ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1213/2007)
28 Ιουνίου, 2010
[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΟΥΡΟΥΣΙΔΗΣ,
Αιτητής,
- ν -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ης η αίτηση.
- - - - - -
Χρ. Χριστοφίδης, για τον Αιτητή.
Ν. Κέκκος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Καθ΄ης η Αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Εναντίον του αιτητή, ο οποίος υπηρετούσε ως Πρώτος Νοσηλευτικός Λειτουργός στον Γενικό Νοσηλευτικό Κλάδο του Υπουργείου Υγείας, είχε διαταχθεί κατά το Σεπτέμβριο του 2004 πειθαρχική έρευνα που αφορούσε πιθανή διάπραξη πειθαρχικών αδικημάτων απρεπούς συμπεριφοράς και/ή σεξουαλικής παρενόχλησης εναντίον Νοσηλευτικής Λειτουργού που υπηρετούσε, όπως και ο ίδιος, στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Ενημερωθείσα σχετικά, η καθ΄ης η αίτηση έθεσε τον αιτητή σε διαθεσιμότητα για περίοδο δύο μηνών από τις 22.9.2004, με πρόνοια όπως λαμβάνει μόνο το ήμισυ των απολαβών του. Έκτοτε και κατόπιν διαδοχικών παρατάσεων, η διαθεσιμότητα του αιτητή κράτησε μέχρι την 21.1.2005. Το Υπουργείο Υγείας ως αρμόδια Αρχή, υπέβαλε ακολούθως την έκθεση της Ερευνώσας Λειτουργού σχετικά με τη διεξαχθείσα έρευνα μαζί με κατηγορητήριο, προς την καθ΄ης η αίτηση, με σκοπό τη λήψη πειθαρχικών μέτρων εναντίον του αιτητή, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου. Η καθ΄ης η αίτηση, σε συνεδρία της ημερομηνίας 13.5.2005, αποφάσισε να προχωρήσει σε πειθαρχική δίκη εναντίον του αιτητή ορίζοντας την 13.6.2005 ως ημερομηνία απάντησης του αιτητή στις κατηγορίες. Ο αιτητής δεν παραδέχθηκε ενοχή και διεξήχθη δίκη ενώπιον της καθ΄ης η αίτηση. Η δίκη ολοκληρώθηκε σε 9 συνεδρίες της καθ΄ης η αίτηση. Με απόφασή της ημερομηνίας 17.5.2007 η καθ΄ης η αίτηση βρήκε ένοχο τον αιτητή και, σε μεταγενέστερη συνεδρίασή της, κατά την 19.6.2007, επέβαλε σ΄ αυτόν την πειθαρχική ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης από τη Δημόσια Υπηρεσία από την ίδια ημερομηνία.
Με την παρούσα προσφυγή του, ο αιτητής ζητά την ακύρωση της ποινής η οποία του επιβλήθηκε, όπως και της απόφασης περί της ενοχής του στις κατηγορίες που αντιμετώπιζε, καθώς επίσης και κάποιων προπαρασκευαστικών - ενδιάμεσων αποφάσεων της καθ΄ης η αίτηση. Περαιτέρω, ο αιτητής, επιζητεί την ακύρωση του σκέλους της απόφασης της καθ΄ης η αίτηση ημερομηνίας 19.6.2007 περί της μη επιστροφής στον αιτητή των ποσών που είχαν κατακρατηθεί από το μισθό του καθόλη τη διάρκεια της διαδικασίας διερεύνησης της υπόθεσης.
Με την Αίτησή του ο αιτητής εγείρει σωρεία λόγων ακύρωσης των προσβαλλόμενων αποφάσεων της καθ΄ης η αίτηση, τους οποίους και αναπτύσσει εκτενώς στη γραπτή αγόρευσή του. Θα τους εξετάσω ξεχωριστά, με τη σειρά με την οποία παρατίθενται στην αγόρευσή του.
Η κατ΄ ισχυρισμό παράνομη προπαρασκευαστική απόφαση της καθ΄ης η αίτηση ημερομηνίας 12.10.2005.
Στο κατηγορητήριο με το οποίο άρχισε η δίωξη εναντίον του αιτητή, είχαν διατυπωθεί έξι κατηγορίες. Οι τρεις αφορούσαν σε "απρεπή συμπεριφορά που ενέχει ηθική αισχρότητα" κατά παράβαση των άρθρων 66(2)(στ) και 73(1)(α) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990-2005, ενώ οι υπόλοιπες τρεις αφορούσαν σε "ενέργεια και/ή συμπεριφορά με τρόπο που δυνατόν να δυσφημήσει το κύρος της Δημόσιας Υπηρεσίας γενικά, ή ειδικά τη θέση που κατέχει" κατά παράβαση των άρθρων 60(2)(ε) και 73(1)(β) των ίδιων νόμων.
Προτού ο αιτητής (καθ΄ου η δίωξη στην πειθαρχική δίκη) απαντήσει στις εναντίον του κατηγορίες, ο εκπρόσωπος της αρμόδιας Αρχής, υπέβαλε αίτημα για τροποποίηση του κατηγορητηρίου.
Με το αίτημα εζητείτο η τροποποίηση των λεπτομερειών των κατηγοριών 3, 4, 5 και 6 δια της αλλαγής του χρόνου της κατά τις κατηγορίες διάπραξης των αδικημάτων, όπως επίσης και με την προσθήκη τριών ακόμα κατηγοριών υπ΄ αρ. 7, 8, 9, οι οποίες βασίζονταν στον περί Ίσης Μεταχείρισης Ανδρών και Γυναικών στην Απασχόληση και στην Επαγγελματική Εκπαίδευση Νόμο αρ. 205(Ι)/2002. Παρά την υποβολή ένστασης εκ μέρους του αιτητή στην αιτηθείσα τροποποίηση, η καθ΄ης η αίτηση Επιτροπή, με αιτιολογημένη ενδιάμεση απόφασή της ημερομηνίας 12.10.2005, ενέκρινε το αίτημα.
Όπως υποστηρίζει η πλευρά του αιτητή, παράνομα επιτράπηκε η τροποποίηση του κατηγορητηρίου. Παραπέμπει δε προς τούτο σε ποινικές εφέσεις οι οποίες είχαν εκδικασθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Θα πρέπει όμως εδώ να παρατηρηθεί ότι οι αποφάσεις στις οποίες παρέπεμψε η πλευρά του αιτητή και οι αρχές οι οποίες εκπηγάζουν απ΄ αυτές, δεν αναφέρονται σε θέματα ελαττωματικού κατηγορητηρίου ή εσφαλμένης προσθήκης ή τροποποίησης κατηγοριών σε κατηγορητήριο. Οι εφέσεις εκείνες καθιερώνουν ή επιβεβαιώνουν τη γνωστή αρχή του ποινικού δικαίου, σύμφωνα με την οποία εκεί όπου τα γεγονότα μιας κατηγορίας εμπεριέχονται ή συνδέονται με τα γεγονότα άλλης κατηγορίας, θα πρέπει να επιβάλλεται ποινή μόνο σε μια κατηγορία και να αποφεύγεται η διπλή τιμωρία του κατηγορούμενου σε σχέση με την ίδια πράξη. Σύμφωνα με τον αιτητή, εφόσον εδώ επιτράπηκε η τροποποίηση του κατηγορητηρίου, παραβιάστηκε η βασική αρχή φυσικής δικαιοσύνης σύμφωνα με την οποία για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα δεν επιβάλλονται περισσότερες από μια πειθαρχικές ποινές. Σε σχέση με αυτές τις εισηγήσεις, θα πρέπει να παρατηρήσω ότι σχέση μπορεί να έχουν με το θέμα της ποινής μετά την καταδίκη, αλλ΄ αδυνατώ να διακρίνω πώς είναι που συνδέονται αυτές οι αρχές με το θέμα της τροποποίησης κατηγορητηρίου και προσθήκης κατηγοριών. Ως προς δε το θέμα της τελικής ποινής η οποία επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο, όπως έχει προαναφερθεί, δεν επιβλήθηκαν σ΄ αυτόν διάφορες ποινές σε επί μέρους κατηγορίες, παρά μόνο του επιβλήθηκε η ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης σε σχέση με όλες τις κατηγορίες στο κατηγορητήριο.
Επομένως, αυτός ο λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να ευσταθήσει.
Η κατ΄ ισχυρισμό παράνομη προπαρασκευαστική απόφαση της καθ΄ης η αίτηση ημερομηνίας 27.3.2005.
Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί κατ΄ αρχάς ότι εσφαλμένα αναφέρεται σ΄ αυτό το λόγο ακύρωσης ότι η κατ΄ ισχυρισμό παράνομη ενδιάμεση απόφαση της καθ΄ης η αίτηση είχε εκδοθεί στις 27.3.2005, σφάλμα το οποίο αποδίδεται προφανώς στο ότι και η ίδια η ενδιάμεση απόφαση φέρει την ημερομηνία 27.3.2005. Αυτή η ημερομηνία είναι έκδηλα εσφαλμένη, εφόσον η συγκεκριμένη ενδιάμεση απόφαση είναι μεταγενέστερη της προηγηθείσας ημερομηνίας 12.10.2005, και εφόσον, όπως φαίνεται από τα τηρηθέντα πρακτικά, η ορθή ημερομηνία της δεύτερης αυτής ενδιάμεσης απόφασης είναι 27.3.2006 και όχι 27.3.2005.
Μετά την επιτραπείσα τροποποίηση του κατηγορητηρίου ως ανωτέρω και προτού ο αιτητής κατηγορηθεί, οι συνήγοροί του ήγειραν προδικαστική ένσταση, ενιστάμενοι στο να προχωρούσε η διαδικασία για δύο λόγους:
α. Επειδή το αρχικό κατηγορητήριο δεν ήταν υπογεγραμμένο από την αρμόδια Αρχή, αφού υπεγράφη από τον Υπουργό Υγείας αντί από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Υγείας και,
β. Επειδή το τροποποιημένο κατηγορητήριο δεν φέρει καμιά απολύτως υπογραφή, κατ΄ αντίθεση με την παράγραφο 8 του Δεύτερου Πίνακα, Μέρος Ι [άρθρο 81(2)(β)] των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων.
Η αιτιολογία την οποία έδωσε η καθ΄ης η αίτηση για την απόρριψη και των δύο πτυχών της ένστασης, είναι ορθή. Ως προς την πρώτη πτυχή, η Επιτροπή αναφέρθηκε στις πρόνοιες του άρθρου 83(1)(β) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων, σύμφωνα με το οποίο, μετά τη συμπλήρωση πειθαρχικής έρευνας από την οποία αποκαλύπτεται η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος, η αρμόδια Αρχή παραπέμπει το ζήτημα στην ΕΔΥ και αποστέλλει σ΄ αυτήν, μεταξύ άλλων, "την κατηγορία που θα προσαφθεί υπογραμμένη από την αρμόδια αρχή." Σύμφωνα δε με τις πρόνοιες του άρθρου 2(στ) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων, ο όρος "αρμόδια αρχή" σημαίνει:
"(στ) τον Υπουργό που ενεργεί συνήθως μέσω του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου, για τους υπαλλήλους του υπουργείου του και κάθε Τμήματος που υπάγεται σ΄ αυτό· ..."
Επομένως, κανένα πρόβλημα δεν δημιουργείται από το γεγονός ότι το αρχικό κατηγορητήριο το υπέγραψε ο Υπουργός και όχι ο Γενικός Διευθυντής. Δεν συμμερίζομαι τη θέση ότι κατ΄ αυτό τον τρόπο σημειώθηκε ανεπίτρεπτη ανάμειξη του Υπουργού, δηλαδή της πολιτικής εξουσίας στο έργο του Γενικού Διευθυντή, δηλαδή της διοικητικής εξουσίας. Η απόφαση στην Αναθεωρητική Έφεση Ροζάννα - Αμφιτρίτη Κούτσιου ν. Δημοκρατίας (2001) 3(Β) ΑΑΔ 987, στην οποία παράπεμψαν οι συνήγοροι του αιτητή, δεν ισχυροποιεί τη θέση τους. Σε εκείνη την υπόθεση, η πράξη της μετάθεσης της αιτήτριας διαβιβάστηκε με επιστολή την οποία υπέγραφε κάποιος Λειτουργός του Υπουργείου Οικονομικών και δεν υπήρχε οποιοδήποτε έγγραφο που να επιβεβαιώνει ότι είχε προηγηθεί η λήψη απόφασης από την αρμόδια Αρχή, δηλαδή τον Υπουργό ή το Γενικό Διευθυντή. Στην απουσία δε οποιασδήποτε επιβεβαίωσης ότι η απόφαση που υπογραφόταν από το Λειτουργό είχε πράγματι ληφθεί από το όργανο στο οποίο ο Νόμος εναπόθεσε αρμοδιότητα, το Εφετείο θεώρησε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είχε ληφθεί από αναρμόδιο όργανο. Όμως, στην υπό εξέταση περίπτωση, το κατηγορητήριο υπογράφηκε από τον ίδιο τον Υπουργό που είναι η αρμόδια κατά Νόμο Αρχή, οπότε δεν τίθεται θέμα άλλης επιβεβαίωσης ότι προήρχετο από αρμόδιο όργανο.
Ως προς την πτυχή της ένστασης με την οποία προσβάλλεται η νομιμότητα του τροποποιημένου κατηγορητηρίου, και πάλι, πιστεύω ότι η άποψη της καθ΄ης η αίτηση σύμφωνα με την οποία η μη υπογραφή του τροποποιημένου κατηγορητηρίου δεν ενείχε υπό τις περιστάσεις σημασία, είναι ορθή. Σημειώνεται προς τούτο ιδιαίτερα, το γεγονός ότι το αρχικό κατηγορητήριο είχε υπογραφεί από τον ίδιο τον Υπουργό ως αρμόδια Αρχή. Σημειώνεται ακόμα το γεγονός ότι το τροποποιημένο κατηγορητήριο έτυχε ενδελεχούς εξέτασης στο πλαίσιο της ένστασης που είχε υποβληθεί για την τροποποίησή του, η δε τελική διαμόρφωσή του έγινε κατόπιν που η τροποποίηση επετράπη με την αιτιολογημένη απόφαση της καθ΄ης η αίτηση. Όπως ορθά παρατηρεί και ο συνήγορος της καθ΄ης η αίτηση, μετά την άδεια που δόθηκε για την τροποποίηση, έγινε στο κατηγορητήριο η σχετική καταχώρηση σύμφωνα με την ποινική δικονομία και τέθηκε η υπογραφή του Προέδρου της καθ΄ης η αίτηση Επιτροπής στο τροποποιημένο κατηγορητήριο. Είναι βέβαια γεγονός ότι, η παράγραφος 8 του Δεύτερου Πίνακα στον οποίο παραπέμπει το άρθρο 81(2)(β) του Νόμου, επιτάσσει όπως μόλις η αρμόδια Αρχή πάρει από το Γενικό Εισαγγελέα τις διατυπωθείσες πειθαρχικές κατηγορίες, τις υπογράφει και τις διαβιβάζει στον Πρόεδρο της Επιτροπής. Αυτό όμως έχει γίνει. Οι αποφάσεις στις οποίες παραπέμπουν οι συνήγοροι του αιτητή, σύμφωνα με τις οποίες η μη υπογραφή του κατηγορητηρίου από την αρμόδια Αρχή δεν είναι θέμα τυπικού ελαττώματος, αλλά ουσιαστικού, δεν προωθούν εδώ τη θέση τους. (Φώτης Παπαφώτης ν. Δημοκρατίας (1989) ΑΑΔ κ.ά.). Στην υπό εξέταση περίπτωση, ακολουθήθηκε η νόμιμη διαδικασία και δεόντως υπογεγραμμένο κατηγορητήριο τέθηκε ενώπιον της καθ΄ης η αίτηση Επιτροπής. Απ΄ εκείνη τη στιγμή, το κατηγορητήριο περιήλθε στον έλεγχο του οργάνου που ασκεί πειθαρχική δικαιοδοσία και μόνο με δική του απόφαση θα μπορούσε να τροποποιηθεί. Και ασφαλώς καμιά έγκριση δεν τίθεται θέμα να εζητείτο ή να εξασφαλιζόταν από την αρμόδια Αρχή με την προσυπογραφή του νέου τροποποιημένου κατηγορητηρίου.
Επομένως, ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης μπορεί να ευσταθήσει.
Διαρρεύσας χρόνος. Ισχυρισμός περί παραβίασης της θεμελιώδους αρχής για περάτωση της δίκης εντός ευλόγου χρόνου.
Σύμφωνα με τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα της πειθαρχικής διαδικασίας, τα περιστατικά που είχαν οδηγήσει στη δίωξη του αιτητή τοποθετούνταν κατά ή περί τον Ιούλιο 2003 και μεταξύ Οκτωβρίου - Δεκεμβρίου του 2003. Ερευνώσα Λειτουργός διορίστηκε στις 21.9.2004 η οποία και διεκπεραίωσε την έρευνά της στις 10.1.2005. Η καθ΄ης η αίτηση απεφάσισε στις 13.5.2005 όπως προχωρήσει σε πειθαρχική δίκη του αιτητή και όρισε την υπόθεση για τις 13.6.2005 για να απαντήσει στις κατηγορίες. Για τη δίκη αναλώθηκαν συνολικά εννέα συνεδριάσεις της καθ΄ης η αίτηση και η δίκη απέληξε σε καταδικαστική για τον αιτητή απόφαση, η οποία εκδόθηκε στις 17.5.2007, ενώ η ποινή επιβλήθηκε στις 19.6.2007.
Βασιζόμενη σ΄ αυτά τα κύρια γεγονότα, η πλευρά του αιτητή εισηγείται ότι η όλη διαδικασία διάγνωσης της ευθύνης του υπερέβη τα θεμιτά όρια του εύλογου χρόνου εντός του οποίου θα έπρεπε να είχε διαγνωσθεί με βάση το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και των γενικότερων αρχών που διέπουν τις παραμέτρους μιας δίκαιης δίκης. Από την άλλη, η πλευρά της καθ΄ης η αίτηση προβάλλει τη θέση ότι οι πρόνοιες του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει το δικαίωμα δίκαιης δίκης εντός ευλόγου χρόνου, καθώς επίσης και η σχετική Κυπριακή και Ευρωπαϊκή νομολογία, αναφέρονται και εφαρμόζονται μόνο σε περιπτώσεις ποινικών διαδικασιών και όχι σε πειθαρχικές διαδικασίες στις οποίες, εισηγείται περαιτέρω η πλευρά της καθ΄ης η αίτηση, δεν υπάρχει ο περιορισμός της διάγνωσης ευθύνης εντός ευλόγου χρόνου.
Σε σχέση με το θέμα τούτο θα πρέπει κατ΄ αρχάς να εντοπισθεί ότι σύμφωνα με τον Κανονισμό 3 του Δεύτερου Πίνακα, Μέρος ΙΙΙ του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου "η ακρόαση της υπόθεσης διεξάγεται κατά το δυνατόν κατά τον αυτόν τρόπον ως η ακρόαση ποινικής υπόθεσης εκδικαζομένης συνοπτικώς". (Βλ. Φ. Παπαφώτης ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 1302 και Ν. Παυλίδης κ.ά. ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου Ιατρών, Συνεκδ. Υποθέσεις αρ. 645/2005 και 691/2005, ημερομηνίας 18.7.2007). Όπως είχε παρατηρήσει το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Ν. Παυλίδης (ανωτέρω), στις πειθαρχικές διαδικασίες θα πρέπει να ακολουθούνται, όσο είναι δυνατό, τόσο οι κανόνες της ποινικής δικονομίας, όσο και οι κανόνες του ποινικού δικαίου. Στην παλαιότερη δε απόφαση στην υπόθεση Evangelos Petrou v. The Republic (1980) 3 CLR 203, καθαρά είχε επιβεβαιωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι στις διαδικασίες πειθαρχικών διώξεων θα πρέπει να τηρούνται και οι κανόνες και οι αρχές φυσικής δικαιοσύνης. Περαιτέρω, σε άλλες αποφάσεις, όπως για παράδειγμα στην υπόθεση Κωνσταντίνος Μαλλιώτης κ.ά. ν. Ε.Δ.Υ. κ.ά. (1996) ΑΑΔ 227, επιβεβαιώθηκε ότι οι αρχές του Άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων εφαρμόζονται κατ΄ αναλογία και στις πειθαρχικές διαδικασίες με τον ίδιο τρόπο που εφαρμόζονται στις περιπτώσεις κατηγοριών για διάπραξη ποινικών αδικημάτων και θα πρέπει να τηρούνται οι παράμετροι που διασφαλίζουν τη διεξαγωγή μιας ακριβοδίκαιης δίκης. Με αυτά ως δεδομένα, είναι αυτονόητο ότι οι αρχές της δίκαιης δίκης, είτε κάτω από το Άρθρο 6.1 της Συνθήκης το οποίο εφαρμόζεται και σε αστικές υποθέσεις και σε ποινικές, είτε κάτω από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος της Δημοκρατίας, εφαρμόζονται και σε πειθαρχικής φύσεως διαδικασίες.
Στην υπό εξέταση περίπτωση, η καθ΄ης η αίτηση επιλήφθηκε του θέματος της καθυστέρησης και στην προσβαλλόμενη απόφασή της παρατήρησε τα εξής:
"Έχοντας υπόψη τις συνθήκες και τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης, ιδιαίτερα τη φύση των αδικημάτων και τον αριθμό των μαρτύρων από τους οποίους λήφθηκε κατάθεση και οι οποίοι τελικά κατέθεσαν ενώπιόν της, καθώς και τις προδικαστικές ενστάσεις που ηγέρθηκαν στην υπόθεση σε διάφορα στάδια της διαδικασίας, κρίνει ότι, τόσο ο χρόνος διερεύνησης, όσο και ο χρόνος εκδίκασης της υπόθεσης, δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλος και δεν υπήρξε οποιαδήποτε ολιγωρία και/ή αδικαιολόγητη καθυστέρηση".
Η πιο πάνω κατάληξη της καθ΄ης η αίτηση, υπό το φως των υπαρχόντων στοιχείων, είναι ορθή, δικαιολογημένη και αιτιολογημένη. Όπως εξάλλου είχε τονιστεί, μεταξύ άλλων, και στην υπόθεση Paporis v. National Bank of Greece (1986) 1 CLR 578, η τήρηση ή παραβίαση ενός συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος αποτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης και εκεί διαπιστώνεται.
Στην παρούσα δε περίπτωση ούτε υπέρμετρη καθυστέρηση διαπιστώνεται, αλλ΄ ούτε και έχει υποδειχθεί οτιδήποτε το οποίο να είχε επενεργήσει αρνητικά και προς βλάβη των δικαιωμάτων του αιτητή και το οποίο να συνδέεται ή έχει ως αιτιολογία του την παρέλευση χρόνου.
Επομένως, αυτός ο λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να ευσταθήσει.
Ο ισχυρισμός περί πάσχοντος πορίσματος της ερευνώσας Λειτουργού.
Σύμφωνα με αυτό το λόγο ακύρωσης, η ερευνώσα Λειτουργός κα Ταπακούδη, η οποία ερεύνησε τις επίδικες καταγγελίες και υπέβαλε προς την καθ΄ης η αίτηση το πόρισμα, δεν ενήργησε κατά τρόπο αμερόληπτο και δεν βασίστηκε σε αντικειμενικά κριτήρια. Η δε καθ΄ης η αίτηση, βασίστηκε στο πάσχον πόρισμα της Λειτουργού και παρέλειψε να διεξαγάγει την απαιτούμενη δέουσα και επαρκή έρευνα που απαιτεί η νομολογία.
Στην αγόρευσή του ο συνήγορος του αιτητή κάνει ιδιαίτερη μνεία στον τρόπο επιλογής διάφορων προσώπων τους οποίους είχε καλέσει η ερευνώσα Λειτουργός για να δώσουν κατάθεση. Γίνεται δε ιδιαίτερη ενασχόληση με το γεγονός ότι μια υπάλληλος είχε μαζί με άλλα 18 μέλη του προσωπικού υπογράψει δήλωση ότι ήταν πλήρως ευχαριστημένη με τη συμπεριφορά του αιτητή. Αν και η ερευνώσα Λειτουργός είχε αρχικά ζητήσει και απ΄ αυτή την υπάλληλο να δώσει κατάθεση, αργότερα της είπε ότι δεν χρειαζόταν να καταθέσει.
Σε σχέση με αυτό το παράπονο του αιτητή, ο συνήγορος της καθ΄ης η αίτηση παρατήρησε στη δική του αγόρευση ότι κατ΄ αρχάς η έρευνα και το πόρισμα ερευνώντος Λειτουργού ουδόλως δεσμεύει την καθ΄ης η αίτηση Επιτροπή, αλλ΄ απλά περιέχει την άποψη την οποία αυτός έχει σχηματίσει. Αυτό είναι βέβαια ορθό αφού η έρευνα και η έκθεση ή πόρισμα της ερευνώσας Λειτουργού δεν εξυπηρετούσε κανένα άλλο σκοπό παρά να διαπιστώσει εάν και κατά πόσο από τη διερεύνηση υποβληθέντος παραπόνου διαφαινόταν η διάπραξη πειθαρχικών παραπτωμάτων, ούτως ώστε να αποσταλεί το θέμα από την αρμόδια Αρχή στην Επιτροπή για τη διενέργεια πειθαρχικής διαδικασίας εναντίον του υπό καταγγελία υπαλλήλου. Ασφαλώς δε η ερευνώσα Λειτουργός έπρεπε να ασκήσει κρίση ως προς το από ποια πρόσωπα θα έπαιρνε κατάθεση, χωρίς αυτό να δεσμεύει είτε τη μια είτε την άλλη πλευρά κατά τη διεξαγωγή της πειθαρχικής διαδικασίας. Όπως κατάθεσε κατά την πειθαρχική δίκη η ερευνώσα Λειτουργός, η συγκεκριμένη περί ης ο λόγος υπάλληλος είχε υπογράψει μαζί με άλλους δήλωση περί του καλού χαρακτήρα του αιτητή, ενώ τίποτε άλλο χρήσιμο δεν θα είχε να προσθέσει στην υπόθεση, γι΄ αυτό και τελικά δεν κλήθηκε για κατάθεση. Μάλιστα δε κλήθηκε τελικά ως μάρτυρας υπεράσπισης από τον καθ΄ου η δίωξη (εδώ αιτητή) κατά την πειθαρχική δίκη, όπως ήταν δικαίωμά του να την καλέσει. Τα δε παράπονα του καθ΄ου η δίωξη ως προς την έλλειψη αμεροληψίας της ερευνώσας Λειτουργού, τέθηκαν υπόψη της καθ΄ης η αίτηση η οποία, όπως σχολίασε στην απόφασή της, δεν βρήκε σ΄ αυτά έρεισμα. Υπό αυτές τις περιστάσεις, αδυνατώ να διαπιστώσω έλλειψη δέουσας και επαρκούς έρευνας από την καθ΄ης η αίτηση. Η επίκληση από πλευράς αιτητή των προνοιών των Άρθρων 45 και 46(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/1999 που κατοχυρώνουν την υποχρέωση της διοίκησης για διενέργεια δέουσας έρευνας και την αποφυγή λήψης απόφασης υπό καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα, δεν έχουν εδώ εφαρμογή. Εδώ η διοίκηση, μέσω της καθ΄ης η αίτηση Επιτροπής, ενήργησε ως όργανο που επιλαμβάνεται πειθαρχικής διαδικασίας και, αφού διεξήγαγε μια μακρά δίκη με εκατέρωθεν μάρτυρες, εξέδωσε τη δική της, ανεξάρτητη απόφαση, αφού έλαβε υπόψη κάθε στοιχείο μαρτυρίας που παρουσιάστηκε κατά τη δίκη, χωρίς ασφαλώς να περιοριστεί με κανένα τρόπο στην έκθεση της ερευνώσας Λειτουργού.
Επομένως, ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.
Η κατ΄ ισχυρισμό λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας - πλάνη περί τα πράγματα.
Η θέση την οποία πρόβαλε και προώθησε η πλευρά του αιτητή κάτω από αυτό το λόγο ακύρωσης είναι ότι η καθ΄ης η αίτηση Επιτροπή δεν αξιολόγησε σωστά την ενώπιόν της δοθείσα μαρτυρία ότι παραγνώρισε ουσιώδη γεγονότα και ότι κατά το σχηματισμό τελικής κρίσης τελούσε υπό καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα. Στην αγόρευσή του, ο συνήγορος του αιτητή αναφέρεται σε εκτενή αποσπάσματα από τη μαρτυρία όλων σχεδόν των μαρτύρων κατηγορίας, τα οποία και αναλύει λεπτομερώς, και προβαίνει ουσιαστικά στη δική του κρίση περί της αξιοπιστίας των μαρτύρων, κρίση η οποία είναι αντίθετη προς εκείνη στην οποία κατέληξε η καθ΄ης η αίτηση Επιτροπή. Ιδιαίτερη ασφαλώς ενασχόληση αφιερώνει στη μαρτυρία της παραπονούμενης και της ερευνώσας Λειτουργού, αργότερα δε στη μαρτυρία του ίδιου του αιτητή.
Σε σχέση με αυτά τα θέματα της γενικότερης και ειδικότερης αξιοπιστίας των μαρτύρων, η καθ΄ης η αίτηση Επιτροπή προέβηκε τόσο σε γενικές παρατηρήσεις οι οποίες επηρέασαν και καθοδήγησαν την κρίση της, όσο και σε αναλυτικότερους σχολιασμούς αναφορικά με τη μαρτυρία των πλέον ουσιαστικής σημασίας μαρτύρων, όπως ήταν η παραπονούμενη και ο καθ΄ου η δίωξη. Έδωσε δε η Επιτροπή εξίσου λεπτομερή και νομικά αποδεκτή αιτιολογία ως προς τους παράγοντες οι οποίοι είχαν επενεργήσει θετικά ή αρνητικά κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας των διάφορων μαρτύρων. Εντόπισε δε και κάποιες αντιφάσεις ή διαφοροποιήσεις στη μαρτυρία είτε κάποιου συγκεκριμένου μάρτυρα, είτε στις μαρτυρίες μαρτύρων κατηγορίας. Εξήγησε όμως η Επιτροπή τους λόγους για τους οποίους έκανε αποδεκτή τη μαρτυρία της παραπονουμένης και απέρριψε εκείνη του καθ΄ου η πειθαρχική δίωξη.
Έχοντας εξετάσει τη δοθείσα μαρτυρία και την αξιολόγησή της στην οποία προέβηκε η καθ΄ης η αίτηση Επιτροπή, θα πρέπει να παρατηρήσω πως τίποτε το μεμπτό δεν έχω εντοπίσει που να δικαιολογούσε τα παράπονα του αιτητή. Αντίθετα, θα έλεγα ότι η προσέγγιση της καθ΄ης η αίτηση Επιτροπής στο δύσκολο έργο της αξιολόγησης των μαρτύρων και της μαρτυρίας, έγινε με τρόπο επιμελημένο, προσεκτικό και νομικά προσφερόμενο και σε τίποτε δεν έχει να ζηλέψει από τη διαδικασία την οποία διεξάγει ένα Δικαστήριο. Εξάλλου, όπως εύστοχα αναφέρεται και στο σύγγραμμα "Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959", στη σελίδα 414:
". Περαιτέρω γίνεται δεκτόν ότι εις την πειθαρχικήν διαδικασίαν, η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών των συνιστώντων το πειθαρχικόν παράπτωμα και η στάθμισης της βαρύτητας αυτών προς επιβολήν της αρμοζούσης εκάστοτε ποινής, ανήκουσιν εις την διακριτικήν εξουσίαν της διοικήσεως και διαφεύγουσιν του ελέγχου του Συμβουλίου Επικρατείας δικάζοντος επί ακυρώσει, πλην εάν συντρέχη κατάχρησις ή κακή χρήσις της διακριτικής εξουσίας ή πλάνη περί τα πράγματα."
Κάτω από τον έλεγχο και την παρέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου θα μπορούσε να τεθεί θέμα τρόπου αξιολόγησης μαρτυρίας στην περίπτωση κατά την οποία αποδεικνύεται πλάνη περί τα πράγματα λόγω αντικειμενικής ανυπαρξίας των αποδεικτικών στοιχείων, ή όπου καταδεικνύεται ότι η κρίση ως προς την υποκειμενική υπαιτιότητα του καθ΄ου η δίωξη, ήταν εσφαλμένη. Όμως, στην υπό εξέταση περίπτωση, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να έχει εμφιλοχωρήσει και διαπιστώνεται ότι και αυτός ο λόγος ακύρωσης στερείται ερείσματος.
Η κατ΄ ισχυρισμό παράλειψη άσκησης διακριτικής ευχέρειας και/ή η κακή άσκηση διακριτικής ευχέρειας και παραβίαση της αρχής για αιτιολογία των διοικητικών πράξεων - Παράβαση του βάρους απόδειξης.
Σύμφωνα με τον αιτητή, αυτός ο λόγος ακύρωσης στοιχειοθετείται από τον τρόπο με τον οποίο η καθ΄ης η αίτηση Επιτροπή άσκησε κρίση σύμφωνα με την οποία εστοιχειοθετούντο στην εκδικασθείσα πειθαρχική διαδικασία οι συγκεκριμένες παραβιάσεις νομοθετικών διατάξεων που οδήγησαν τελικά στα συμπεράσματα ενοχής του καθ΄ου η δίωξη στις εναντίον του κατηγορίες.
Συγκεκριμένα, η καθ΄ης η αίτηση Επιτροπή έκρινε στην προσβαλλόμενη απόφασή της ότι από την εκδηλωθείσα συμπεριφορά του αιτητή, όπως εξαγόταν από τη μαρτυρία την οποία είχε αποδεχθεί, στοιχειοθετούνταν πειθαρχικά αδικήματα κατά παράβαση των ακόλουθων νομοθετικών διατάξεων:
Του άρθρου 60(2)(ε) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων.
Του άρθρου 73(1)(α) των ίδιων Νόμων.
Του άρθρου 73(1)(β) των ίδιων Νόμων.
Του άρθρου 73(2) των ίδιων Νόμων.
Των άρθρων 2 και 12(1) του περί Ίσης Μεταχείρισης Ανδρών και Γυναικών στην Απασχόληση και στην Επαγγελματική Εκπαίδευση Νόμου αρ. 205(1)/2002.
Παραπονείται ο αιτητής ότι, ενώ οι πιο πάνω νομοθετικές διατάξεις εμπεριείχαν στην αντικειμενική τους υπόσταση αόριστες - αξιολογικές έννοιες, εν τούτοις η καθ΄ης η αίτηση δεν αξιολόγησε πως συνέτρεχαν όλα τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων. Ότι περαιτέρω, η γενική και αόριστη αναφορά της Επιτροπής στη συμπεριφορά του αιτητή, χωρίς να καθορίζει τους λόγους για τους οποίους κατέληγε ότι ο αιτητής, παραβίασε τις ανωτέρω διατάξεις, αντιστρατεύεται την αρχή περί αναγκαιότητας επαρκούς αιτιολόγησης των αποφάσεων της διοίκησης.
Και αυτό το παράπονο του αιτητή είναι αδικαιολόγητο. Είναι γεγονός βέβαια ότι οι προαναφερθείσες νομοθετικές διατάξεις περιέχουν έννοιες, όρους και χαρακτηρισμούς πράξεων οι οποίοι μπορούν να εφαρμόζονται ή όχι σε συγκεκριμένα γεγονότα έτσι ώστε να στοιχειοθετηθεί ένα αδίκημα. Τέτοιες έννοιες είναι π.χ. "τρόπος που δυνατόν να δυσφημίσει το κύρος της δημόσιας υπηρεσίας" [άρθρο 60(2)(ε) του Νόμου 1/1990], "τιμιότητα", "ηθική αισχρότητα" [άρθρο 73(1)(α) του Νόμου 1/1990], "παρενόχληση", "σεξουαλική παρενόχληση" [άρθρο 12(1) του Νόμου 205(Ι)/2002] κλπ. Όπως όμως ορθά παρατηρεί και ο συνήγορος της καθ΄ης η αίτηση με αναφορά στο σύγγραμμα "Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου", του Ε. Σπηλιωτόπουλου, 11η Έκδοση, παρά. 149, εάν η έννοια την οποία δεν καθορίζει ακριβώς η σχετική διάταξη είναι νομική, (π.χ. η έννοια του πειθαρχικού παραπτώματος), δεν τίθεται θέμα διακριτικής ευχέρειας του διοικητικού οργάνου από τη διάταξη αυτή, αλλά ζήτημα ερμηνείας της διάταξης και νομικού χαρακτηρισμού των περιστατικών. Επομένως, δεν ετίθετο θέμα εδώ, ότι η καθ΄ης η αίτηση Επιτροπή όφειλε να αποδείξει το εννοιολογικό περιεχόμενο αξιολογικών εννοιών, ώστε να προχωρήσει στην κρίση περί ενοχής του αιτητή.
Εξέτασα τα σχετικά αποσπάσματα από την προσβαλλόμενη απόφαση, στα οποία καταγράφεται η διάγνωση της Επιτροπής ως προς το ότι οι ενέργειες και/ή φράσεις οι οποίες αποδεδειγμένα πλέον αποδίδονταν στον αιτητή με τα σχετικά ευρήματα στα οποία είχε προβεί η Επιτροπή, συνιστούσαν τα επί μέρους αδικήματα πειθαρχικής φύσεως κατά παράβαση των προαναφερθεισών νομοθετικών διατάξεων. Η υπαγωγή των γεγονότων στις νομοθετικές έννοιες και διατάξεις, ορθά ερμηνευόμενες, διαπιστώνεται ότι έγινε ορθά και με επάρκεια. Δεν θα παραθέσω εδώ αποσπάσματα από την προσβαλλόμενη απόφαση και θα περιοριστώ να αναφέρω ότι ακολουθήθηκαν στην περίπτωση τόσο νομικά όσο και διαδικαστικά με επάρκεια και πληρότητα, κανόνες που διέπουν οιονεί ποινική δίκη, χωρίς καμιά έλλειψη, παράλειψη ή παρέκκλιση. Για τούτο, ούτε αυτός ο τελευταίος λόγος ακύρωσης μπορεί να ευσταθήσει.
Αναπόφευκτα, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1.500 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, εναντίον του αιτητή.
Κ. Kληρίδης,
Δ.
/ΧΤΘ