ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 703/2009)
30 Ιουνίου, 2010
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
NANDA KUMARA MARASINGHE ARACHCHIGE,
Αιτητής,
ν.
ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, ΜΕΣΩ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Ελένη Μηλιδώνη (κα), για Λεύκο Κληρίδη, για τον Αιτητή.
Μαριλένα Θεοκλήτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Καθ' ων η Αίτηση.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο αιτητής, ο οποίος κατάγεται από τη Σρι Λάνκα, Βουδιστής το θρήσκευμα, ήλθε στη Δημοκρατία νόμιμα, με άδεια εργασίας, στις 19/8/2003. Στις 12/8/2008, υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση σ' αυτόν του καθεστώτος του πολιτικού πρόσφυγα. Ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, επειδή εκεί αντιμετώπιζε πολιτικά προβλήματα. Συγκεκριμένα, ως μέλος του κόμματος United National Party (UNP), το οποίο αντιπολιτεύεται την κυβέρνηση της χώρας του, απειλήθηκε και χτυπήθηκε πολλές φορές, έτσι ώστε, εάν επιστρέψει σ' αυτήν, κινδυνεύει η ζωή του.
Η αίτηση εξετάστηκε από αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία, στις 26/8/2008, σε συνέντευξη που είχε με τον αιτητή, με τη βοήθεια διερμηνέα, υπό τύπο ερωταπαντήσεων, διερεύνησε περαιτέρω τους ισχυρισμούς του, οι οποίοι, εν πολλοίς, αποτελούσαν επανάληψη των όσων αυτός πρόταξε στην αίτησή του. Η λειτουργός, αξιολογώντας τα ενώπιόν της στοιχεία, διαπίστωσε αντιφάσεις, οι οποίες, καθώς έκρινε, επιδρούσαν στην αξιοπιστία του αιτητή. Σε σχετική ΄Εκθεσή της προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγήθηκε απόρριψη του αιτήματος. Στη συνέχεια, η Υπηρεσία Ασύλου, αφού εξέτασε την ΄Εκθεση της λειτουργού, αποδέχτηκε την εισήγηση ως ορθή και, με αιτιολογημένη απόφασή της, την οποία γνωστοποίησε στον αιτητή και η οποία παρατίθεται πιο κάτω, απέρριψε το αίτημά του:-
«Η Υπηρεσία Ασύλου, αφού μελέτησε προσεκτικά το αίτημα σας, διαπίστωσε ότι στο πρόσωπο σας δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα, όπως αυτές καθορίζονται στο άρθρο 3 και 19 των Περί Προσφύγων Νόμων (2000-2007).
Η Υπηρεσία Ασύλου στη συνέντευξη που διεξήχθη, επεσήμανε αντιφάσεις στην αναφορά των γεγονότων που αναφέρατε και οι οποίες δημιουργούν αμφιβολίες για την αξιοπιστία του αιτήματός σας, όσον αφορά τους ισχυρισμούς σας ότι κινδυνεύετε από μέλη της πολιτικής παράταξης SLAP. Επιπλέον η Υπηρεσία θεωρεί ότι δεν υπάρχει περίπτωση να υποστείτε απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση σε περίπτωση επιστροφής στη Σρι Λάνκα.
Με βάση τα παραπάνω, η Υπηρεσία Ασύλου, σύμφωνα με τον Περί Προσφύγων Νόμο 2000-2007, κρίνει ότι δεν καταφέρατε να τεκμηριώσετε προσφυγικό αίτημα και συνεπώς δεν είστε άτομο που έχει ανάγκη διεθνούς προστασίας.»
Ο αιτητής, ακολούθως, υπέβαλε, σύμφωνα με τις πρόνοιες του ΄Αρθρου 28(ΣΤ) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, (Ν. 6(Ι)/2000), (όπως τροποποιήθηκε), (ο «Νόμος»), διοικητική προσφυγή, η οποία, αφού εξετάστηκε από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, (η «Αναθεωρητική Αρχή»), απορρίφθηκε και αυτός ειδοποιήθηκε ανάλογα.
Με την παρούσα προσφυγή, αμφισβητείται η νομιμότητα της πιο πάνω απόφασης. Συγκεκριμένα, προβάλλονται δύο λόγοι ακυρότητας: ΄Ελλειψη δέουσας και/ή επαρκούς αιτιολογίας και εξέταση από την Αναθεωρητική Αρχή περαιτέρω στοιχείων, που δεν απέρρεαν από τη διοικητική προσφυγή, χωρίς να δοθεί στο συνήγορο του αιτητή η ευκαιρία να εκφράσει τις απόψεις του, όπως απαιτούν οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου. Υποστηρίζει ο αιτητής ότι η Αναθεωρητική Αρχή λανθασμένα επικύρωσε την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία ήταν αναιτιολόγητη. Σ' αυτήν, δε διευκρινίστηκε ποιες ήταν οι αντιφάσεις και οι διαφορές στα γεγονότα που ο ίδιος ανέφερε, όπως και γιατί αυτός δεν ήταν άτομο που είχε ανάγκη διεθνούς προστασίας.
Εξέταση τόσο της απόφασης τόσο της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής καταδεικνύει ότι η απόρριψη του αιτήματος του αιτητή έγινε, επειδή αυτός κρίθηκε αναξιόπιστος. Οι λόγοι που οδήγησαν στην απόρριψη όσων ο αιτητής πρόβαλε ότι τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τη χώρα του εξηγούνται με λεπτομέρεια στην απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής και δε θα τους επαναλάβω. Η αιτιολογία της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου συμπληρώνεται από την εισηγητική ΄Εκθεση της αρμόδιας λειτουργού της, στην οποία καταγράφονται με λεπτομέρεια οι αντιφάσεις που επηρέασαν αρνητικά την αξιοπιστία του. Η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν καθ' όλα ορθή. Στον αιτητή δόθηκε η ευκαιρία, κατά τη συνέντευξή του με τη λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, να αναφέρει όλα όσα θεωρούσε ότι στήριζαν το αίτημά του. Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Υπηρεσία Ασύλου - ότι ο αιτητής δεν είχε ανάγκη διεθνούς προστασίας - ήταν απόρροια του συνόλου των αντιφάσεων που επισημάνθηκαν και της αδυναμίας του να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο δίωξής του, λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων, όπως απαιτείται από το ΄Αρθρο 3 του Νόμου.
Σ' ό,τι αφορά τον ισχυρισμό του αιτητή ότι η Αναθεωρητική Αρχή δεν περιορίστηκε στα σημεία που είχαν εγερθεί από τον ίδιο στη διοικητική προσφυγή του, εκτός από το γεγονός ότι αυτός είναι γενικός και αόριστος, στην Aydin ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 578, η Πλήρης Ολομέλεια, εξετάζοντας παρόμοιο ισχυρισμό, ανέφερε τα εξής:- (σελ. 582)
«(γ) Η Υπηρεσία Ασύλου είχε εξετάσει κατά πόσο συνέτρεχαν στο πρόσωπο του αιτητή οι προϋποθέσεις αναγνώρισης του ως πολιτικού πρόσφυγα δυνάμει του άρθρου 3 των περί Προσφύγων Νόμων. Αυτό ήταν, άλλωστε, και το αίτημα του. Δεν είχε εξετάσει κατά πόσο συνέτρεχαν στο πρόσωπο του οι προϋποθέσεις για να του αναγνωριστεί το καθεστώς προσωρινής διαμονής στην Κύπρο για ανθρωπιστικούς λόγους με βάση το άρθρο 19(Α) των ίδιων νόμων. Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων επεκτάθηκε και εξέτασε, ορθά κατά την κρίση μας, και αυτό το ζήτημα. Εύλογα δε έκρινε στη βάση, πάντοτε, των ενώπιον της στοιχείων, ότι δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπο του αιτητή ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19(Α).»
΄Ολα τα στοιχεία, τα οποία τέθηκαν από τον αιτητή με την ιεραρχική προσφυγή του, εξετάστηκαν με προσοχή και η απόρριψή τους αιτιολογήθηκε επαρκώς. Ουσιαστικά, ο αιτητής ζητά από το Δικαστήριο επανεκτίμηση των γεγονότων, με σκοπό την υποκατάσταση της απόφασης της αρμόδιας αρχής με δική του, πράγμα ανεπίτρεπτο, με βάση το δίκαιο που διέπει τον αναθεωρητικό έλεγχο. Το δικαστήριο, όπως κατ' επανάληψη έχει λεχθεί, περιορίζεται μόνο στον έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης και δεν προχωρεί περαιτέρω - (βλ. Latif v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ. 533).
Τέλος, η Αναθεωρητική Αρχή εξέτασε και το κατά πόσο ο αιτητής μπορούσε να τύχει του καθεστώτος της συμπληρωματικής προστασίας και είναι εύλογη η κατάληξή της σε αρνητικό αποτέλεσμα, στη βάση ότι αυτός δεν κατάφερε, σύμφωνα με το ΄Αρθρο 19(1) του Νόμου, να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, όπως αυτή καθορίζεται στο ΄Αρθρο 19(2) του Νόμου. Εύλογη είναι, επίσης, και η διαπίστωσή της ότι ο αιτητής δεν ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις του ΄Αρθρου 19Α του Νόμου για παραχώρηση σ' αυτόν του καθεστώτος διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με €800,00 έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΜΠ