ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Χριστούδιας ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 650
Λοϊζίδης Σταύρος ν. Yπουργού Eξωτερικών. (1995) 3 ΑΑΔ 233
Eπιτροπή Kεφαλαιαγοράς Kύπρου ν. Marfin Popular BankPublic Co Ltd (2007) 3 ΑΑΔ 32
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 633/2009)
29 Ιουνίου 2010
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΝΑ ΜΑΡΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΦΟΥΤΡΟΥ,
ΣΥΖΥΓΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΠΕΤΡΙΔΗ,
Αιτήτρια,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
-------------------------------
Μονομερής Αίτηση ημερ. 4 Ιουνίου 2010
Ν. Χατζηϊωάννου (κα), για την Αιτήτρια.
Α. Ζερβού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
με Μ. Αναγνωστοπούλου (κα), ασκούμενη δικηγόρος
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
----------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Ex Tempore)
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η προσφυγή καταχωρήθηκε στις 26.5.2009, προσβάλλει δε την απαλλοτρίωση μέρους του κτήματος της αιτήτριας που έγινε με διάταγμα απαλλοτρίωσης που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 13.3.2009. Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην αίτηση ακύρωσης, η αιτήτρια υπέβαλε ένσταση στην απαλλοτρίωση, η οποία και απορρίφθηκε. Ένα χρόνο μετέπειτα και συγκεκριμένα στις 4.6.2010, καταχωρήθηκε το υπό κρίση αίτημα για έκδοση προσωρινού μέτρου που αρχικά είχε τη μορφή να εμποδισθούν οι καθ΄ ων ή αντιπρόσωποι ή εργολάβοι ή οποιαδήποτε άλλα πρόσωπα που ενεργούν κατ΄ εντολή ή εξουσιοδότηση τους, να επεμβαίνουν στο κτήμα της αιτήτριας ή να διαφοροποιήσουν με οποιοδήποτε τρόπο το σημερινό status quo μέχρι εκδίκασης της προσφυγής.
Στη σημερινή διαδικασία η κα Χατζηϊωάννου προφορικά διαφοροποίησε στην ουσία το αίτημα ώστε να απαλειφθεί το αιτητικό για την επέμβαση και να παραμείνει μόνο η απαγόρευση της διαφοροποίησης του σημερινού status quo. Η αίτηση (για την οποία είχαν δοθεί από το Δικαστήριο οδηγίες στις 8.6.10 για επίδοση της στους καθ΄ ων), υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση της ίδιας της αιτήτριας όπου αναφέρεται το γεγονός της γνωστοποίησης της απαλλοτρίωσης, της ένστασης που έγινε εκ μέρους της η οποία και απορρίφθηκε στις 8.4.2009 και της δημοσίευσης του διατάγματος απαλλοτρίωσης στις 23.2.2009, με αποτέλεσμα να καταχωρηθεί η παρούσα προσφυγή. Από πληροφορίες που έλαβε η ίδια τηλεφωνικώς από τους εργολάβους ή εργάτες της εταιρείας που ανέλαβε την κατασκευή και ασφαλτόστρωση του δρόμου, αντιλήφθηκε ότι είχαν ήδη αρχίσει αυτές οι εργασίες αρχικά σε διπλανά κτήματα από τα δικά της. Μετέπειτα θα επηρεαζόταν και το δικό της κτήμα, ενώ έγινε μάλιστα και προσφορά των εργολάβων να της ισοπεδώσουν και τμήμα του κτήματος της που δεν είχε απαλλοτριωθεί. Αυτή την πληροφορία την πήρε στις 3.6.2010, με αποτέλεσμα την επομένη να καταχωρηθεί το επίδικο μέτρο διά της αιτήσεως για προσωρινό διάταγμα. Στις παρ. 9 και 10 της ένορκης της δήλωσης καταγράφονται οι θέσεις της αιτήτριας ότι εάν η διοίκηση αφεθεί να κατασκευάσει και ασφαλτοστρώσει μέρος του κτήματος της, θα είναι αδύνατο αυτό να επαναφερθεί στην αρχική του κατάσταση, αφού θα έχουν ήδη ισοπεδωθεί υψώματα κτλ και θα έχει ήδη υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά με αποτέλεσμα η τυχόν επιτυχία της προσφυγής να παραμείνει άνευ αντικειμένου. Πιστεύει δε ότι απαλλοτριώνεται περισσότερη έκταση από ό,τι χρειάζεται από το κτήμα της, το δε προτεινόμενο έργο θα μπορούσε να σχεδιαστεί και εκτελεστεί κατά τρόπο που να την επηρέαζε ελάχιστα ή και καθόλου.
Οι καθ΄ ων στην ένσταση τους ισχυρίζονται ότι η αίτηση για το προσωρινό μέτρο είναι αλυσιτελής εφόσον το αιτούμενο διάταγμα δεν συνδέεται με το προσβαλλόμενο στην προσφυγή διάταγμα απαλλοτρίωσης, οι δε ενέργειες της διοίκησης προς αλλαγή της μορφολογίας του εδάφους, διενεργούνται με βάση το διάταγμα επίταξης με αρ. 898, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 30.10.2009 και το οποίο η αιτήτρια παρέλειψε να προσβάλει με προσφυγή. Αντίγραφο του διατάγματος επίταξης έχει επισυναφθεί ως τεκμήριο στην ένσταση. Ανεξάρτητα από αυτό, δεν δικαιολογείται εν πάση περιπτώσει η έκδοση του αιτουμένου διατάγματος. Δεν υπάρχουν λόγοι που οδηγούν στην ύπαρξη έκδηλης παρανομίας, ούτε είναι δυνατό η αιτήτρια να υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά που να μην μπορεί να αποκατασταθεί ή να θεραπευθεί σε περίπτωση ακύρωσης της πράξης. Περαιτέρω, έκδοση του διατάγματος θα επιφέρει ουσιώδες πρόσκομμα στην εύρυθμη λειτουργία της διοίκησης διότι θα επέλθει διακοπή ενός ευρύτερου έργου δημόσιας ωφέλειας.
Από την υποστηρικτική ένορκη δήλωση του Μιχάλη Παυλίδη, Τεχνικού Επιθεωρητή στο Τμήμα Δημοσίων Έργων, είναι φανερό ότι τα έργα προς υλοποίηση του σκοπού που αναφέρεται στο διάταγμα επίταξης άρχισαν από τις 9.11.09, το δε διάταγμα, ως φανερώνεται από το σώμα του, επηρεάζει όχι μόνο το κτήμα της αιτήτριας, αλλά σωρεία παρακείμενων κτημάτων, τα οποία έχουν προφανώς επηρεαστεί και από επίταξη και από απαλλοτρίωση ενόψει του έργου που, όπως αναφέρεται, έχει σκοπό τη δημιουργία του παρακαμπτήριου δρόμου Καλού Χωριού-Ζωοπηγής.
Οι συνήγοροι σήμερα ενώπιον του Δικαστηρίου αγόρευσαν για την επιτυχία ή αποτυχία του αιτήματος και έθεσαν τις αντίστοιχες θέσεις τους με ανάλογα επιχειρήματα.
Οι αρχές που λαμβάνονται στο ζήτημα της έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων στα πλαίσια προσφυγής δυνάμει του Κανονισμού 13 του περί Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, καθορίζουν ότι τέτοιο διάταγμα δύναται να εκδοθεί συνεπεία επείγουσας ανάγκης ή άλλων ειδικών περιστάσεων, χωρίς κλήση στον αντίδικο και εν πάση περιπτώσει χωρίς να διαγιγνώσκεται η ουσία της υπόθεσης. Μέσα από τη νομολογία έχει καθορισθεί ότι προσωρινά διατάγματα εκδίδονται όπου προκύπτει έκδηλη παρανομία ή όπου διαφαίνεται η έλευση ανεπανόρθωτης ζημιάς, με την προϋπόθεση ότι δεν δημιουργούνται ταυτόχρονα ανυπέρβλητα εμπόδια στη διοίκηση. (Σταύρος Λοϊζίδης ν. Υπουργού Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233). Με υιοθέτηση προηγούμενης σχετικής νομολογίας, έκδηλη παρανομία διαπιστώνεται όταν υπάρχει καθαρή παραβίαση της διαδικασίας που προβλέπεται από νόμο ή εμφανής παραγνώριση των ουσιαστικών αρχών του διοικητικού δικαίου. Θα πρέπει επίσης η έκδηλη παρανομία να αναδύεται από μόνη της από αναντίλεκτα και αντικειμενικά δεδομένα (Πολύβιος Νικολάου ν. Ε.Δ.Υ. (1992) 4 Α.Α.Δ. 3959).
Στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ν. Marfin Popular Bank Public Co Ltd, (2007) 3 Α.Α.Δ. 32, επαναβεβαιώθηκε ότι η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι εξαιρετική και «. αναλαμβάνεται μόνο εφόσον διαπιστώνεται πως η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση είναι έκδηλα παράνομη ή εφόσον, στο πλαίσιο του συνόλου των δεδομένων, δικαιολογείται να εκδοθεί ενόψει επαπειλούμενης, εξαιτίας της, ανεπανόρθωτης βλάβης.»
Τέλος, είναι σαφές ότι τα δύο καθορισθέντα από τη νομολογία κριτήρια δεν είναι σωρευτικά, αλλά διαζευκτικά, έτσι ώστε στη διαπίστωση έκδηλης παρανομίας, το στοιχείο της δημιουργίας ανυπέρβλητων εμποδίων στη διοίκηση ή της επαπειλούμενης ανεπανόρθωτης ζημιάς στον ίδιο τον προσφεύγοντα, να μην είναι πλέον σχετικά.
Και όπως έχει αναφερθεί από την κα Ζερβού, στην περίπτωση που το Δικαστήριο ήθελε αποφασίσει ότι ικανοποιείται η ανεπανόρθωτη ζημιά, αυτή πρέπει να αντιπαραβληθεί με την πιθανότητα να δημιουργηθεί στη διοίκηση πρόβλημα στην ευόδωση των λόγων για τους οποίους εκδόθηκε η διοικητική πράξη. Σε αυτά τα πλαίσια θα πρέπει επίσης να λεχθεί, σύμφωνα με τη Frangos v. Republic (1982) 3 C.L.R. 52 ότι ένα προσωρινό διάταγμα δεν έχει σκοπό, ούτε δύναται να ελέγξει την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας ενός διοικητικού οργάνου.
Στην παρούσα περίπτωση, η κα Χατζηϊωάννου παρέμεινε στον ισχυρισμό της ανεπανόρθωτης βλάβης στην περίπτωση που δεν εκδοθεί το προσωρινό μέτρο. Πρέπει όμως να λεχθούν τα ακόλουθα: Με τη διαφοροποίηση που επιχείρησε σήμερα η συνήγορος να επιφέρει στο λεκτικό του αιτούμενου προσωρινού διατάγματος, στην ουσία εξουδετερώνει τον ίδιο το σκοπό για τον οποίο ζητείται το διάταγμα διότι, όπως ορθά ανέφερε και η κα Ζερβού, δεν μπορεί να υπάρξει διάταγμα για διαφοροποίηση του σημερινού status quo στο κτήμα της αιτήτριας, εάν δεν ανασταλεί ταυτόχρονα και το αποτέλεσμα της διοικητικής πράξης, αναστολή που στην ουσία δεν ζητείται. Το ζητούμενο διάταγμα όπως έχει διατυπωθεί είναι φανερά λανθασμένο διότι είναι ως να ζητείτο απαγορευτικό διάταγμα στο αστικό δίκαιο, εξ ου και η αίτηση της αιτήτριας βασίζεται και στο άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60, το οποίο βεβαίως καμιά σχέση δεν έχει με τη δυνατότητα έκδοσης προσωρινού μέτρου στο διοικητικό δίκαιο. Από αυτό και μόνο το γεγονός, η αίτηση είναι απορριπτέα.
Απορριπτέα είναι επίσης η αίτηση και για τον απλό λόγο ότι όπως είναι φανερό οι εργασίες που έχουν ήδη αρχίσει για την εκτέλεση, σε αυτό το στάδιο, του διοικητικού μέτρου που λήφθηκε, έγιναν στη βάση διατάγματος επίταξης και όχι στη βάση διατάγματος απαλλοτρίωσης. Το διάταγμα επίταξης ως αναφέρεται στο Τεκμ. 2 της ένστασης των καθ΄ ων, επιτρέπει την κατασκευή, ευθυγράμμιση και ασφαλτόστρωση του παρακαμπτήριου δρόμου Καλού Χωριού-Ζωοπηγής προς εξυπηρέτηση σκοπού δημόσιας ωφέλειας, εξ ου και εκδόθηκε το διάταγμα επίταξης, έστω για ένα έτος, όπως αναφέρεται στο ίδιο το διάταγμα. Από τη στιγμή επομένως που δεν προσβάλλεται και δεν έχει καταχωρηθεί προσφυγή από την αιτήτρια εναντίον του διατάγματος επίταξης, όντως το προσωρινό μέτρο που επιδιώκεται είναι αλυσιτελές και δεν θα μπορούσε ποτέ να ευνοήσει την αιτήτρια. (Χριστούδιας ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 650).
Μετέπειτα, άλλος λόγος απόρριψης της αιτήσεως είναι διότι το προσωρινό μέτρο που βασίζεται στην ανεπανόρθωτη ζημιά εκδίδεται μόνο όταν υπάρχουν δεδομένα ισχυρά και ουσιαστικά που δίνουν στο Δικαστήριο να αντιληφθεί το μέγεθος του προβλήματος που δημιουργείται στη βάση συγκεκριμένων στοιχείων, αριθμών και άλλων δεδομένων που είναι απαραίτητα, ανάλογα βέβαια με την περίπτωση. Πολύ λίγα αναφέρει η αιτήτρια στη δική της ένορκη δήλωση, παραμένουσα μόνο σε γενικές τοποθετήσεις ότι εάν προχωρήσουν τα έργα θα αλλοιωθεί η μορφολογία του εδάφους με αποτέλεσμα να υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά. Όπως έχει αναφερθεί και στη σχετική με την παρούσα περίπτωση, υπόθεση Σάββας Λοΐζου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1553/09, ημερ. 17.12.2009, (Νικολάτος, Δ.), που αφορούσε αίτημα προσωρινού μέτρου για την επίταξη της ακίνητης ιδιοκτησίας στην ευρύτερη περιοχή για τη δημιουργία, κατασκευή, ευθυγράμμιση και ασφαλτόστρωση του παρακαμπτήριου δρόμου Καλού Χωριού-Ζωοπηγής, με παραπομπή στην υπόθεση Λουκά ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 820/91, ημερ. 26.7.1999, θα πρέπει να παρουσιαστεί μαρτυρία σχετικά με την απόδειξη της ανεπανόρθωτης ζημιάς. Στην προαναφερθείσα υπόθεση Λοΐζου, τα δεδομένα ήταν ακόμα πιο ισχυρά από τα παρόντα, εφόσον εκεί υπήρχε κατ΄ ισχυρισμόν ο πιθανός δυσμενής επηρεασμός και καταστροφή των καλλιεργήσιμων εκτάσεων γης που επηρεάζονταν από το διάταγμα επίταξης. Δεν παρουσιάστηκε όμως συγκεκριμένη μαρτυρία και το αίτημα για προσωρινό μέτρο απορρίφθηκε. Ορθά δε ο Νικολάτος, Δ., ανέφερε, το οποίο υιοθετείται και από το παρόν Δικαστήριο, ότι ακόμη και εάν ήθελε υποστεί η αιτήτρια οποιαδήποτε ζημιά, αυτή δεν θα είναι ανεπανόρθωτη από την άποψη ότι δεν θα μπορούσε η Κυπριακή Δημοκρατία, που είναι οι καθ΄ ων η αίτηση, να αποζημιώσουν χρηματικά την αιτήτρια για τη ζημιά που θα είναι δυνατό να συγκεκριμενοποιηθεί στον κατάλληλο χρόνο.
Τέλος, είναι φανερό ότι εδώ η διοίκηση έχει αρχίσει εργασίες για τη δημιουργία ενός ευρύτερου έργου δημόσιας ωφέλειας, από το οποίο έργο επηρεάζεται και το μέρος του τεμαχίου της αιτήτριας, αλλά δεν είναι και το μόνο. Επομένως, τυχόν αναστολή και μάλιστα στην ανυπαρξία ουσιαστικών δεδομένων για ανεπανόρθωτη ζημιά, θα δημιουργήσει όντως ανυπέρβλητα εμπόδια στο έργο της διοίκησης, το οποίο είναι κριτήριο που δύναται το Δικαστήριο να λάβει υπόψη για να ασκήσει εναντίον της αιτήτριας τη διακριτική του ευχέρεια. Όπως δε έχει λεχθεί κατ΄ επανάληψη, τα προσωρινά διατάγματα στο διοικητικό δίκαιο είναι εξαιρετικά μέτρα και εκδίδονται με φειδώ, διότι, άλλως, διαταράσσεται η αρχή που επιτάσσει την άμεση εκτελεστότητα των διοικητικών πράξεων.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, το αίτημα απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της αιτήτριας και υπέρ των καθ΄ ων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ