ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1145/2007)
30 Ιουνίου, 2010
[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΑΜΟΥΗΛ,
Αιτητής,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ης η Αίτηση.
________________________
Α. Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή.
Μ. Σπανού (κα), για την Καθ' ης η Αίτηση.
Θ. Κουσπή (κα), για Ι. Νικολάου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή, ο αιτητής αμφισβητεί τη νομιμότητα της απόφασης της Αρχής Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού Κύπρου, (η «Αρχή»), ημερομηνίας 18/12/2006. Με αυτήν, ο Μιχαήλ Φυσεντζίδης, (ενδιαφερόμενο μέρος), στα πλαίσια επανεξέτασης, προήχθη στη θέση του Γενικού Διευθυντή της Αρχής, αναδρομικά από 27/12/2001.
Η πιο πάνω θέση, η οποία είναι θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής πληρώθηκε με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής, (το «Συμβούλιο»), ημερομηνίας 5/11/2001, και σ' αυτήν προήχθη το ενδιαφερόμενο μέρος. Η προαγωγή του, όμως, ακυρώθηκε με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου - (βλ. Ανδρέας Σαμουήλ ν. Αρχής Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού Κύπρου κ.ά., Υπόθεση Αρ. 165/02, 23/3/04), επειδή διαπιστώθηκε ανεπάρκεια στην αιτιολογία της κατά πλειοψηφία απόφασης αναφορικά με την απόδοσή του στην προφορική εξέταση.
Το Συμβούλιο, στις 19/4/2004, επανεξέτασε το ζήτημα της πλήρωσης της θέσης, υπό το φως των διαπιστώσεων της ακυρωτικής απόφασης. Επειδή, στο διάστημα που μεσολάβησε, η σύνθεση του Συμβουλίου άλλαξε, αποφασίστηκε να μη διενεργηθούν νέες συνεντεύξεις και να μη ληφθεί υπόψη η απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση που διεξήχθη κατά την ακυρωθείσα διαδικασία, η δε εξέταση των υποψηφίων να γίνει με βάση τα στοιχεία των αιτήσεων που είχαν υποβληθεί και τα συνοδευτικά τους έγγραφα, καθώς, επίσης, και με βάση τα στοιχεία των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων που ήταν υπάλληλοι της Αρχής, όπως αυτά παρουσιάζονταν μέχρι τον ουσιώδη χρόνο. Το Συμβούλιο, αφού προχώρησε σε διεξοδική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων, κατέληξε ότι ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν οι επικρατέστεροι. Στη συνέχεια, προχώρησε σε αξιολόγηση και σύγκρισή τους, η οποία οδήγησε στην επιλογή, κατά πλειοψηφία, του ενδιαφερομένου μέρους. Ως αιτιολογία της προτίμησης σημειώθηκε ότι: το μεταπτυχιακό προσόν/πλεονέκτημα του ενδιαφερομένου μέρους ήταν πιο σχετικό με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης, σε σύγκριση με το αντίστοιχο του αιτητή, το ενδιαφερόμενο μέρος διέθετε και ένα επιπρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν, που ήταν σχετικό με συγκεκριμένο απαιτούμενο προσόν του Σχεδίου Υπηρεσίας, και ο επιλεγείς είχε ψηλότερη βαθμολογημένη αξία για το έτος 1990 και υπερείχε ελαφρά σε ορισμένα επί μέρους κριτήρια αξιολόγησης, τα οποία θεωρήθηκαν ιδιαίτερης σημασίας, ενόψει των καθηκόντων της θέσης. Ο συνδυασμός των πιο πάνω, κατά την άποψη της πλειοψηφίας, εξουδετέρωνε την υπέρτερη κατά επτά, περίπου, χρόνια πείρα και αρχαιότητα του αιτητή και καθιστούσε το ενδιαφερόμενο μέρος καταλληλότερο για προαγωγή.
Επειδή, σύμφωνα με το ΄Αρθρο 13 του περί Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού Νόμου του 1999, (Ν. 125(Ι)/99), ο διορισμός του Γενικού Διευθυντή της Αρχής τελεί υπό την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, το τελευταίο, αφού μελέτησε όλα τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη από το Συμβούλιο, αποφάσισε, κατά τη συνεδρία του της 28/7/2004, να μην εγκρίνει την απόφαση, σημειώνοντας στα πρακτικά πέντε σημεία διαφωνίας του με τα αντίστοιχα αιτιολογικά συμπεράσματα του Συμβουλίου.
Ως αποτέλεσμα, αποφασίστηκε από το Συμβούλιο νέα επανεξέταση, με τη διενέργεια νέων συνεντεύξεων και κατά τα υπόλοιπα - (προσόντα, ερμηνεία προνοιών Σχεδίου Υπηρεσίας) - να υιοθετηθούν τα πορίσματα του ουσιώδους χρόνου.
Στη συνέχεια, τέσσερις υποψήφιοι, που πληρούσαν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, τις πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας, κλήθηκαν σε προφορική εξέταση. Δύο από αυτούς ενημέρωσαν την Αρχή ότι δεν ενδιαφέρονταν πλέον για τη θέση, ενώ ο αιτητής δήλωσε ότι θα προσερχόταν στην προφορική εξέταση με επιφύλαξη των δικαιωμάτων του, καθότι είχε εξασφαλίσει νομική συμβουλή, σύμφωνα με την οποία αυτή ήταν, υπό τις περιστάσεις, αντίθετη με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Το Συμβούλιο αποφάσισε ότι η διεξαγωγή προφορικής εξέτασης ενδεικνυόταν για διάφορους λόγους, που σημειώθηκαν στα πρακτικά.
Τελικά, στην προφορική εξέταση, η οποία έγινε στις 7/2/2005, προσήλθαν ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος. Τους υποβλήθηκαν πανομοιότυπες ερωτήσεις, προς το σκοπό διαπίστωσης των γνώσεών τους στους τομείς της σχετικής νομοθεσίας, της οικονομίας, της βιομηχανίας και της αγοράς εργασίας στην Κύπρο, καθώς και της ανάπτυξης ανθρώπινου δυναμικού στην Κύπρο ή/και στο εξωτερικό και για την αξιολόγηση ιδιοτήτων της προσωπικότητάς τους, κατά τα προβλεπόμενα στο Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης.
Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας των συνεντεύξεων, το Συμβούλιο αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων και αιτιολόγησε την κρίση του. Κρίθηκε: η απόδοση του αιτητή, ομόφωνα, «Πολύ Καλή», ενώ του ενδιαφερομένου μέρους «Πάρα Πολύ Καλή» από την πλειοψηφία και «Πολύ Καλή» από τη μειοψηφία.
Ακολούθως, το Συμβούλιο εξέτασε το ζήτημα της κατοχής του πλεονεκτήματος και κατέληξε ότι και οι δύο υποψήφιοι κατείχαν μεταπτυχιακά προσόντα που συνιστούσαν πλεονέκτημα και ήταν σχετικά με τις αρμοδιότητες της Αρχής και διέθεταν «ικανοποιητική» πείρα σε θέματα ανάπτυξης ανθρώπινου δυναμικού. Στη συνέχεια, αφού διενήργησε γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων, στα πλαίσια της οποίας εξέτασε και απέρριψε παράπονο του αιτητή που είχε υποβληθεί με επιστολή του ημερομηνίας 17/1/2001 περί μη αντικειμενικότητας των Υπηρεσιακών του Εκθέσεων για τα έτη 1985 - 1990, και αφού συνεκτίμησε όλα τα σχετικά στοιχεία και δεδομένα, έκρινε, κατά πλειοψηφία, ως καταλληλότερο για τη θέση το ενδιαφερόμενο μέρος. Αιτιολογώντας την απόφασή του, επεσήμανε ότι τα σημεία υπεροχής του έναντι του αιτητή ήταν η ψηλότερη βαθμολογία του στα επί μέρους κριτήρια των Υπηρεσιακών Εκθέσεων που αφορούσαν τη «Συνεργασία/Σχέσεις» και τη «Συμπεριφορά προς τους Συνεργάτες της Αρχής», τα οποία θεωρήθηκαν ότι συνδέονταν ιδιαίτερα με την εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας, καθώς και η ψηλότερη απόδοσή του στην προφορική εξέταση, η οποία υπερσκέλιζε την υπέρτερη πείρα και αρχαιότητα του αιτητή.
Η πιο πάνω απόφαση προωθήθηκε, για να ληφθεί η απαιτούμενη έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, όμως ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με επιστολή του ημερομηνίας 25/5/2005, κοινοποίησε στην Αρχή Γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, σύμφωνα με την οποία δεν ήταν επιτρεπτή η διεξαγωγή νέων συνεντεύξεων κατά την επανεξέταση, η οποία θα έπρεπε να διενεργηθεί με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς του χρόνου λήψης της απόφασης που ακυρώθηκε και υπό το φως των ευρημάτων του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Προσφυγή Αρ. 165/02.
Μετά την πιο πάνω εξέλιξη, το Συμβούλιο της Αρχής προχώρησε σε τρίτη επανεξέταση στις 5/9/2005, με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς του ουσιώδους χρόνου, χωρίς τη διενέργεια συνεντεύξεων αλλά και χωρίς να ληφθούν υπόψη τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης της αρχικής διαδικασίας. Επαναλαμβάνοντας, ουσιαστικά, τα πορίσματα αναφορικά με τα προσόντα των υποψηφίων, στα οποία είχε καταλήξει στην προηγούμενη επανεξέταση, κατέληξε στην αξιολόγηση και σύγκριση του ενδιαφερομένου μέρους και του αιτητή, ως τους δύο επικρατέστερους υποψηφίους. Επέλεξε δε, εκ νέου, κατά πλειοψηφία, το ενδιαφερόμενο μέρος, αιτιολογώντας την προτίμησή του με αναφορά στην ελαφρά υπεροχή του σε αξία, λόγω καλύτερης γενικής βαθμολογίας για το έτος 1990 και των ψηλότερων αξιολογήσεων στα δύο επί μέρους κριτήρια: «Συνεργασία/Σχέσεις» και «Συμπεριφορά προς τους Συνεργάτες της Αρχής», τα οποία κρίθηκαν ως ιδιαίτερα σχετικά, με βάση τα καθήκοντα της θέσης.
Ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ενώπιον του οποίου τέθηκε η πιο πάνω απόφαση για έγκριση από το Υπουργικό Συμβούλιο, πληροφόρησε την Αρχή, με επιστολή του ημερομηνίας 14/3/2006, ότι, υπό από το φως νέας Γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα, με βάση την οποία το Συμβούλιο κρίνοντας ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει ελαφρά σε αξία του αιτητή παραβίασε το δεδικασμένο, το Υπουργικό Συμβούλιο δεν ενέκρινε την απόφαση της 5/9/2005 και την κάλεσε να επανεξετάσει την υπόθεση.
Στις 28/7/2006, δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας οι περί Αρχής Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού (΄Οροι Υπηρεσίας Υπαλλήλων) (Τροποποιητικοί) Κανονισμοί του 2006, (Κ.Δ.Π. 321/2006), και, ως εκ τούτου, το Συμβούλιο, σε συνεδρία του ημερομηνίας 13/11/2006, αποφάσισε όπως η επανεξέταση γίνει με βάση τον Κ. 7Β των πιο πάνω Κανονισμών, ο οποίος ρυθμίζει τη διαδικασία επανεξέτασης. Σημείωσε ότι ο Κ. 7Β(4) του παρείχε τη δυνατότητα να καλέσει τους υποψηφίους σε νέα προφορική εξέταση, με αιτιολογημένη απόφασή του και, αφού κατέγραψε τους λόγους που επέβαλλαν τη νέα εξέταση, προχώρησε στην αξιολόγηση των υποψηφίων, με βάση τα αρχικά πορίσματά του. Κατέληξε ότι τέσσερις υποψήφιοι, συμπεριλαμβανομένων του αιτητή και του ενδιαφερομένου μέρους, πληρούσαν, κατ' αρχήν, όλες τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης και τους κάλεσε σε προφορική εξέταση, η οποία έλαβε χώρα στις 18/12/2006.
Δύο από τους τέσσερις υποψηφίους απέσυραν το ενδιαφέρον τους και, έτσι, το Συμβούλιο προχώρησε στην προφορική εξέταση των υπολοίπων, δηλαδή του αιτητή και του ενδιαφερομένου μέρους. Προέβη σε επιλογή των ερωτήσεων που θα υποβάλλονταν στους υποψηφίους, σημειώνοντας ότι αυτές δε θα έπρεπε να αφορούν θέματα που απασχόλησαν την Αρχή μετά τον ουσιώδη χρόνο. ΄Ολες οι ερωτήσεις συμπεριλήφθηκαν σε «Παράρτημα», το οποίο ενσωματώθηκε στο πρακτικό του. Μετά τη συμπλήρωση των συνεντεύξεων, αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων, αιτιολογώντας την κρίση του. Η απόδοση του αιτητή κρίθηκε «Πολύ Καλή» και του ενδιαφερομένου μέρους «Εξαιρετική». Στη συνέχεια, προέβη σε διαπιστώσεις αναφορικά με την κατοχή διαφόρων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας και του πλεονεκτήματος. Ακολούθησε γενική αξιολόγηση και σύγκριση των δύο υποψηφίων, στη βάση των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Εμπιστευτικών/Υπηρεσιακών Εκθέσεών τους, οι οποίες λήφθηκαν υπόψη στο σύνολό τους, αφού το παράπονο που είχε υποβληθεί εγγράφως στο παρελθόν από τον αιτητή και αφορούσε, κατ' ισχυρισμό, έλλειψη αντικειμενικότητας των Υπηρεσιακών του Εκθέσεων της περιόδου 1985 - 1990 κρίθηκε, όπως και στις προηγηθείσες επανεξετάσεις, αβάσιμο.
Η διαδικασία ολοκληρώθηκε με την ομόφωνη, αυτήν τη φορά, επιλογή του ενδιαφερομένου μέρους. Το Συμβούλιο, αιτιολογώντας την απόφασή του, σημείωσε ότι οι δύο υποψήφιοι ήταν ίσοι σε προσόντα και βαθμολογημένη αξία, ισάξιοι από πλευράς πείρας, όμως, το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε κατά δύο βαθμίδες στο επίπεδο απόδοσης στην προφορική εξέταση, στην οποία, ως εκ της φύσης της θέσης, δόθηκε ιδιαίτερα μεγάλη βαρύτητα. Αναγνωρίζοντας το προβάδισμα αρχαιότητας του αιτητή, έκρινε ότι αυτό ήταν, υπό τις περιστάσεις, μικρότερης βαρύτητας από την υπεροχή του ενδιαφερομένου μέρους στην προφορική εξέταση.
Η απόφαση εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο στις 23/5/2007.
Ο αιτητής προβάλλει ότι η επίδικη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί, επειδή:-
(α) Η αξιολόγηση της Αρχής στην προφορική εξέταση παραβιάζει το δεδικασμένο σε σχέση με τις γνώσεις των διαδίκων και είναι άκυρη, γιατί λήφθηκαν υπόψη στοιχεία ή γεγονότα μεταγενέστερα του ουσιώδους χρόνου.
(β) Υπήρξε πλάνη της Αρχής ως προς τη διαφορά στην προφορική εξέταση, τα κριτήρια της αρχαιότητας και της διαφοράς στην απόδοση στην προφορική εξέταση και τη σημασία της πείρας του αιτητή.
(γ) Δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση.
Στην ακυρωτική απόφαση στην Προσφυγή Αρ. 165/02, της 23/3/04, αποδοκιμάστηκε η διαφοροποίηση της αξιολόγησης του Συμβουλίου αναφορικά με το επίπεδο των γνώσεων των υποψηφίων για θέματα που σχετίζονταν με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης. Διαπιστώθηκε ότι η κρίση για «αρκετά ψηλό βαθμό γνώσεων» του αιτητή και «εξαιρετικά ψηλό βαθμό γνώσεων» του ενδιαφερομένου μέρους βρισκόταν σε αντίθεση με τις διαχρονικές αξιολογήσεις των αντίστοιχων ιδιοτήτων στις Υπηρεσιακές Εκθέσεις. Το Δικαστήριο, στην απόφασή του, ανέφερε:-
«Επειδή, όπως καθόρισε το Συμβούλιο, η προφορική εξέταση απέβλεπε μεταξύ άλλων 'στη διαπίστωση κατοχής των γνώσεων και ιδιοτήτων που ζητούνται από το σχέδιο υπηρεσίας' και επειδή η πλειοψηφία του Συμβουλίου προέβη σε διαφοροποίηση μεταξύ ενδιαφερόμενου προσώπου και αιτητή αναφορικά με τις αντίστοιχες γνώσεις που αυτοί είχαν 'στους τομείς τους σχετικούς με τα καθήκοντα και ευθύνες της θέσης' πρέπει να δούμε τι προέβλεπε, ως προς την εν λόγω πτυχή, το σχέδιο υπηρεσίας. Παραθέτω το σχετικό μέρος:
'Α. Καθήκοντα και ευθύνες:
(1) Υπεύθυνος για -
(α) Την άρτια και αποτελεσματική οργάνωση, διεύθυνση και εποπτεία των δραστηριοτήτων της Αρχής·
(β) τη διεκπεραίωση της εργασίας της Αρχής καθώς και την υλοποίηση και εφαρμογή της πολιτικής της όπως καθορίζεται εκάστοτε από το Διοικητικό Συμβούλιο·
(γ) το σχεδιασμό και διεύθυνση της αναπτυξιακής πορείας της Αρχής, και
(δ) τη δημιουργία και ανάπτυξη της απαραίτητης συνεργασίας με αρμόδιες υπηρεσίες, ιδρύματα και οργανισμούς της Κύπρου και του εξωτερικού στον τομέα της ανάπτυξης του ανθρώπινου δυναμικού καθώς και με τους κοινωνικούς εταίρους.
(2) Συμβουλεύει το Διοικητικό Συμβούλιο σε θέματα πολιτικής της Αρχής στα πλαίσια της αποστολής της, σύμφωνα με το σχετικό Νόμο.
(3) Εκτελεί οποιαδήποτε άλλα καθήκοντα που θα του ανατεθούν από το Διοικητικό Συμβούλιο.'
Η ανωτέρω περιγραφή των καθηκόντων και ευθυνών αντιλαμβάνομαι να αναφέρεται σε ικανότητες και ιδιότητες. Δεν διακρίνω αναφορά σε συγκεκριμένες γνώσεις, με μόνη εξαίρεση το περιεχόμενο του Νόμου - στην παράγραφο Α2 του σχεδίου υπηρεσίας - βάσει του οποίου ο Γενικός Διευθυντής συμβουλεύει την Αρχή. Βέβαια, η οποιαδήποτε ικανότητα λειτουργεί στη βάση υποστρώματος γνώσης είτε ευρύτερης είτε εξειδικευμένης. Δεν φαίνεται ωστόσο τι πεδίο, από άποψης γνώσεων, κάλυψε εν προκειμένω η προφορική εξέταση αφού αυτές δεν εξειδικεύονται στο σχέδιο υπηρεσίας. Σε σχέση με το υπό συζήτηση θέμα αποκτά σημασία και η βαθμολογημένη αξία των υποψηφίων. Σε επαγγελματική κατάρτιση αξιολογούντο για πολλά χρόνια και οι δύο ακριβώς το ίδιο, ήτοι με πολύ ικανοποιητικά. Με τον όρο 'κατάρτιση' εννοείται η γνώση. Σε ό,τι δε αφορά την ευρύτερη διάσταση του θέματος, παρατηρώ ότι σε διευθυντική/διοικητική ικανότητα - που σύμφωνα με το σχετικό Κανονισμό αφορά στον αποτελεσματικό προγραμματισμό, οργάνωση, διεύθυνση, συντονισμό, εποπτεία και έλεγχο της εργασίας και του προσωπικού - και οι δύο αξιολογούντο με εξαίρετα κατά τα τελευταία πέντε χρόνια αλλά ο αιτητής αξιολογείτο με εξαίρετα από τέσσερα χρόνια προηγουμένως, ενώ το ενδιαφερόμενο πρόσωπο με πολύ ικανοποιητικά. Αυτό σχετίζεται με την παράγραφο Α1(α) του σχεδίου υπηρεσίας. Παρατηρώ, από την άλλη μεριά, ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο αξιολογείτο σταθερά ψηλότερα - με εξαίρετα έναντι του πολύ ικανοποιητικά του αιτητή σε συνεργασία/σχέσεις: βλ. ως προς τη σημασία αυτού του στοιχείου την παράγραφο Α1(δ). Αλλά το Συμβούλιο δεν στηρίχθηκε σ' αυτή την τελευταία διαφορά.
Διαπιστώνω λοιπόν ανεπάρκεια στην αιτιολογία της πλειοψηφίας του Συμβουλίου για την απόδοση του ενδιαφερόμενου προσώπου στην προφορική εξέταση. Αυτή η ανεπάρκεια αφορούσε τόσο στο περιεχόμενο της εξέτασης, σε τομέα τον οποίο το Συμβούλιο εξειδίκευσε ως σημαντικό χωρίς όμως να τον διευκρινίσει, όσο και στην κατάληξη αφού αυτή εμφανίζει διάσταση με τη βαθμολογημένη αξία. Η εν λόγω πλημμέλεια καθιστά ακυρωτέα την προσβαλλόμενη απόφαση και δεν αφήνει εδώ χώρο για συζήτηση του γενικότερου ζητήματος της σύγκρισης μεταξύ των δύο υποψηφίων.»
Μέσα στα πλαίσια της παρούσας επανεξέτασης, το Συμβούλιο αξιολόγησε την απόδοση των διαδίκων στην προφορική εξέταση ως ακολούθως:-
«ΣΑΜΟΥΗΛ Ανδρέας: Πολύ καλή. Στις ερωτήσεις κρίσεως οι απαντήσεις του δεν ήταν ολοκληρωμένες και δεν κάλυπταν όλες τις πτυχές του εξεταζόμενου θέματος. Παρόλο που έδειχνε να έχει τις γνώσεις* και το υπόβαθρο, οι απαντήσεις του ήταν γενικές, δεν εμβάθυνε στο θέμα, δεν έδινε επαρκή αιτιολογία για την υποστηριζόμενη από αυτόν άποψη και δεν μπορούσε να ακριβολογήσει και να τη διατυπώσει επακριβώς και περιεκτικά με αποτέλεσμα να μακρηγορεί. Σε δύο από τις ερωτήσεις οι απαντήσεις του παρουσίασαν σοβαρές ελλείψεις. Συγκεκριμένα στην ερώτηση για τους αυτοεργοδοτούμενους, αφού εξέφρασε τη γνώμη του ότι ενδείκνυται οι αυτοεργοδοτούμενοι να ενταχθούν στις δραστηριότητες της Αρχής, δεν απάντησε καθόλου στο δεύτερο σκέλος της ερώτησης, αφού δεν προέβη σε οποιεσδήποτε εισηγήσεις όσον αφορά τους τρόπους με τους οποίους αυτό δύναται να επιτευχθεί. Στο ερώτημα για τις δύο σημαντικότερες από τις δραστηριότητες της Αρχής, αναφέρθηκε μόνο σε μία (στην εγκαθίδρυση και λειτουργία συστήματος επαγγελματικών προσόντων). Στις ερωτήσεις για την Κυπριακή οικονομία πριν και μετά την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή ΄Ενωση, για το πώς η Αρχή θα μπορούσε να συμβάλει στην εξάλειψη της σημαντικής αδυναμίας της Κυπριακής βιομηχανίας που είναι η έλλειψη ειδικευμένου εργατικού δυναμικού, καθώς και στην ερώτηση για δύο αρχές της χρηστής διοίκησης στο πλαίσιο των διατάξεων του Νόμου για τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου και επεξήγηση της εφαρμογής τους, οι απαντήσεις του ήταν πολύ καλές. Ως προσωπικότητα κρίνεται σοβαρός και ώριμος, έχει άνεση στην έκφραση αλλά δεν μπορεί να επικεντρωθεί στην ουσία των θεμάτων, ασχολείται σε μεγάλο βαθμό με τα επουσιώδη, δείχνει ότι διαθέτει τις απαιτούμενες γνώσεις* αλλά δεν ήταν σε θέση να τις αξιοποιήσει για να προβεί σε εισηγήσεις και να εκφράσει κρίσεις.
ΦΥΣΕΝΤΖΙΔΗΣ Μιχαήλ: Εξαιρετική. Απάντησε σε άριστο επίπεδο, με ηρεμία και σαφήνεια και έδωσε περιεκτικές και ολοκληρωμένες απαντήσεις, επί της ουσίας, σε όλες τις ερωτήσεις με τρόπο άψογο, αντιμετωπίζοντας τα θέματα σφαιρικά και καλύπτοντας όλες τις πτυχές του εξεταζόμενου θέματος. ΄Εδειξε* ψηλό βαθμό ευστροφίας και ευρεία γνώση[*] όλων των τομέων δίδοντας ακριβείς, εμπεριστατωμένες και τεκμηριωμένες απαντήσεις και προβάλλοντας επιχειρήματα που αιτιολογούσαν την από αυτόν υποστηριζόμενη άποψη. Υπέβαλε εισηγήσεις και επεξήγησε πρακτικά πώς θα μπορούσαν οι εισηγήσεις του να εφαρμοστούν, όπως για παράδειγμα στην ερώτηση για τους τρόπους συμπερίληψης των αυτοεργοδοτουμένων στις αρμοδιότητες της Αρχής, στην καλύτερη αξιοποίηση των οικονομικών πόρων της Αρχής κλπ. Ως προσωπικότητα κρίνεται ώριμος, σοβαρός και συγκροτημένος. Διαθέτει πειστικότητα, άνεση στην έκφραση και αυτοπεποίθηση.
12. Το Συμβούλιο έκρινε, περαιτέρω, από τις απαντήσεις των υποψηφίων στην προφορική εξέταση, ότι και οι δύο κατέχουν πολύ καλή γνώση σε όλους τους τομείς που καθορίζονται στην παράγραφο Δ.3[†]. του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης.»
Υποβάλλεται, εκ μέρους του αιτητή, ότι και στην πιο πάνω αξιολόγηση έχει διαπραχθεί από το Συμβούλιο το ίδιο σφάλμα, δηλαδή, ενώ οι δύο υποψήφιοι ήταν, με βάση τις Υπηρεσιακές Εκθέσεις, ισοδύναμοι στον τομέα των επαγγελματικών γνώσεων, η διαφοροποίηση που αποτυπώθηκε στην αξιολόγησή τους ανέτρεψε την εικόνα της ισοδυναμίας τους και παραβίασε το δεδικασμένο, συμβάλλοντας, ουσιαστικά, στη βαθμολόγηση της απόδοσης του ενδιαφερομένου μέρους σε ψηλότερο επίπεδο. Η χρήση των φράσεων «έδειχνε να έχει τις γνώσεις» και «δείχνει ότι διαθέτει τις απαιτούμενες γνώσεις» για τον αιτητή, κατ' αντιδιαστολή με τη χρήση της φράσης «έδειξε ... ευρεία γνώση» αναφορικά με το ενδιαφερόμενο μέρος δε δικαιολογείτο από τα στοιχεία των φακέλων και οδήγησε σε ένα πλαίσιο αξιολόγησης που έχει αποδοκιμαστεί από τη νομολογία. Επιπρόσθετα, ο πιο πάνω τρόπος αξιολόγησης είναι αντιφατικός για το Συμβούλιο, το οποίο, αφενός, με την προφορική εξέταση, οδηγείται σε συμπέρασμα υπεροχής του ενδιαφερομένου μέρους στο πεδίο των γνώσεων που άπτεται του στοιχείου της επαγγελματικής κατάρτισης και, αφετέρου, αποδέχεται τις Υπηρεσιακές Εκθέσεις, σύμφωνα με τις οποίες ο αιτητής δεν υστερεί στο συγκεκριμένο κριτήριο.
Ο αιτητής παραπονείται, επίσης, ότι η αξιολόγηση της προφορικής εξέτασης από το Συμβούλιο είναι άκυρη, επειδή αυτό, ενώ κατά την επιλογή των ερωτήσεων που θα ετίθεντο στα πλαίσια της προφορικής εξέτασης είχε αποφασίσει ότι αυτές δε θα έπρεπε να αφορούν θέματα που απασχόλησαν την Αρχή μετά τον ουσιώδη χρόνο (2001), υπέβαλε στους υποψηφίους, μεταξύ άλλων, και δύο θέματα που αφορούσαν μεταγενέστερο χρόνο. Οι πιο πάνω ενέργειες συνιστούν, κατά τον αιτητή, παραβίαση των αρχών της επανεξέτασης και του ουσιώδους χρόνου αλλά και αντιφατική συμπεριφορά.
Οι ισχυρισμοί του αιτητή είναι βάσιμοι. Μετά από ακυρωτική απόφαση, η διοίκηση οφείλει, από τη μια, να προβεί στην έκδοση νέας πράξης, σε αντικατάσταση της ακυρωθείσας, με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς αυτής και, από την άλλη, να συμμορφωθεί με ό,τι έχει κριθεί από την ακυρωτική απόφαση - (βλ. Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517).
Το ακυρωτικό δεδικασμένο καλύπτει μόνο τα κριθέντα από το δικαστή σημεία δικαίου, δηλαδή: «..., τον λόγον διά τον οποίον ηκυρώθη η πράξις και τον οποίον δεν ημπορεί να επαναλάβη η Διοίκησις κατά την ενέργειαν της δευτέρας πράξεως.» - (βλ. Δήμητρας Κοντόγιωργα - Θεοχαροπούλου «Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοικήσεως», (ανατύπωση), 1988, σελ. 83).
Στην ακυρωτική απόφαση της Προσφυγής Αρ. 165/02, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η αιτιολογία του Συμβουλίου για την απόδοση του ενδιαφερόμενου μέρους στην προφορική εξέταση ήταν ανεπαρκής, γιατί, ενώ είχε καθοριστεί ότι η προφορική εξέταση θα αποσκοπούσε, μεταξύ άλλων, και στη «διαπίστωση κατοχής των γνώσεων και ιδιοτήτων που ζητούνται από το σχέδιο υπηρεσίας», δεν προέκυπτε ποιο ακριβώς πεδίο γνώσεων αυτή κάλυψε και γιατί η καταληκτική διαφοροποίηση για «αρκετά ψηλό βαθμό γνώσεων» του αιτητή, έναντι «εξαιρετικά ψηλού βαθμού γνώσεων» του ενδιαφερομένου μέρους στους τομείς που σχετίζονται με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης, βρισκόταν σε ασυμφωνία με τις Υπηρεσιακές Εκθέσεις.
Κατά την κρινόμενη επανεξέταση, το Συμβούλιο έλαβε, για το σκοπό της προφορικής εξέτασης, τις ακόλουθες αποφάσεις:-
«70. Το Συμβούλιο αποφάσισε ότι η προφορική εξέταση θα αποσκοπεί στην αξιολόγηση των γνώσεων και της προσωπικότητας των υποψηφίων. Αποφάσισε επίσης ότι η απόδοση των υποψηφίων στη συνέντευξη θα αποτελέσει ξεχωριστό παράγοντα αξιολόγησης και θα έχει τη μορφή προφορικής εξέτασης των υποψηφίων, γιατί πρόκειται για την ψηλότερη θέση στον Οργανισμό, με ψηλές απαιτήσεις από τον κάτοχό της, επειδή αυτός, στο πλαίσιο των καθηκόντων του, είναι ο κύριος σύμβουλος του Διοικητικού Συμβουλίου και ο διοικητικά υπεύθυνος για την υλοποίηση των αποφάσεων που λαμβάνονται από αυτό, προΐσταται των υπηρεσιών και των υπαλλήλων της Αρχής, είναι ο κύριος υπεύθυνος για την αποτελεσματική οργάνωση και λειτουργία της Αρχής, το σχεδιασμό και τη διεύθυνση της αναπτυξιακής της πορείας, καθώς και την ανάπτυξη της απαραίτητης συνεργασίας στην Κύπρο και το εξωτερικό.
Επίσης το Συμβούλιο αποφάσισε ότι οι ερωτήσεις που θα τεθούν στους υποψηφίους θα είναι προσεκτικά επιλεγμένες με γνώμονα να μη θέτουν κανένα εκ των υποψηφίων σε πλεονεκτικότερη μοίρα. Γι' αυτό οι ερωτήσεις που θα τεθούν θα αποσκοπούν στη διαπίστωση των γνώσεων και ιδιοτήτων των υποψηφίων, στους τομείς που καθορίζονται στις παραγράφους Δ.3[‡]. και Δ.4‡ του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης, και αυτές δεν θα αφορούν θέματα που απασχόλησαν την Αρχή μετά τον ουσιώδη χρόνο.»
Πρόσθετα, αποφάσισε ότι στους δύο υποψηφίους θα υποβάλλονταν οι ίδιες ερωτήσεις.
Σημειώνεται ότι τα απαιτούμενα προσόντα των παραγράφων (3) και (4) του Σχεδίου Υπηρεσίας είναι τα ακόλουθα:-
«(3) Πολύ καλή γνώση της σχετικής με τις αρμοδιότητες της Αρχής νομοθεσίας, της οικονομίας, της βιομηχανίας και της αγοράς εργασίας της Κύπρου, καθώς και του τομέα της ανάπτυξης ανθρώπινου δυναμικού στην Κύπρο ή/και στο εξωτερικό.
(4) Ακεραιότητα χαρακτήρα, οργανωτική, διευθυντική και διοικητική ικανότητα, υπευθυνότητα, πρωτοβουλία και ευθυκρισία.»
Είναι, από τα πιο πάνω, προφανές ότι το Συμβούλιο, κατά παραγνώριση του δεδικασμένου που προέκυψε στην Προσφυγή Αρ. 165/02, υπέπεσε και πάλι στο ίδιο σφάλμα. ΄Εθεσε ως στόχο της προφορικής εξέτασης, αυτήν τη φορά, τη διαπίστωση απαιτούμενων στο Σχέδιο Υπηρεσίας γνώσεων και ιδιοτήτων. Κατέληξε δε «από τις απαντήσεις των υποψηφίων», όπως σημείωσε, ότι «και οι δύο κατέχουν πολύ καλή γνώση σε όλους τους τομείς που καθορίζονται στην παράγραφο Β.3 του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης». Αυτή του, όμως, η κρίση ανατρέπεται από τις επί μέρους εντυπώσεις του που καταγράφηκαν ως αιτιολογία του χαρακτηρισμού της απόδοσης των υποψηφίων, οι οποίες οδήγησαν σε διαφοροποίηση του βαθμού αξιολόγησης που δόθηκε. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, δε δικαιολογείται το τελικό συμπέρασμα για πολύ καλή γνώση του αιτητή σε όλους τους τομείς, συμπεριλαμβανομένων θεμάτων στα οποία οι απαντήσεις του κρίθηκαν ως περιέχουσες «σοβαρές ελλείψεις» και ανεπαρκή αιτιολογία. Από την άλλη, παραμένουν αναιτιολόγητες η απόδοση στο ενδιαφερόμενο μέρος για τα ίδια θέματα του χαρακτηρισμού της «ευρείας γνώσης όλων των τομέων» και η, εν τέλει, «εξαιρετική» αξιολόγησή του, όταν, για τα ίδια θέματα, το Συμβούλιο, στο καταληκτικό του σχόλιο, αξιολόγησε τη γνώση του στο ίδιο επίπεδο με αυτήν του αιτητή, δηλαδή «πολύ καλή».
Επιπρόσθετα, το Συμβούλιο δεν αναφέρει ποια βαρύτητα αποδόθηκε στις ιδιότητες της παραγράφου Β.4 του Σχεδίου Υπηρεσίας, των οποίων η διαπίστωση είχε τεθεί ως ο δεύτερος στόχος της προφορικής εξέτασης. Σημειώνεται ότι οι πλείστες εξ αυτών περιλαμβάνονταν στα βαθμολογημένα στοιχεία των Υπηρεσιακών Εκθέσεων, ενώ για τη διευθυντική/διοικητική ικανότητα, ειδικότερα, επισημάνθηκε στην ακυρωτική απόφαση, ένα βαθμολογικό προβάδισμα του αιτητή.
Από το πρακτικό του Συμβουλίου απουσιάζει η επιρροή των διαπιστώσεων - αν, βέβαια, προέκυψαν τέτοιες - στην τελική αξιολόγηση, σε σχέση με ιδιότητες που είχαν τεθεί στο στόχαστρο της προφορικής εξέτασης, για τις οποίες, όπως επισημάνθηκε στην ακυρωτική απόφαση «αποκτά σημασία και η βαθμολογημένη αξία των υποψηφίων».
Αναφορικά με το επιχείρημα του αιτητή ότι, κατά την αξιολόγηση, λήφθηκαν υπόψη στοιχεία ή γεγονότα μεταγενέστερα του ουσιώδους χρόνου, αρκεί να λεχθεί ότι το Συμβούλιο είχε αυτοδεσμευτεί ότι οι ερωτήσεις που θα υποβάλλονταν δε θα αφορούσαν θέματα που απασχόλησαν την Αρχή μετά τον ουσιώδη χρόνο. ΄Ομως, δύο ερωτήσεις που υποβλήθηκαν, συγκεκριμένα αυτές που σχετίζονταν με διάθεση πόρων της Αρχής σε ενεστώτα χρόνο και με το οικονομικό περιβάλλον της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή ΄Ενωση το 2004, παρά τη γενικότερη υφή τους, συνιστούν αντιφατική συμπεριφορά και, ως εκ τούτου, πρόσθετο λόγο ακύρωσης.
Η προσφυγή επιτυγχάνει, με €1.200,00 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ του αιτητή.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, με βάση το ΄Αρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Ε. Παπαδοπούλου,
Δ.
/ΜΠ
[*] Οι υπογραμμίσεις δικές μου.
[†] Προφανώς το ορθό είναι Β.3, καθότι δεν υπάρχει παράγραφος Δ στο Σχέδιο Υπηρεσίας.
[‡] Προφανώς πρόκειται για τις παραγράφους Β.3 και Β.4.