ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1219/2008

 

 

15 Ιουνίου, 2010.

 

 

[Μ. ΦΩΤΙΟΥ Δ/ΣΤΗΣ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28, 29, 35 ΚΑΙ

146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΕΛΕΝΗ ΑΘΑΝΑΣΟΥΛΙΑ

Αιτήτρια

 

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Καθ' ων η αίτηση

 

........................................

 

Α.Σ. Αγγελίδης, για την αιτήτρια

Μ.Κυπριανού-Τρυφωνοπούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση

 

..............................

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ:  Η αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή ζητά από το Δικαστήριο την πιο κάτω θεραπεία, την οποία παραθέτω αυτούσια:

 

«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ' ης η αίτηση που στάληκε στην αιτήτρια με επιστολή ημερ. 9.5.2008 και με την οποία αφ' ενός απέρριψε την ένσταση που υπέβαλε η αιτήτρια για τη μη αναγνώριση του μεταπτυχιακού της τίτλου και αφ' ετέρου προχώρησε παράνομα στην αφαίρεση 32 μονάδων για πρόσθετα προσόντα κατάσταση που διαφοροποίησε τη σειρά της ή τα δεδομένα της αιτήτριας στον πίνακα διοριστέων είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.»

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Η αιτήτρια κατέχει πτυχίο Ιστορίας και Αρχαιολογίας που απέκτησε από το Πανεπιστήμιο Κύπρου το 2003.  Στις 7/7/03 υπέβαλε στην Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (στο εξής ΕΕΥ) αίτηση για εγγραφή στον πίνακα διοριστέων Καθηγητών Φιλολογικών.  Σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης, ως ίσχυε κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης, απαιτούμενο προσόν για εγγραφή στον πίνακα ήταν, μεταξύ άλλων, η κατοχή πανεπιστημιακού διπλώματος ή τίτλου ή ισότιμου προσόντος στην ειδικότητα που ο καθηγητής προορίζεται να διδάξει.  Η ΕΕΥ ενέκρινε την αίτηση της αιτήτριας με άμεσο συνακόλουθο την περίληψη του ονόματός της στον πίνακα διοριστέων Φεβρουαρίου 2004 της συγκεκριμένης ειδικότητας, και, ακολούθως, στους πίνακες διοριστέων καθηγητών Φιλολογικών του 2005, 2006 και 2007.

 

Να σημειωθεί πως σύμφωνα με το άρθρο 28Β του περί της Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου του 1969 (Ν. 10/69 όπως τροποποιήθηκε), ο πίνακας διοριστέων Φεβρουαρίου κάθε έτους αφορά αιτήσεις που υποβάλλονται στο Γραφείο της ΕΕΥ μέχρι την 31 Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους.  Ειδικότερα το εδάφιο (5) του υπό αναφορά άρθρου προνοεί ότι κατά το Φεβρουάριο κάθε έτους η ΕΕΥ, εφαρμόζοντας τις διατάξεις του Νόμου, προβαίνει σε αναθεώρηση των πινάκων διοριστέων όπως επίσης και σε συμπλήρωσή τους με υποψηφίους οι οποίοι αποτείνονται με αίτηση τους μέχρι την 31 Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους για να εγγραφούν σ' αυτούς.

 

Προκύπτει λοιπόν από τον προαναφερόμενο πίνακα διοριστέων Καθηγητών Φιλολογικών του 2007, ο οποίος αναρτήθηκε στο Γραφείο της ΕΕΥ στις 28/2/07, πως κατά το συγκεκριμένο έτος δόθηκαν στην αιτήτρια εκ παραδρομής 2 μονάδες για πρόσθετα προσόντα, χωρίς η ίδια να είχε προσκομίσει εντός του 2006, ενώπιον της ΕΕΥ οποιοδήποτε πρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν.  Σύμφωνα με τα τεθέντα ενώπιον του Δικαστηρίου, στις 28/12/07 η αιτήτρια υπέβαλε στο Γραφείο της ΕΕΥ ως πρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν το «Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Ειδίκευσης στη Βιοηθική» που της απονεμήθηκε από το Τμήμα Ιατρικής του Πανεπιστημίου Κρήτης της Ελλάδας στις 19/10/07, προκειμένου να της παραχωρηθούν οι ανάλογες μονάδες πρόσθετων προσόντων στον πίνακα διοριστέων Καθηγητών Φιλολογικών.

 

Η σχετική νομοθετική πρόνοια η οποία αναφέρεται σε επιπρόσθετες μονάδες που δίδονται για πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα, περιέχεται στο άρθρο 28 Β (3)(β) του προαναφερθέντος Νόμου το οποίο προνοεί τα ακόλουθα:

 

«(3)  Μεταξύ των υποψηφίων που αναφέρονται στο εδάφιο (2) και οι οποίοι απέκτησαν τον πρώτο τίτλο σπουδών τους το ίδιο έτος η σειρά προτεραιότητας καθορίζεται με βάση τα ακόλουθα κριτήρια:

 

(α)  βαθμός στο βασικό τίτλο, δίπλωμα ή πτυχίο ή σ' άλλα επίσημα αποδεικτικά στοιχεία που να επιβεβαιώνουν το βαθμό αυτό, ανάλογα με την περίπτωση:

 

(i) 3 μονάδες για βαθμό άριστα ή ισοδύναμο βαθμό -

 

(ιι) 2 μονάδες για βαθμό λίαν καλώς ή ισοδύναμο βαθμό -

 

(ιιι) 1 μονάδα για βαθμό καλώς ή όταν δεν αναγράφεται βαθμός.

 

(β) πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα σε θέμα το οποίο είναι συναφές με την εκπαίδευση ή την ειδικότητα του υποψηφίου ή τα καθήκοντα της θέσης:

 

(ι) 3 μονάδες για διδακτορικό τίτλο επιπέδου Ph.D. ή άλλου ισοδύναμου επιπέδου -

 

(ιι)  2 μονάδες για μεταπτυχιακό τίτλο επιπέδου Μ.Α., ΜSc. ή άλλου ισοδύναμου επιπέδου -

 

(ιιι) 1 μονάδα για μεταπτυχιακό δίπλωμα που αποκτήθηκε μετά από φοίτηση διάρκειας τουλάχιστον ενός ακαδημαϊκού έτους:

 

Νοείται ότι σε περίπτωση υποψηφίου που έχει πέραν του ενός πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα μόνο ένα θα λαμβάνεται υπόψη.

 

......................................................................................................»

 

Σύμφωνα με γνωμάτευση που έλαβε η ΕΕΥ από τη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας στις 12/5/04 η φράση «συναφές με την εκπαίδευση» περιλαμβάνει όλες τις ειδικότητες για τις οποίες καταρτίζονται πίνακες διοριστέων.  Η ΕΕΥ εξέτασε το πιο πάνω αίτημα της αιτήτριας στη συνεδρία της ημερ. 20/2/08 και το απέρριψε.  Συγκεκριμένα, αφού μελέτησε το περιεχόμενο του προγράμματος σπουδών του μεταπτυχιακού τίτλου της αιτήτριας και αφού έλαβε υπόψη την προαναφερόμενη γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας καθώς και τις πρόνοιες του άρθρου 28 Β(3), έκρινε ότι δεν δύναται να παραχωρήσει στην αιτήτρια μονάδες πρόσθετων προσόντων για το μεταπτυχιακό της δίπλωμα, «αφού αυτό δεν είναι σχετικό με την ειδικότητα της, τα καθήκοντα της θέσης ή την εκπαίδευση.»

 

Επακριβώς τα όσα αναφέρθηκαν από μέρους της στο σχετικό πρακτικό έχουν ως εξής:

 

«...................................................................................................

Η Επιτροπή αποφάσισε ότι δεν μπορεί, σύμφωνα με τη σχετική εκπαιδευτική νομοθεσία, να παραχωρήσει δύο μονάδες στην αιτήτρια για το εν λόγω προσόν, αφού αυτό δεν είναι σχετικό με την ειδικότητα της, τα καθήκοντα της θέσης ή την εκπαίδευση.  Συγκεκριμένα, ο πιο πάνω τίτλος δεν μπορεί να θεωρηθεί «συναφής με την εκπαίδευση», με βάση την προαναφερόμενη Νομική Γνωμάτευση, αφού μέχρι στιγμής δεν υπάρχει πίνακας διοριστέων στην ειδικότητα της Βιοηθικής.  Επιπρόσθετα, τα μαθήματα που παρακολούθησε η Αθανασούλια κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών σπουδών της δεν συνάδουν με τα καθήκοντα της θέσης καθηγητή, όπως αυτά αναφέρονται στο Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης καθηγητή στις Κλ. Α8-Α10-Α11 (Σ.Υ. 43/2003).  Το περιεχόμενο του προγράμματος σπουδών του μεταπτυχιακού τίτλου της Αθανασούλια αφορά κατά μεγάλο μέρος του ιατρικά θέματα της Βιοηθικής.  Τα μαθήματα «Εισαγωγή στη Βιοϊατρική Ηθική/Βιοθηκή», «Δημόσια Υγεία», «Ιστορία της Ιατρικής και της Ιατρικής Δεοντολογίας», «Ιατρική Ανθρωπολογία και Βιοηθική», «Βιοηθική και τέλος της ζωής», «Κοινωνιολογία και δίκαιο της ανθρώπινης αναπαραγωγής», καθώς και το θέμα της Διπλωματικής Εργασίας της Αθανασούλια, «Ανακουφιστική - Συμπτωματική (παρηγορητική) φροντίδα σε χρόνιους ασθενείς και ασθενείς τελικού σταδίου.  Ηθικές διαστάσεις - ποιότητα ζωής», δεν αφορούν θέματα τα οποία διδάσκονται στα δημόσια σχολεία της Κύπρου στα πλαίσια των φιλολογικών μαθημάτων, και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να θεωρηθούν συναφή με την ειδικότητα της Ελληνικής Φιλολογίας, την οποία προορίζεται να διδάξει η Αθανασούλια.»

 

Στη συνέχεια, η ΕΕΥ, με βάση την πιο πάνω απόφασή της, αφαίρεσε από τον πίνακα διοριστέων Καθηγητών Φιλολογικών του 2008 τις 2 μονάδες πρόσθετων προσόντων που εκ παραδρομής είχαν παραχωρηθεί στην αιτήτρια στον αντίστοιχο πίνακα του 2007.  Ακολούθησε στις 3/3/08 η υποβολή ένστασης από μέρους της αιτήτριας η οποία αφορούσε και τη σειρά προτεραιότητας της αλλά και τη μείωση του συνόλου των μονάδων της στον πίνακα διοριστέων Καθηγητών Φιλολογικών του 2008.

 

Η ΕΕΥ εξέτασε την ένσταση της αιτήτριας στη συνεδρία της ημερ. 17/4/08 και την απέρριψε.  Έκρινε, σύμφωνα με το τηρηθέν πρακτικό, ότι ο μεταπτυχιακός τίτλος που κατείχε η αιτήτρια δεν ήταν συναφής με την ειδικότητα της, τα καθήκοντα της θέσης ή την εκπαίδευση, όπως απαιτεί η σχετική εκπαιδευτική νομοθεσία.  Για την απόρριψη της ένστασης της η Επιτροπή ενημέρωσε την αιτήτρια με επιστολή της ημερ. 9/5/08 με αποτέλεσμα την καταχώρηση της παρούσας προσφυγής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Με τη γραπτή του αγόρευση ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας προβάλλει τους εξής λόγους ακυρώσεως:  (α) Εσφαλμένα, η καθ' ης η αίτηση έλαβε υπόψη της στην προκείμενη περίπτωση τη γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας ημερ. 12/5/04 καθότι η συγκεκριμένη γνωμάτευση αφορούσε πρόνοια του άρθρου 35 Β (4)(β) του περί της Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου του 1969 που αναφέρεται στην πλήρωση θέσεων προαγωγής και δεν έχει καμιά σχέση με την υπό εξέταση υπόθεση, (β)  έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, και (γ) παραβίαση της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 89/48/ΕΟΚ και του Νόμου 179(1)/2002.

 

ΕΞΕΤΑΣΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

Αναφορικά με τον (α) πιο πάνω λόγο, ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας υποστηρίζει ότι η καθ' ης η αίτηση, λαμβάνοντας υπόψη στην προκείμενη περίπτωση τη γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας ημερ. 12/5/04, έλαβε υπόψη εξωγενές στοιχείο άσχετο με τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης.  Είναι ειδικότερα η θέση του πως η συγκεκριμένη γνωμάτευση έγινε με αναφορά στο άρθρο 35 Β (4)(β) του Ν. 10/69 όπως τροποποιήθηκε, που αναφέρεται σε διαδικασία για πλήρωση θέσεων προαγωγής, διαδικασία που δεν έχει καμιά σχέση με την υπό εξέταση περίπτωση.

 

Κατά την άποψη μου ο συγκεκριμένος ισχυρισμός είναι αβάσιμος.  Από τα τεθέντα ενώπιον του Δικαστηρίου, προκύπτει μεν ότι η υπό αναφορά γνωμάτευση δόθηκε με αναφορά στο άρθρο 35 Β(4)(β) του σχετικού Νόμου, που αφορά διαδικασία για πλήρωση θέσεων προαγωγής, και όχι διαδικασία για αναγνώριση μεταπτυχιακού τίτλου για σκοπούς αποκόμισης μονάδων και επανακαθορισμού θέσης στον πίνακα διοριστέων, όπως η εξεταζόμενη περίπτωση της αιτήτριας, δεν παύει όμως, η νομική καθοδήγηση που δόθηκε με τη γνωμάτευση ως προς την ερμηνεία της φράσης «συναφές με την εκπαίδευση» να δύναται να εφαρμοστεί και σε περιπτώσεις ανάλογες με αυτή της αιτήτριας.  Εδώ η ΕΕΥ είχε ενώπιον της τον μεταπτυχιακό τίτλο της αιτήτριας τον οποίο όφειλε να αξιολογήσει προκειμένου να αποφασίσει αν ο συγκεκριμένος τίτλος ήταν σε θέμα «συναφές με την εκπαίδευση».  Επομένως ορθά ανέτρεξε στη γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας που δίνει νομική ερμηνεία της φράσης που η ίδια καλείτο να εφαρμόσει.  Θεωρώ ότι με την πράξη της αυτή η ΕΕΥ ενήργησε εντός των πλαισίων της νομιμότητας και της χρηστής διοίκησης.  Εφαρμόζοντας κατ' αναλογία την αρχή ότι η ερμηνεία των σχεδίων υπηρεσίας ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου και το δικαστήριο επεμβαίνει μόνο αν κρίνει ότι η δοθείσα ερμηνεία δεν ήταν εύλογη (βλ. μεταξύ άλλων Papaleontiou v. Republic (1987) 3 C.L.R. 211, Δημοκρατία ν. Γεωργίου κ.α. (2005) 3 Α. Α.Δ. 93), καταλήγω ότι δεν υπάρχει οτιδήποτε που να δικαιολογεί επέμβαση του δικαστηρίου στην κατάληξη της ΕΕΥ ότι ο συγκεκριμένος τίτλος δεν ήταν σε θέμα «συναφές με την εκπαίδευση».

 

Ούτε οι επόμενες αιτιάσεις της αιτήτριας, ότι δηλαδή η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της δέουσας έρευνας και αιτιολογίας ευσταθούν.

 

Στην παρούσα υπόθεση η ΕΕΥ, πριν καταλήξει, εξέτασε όλα τα στοιχεία τα οποία η ίδια η αιτήτρια υπέβαλε και διαπίστωσε από το περιεχόμενο του προγράμματος των σπουδών της, αλλά και την αναλυτική περιγραφή των μαθημάτων που παρακολούθησε, ότι ο μεταπτυχιακός της τίτλος δεν αφορούσε θέμα συναφές με την εκπαίδευση.  Θεωρώ ότι η ΕΕΥ προέβη στη δέουσα έρευνα και ότι η απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή και εντός των πλαισίων της διακριτικής της ευχέρειας.  Όσον αφορά τώρα τον  ισχυρισμό του ευπαίδευτου συνηγόρου της αιτήτριας ότι ώφειλέ η ΕΕΥ στην προκείμενη περίπτωση να απευθυνθεί η ίδια στο ΚΥΣΑΤΣ για να προβεί σε περαιτέρω έρευνα, κρίνω ότι και αυτή η εισήγηση θα πρέπει να απορριφθεί.  Σύμφωνα με τη νομολογία, η ΕΕΥ μπορούσε στην προκείμενη περίπτωση νομικά, να ζητήσει από την αιτήτρια να αποταθεί στο ΚΥΣΑΤΣ, δεν είχε όμως υποχρέωση να παραπέμψει η ίδια το θέμα.  (Βλ. Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου, (2008) 3 Α.Α.Δ. 100).

 

Προβάλλεται επίσης από τον συνήγορο της αιτήτριας, στα πλαίσια του ίδιου ισχυρισμού, πως η ΕΕΥ απάντησε στην ένσταση της αιτήτριας χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε πρόσθετη έρευνα αλλά αλαζονικά επέβαλε την αρχική της απόφαση.  Η ΕΕΥ, όπως προκύπτει από τα ενώπιον του Δικαστηρίου τεθέντα, είχε ήδη πριν από την υποβολή της ένστασης της αιτήτριας καθορίσει τη θέση της στη βάση των στοιχείων που είχε προσκομίσει η ίδια η αιτήτρια.   Δεν προσκομίστηκε στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε οποιοδήποτε νέο στοιχείο που θα απαιτούσε την οποιαδήποτε περαιτέρω έρευνα και αιτιολόγηση από μέρους της ΕΕΥ.  Αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι δεν υπήρξε αμεροληψία από την πλευρά της ΕΕΥ, κατά την εξέταση της ένστασης, αφού είχε πάρει και την αρχική απόφαση.  Ορθά επισημαίνει η πλευρά των καθ' ων η αίτηση ότι η αιτήτρια εμποδίζεται από το δόγμα της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας να προβάλλει τέτοιο ισχυρισμό.

 

Τα πιο πάνω απαντούν και τον ισχυρισμό περί αναιτιολογήτου της προσβαλλόμενης απόφασης αφού, από το σύνολο των ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχείων, προκύπτουν τόσο οι νομικοί όσο και οι πραγματικοί λόγοι για τους οποίους η ΕΕΥ απέρριψε την ένσταση της αιτήτριας.  Στην απόφαση της Ολομέλειας Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270 έχει καθοριστεί με πληρότητα το τι συνιστά αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης και η παρούσα περίπτωση ικανοποιεί τις επιταγές που καθόρισε η εν λόγω απόφαση. 

 

Τέλος υποστηρίζεται από μέρους της αιτήτριας ότι η ΕΕΥ εκδίδοντας την επίδικη απόφαση παραβίασε την Ευρωπαϊκή Οδηγία 89/48/ΕΟΚ και τον περί Γενικού Συστήματος Αναγνώρισης των Επαγγελματικών Προσόντων Νόμο του 2002, Ν. 179(1)/2002.  Παραπέμποντας ειδικότερα στην ερμηνεία του όρου «δίπλωμα» που περιέχεται στο άρθρο 2 του πιο πάνω Νόμου, ισχυρίστηκε ότι η ΕΕΥ κατά την εξέταση της ένστασης όφειλε να επαληθεύσει αν η ενδεχόμενη επαγγελματική εμπειρία της αιτήτριας είναι ικανή να καλύψει ολικώς ή μερικώς τις γνώσεις που υπολείπονται.

 

Επίσης επικαλέστηκε παραβίαση του άρθρου 4(1) του σχετικού Νόμου σύμφωνα με το οποίο το αρμόδιο όργανο δεν μπορεί, επικαλούμενο την έλλειψη προσόντων, να αρνείται σε υπήκοο κράτους μέλους την πρόσβαση στο επάγγελμα αυτό ή την άσκησή του, υπό τους ίδιους όρους με τους ημεδαπούς εφόσον ο αιτητής πληροί ορισμένες προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 4.  Προσθέτει ότι αν η ΕΕΥ είχε την άποψη ότι ο μεταπτυχιακός τίτλος της αιτήτριας δεν ήταν σε θέμα συναφές με την εκπαίδευση σύμφωνα με το άρθρο 5(1)(β) του Ν. 179(1)/2002, μπορούσε να της επιβάλει αντισταθμιστικά μέτρα.

 

Πανομοιότυποι ισχυρισμοί έχουν τεθεί στην υπόθεση Χαράλαμπος Αθανασίου ν. Δημοκρατίας αρ. υπόθεσης 1229/06 ημερ. 12/1/09, η οποία σημειώνω δεν έχει εφεσιβληθεί.  Θεωρώ ότι με όσα εκεί αποφασίστηκαν, τα οποία τυγχάνουν εφαρμογής και στην παρούσα, θα πρέπει να απορριφθεί και ο ισχυρισμός περί παραβίασης της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 89/48/ΕΟΚ και του Ν. 179(1)/2002.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200  έξοδα πλέον ΦΠΑ εναντίον της αιτήτριας.  Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται σύμφωνα με το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

                                                                         Μ. Φωτίου, Δ.

/ΚΑς

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο