ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1522/2007)
21 Ιουνίου, 2010
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΕΥΤΥΧΙΑ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
2. ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
3. ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
Μ. Ι. Κυριακίδης, για την Αιτήτρια.
Δ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια αξιώνει ακύρωση του διατάγματος επίσχεσης υπ΄ αρ. 966 που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 31.8.2007, αναφορικά με ακίνητη ιδιοκτησία της η οποία είχε απαλλοτριωθεί στο παρελθόν.
Το ιστορικό της παρούσας υπόθεσης είναι μακρύ. Ανάγεται στο διάταγμα απαλλοτρίωσης υπ΄ αρ. 613 που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα, τότε, της Κυβέρνησης, στις 20.6.1957 και σύμφωνα με το οποίο απαλλοτριώθηκαν δύο συνεχόμενα τεμάχια ιδιοκτησίας της και ένα άλλο όμορο προς αυτά τεμάχιο, άλλης ιδιοκτησίας, για κατασκευή αστυνομικών κατοικιών.
Τα πιο πάνω τεμάχια συγχωνεύτηκαν στο τεμάχιο υπ΄ αρ. 432 και ενεγράφησαν στο όνομα του κράτους, με την εγγραφή Μ480 ημερομηνίας 2.8.1957.
Οι αστυνομικές κατοικίες ανεγέρθηκαν σε μέρος μόνο των κτημάτων και έτσι το 1963 μέρος του τεμαχίου υπ΄ αρ. 432 κηρύχθηκε ως πλεονάζον και, αφού υποδιαιρέθηκε σε τρία νέα τεμάχια, επιστράφηκε στους πρώην ιδιοκτήτες, στην έκταση που τους αντιστοιχούσε.
Στην αιτήτρια επιστράφηκε έκταση 12.282 τ.μ. ως τεμάχιο υπ΄ αρ. 653, ενώ στον άλλο ιδιοκτήτη επιστράφηκε ολόκληρη η έκταση της δικής του γης, η οποία μετατράπηκε σε τεμάχιο υπ΄ αρ. 654, ενώ στο όνομα της Κυπριακής Δημοκρατίας παρέμεινε η υπόλοιπη έκταση 7.062 τ. μέτρων, ως τεμάχιο υπ΄ αρ. 652.
Σημειώνεται ότι πριν τη διαμόρφωση των τριών πιο πάνω τεμαχίων είχε παραχωρηθεί από την ολική έκταση του τεμαχίου από το οποίο προήλθαν, έκταση 82 τ. μέτρων για τη διεύρυνση δρόμου. Επίσης από το τεμάχιο υπ΄ αρ. 652, δηλαδή το εγγεγραμμένο στο όνομα του κράτους, παραχωρήθηκε αργότερα έκταση 145 τ. μέτρων για την κατασκευή πεζόδρομου, ενώ από το υπόλοιπο, δημιουργήθηκε το νέο τεμάχιο 2393 το οποίο ενεγράφη στο όνομα της Κυπριακής Δημοκρατίας, με την εγγραφή Μ2813, ημερομηνίας 20.6.1987. Στο χώρο αυτό ανεγέρθηκαν κατοικίες για τα μέλη της αστυνομικής δύναμης, το κλιμάκιο ΥΚΑΝ και αριθμός κρατητηρίων. Μέρος του απαλλοτριωθέντος αρχικά χώρου παραμένει ακόμα αχρησιμοποίητο.
Η αιτήρια επανειλημμένως αξίωσε την επιστροφή του μέρους που δεν είχε χρησιμοποιηθεί, καταχώρησε μάλιστα την προσφυγή υπ΄ αρ. 488/78 η οποία τελικά αποσύρθηκε. Στη συνέχεια, αφού αποτάθηκε πρώτα στο Υπουργικό Συμβούλιο, καταχώρησε νέα προσφυγή την υπ΄ αρ. 919/96. Στις 31.10.1997 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας διάταγμα επίσχεσης που αφορούσε έκταση γης δύο δεκαρίων και 388 τ. μέτρων, στο οποίο ουσιαστικά γινόταν παραδοχή ότι μέρος της απαλλοτριωθείσας ακίνητης ιδιοκτησίας της αιτήτριας δεν ήταν πλέον αναγκαίο για τους σκοπούς για τους οποίους έγινε η απαλλοτρίωση. Η αιτήτρια προσέβαλε τη νομιμότητα και αυτού του διατάγματος με την προσφυγή υπ΄ αρ. 22/98.
Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε πρωτοδίκως την προσφυγή υπ΄αρ. 919/96 αφού κατέληξε ότι με τη δημοσίευση του διατάγματος επίσχεσης η προσφυγή παρέμεινε άνευ αντικειμένου, λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος.
Εναντίον της πιο πάνω πρωτόδικης απόφασης καταχωρήθηκε η Α.Ε. 2884. Ακολούθως το Ανώτατο Δικαστήριο στην προσφυγή υπ΄ αρ. 22/98, ακύρωσε στις 15.12.1999 το διάταγμα επίσχεσης. Στις 15.10.2001 όταν η Α.Ε. 2884 ήταν ορισμένη για εκδίκαση, η Ολομέλεια επέτρεψε την έφεση και κήρυξε την παράλειψη της Δημοκρατίας να επιστρέψει το αξιούμενο από την εφεσείουσα μέρος της απαλλοτριωθείσας περιουσίας ως άκυρη.
Στις 14.4.2006 η αιτήτρια καταχώρησε την προσφυγή υπ΄ αρ. 703/06, με την οποία αξίωνε δήλωση ότι η άρνηση ή η παράλειψη των καθ΄ ων η αίτηση να της προσφέρουν προς αγορά το τεμάχιο υπ΄ αρ. 2965 του απαλλοτριωθέντος ακινήτου της, είναι άκυρη και παράνομη. Το δικαστήριο στις 15.4.2008 απέρριψε την προσφυγή λόγω δεδικασμένου αφού, όπως έκρινε, η αξίωση της αιτήτριας είχε ικανοποιηθεί με την απόφαση της Ολομέλειας στην Α.Ε. 2884. Το δικαστήριο σημείωσε ότι η, διά προσφυγής, προσπάθεια εξαναγκασμού της διοίκησης να συμμορφωθεί με την υφιστάμενη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν ήταν ο κατάλληλος τρόπος.
Τελικά το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε σύμφωνα με το άρθρο 23 του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962, Ν. 15/1962, όπως τροποποιήθηκε, να εγκρίνει την έκδοση του διατάγματος επίσχεσης του επίδικου τεμαχίου υπ΄ αρ. 2965. Το Υπουργικό Συμβούλιο βασίστηκε σε σχετική πρόταση προς αυτό από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης. Το διάταγμα επίσχεσης δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 31.8.2007 και σ΄ αυτό αναφέρεται ότι αφορά ιδιωτική ακίνητη ιδιοκτησία στην ενορία ΄Αγιος Νικόλαος της Πόλης Λάρνακας. Πρόκειται για το Τεμάχιο υπ΄ αρ. 2965 το οποίο κρίθηκε αναγκαίο για άλλους σκοπούς δημόσιας ωφέλειας, δηλαδή για στεγαστικές ανάγκες υπηρεσιών της Αστυνομίας. Η παρούσα προσφυγή αξιώνει την ακύρωση του διατάγματος αυτού.
Προέχει η εξέταση διπλής προδικαστικής ένστασης που υπέβαλαν οι καθ΄ ων η αίτηση οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη καθότι στρέφεται κατά μη εκτελεστής διοικητικής πράξης, από αιτήτρια στερούμενη εννόμου συμφέροντος. Συγκεκριμένα ισχυρίζονται ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα επίσχεσης δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη καθότι δεν προκαλεί κανένα έννομο αποτέλεσμα στην αιτήτρια.
Περαιτέρω ισχυρίζονται ότι η όποια κατ΄ ισχυρισμόν εκτελεστότητα του διατάγματος δεν μπορεί να τύχει επίκλησης από την αιτήτρια αφού αυτή δεν κέκτηται του απαραίτητου προς τούτο εννόμου συμφέροντος, όπως αυτό απαιτείται από το ΄Αρθρο 146.2 του Συντάγματος. Υποστηρίζουν δε ότι το κατά πόσο η αιτήτρια δικαιούται ή όχι επιστροφή του τμήματος της ιδιοκτησίας της που απαλλοτριώθηκε από το 1957, είναι θέμα ερμηνείας από αρμόδιο δικαστήριο της απόφασης στην Α.Ε. 2884 και όχι από το Ανώτατο Δικαστήριο στη δικαιοδοσία του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος.
Χωρίς δεύτερη σκέψη οι δύο ενστάσεις θα πρέπει να απορριφθούν. Και το προσβαλλόμενο διάταγμα είναι εκτελεστή πράξη και η αιτήτρια έχει έννομο συμφέρον να το προσβάλει. Με το διάταγμα επίσχεσης οι καθ΄ ων η αίτηση επιδιώκουν να κατακρατήσουν μέρος της απαλλοτριωθείσας από το 1957 ιδιοκτησίας της αιτήτριας, το οποίο σήμερα είναι γνωστό ως τεμάχιο 2965, Φ/Σχ. 40/64W1, για σκοπό άλλο από εκείνο που αρχικά απαλλοτριώθηκε. Αν η αιτήτρια δικαιούται σε επιστροφή του ακινήτου της σύμφωνα με το ΄Αρθρο 23.5 του Συντάγματος, τότε η μόνη της διέξοδος είναι η παρούσα προσφυγή, αφού άλλως δεν θα μπορεί καθ΄οιονδήποτε τρόπο να το διεκδικήσει μια και τα πολιτικά δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοσία να εξετάσουν το κύρος του διατάγματος. Αλίμονο αν με το διάταγμα επίσχεσης δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παράγεται έννομο αποτέλεσμα, αυτό της κατάλυσης νομικής κατάστασης που προκύπτει από την παραβίαση του ΄Αρθρου 23.5 του Συντάγματος, δηλαδή των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων διοικητικού χαρακτήρα της αιτήτριας. Σύμφωνα με το ΄Αρθρο 23.5 του Συντάγματος η διοίκηση θα έπρεπε να της προσφέρει προς αγορά το υπόλοιπο του απαλλοτριωθέντος ακινήτου της το οποίο δεν χρησιμοποιήθηκε για το σκοπό της απαλλοτρίωσής του το 1957, δηλαδή για την ανέγερση αστυνομικών κατοικιών. Το προσβληθέν διάταγμα επίσχεσης συνιστά εκτελεστή πράξη.
Σε ακυρωτικό έλεγχο δεν υπόκειται οιαδήποτε πράξη που απορρέει από διοικητικό όργανο που δρα ως τέτοιο, αλλά μόνο οι εκτελεστές πράξεις, δηλαδή εκείνες διά των οποίων δηλούται βούληση διοικητικού οργάνου που αποσκοπεί στην παραγωγή εννόμου αποτελέσματος έναντι των διοικουμένων και συνεπάγεται την άμεση εκτέλεση αυτής διά της διοικητικής οδού. Το κύριο στοιχείο της έννοιας της εκτελεστής πράξης είναι η άμεση παραγωγή εννόμου αποτελέσματος, που συνίσταται στη δημιουργία, τροποποίηση ή κατάλυση νομικής κατάστασης, δηλαδή δικαιωμάτων και υποχρεώσεων διοικητικού χαρακτήρα από τους διοικούμενους (βλέπε Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 236-237).
Είναι προφανές συνεπώς ότι με το διάταγμα επίσχεσης, το οποίο συνιστά μια εκτελεστή διοικητική πράξη που επιφέρει διαφοροποίηση των συμφερόντων της αιτήτριας, δηλαδή του δικαιώματός της σε επιστροφή μέρους ή ολόκληρου του ακινήτου της, πλήττεται το έννομό της συμφέρον, αφού σύμφωνα με το ΄Αρθρο 23.5 του Συντάγματος η αιτήτρια, υπό τις κατάλληλες περιστάσεις, δικαιούται, ενδεχομένως σε επιστροφή του ακινήτου.
Σύμφωνα με το ΄Αρθρο 23.5 του Συντάγματος οι καθ΄ ων η αίτηση πρέπει να προσφέρουν την ιδιοκτησία η οποία απαλλοτριώθηκε, όταν ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν υλοποιηθεί. Συνεπώς η αιτήτρια έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει το διάταγμα επίσχεσης.
Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι το διάταγμα επίσχεσης παραβιάζει το δεδικασμένο που δημιουργήθηκε με την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ημερομηνίας 15.10.2001, στην Α.Ε. 2884. Η απόφαση έχει ως ακολούθως:
«ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ - Ενόψει της δήλωσης του κ. Γιωργαλλή, δικηγόρου της Δημοκρατίας Α΄, που είναι ορθή, η έφεση επιτρέπεται. Η αρχική θεραπεία της προσφυγής που βασιζόταν στην παράλειψη της διοίκησης να επιστρέψει το επίδικο κτήμα στην ιδιοκτήτρια - αιτήτρια όπως διαπιστώνεται σήμερα συνεχίζεται, εφόσον το διάταγμα επίσχεσης έχει ακυρωθεί από δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις 15.12.99.
Σύμφωνα με το ΄Αρθρο 146.4(γ) του Συντάγματος κηρύσσεται η παράλειψη άκυρη και ό,τι παν παραλειφθέν έδει να είχε εκτελεσθή.
Η έφεση επιτρέπεται με £500 έξοδα υπέρ της εφεσείουσας.»
Το δεδικασμένο, υποστηρίζει η αιτήτρια, συνίσταται στην παράλειψη της Δημοκρατίας να της προσφέρει το απαλλοτριωθέν και μη χρησιμοποιηθέν ακίνητο. ΄Ετσι αξιώνει όπως παν το παραλειφθέν εκτελεστεί. Αντίθετα, παρά την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η διοίκηση αντί να της το προσφέρει προς πώληση εξέδωσε το προσβαλλόμενο διάταγμα επίσχεσης με το οποίο αποφασίστηκε η κατακράτησή του, κατά παράβαση του δεδικασμένου.
Μετά από πολύ προσεκτική μελέτη των γεγονότων της υπόθεσης, όπως αυτά παρουσιάζονται στους διοικητικούς φακέλους διαπιστώνω ότι δεν τίθεται θέμα παραβίασης του δεδικασμένου που προκύπτει από την απόφαση της Ολομέλειας στην Α.Ε. 2884. Το διάταγμα της Ολομέλειας για επιστροφή του επίδικου κτήματος της αιτήτριας, σ΄ εκείνη την περίπτωση, αναφερόταν στο ακίνητο που επισχέθηκε με βάση το διάταγμα επίσχεσης υπ΄ αρ. 1297, ημερομηνίας 31.10.1997 και αφορούσε μέρος του τεμαχίου υπ΄ αρ. 2393, το οποίο επιστράφηκε και ενεγράφη επ΄ ονόματί της, στις 23.4.2004, ως τεμάχιο υπ΄ αρ. 2964.
Αντικείμενο της παρούσας προσφυγής είναι το διάταγμα επίσχεσης υπ΄ αρ. 966, ημερομηνίας 31.8.2007, με το οποίο επισχέθηκε μέρος του τεμαχίου υπ΄ αρ. 2965, που αποτελεί μέρος της ακίνητης ιδιοκτησίας της αιτήτριας που απαλλοτριώθηκε από το 1957.
Προκύπτει, συνεπώς, από τα πιο πάνω στοιχεία ότι δεν πρόκειται περί του ιδίου τεμαχίου της αιτήτριας που διατάχθηκε επιστροφή του στην Α.Ε. 2884 και έτσι δεν παρατηρείται παραβίαση του δεδικασμένου που δημιουργήθηκε.
Η αιτήτρια όμως, κατά τη γνώμη μου ορθά υποστηρίζει ότι θα πρέπει να επιτύχει την ακύρωση του προσβαλλόμενου διατάγματος επίσχεσης γιατί ακριβώς οι καθ΄ων η αίτηση με την έκδοσή του παραβίασαν το ΄Αρθρο 23.5 του Συντάγματος. Σύμφωνα με το ΄Αρθρο 23.5 η απαλλοτριωθείσα ιδιοκτησία θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά προς το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε. Αν εντός τριών ετών από την απαλλοτρίωση δεν καταστεί εφικτός ο σκοπός αυτός, η απαλλοτριούσα αρχή μετά την εκπνοή της προθεσμίας υποχρεούται να προσφέρει την ιδιοκτησία με καταβολή της τιμής κτήσης στο πρόσωπο στο οποίο ανήκε η απαλλοτριωθείσα ιδιοκτησία (βλέπε σχετικά Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέϊτς Λτδ ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 166).
Στην παρούσα περίπτωση η απαλλοτρίωση της ιδιοκτησίας της αιτήτριας έγινε με το διάταγμα απαλλοτρίωσης υπ΄ αρ. 613, που δημοσιεύτηκε στις 20.6.1957, με σκοπό την ανέγερση αστυνομικών κατοικιών οι οποίες φαίνεται ότι τελικά ανεγέρθηκαν στο απαλλοτριωθέν τεμάχιο υπ΄ αρ. 2963. Μέρος της απαλλοτριωθείσας ιδιοκτησίας της αιτήτριας της επιστράφηκε, αφού κρίθηκε ως μη αναγκαίο για τους σκοπούς της απαλλοτρίωσης. Το τεμάχιο υπ΄ αρ. 2965 του οποίου έγινε επίσχεση με το διάταγμα επίσχεσης υπ΄ αρ. 966, ημερομηνίας 31.8.2007, αξιώνει η αιτήτρια με την προσφυγή της αφού, όπως καταγράφεται και στο ίδιο το διάταγμα επίσχεσης το συγκεκριμένο τεμάχιο δεν είναι πλέον αναγκαίο για τους σκοπούς για τους οποίους απαλλοτριώθηκε, αλλά καθίσταται αναγκαίο για άλλο σκοπό δημόσιας ωφέλειας, δηλαδή για τις στεγαστικές ανάγκες της Αστυνομικής Δύναμης Κύπρου.
Όπως διαπιστώνεται από τα στοιχεία των φακέλων που κατατέθηκαν, στο τεμάχιο αυτό σήμερα βρίσκεται το κτίριο που στεγάζει το Τμήμα Τηλεπικοινωνιών Λάρνακας-Αμμοχώστου, το κλιμάκιο ΥΚΑΝ Λάρνακας και ο Σταθμός Υπαίθρου Λάρνακας. Το διάταγμα επίσχεσης έχει εκδοθεί σύμφωνα με τα ΄Αρθρα 23(2) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962, Ν. 15/1962 και του άρθρου 13(1) του περί Απαλλοτριώσεως Γαιών Νόμου, Κεφ. 226. Το άρθρο 23(2) προνοεί ότι ακίνητη ιδιοκτησία που απαλλοτριώθηκε πριν από την έναρξη της ισχύος του Νόμου, δυνάμει των διατάξεων της τότε εν ισχύι νομοθεσίας, η οποία είτε αποδεικνύεται ότι υπερβαίνει τις πραγματικές ανάγκες, ή δεν είναι περαιτέρω αναγκαία για το σκοπό για τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση, δύναται να διατεθεί με τον τρόπο με τον οποίο προβλέπεται στον περί Απαλλοτριώσεως Γαιών Νόμο που καταργήθηκε με το Νόμο 15/1962.
Από την άλλη, σύμφωνα με το άρθρο 13(1) του Κεφ. 226, η Κυβέρνηση της Αυτής Μεγαλειότητος στο Ηνωμένο Βασίλειο ή ο υπεύθυνος οργανισμός δημοσίου δικαίου θα έπρεπε, μέσα σ΄ ένα χρόνο από τη συμπλήρωση των έργων ή στο τέλος της περιόδου που καθορίζεται για τη συμπλήρωση των έργων, ή από την εγκατάλειψη του σκοπού αναφορικά με τον οποίο απαλλοτριώθηκε η γη να πωλήσει και διαθέσει οποιαδήποτε γη αποδειχθεί πως περισσεύει της έκτασης που πραγματικά χρειάζεται ή που δεν χρειάζεται πλέον για το σκοπό που έχει απαλλοτριωθεί, εκτός αν στο μεταξύ, η γη αυτή χρειάζεται για άλλο σκοπό δημόσιας ωφελείας για τον οποίο έχει δημοσιευθεί γνωστοποίηση στην Επίσημη Εφημερίδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου, οπόταν και η γη αυτή ήταν δυνατόν να κρατηθεί γι΄ αυτούς τους άλλους σκοπούς.
Όπως έχει αποφασιστεί στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κωνσταντή κ.α. (1994) 3 Α.Α.Δ. 307, 316-319, οι πιο πάνω νομοθετικές πρόνοιες υποχωρούν μπροστά στη συνταγματική διάταξη του ΄Αρθρου 23.5. Όπως τονίστηκε στην πιο πάνω απόφαση η συνταγματική διάταξη όπως είναι διατυπωμένη, δεν παρέχει απλώς δικαίωμα στον πολίτη, που με αίτημά του μπορεί να αξιώσει την επιστροφή της ακίνητης ιδιοκτησίας του, αλλά επιβάλλει υποχρέωση στην απαλλοτριούσα αρχή να την προσφέρει. Η αναγκαία προσαρμογή του άρθρου 13 του Νόμου με τις διατάξεις του Συντάγματος απολήγει στην υιοθέτηση της ρηματικής πρόνοιας των συνταγματικών διατάξεων που καθιστούν υποχρεωτική την προσφορά από την απαλλοτριούσα αρχή της ακίνητης ιδιοκτησίας στο δικαιούχο και καθορίζουν το χρονικό διάστημα για την επίτευξη του σκοπού για τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση, συντομότερο. Στην ίδια απόφαση στη σελ. 318 επισημαίνεται ότι η υποχρέωση της απαλλοτριούσας αρχής για προσφορά της ακίνητης ιδιοκτησίας των αιτητών, έστω και αν ίσχυε η δεκαετία που προβλέπεται στο άρθρο 13 του Κεφ.226, συνεχιζόταν και μετά το 1960. Εφ΄ όσον οι απαλλοτριώσεις έγιναν το 1954 στο συνεχιζόμενο αυτό δικαίωμα παρενεβλήθηκαν και εφαρμόζονται οι διατάξεις του Συντάγματος.
Το θέμα ταλανίζει την αιτήτρια για δεκαετίες παρ΄ όλον το ανέφικτο του σκοπού και τη χρήση του ακινήτου για σκοπό άλλο από αυτόν που απαλλοτριώθηκε. Αν έτσι αφήνονταν τα πράγματα το κράτος θα κατέληγε να κρατεί τη συγκεκριμένη ιδιοκτησία προς εξυπηρέτηση οποιουδήποτε άλλου σκοπού προέκυπτε στο μέλλον, με όλες τις δυσμενείς επακόλουθες συνέπειες για τον διοικούμενο κατά παράβαση ρητής πρόνοιας του Συντάγματος.
Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κωνσταντή κ.α., ανωτέρω, τονίζεται επίσης ότι η νομική αυτή θέση εναρμονίζεται και με την ευρεία έννοια της δικαιοσύνης. Το κράτος, παραδεκτά, δεν μπορεί να κρατήσει τη συγκεκριμένη ακίνητη ιδιοκτησία για να τη χρησιμοποιήσει για οποιοδήποτε άλλο σκοπό. Το μόνο που μπορεί να κάμει, αν ισχύει το άρθρο 13 του Κεφ. 226 είναι να την πωλήσει σε δημόσιο πλειστηριασμό. Θα ήταν όμως για το Δικαστήριο άκρως ανεπιθύμητη μια τέτοια εξέλιξη, γιατί οι ιδιοκτήτες θα δουν τις περιουσίες τους, που απαλλοτριώθηκαν το 1954 και το 1956, να πωλούνται στο ψηλότερο προσφοροδότη, παρ΄ όλον ότι, από την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας το Σύνταγμα απαγορεύει μια τέτοια διαδικασία.
Εν όψει όλων των πιο πάνω έχω τη γνώμη ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα επίσχεσης εκδόθηκε παράνομα και κατά παράβαση του ΄Αρθρου 23.5 του Συντάγματος. Με αυτά τα δεδομένα είναι αποτέλεσμα νομικής πλάνης και ακυρώνεται. Η έννοια της επίσχεσης δηλαδή η χρησιμοποίηση απαλλοτριωθείσας περιουσίας για σκοπό αλλότριο του σκοπού για τον οποίο έγινε αρχικά η απαλλοτρίωση, είναι εντελώς αντισυνταγματική και παράνομη.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται, με €1.600 έξοδα εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση πλέον Φ.Π.Α, εάν υπάρχει.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ