ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1648/2008)
25 Μαΐου 2010
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
NOREEN NUIQUE,
Αιτήτρια,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ
ΠΡΩΤΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
2. ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ, Φ/ΔΙ
ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
3. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ
ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
------------------------------
Χρ. Χριστούδιας, για την Αιτήτρια.
Γ. Χατζηχάννα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Επιδιώκεται η ακύρωση της απόφασης των καθ΄ ων ημερ. 6.8.08, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση της αιτήτριας για την απόκτηση του καθεστώτος της επί μακρόν διαμένουσας στη Δημοκρατία.
Η αιτήτρια με καταγωγή τις Φιλιππίνες, αφίχθηκε στην Κύπρο για πρώτη φορά στις 10.6.02, ως βοηθός κουζίνας σε εστιατόριο στη Λεμεσό, έτυχε δε περιοδικών ανανεώσεων της άδειας παραμονής και εργασίας της, με την τελευταία να λήγει στις 30.12.07. Στις 18.12.07, υπέβαλε αίτηση για την απόκτηση του καθεστώτος της επί μακρόν διαμένουσας βάσει της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2003/109/ΕΚ, η οποία ενσωματώθηκε στο Κυπριακό δίκαιο στις 8.1.07, με την τροποποίηση που επήλθε με το Νόμο αρ. 8(Ι)/07, στον περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμο, Κεφ. 105. Η αίτηση εξετάστηκε από τις αρμόδιες αρχές και απορρίφθηκε στις 9.4.08, κοινοποιηθείσα στην αιτήτρια στις 6.8.08, για τρεις διαφορετικούς λόγους: (i) ότι η αιτήτρια είχε παραμείνει παράνομα στη Δημοκρατία για συγκεκριμένες περιόδους που ενέπιπταν στην περίοδο των πέντε ετών πριν την υποβολή της αίτησης, (ii) ότι η παραμονή της στη Δημοκρατία ήταν προσωρινή με χρονικά περιορισμένη τη διάρκεια της και με την ένδειξη «τελική - μη ανανεώσιμη» και (iii) δεν είχε επαρκείς εισοδηματικούς πόρους.
Το πρώτο σημείο που εγείρει η αιτήτρια προς ακύρωση της πράξης είναι ότι η Επιτροπή Ελέγχου Μετανάστευσης αναρμόδια αποφάσισε και απέρριψε την αίτηση, διότι με βάση τον Καν. 4 των περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Κανονισμών του 1972 (Κ.Δ.Π. 242/72), η Επιτροπή έχει δικαίωμα να εξετάζει μόνο τις καθορισμένες εκεί έξι κατηγορίες μεταναστών και όχι να αποφασίζει αιτήσεις για επί μακρόν διαμένοντες. Συναφές με αυτό το επιχείρημα είναι ότι στην απόφαση της Επιτροπής, καθ΄ υπέρβαση και κατά νόσφιση εξουσίας, ενεπλάκη και ο Υπουργός Εσωτερικών, ο οποίος ούτε πρόεδρος, ούτε μέλος ήταν της Επιτροπής.
Η «Επιτροπή Ελέγχου Μετανάστευσης», απαρτιζόμενη αρχικά από τρία τουλάχιστο άτομα, εγκαθιδρύθηκε με τον Καν. 4(1) των Κανονισμών, με πρόεδρο οριζόμενο από το Υπουργικό Συμβούλιο και με εξουσίες όπως χορηγεί άδεια μετανάστευσης εάν ο αιτητής εμπίπτει σε μια από τις κατηγορίες Α-ΣΤ, όπως καθορίζονται στον Καν. 5. Όπως αποφασίστηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο στις 18.5.1994, σύμφωνα με το Παράρτημα Α στην αγόρευση των καθ΄ ων, εγκαθιδρύθηκε νέα, τετραμελής αυτή τη φορά Επιτροπή, απαρτιζόμενη από ένα Πρώτο Διοικητικό Λειτουργό στο Υπουργείο Εσωτερικών ως πρόεδρο και από ένα Ανώτερο Λειτουργό αντίστοιχα στα Υπουργεία Εξωτερικών, Εμπορίου και Βιομηχανίας και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεως, ως μέλη. Περαιτέρω, με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 31.5.95, τροποποιήθηκε η σύνθεση της Επιτροπής με την αντικατάσταση του Πρώτου Διοικητικού Λειτουργού, ως προέδρου, με τον Αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών.
Προς την Επιτροπή αυτή διαβιβάζονται δυνάμει του άρθρου 18Ι(3), οι αιτήσεις προς απόκτηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος οι οποίες κατά το άρθρο 18Ι(1), υποβάλλονται προς το Διευθυντή του Τμήματος Αλλοδαπών και Μετανάστευσης. Κάπως παράδοξα, από πλευράς αρίθμησης και ταξινόμησης, το άρθρο 18Η(1) καθορίζει ότι είναι η Επιτροπή που εξετάζει και αποφασίζει να παραχωρήσει το πιο πάνω καθεστώς. Έπεται ότι η Επιτροπή, εκτός των αιτήσεων που επιλαμβάνεται για τον έλεγχο και ρύθμιση της μετανάστευσης αλλοδαπών στη Δημοκρατία, δυνάμει του Καν. 4(1), επιφορτίστηκε με εξουσία εξέτασης και απόφασης και επί αιτήσεων για την παραχώρηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος. Είναι επομένως ο ίδιος ο τροποποιητικός Νόμος που ενέδυσε την Επιτροπή με την πρόσθετη αυτή εξουσία και δεν χρειαζόταν προς περαιτέρω νομιμοποίηση της αρμοδιότητας της και τροποποίηση των σχετικών Κανονισμών. Ορθά δε προνοήθηκε στο άρθρο 18ΣΤ και παραπομπή στην Επιτροπή που προβλέφθηκε στον Καν. 4, για τους σκοπούς εφαρμογής των άρθρων 18Ζ-18ΚΗ, που δυνάμει του τροποποιητικού Νόμου αρ. 8(Ι)/07, ενσωμάτωσαν τη σχετική Ευρωπαϊκή Οδηγία στο εθνικό δίκαιο. Παρόμοιο ζήτημα εξετάστηκε και απορρίφθηκε στη Lucy D´Souza v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1410/08, ημερ. 19.6.09, (Ηλιάδης, Δ.).
Το σχετικό επιχείρημα συνεπώς δεν ευσταθεί, πέραν βέβαια της γενικότερης εφαρμογής του δόγματος της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, εφόσον η αιτήτρια δεν είναι δυνατόν να καταφέρεται εναντίον της αρμοδιότητας της Επιτροπής, προς την οποία η ίδια αποτάθηκε μέσω του Διευθυντή, απλώς και μόνο επειδή δεν έτυχε έγκρισης. Να σημειωθεί εδώ, πρόσθετα, ότι ουδόλως ευσταθεί η θέση ότι η σύνθεση έπασχε διότι σ΄ αυτή προήδρευε ο Γενικός Διευθυντής, Λάζαρος Σαββίδης, αντί του αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή που καθόρισε η σχετική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Εκτός του ότι η θέση αυτή δεν καταγράφεται καν στους νομικούς λόγους ακύρωσης στην αίτηση, προβλήθηκε δε παράτυπα εκ των υστέρων και μόνο στην απαντητική αγόρευση της αιτήριας, είναι φανερό ότι το μείζον περιλαμβάνει το έλασσον.
Περαιτέρω είναι εμφανές από το πρακτικό της Επιτροπής ημερ. 9.4.08, (Παράρτημα 18 στην ένσταση), ότι η Επιτροπή με νόμιμη σύνθεση αποτελούμενη από τον Δρ. Λάζαρο Σαββίδη, Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών ως πρόεδρο, και τρία άλλα πρόσωπα από τα αντίστοιχα Υπουργεία ως μέλη, εξέτασαν μεταξύ άλλων και την υπόθεση της αιτήτριας αποφασίζοντας την απόρριψη της. Η απορριπτική αυτή απόφαση που είναι καταγεγραμμένη στο εν λόγω πρακτικό με τη δέουσα λεπτομέρεια, αποτελεί και την απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με την επιστολή ημερ. 6.8.08 (Παράρτημα 20 στην ένσταση), το περιεχόμενο της οποίας αποτελεί και την προσβαλλόμενη πράξη. Σε αυτή την επιστολή που είναι γραμμένη στην Αγγλική γλώσσα αναφέρεται επί λέξει ότι:
«... Your application for the acquisition of the long-term residence status in the Republic dated 18/12/2007 was examined by the Immigration Control Committee and the Minister of Interior in his capacity as Chief Immigration Officer on the basis of the Aliens and Immigration (Amendment Law, No. 8(I)/07) .....».
Είναι πρόδηλο ότι η αναφορά στην εν λόγω επιστολή στον Υπουργό Εσωτερικών παρείσφρυσε ενόψει του γεγονότος ότι, ως παρουσιάζεται από το σχετικό πρακτικό της Επιτροπής, ήταν η ίδια η Επιτροπή που έλαβε την απόφαση και όχι ο Υπουργός, η δε απόφαση της Επιτροπής δεν υπόκειτο νομοθετικά ή κανονιστικά στην έγκριση του Υπουργού, ούτε και αναφέρεται κάτι τέτοιο στην ίδια την προσβαλλόμενη πράξη. Εκ του περισσού λοιπόν είναι που αναφέρθηκε ότι η αίτηση εξετάστηκε και από τον Υπουργό Εσωτερικών και αυτή η αναφορά δεν προσθέτει, ούτε αφαιρεί καθ΄ οιονδήποτε τρόπο από τη νομιμότητα της πράξης. Άλλωστε, αντιφατικά στους νομικούς ισχυρισμούς της η αιτήτρια προσπαθώντας να δείξει αναρμοδιότητα του Υπουργού, δέχεται ως μόνη αρμόδια την Επιτροπή (σελ. 2(θ) της γραπτής αγόρευσης), κατ΄ αντίθεση με την προηγουμένως απαντηθείσα θέση της, ότι η ίδια η Επιτροπή αναρμοδίως εξέτασε την αίτηση.
Απορριπτέος είναι και ο έτερος ισχυρισμός της αιτήτριας σε σχέση με το περιορισμένο της χρονικής διάρκειας των αδειών νόμιμης παραμονής της με το σκεπτικό ότι λανθασμένα προστέθηκε τέτοια φρασεολογία στον Κυπριακό Νόμο, εφόσον δεν απαντάται στην αντίστοιχη Ευρωπαϊκή Οδηγία, κατά παράβαση τόσο της Οδηγίας, όσο και των πορισμάτων της συνόδου Εμπειρογνωμόνων που συνεδρίασε στις Βρυξέλλες τον Ιούλιο του 2005, όπου διατυπώθηκε η θέση ότι δεν απαιτείται καν, για την εφαρμογή της Οδηγίας, η έκδοση αδειών διαμονής με την προϋπόθεση ότι υπάρχει νόμιμη παραμονή στη χώρα, ο δε επίσημος χρονικός περιορισμός σε άδεια πρέπει να εφαρμόζεται με στενή ερμηνευτική διάθεση και να συνάδει με τα περιλαμβανόμενα στην ίδια την Οδηγία παραδείγματα.
Σχετική παρόμοια επιχειρηματολογία εξετάστηκε και αποφασίστηκε από την πλειοψηφία της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Motilla v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 29, δεσμευτική βεβαίως για το παρόν Δικαστήριο, από τον ίδιο μάλιστα δικηγόρο και απαραδέκτως είναι που επαναφέρθηκε προς συζήτηση το θέμα. Η πλειοψηφία αποφάσισε ότι όπου η άδεια παραμονής είχε «επίσημα περιοριστεί», συμφώνως των προνοιών της σχετικής Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2003/109/ΕΚ, τότε αναμφιβόλως ο αιτητής δεν έχει νόμιμη ή λογική προσδοκία «εδραίωσης» στη χώρα για σκοπούς απόκτησης του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος. Και αυτό, στα πλαίσια της γενικότερης δυνατότητας που αναγνωρίζεται στα κράτη-μέλη να ρυθμίζουν, στα πλαίσια της μεταναστευτικής τους πολιτικής, τη δυνατότητα σε άτομα ορισμένης κατηγορίας να έχουν τέτοια προσδοκία. Στα πιο πάνω πλαίσια, λοιπόν, νόμιμα οι αρμόδιες αρχές περιόρισαν τη χρονική διάρκεια της άδειας παραμονής της αιτήτριας στην έννοια του άρθρου 18Ζ(2)(γ) του Νόμου, με την ένδειξη «άδεια προσωρινής διαμονής» από το 2002, όταν το πρώτον εισήλθε στη Δημοκρατία, μέχρι το 2007 όταν της εδόθη παράταση (ερ. 135 του διοικητικού φακέλου, Τεκμ. «Α»), μέχρι τις 13.2.2007, με την ένδειξη «Final-Not Renewable», οι δε περαιτέρω ανανεώσεις μέχρι 30.12.2007 (ερ. 176), μέχρι 23.2.2009 (ερ. 311) και 18.2.2010 (ερ. 361), επίσης ήταν όλες με την ίδια ένδειξη της τελικής-μη ανανεώσιμης άδειας. Περαιτέρω, η ιδιότητα της αιτήτριας και η εργασία της ως βοηθού κουζίνας έστω με τον ίδιο εργοδότη καθ΄ όλη τη χρονική περίοδο παραμονής της, περιείχε ως εκ της φύσης της προσωρινότητα από έτος εις έτος, ή, αναλόγως της χρονικής κατά καιρούς περιόδου που οι αρμόδιες αρχές ανανέωναν τις άδειες παραμονής, μέσα στα πλαίσια του λεκτικού του πιο πάνω άρθρου που επιτρέπει τον χρονικό περιορισμό της άδειας, κατ΄ επίσημο, πάντοτε τρόπο.
Όσον αφορά την προϋπόθεση της παραγρ. (α), του άρθρου 18Θ, ως προς τη διάθεση εκ μέρους της αιτήτριας σταθερών και τακτικών οικονομικών πόρων επαρκών για τη συντήρηση της ίδιας και των εξαρτωμένων μελών της οικογένειας της, η Επιτροπή ευλόγως και νομίμως απέρριψε την αίτηση και γι΄ αυτό το λόγο, μετά από δέουσα έρευνα στη βάση των ενώπιον της στοιχείων. Ορθά δε αναφέρθηκε στην απορριπτική επιστολή συνταγμένη στα Αγγλικά το άρθρο 18Θ ως άρθρο 18Ι η δε επιστολή ημερ. 6.8.08, (Παράρτημα 20 στην ένσταση), είναι στην απόφαση της Επιτροπής που παραπέμπει.
Παρενθετικά αναφέρεται ότι και το άρθρο 18Ι του Νόμου στα Ελληνικά, παραπέμπει στις οικονομικές προϋποθέσεις του άρθρου 18Θ, εφόσον επιτάσσει ότι η αίτηση πρέπει να τεκμηριώνεται από τα σχετικά επίσημα δικαιολογητικά που αποδεικνύουν ότι πληρούνται οι εκεί προδιαγραφόμενες απαιτήσεις. Η αιτήτρια δήλωσε στη σχετική αίτηση της ότι έχει βασικό μηνιαίο εισόδημα εκ £600 στη βάση συμβολαίου εργασίας ημερ. 10.12.07 για περίοδο 24 μηνών (ερ. 203-197 του Τεκμ. «Α»), και £2.359,87 υπόλοιπο σε τραπεζικό λογαριασμό (ερ. 193), στην Κύπρο. Ενώπιον της προς εξέταση, η Επιτροπή είχε όλα τα σχετικά διαθέσιμα στοιχεία απορρέοντα από την ίδια την αιτήτρια, καθώς και την έκθεση του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (Παράρτημα 19 στην ένσταση), όπου επίσης αναφερόταν ότι η αιτήτρια είχε τακτοποιημένες τις εισφορές της στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ότι διέμενε σε δωμάτιο που τις παραχωρούσε ο εργοδότης της και ότι είχε ασφάλεια υγείας. Επομένως, η Επιτροπή είχε ενώπιον της τα πλήρη δεδομένα από τα οποία ήταν δυνατόν να εξαγάγει τα δικά της συμπεράσματα ως προς την επάρκεια και σταθερότητα των οικονομικών πόρων προς συντήρηση της. Και όταν η Επιτροπή αναφέρθηκε σε αξιολόγηση «των προσωπικών περιστάσεων και δεδομένων της αιτήτριας», είναι φανερό ότι δεν έλαβε υπόψη εξωγενές στοιχείο, ως οι συνήγοροι της αιτήτριας εισηγούνται, διότι ακριβώς είναι με αναφορά στην εκπλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 18Θ, που έγινε τέτοια αξιολόγηση.
Παρόμοια επιχειρήματα ως προς τα οικονομικά δεδομένα, εξετάστηκαν και απορρίφθηκαν στην Lucy D´Souza v. Δημοκρατίας - ανωτέρω -, όπου διαπιστώθηκε, σε όμοιες συνθήκες, η επάρκεια της έρευνας και το επιτρεπτό της αντίστοιχης κατάληξης των καθ΄ ων. Εντελώς πρόσφατα στην Ester Manzanillo v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1618/08, ημερ. 28.4.10, (Νικολάτος, Δ.), παρόμοιο επιχείρημα επίσης απορρίφθηκε εφόσον δεν είχαν δοθεί «.. οποιαδήποτε στοιχεία ότι έχει σταθερούς και τακτικούς οικονομικούς πόρους, επαρκείς για τη συντήρηση της, εκτός από το μισθό της. Επομένως δεν ικανοποίησε τις, σωρευτικές, προϋποθέσεις του άρθρου 18Θ του προαναφερομένου Νόμου.»
Όσον αφορά τέλος το παράνομο της διαμονής της αιτήτριας για τις περιόδους 10.6.03-17.6.03, 30.11.03-1.3.04, 30.11.04-11.1.05 και 30.11.05-15.2.06, οι οποίες και εμπίπτουν στην προηγουμένως της υποβολής της αίτησης πενταετή περίοδο, η οποία πρέπει, συμφώνως του άρθρου 18Η(1), να είναι νόμιμη και αδιάλειπτη, το Δικαστήριο δεν συμφωνεί ότι οι περίοδοι αυτές διέκοπταν το νόμιμο και αδιάλειπτο της πενταετούς περιόδου και ιδιαιτέρως ότι ήταν παράνομοι. Κατά πρώτο λόγο, αντιφατικά στην έκθεση του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, Παράρτημα 19 στην ένσταση, όπου εντοπίζονται οι πιο πάνω κατά τη διοίκηση παράνομες περιόδοι, αναφέρεται ταυτόχρονα ότι σύμφωνα με τις αφίξεις και αναχωρήσεις της αιτήτριας αυτή είχε «αδιάλειπτη παραμονή στη Δημοκρατία». Το αδιάλειπτο αυτό της παραμονής με δεδομένο ότι κάθε επόμενη ανανέωση της προσωρινής παραμονής της βασιζόταν σε αίτηση της ιδίας ή του εργοδότη της για ανανέωση και την έστω εκ των υστέρων δινόμενη άδεια παραμονής, δεν μπορεί να καθιστά την αδιάλειπτη παραμονή, παράνομη για ορισμένες περιόδους χρόνου.
Δεν είναι νοητό, κατ΄ αρχάς, στα πλαίσια της χρηστής διοίκησης να θεωρείται παράνομη η πάροδος χρόνου 7 μόλις ημερών, από τις 10.6.03, όταν έληγε η πρώτη δοθείσα άδεια παραμονής (ερ. 28), μέχρι τις 17.6.03, όταν υπεβλήθη η αίτηση για παράταση (ερ. 46). Εκτός του ότι η άδεια ενεκρίθη στις 8.7.03 (ερ. 47), με ισχύ μέχρι 30.11.03, παρατηρείται ότι η αιτήτρια είχε υπογράψει νέο συμβόλαιο εργοδότησης στις 6.5.03 (ερ. 43), πριν την εκπνοή δηλαδή της πρώτης άδειας στις 10.6.03, ο δε λειτουργός μετανάστευσης έγραψε στην αίτηση, Μ 61, ότι δεν υπήρχε ένσταση, με γνωστό το δεδομένο ότι η άδεια παραμονής είχε λήξει στις 10.6.03.
Όσον αφορά την περίοδο 30.11.03-1.3.04, ναι μεν υπήρξε καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης, οφειλόμενη και στο Γραφείο Εργασίας ως καταγράφηκε στο σχετικό έντυπο Μ61Β, (ερ. 65), αλλά ζητήθηκε η περαιτέρω παραμονή για ένα έτος (εννοείται από τη λήξη της προηγούμενης άδειας στις 30.11.03), συστήθηκε από το λειτουργό μετανάστευσης και δόθηκε με το ερ. 66, παράταση μέχρι 30.11.04, καλύπτοντας δηλαδή, όλη την περίοδο χρόνου του ενός έτους, για την οποία, ας σημειωθεί, το κράτος λάμβανε τις αναγκαίες κοινωνικές ασφαλίσεις εκ μέρους του εργοδότη, εφόσον στην Έκθεση του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (ερ. 222), όλες οι εισφορές στο Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων ήταν τακτοποιημένες.
Τα ίδια ισχύουν και για τις δύο επόμενες περιόδους 30.11.04-11.1.05, με βάση τα ερ. 85, 94 και 95 και 30.11.05-15.2.06, με βάση τα ερ. 106, 133 και 135. Σε κάθε περίπτωση, η ανανέωση κάλυπτε το προηγηθέν κενό χρόνου στην υποβολή της αίτησης, το κράτος λάμβανε πλήρως τις κοινωνικές ασφαλίσεις της αιτήτριας, στις δε 21.2.06, οι καθ΄ ων δέχθηκαν την εισήγηση του εργοδότη για ανανέωση έστω για σκοπούς αντικατάστασης της.
Υπό αυτά τα δεδομένα, δεν είναι δυνατόν να δίνεται από τη μια άδεια και από την άλλη όταν υποβάλλεται αίτηση δυνάμει της Οδηγίας, να θεωρούνται οι πιο πάνω περίοδοι, παράνομες.
Η αναφερόμενη στις άδειες προτροπή όπως η αίτηση για ανανέωση γίνει τουλάχιστον ένα μήνα πριν τη λήξη εκάστης άδειας, αποτελεί ένα τυπικό διαδικαστικό που μάλλον έχει λειτουργική σημασία για την έγκαιρη γραφειοκρατική διευθέτηση της εξέτασης της άδειας, παρά οποιαδήποτε ουσία.
Αν η αναγκαιότητα της κατάθεσης της αίτησης ένα μήνα πριν ήταν όντως αδήριτη και θεμελιακής σημασίας, θα αναμενόταν από τους καθ΄ ων να μην δέχονταν καν την αίτηση προς εξέταση. Αφού όμως την δέχθηκαν και μετά την εξέταση αποφάσισαν την αποδοχή της, δεν είναι δυνατό για τη διοίκηση να θεωρεί εκ των υστέρων ως παράνομες τις περιόδους για τις οποίες έδωσε άδεια, καλυπτική και της περιόδου μέσα στην οποία υπήρξε η καθυστέρηση υποβολής της αίτησης. Παρόμοιες σκέψεις σε σχέση με υποθέσεις πολιτογράφησης (αλλά με την αρχή να παραμένει αναλλοίωτη), εκφράστηκαν και στις Nimal Jayaweera v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 27/08, ημερ. 23.2.2010, του παρόντος Δικαστηρίου, και Dawod Faraj Allah v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 791/07, ημερ. 7.5.08, (Κραμβής, Δ.).
Αναμενόταν λοιπόν για όλες τις πιο πάνω χρονικές περιόδους που οι καθ΄ ων θεώρησαν εκ των υστέρων και μόνο ως παράνομες, να μην εξέταζαν την αίτηση για παράταση της διαμονής, επικαλούμενοι δε την παρανομία της να εξέδιδαν διάταγμα κράτησης και απέλασης. Εφόσον τέτοιες ενέργειες δεν έγιναν, αντίκειται προς τη χρηστή διοίκηση η εκ των υστέρων και μόνο αναγωγή του θέματος και αναφορά σε περιόδους παράνομης διανομής, που ήταν μόνο τυπικές και εν πάση περιπτώσει καλύφθηκαν με μεταγενέστερη άδεια. Τέτοια συμπεριφορά αντίκειται στη χρηστή διοίκηση και τις πράξεις των ιδίων των καθ΄ων και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης της αιτήτριας ότι η παραμονή της ήταν καθ΄ όλα νόμιμη, ώστε να ήταν γι΄ αυτή δυνατό να αποταθεί για το καθεστώς της επί μακρόν διαμένουσας. Με όλο το σεβασμό, το Δικαστήριο δεν ασπάζεται το σκεπτικό της Aster Asefaw Araya v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2097/06, ημερ. 7.2.08, (Χατζηχαμπής, Δ.), στην οποία η Επιτροπή αναφέρθηκε, τόσο διότι τα γεγονότα ήταν διάφορα, (εκεί πρόκειτο για διακοπή της άδειας για ενάμισυ σχεδόν χρόνο), όσο και διότι δεν αναφέρεται κατά πόσο η εκ των υστέρων δοθείσα άδεια ανέτρεχε στον παρελθόν. Να σημειωθεί περαιτέρω και το εξής: Στην απόφαση Lucy D´ Souza - ανωτέρω - (της οποίας εκτενές απόσπασμα αντιγράφει η κα Χατζηχάννα για τους καθ΄ ων στη γραπτή της αγόρευση σελ. 7-8), υπάρχει παραπομπή σε απόσπασμα της Motilla - ανωτέρω - σε σχέση με τη διακοπή της νομίμου παραμονής της εκεί αιτήτριας της πενταετούς περιόδου πριν την αίτηση. Τέτοιο απόσπασμα όμως δεν υπάρχει στην Motilla και είναι φανερό ότι αυτό εκ λάθους αναφέρθηκε στην απόφαση Lucy D´ Souza.
Ενόψει, όμως, των υπολοίπων λόγων που αναφέρθησαν στο σκεπτικό ανωτέρω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον της αιτήτριας και υπέρ των καθ΄ ων.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ