραπτής αγόρευσης των αιτητών. Επομένως, η αίτηση από απόψεως χρόνου καταχωρήθηκε χωρίς ιδιαίτερη καθυστέρηση. Η έγκριση της θα επιφέρει και την ανάλογη τροποποίηση στην ένσταση των καθ΄ ων, αμφότερες δε οι πλευρές θα μπορούν να καταχωρήσουν και να αναπτύξουν τα επιχειρήματα τους στο ζήτημα της συνταγματικότητας με τις γραπτές αγορεύσεις τους. Ο βασικός λόγος που προκύπτει από το πρακτικό της απόφασης του Χατζηχαμπή, Δ., το οποίο επισυνάφθηκε ως Τεκμήριο 1 στην ένορκη δήλωση των καθ΄ ων που συνοδεύει την ένσταση, είναι ότι η τροποποίηση θα συνιστούσε επέκταση της βάσης της αγωγής, ώστε να επενεργούσε ως να καταχωρείτο προσφυγή έξω από τα χρονικά πλαίσια του Συντάγματος. Πέραν αυτού, διαπιστώθηκε ότι υπήρχε μια γενική και μόνο αναφορά στο Σύνταγμα στους νομικούς λόγους ακύρωσης της καταχωρηθείσας εκεί προσφυγής, που δεν ήταν επαρκής για να προσδιορίσει το συνταγματικό θέμα.
Είναι γεγονός ότι η νομολογία επί της εγέρσεως συνταγματικών θεμάτων είναι αυστηρή εφόσον καθορίζει, όπως λέχθηκε και στη Βραχίμης Ι. Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. αρ. 35/05, ημερ. 4.12.2009, ότι «... ζητήματα αντισυνταγματικότητας πρέπει να εγείρονται ευκρινώς στην αίτηση ακυρώσεως, δεν εξετάζονται αυτεπάγγελτα και δεν νομιμοποιείται η διά της αγορεύσεως έγερση τους. (Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598 και Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533).» Ακριβώς, όμως, αυτό επιδιώκουν με την τροποποίηση τους οι αιτητές: να εγείρουν δηλαδή το συνταγματικό ζήτημα με την αναγκαία ευκρίνεια, ώστε να μπορούν να το αναπτύξουν δεόντως στην αγόρευση τους και κατά το στάδιο των διευκρινίσεων. Παραμένει βέβαια γεγονός ότι όπως καταχωρήθηκε η αίτηση, με γενικότητα είναι που αναφέρεται η παράβαση του Συντάγματος και σε σχέση με την προσβαλλόμενη πράξη και μόνο. Εγείρεται όμως ζήτημα συνταγματικότητας, έτσι ώστε η διευκρίνιση της βάσης του να μην αποτελεί ένα εντελώς νέο θέμα, το δε Δικαστήριο οφείλει να εντοπίσει την ουσία του πράγματος και να δώσει την ευκαιρία στους προσφεύγοντες να παρουσιάσουν την υπόθεση τους κατά τον τρόπο που επιθυμούν, ώστε να διαπιστωθεί αυτή τούτη η νομιμότητα της πράξης που έχει έρεισμα βέβαια σε πρωτογενή και δευτερογενή νομοθεσία. Η προσφυγή έχει καταχωρηθεί εμπρόθεσμα, οπότε δεν τίθεται ζήτημα εκπροθέσμου της έγερσης συνταγματικού ζητήματος πέραν του χρονικού πλαισίου των 75 ημερών. Με όλο το σεβασμό, το διαφορετικό σκεπτικό της απόφασης του Χατζηχαμπή, Δ., δεν βρίσκει σύμφωνο το παρόν Δικαστήριο.
Καταληκτικά, παρατηρείται ότι η νομική βάση της ίδιας της αίτησης τροποποίησης που στηρίζεται στις Δ.25, Δ.48 και Δ.64, των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, δεν είναι βέβαια ορθή, θα έπρεπε δε, όπως εξηγήθηκε και προηγουμένως, να μνημονευθεί ρητά ο Καν. 19, των Κανονισμών του 1962. Παρά ταύτα, στα πλαίσια της ελαστικότερης δικαιοδοσίας και με το δεδομένο ότι αυτό το οποίο ζητείται από τους αιτητές είναι η τροποποίηση της προσφυγής τους, η λανθασμένη αυτή νομική βάση δεν θα πρέπει να καταστήσει θνησιγενές το αποτέλεσμα της.
Ενόψει των πιο πάνω η αίτηση τροποποίησης εγκρίνεται. Τροποποιημένη αίτηση ακύρωσης να καταχωρηθεί εντός δέκα ημερών από τη σύνταξη του διατάγματος, τροποποιημένη δε ένσταση να καταχωρηθεί εντός δέκα ημερών, μετά την επίδοση της τροποποιημένης αίτησης ακύρωσης.
Τα έξοδα επιδικάζονται εναντίον των αιτητών και υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ