ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                (Υπόθεση Αρ. 1143/2008)

 

3 Μαΐου, 2010

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΠΑΛΙΟΜΥΛΙΤΗ,

Αιτητή,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.    ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ,

2.    ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

Μ. Κοντογιώργης, για τον Αιτητή.

Φ. Κωμοδρόμος, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

 

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή ζητά την ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση με την οποία προήγαγαν στη θέση Αστυνόμου Α΄ τα ΕΜ:  1. Βρόντο Φίλιππο, 2. Γαβριήλ Γαβριήλ, 3. Δαμιανού Ανδρέα, 4. Δημητρίου Δημήτρη, 5. Λάμπρου Αιμίλιο, 6. Παπαθεοδώρου Στυλιανό, 7. Σεργίου Θεόδωρο, 8. Σωτηρίου Κώστα, 9. Τσόκκα Δημήτριο και 10. Φράγκου Γεώργιο, από 24.04.08, αντί του Αιτητή.  

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης

Η διαδικασία πλήρωσης των θέσεων Ανώτερων Αξιωματικών της Αστυνομίας, μεταξύ αυτών και της επίδικης, προβλέπεται από τους περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμούς του 2004 (Κ.Δ.Π. 214/04), Μέρος III, στο εξής «οι Κανονισμοί»,  όπως έχουν τροποποιηθεί.

 

Σύμφωνα με τον Κανονισμό 20(β) των Κανονισμών, για να δικαιούται ένας υποψήφιος προαγωγή στο βαθμό του Αστυνόμου Α' πρέπει να:-

«(ι) Να έχει συμπληρώσει διετή υπηρεσία στο βαθμό Αστυνόμου Β':

Νοείται ότι σε περίπτωση που δεν υπάρχουν προσοντούχοι υποψήφιοι που έχουν συμπληρώσει διετή υπηρεσία ή ο αριθμός των υποψηφίων είναι μικρότερος του διπλάσιου των κενών θέσεων, ο Αρχηγός δύναται, αν κρίνει ότι συντρέχουν ειδικοί λόγοι που δικαιολογούν την πλήρωση των κενών θέσεων, να μειώσει, με αιτιολογημένη απόφαση του κατά ένα έτος τον απαιτούμενο χρόνο.

 

(ιι)        Κατά τη διάρκεια της προηγούμενης διετίας δεν του επιβλήθηκε ποινή μεγαλύτερη από αυστηρή επίπληξη για πειθαρχικό αδίκημα, σύμφωνα με τους περί Αστυνομίας (Πειθαρχικούς) Κανονισμούς.

 

(ιιι)       Μετά από σχετική έκθεση του Αρχηγού Αστυνομίας φαίνεται ότι έχει εκτελέσει ικανοποιητικά τα καθήκοντα του, όπως προκύπτει από την τελευταία ετήσια έκθεση αξιολόγησης, ανεξάρτητα από τον χρόνο που αυτή συντάχθηκε.»

 

Επειδή κανένας από τους υποψηφίους δεν πληρούσε την πρόνοια της παραγράφου (ι), για διετή υπηρεσία στο βαθμό Αστυνόμου Β', ο Αρχηγός Αστυνομίας, ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχει η παράγραφος αυτή,  αποφάσισε σύντμηση της διετούς υπηρεσίας, για ειδικούς λόγους.  Όπως αναφέρει στο πιο κάτω πρακτικό, ημερομηνίας 7.4.2008, το οποίο ετοίμασε σχετικά:-  

«Σήμερα στην Αστυνομία Κύπρου υπηρετούν, τέσσερις Βοηθοί Αρχηγοί, δώδεκα (12) Ανώτεροι Αστυνόμοι, εννέα (9) Αστυνόμοι Α' και δεκαεννέα (19) Αστυνόμοι Β'. Δηλαδή υπάρχουν δύο (2) κενές οργανικές θέσεις στο βαθμό του Ανώτερου Αστυνόμου και μία στο βαθμό του Αστυνόμου Β'. Από τους δεκαεννέα (19) Αστυνόμους Β' που βρίσκονται στην Υπηρεσία δεν υπάρχει κανένας που να πληροί τις προϋποθέσεις που τάσσει ο Κανονισμός 20(β)(ι) των Περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών (Κ.Δ.Π.214/04), όπως έχουν τροποποιηθεί, ώστε να θεωρηθεί προσοντούχος για προαγωγή στο βαθμό του Αστυνόμου Α', αφού δεν έχει συμπληρωθεί η απαιτούμενη διετής υπηρεσία στο βαθμό του Αστυνόμου Α'. Έντεκα όμως από αυτούς, έχουν συμπληρώσει ένα έτος υπηρεσίας στο βαθμό του Αστυνόμου Β', επομένως θα μπορούν να θεωρηθούν προσοντούχοι για προαγωγή στο βαθμό του Αστυνόμου Α', κατόπιν μείωσης του απαιτούμενου χρόνου υπηρεσίας.»

 

Την ίδια ημέρα (7.4.2008) ο Αρχηγός ετοίμασε Έκθεση δυνάμει του Κανονισμού 20(β)(ιιι) των Κανονισμών αναφορικά με τον τρόπο που ο κάθε υποψήφιος προς αξιολόγηση, εκτελούσε τα καθήκοντα του.  Την ίδια ημέρα, ετοίμασε Σύσταση δυνάμει των εξουσιών που του παρέχει το άρθρο 16(1) και (2) του περί Αστυνομίας Νόμου του 2004 (Ν. 73(Ι)/2004), στο εξής «ο Νόμος», την οποία απέστειλε προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, στο εξής «ο Υπουργός», με την οποία αιτιολογούσε τη σύσταση του για κάθε προσοντούχο, όπως προβλέπεται από τον Κανονισμό 23 των Κανονισμών.  Στη Σύσταση του συστήνει για προαγωγή τα 10 ΕΜ.  Τον Αιτητή αν και τον έκρινε ως «Εξαίρετο» στην αξία και «Πολύ καλό» στα προσόντα, δεν τον σύστησε για το λόγο ότι είχε αποχωρήσει από την Υπηρεσία στις 19/11/2007, λόγω έναρξης της  προαφυπηρετικής του άδειας.  Συγκεκριμένα ο Αρχηγός, για τον Αιτητή,  ανέφερε τα ακόλουθα στη Σύσταση του:-

«.. Αφού μελέτησα την τελευταία ετήσια έκθεση αξιολόγησης, σύμφωνα με τον Κανονισμό 20(β)(ιιι) των Περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών (Κ.Δ.Π.214/04), όπως έχουν τροποποιηθεί και συνέταξα σχετική έκθεση και έχοντας υπόψη τις πρόνοιες του Κανονισμού 23 των πιο πάνω Κανονισμών, καθώς και τις Γενικές Αρχές που καθορίζονται στον Περί Αστυνομίας Νόμο και στους Περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμούς, κρίνω ότι ο Αστυνόμος Β' ΠΑΛΙΟΜΥΛΙΤΗΣ Παναγιώτης είναι ΕΞΑΙΡΕΤΟΣ στην αξία και ΠΟΛΥ ΚΑΛΟΣ στα προσόντα. Το γεγονός ότι αναχώρησε από την υπηρεσία στις 19/11/2007 λόγω έναρξης της προαφυπηρετικής του άδειας και σε έξι μήνες περίπου θα καταστεί συνταξιούχος πολίτης, δεν μου επιτρέπουν να εισηγηθώ την προαγωγή του, αφού κάτι τέτοιο δεν θα είχε οιαδήποτε πρακτική σημασία για την Αστυνομία εφόσον το άτομο αυτό θα συνέχιζε να παραμένει με προαφυπηρετική άδεια με το νέο βαθμό προαγωγής του.  Η Αστυνομία θα εξακολουθούσε να έχει κενή μία οργανική θέση Ανώτερου Αξιωματικού.  Επομένως, η μόνη ωφέλεια που θα επήρχετο από μία τέτοια εξέλιξη θα ήταν για το προαχθέν πρόσωπο το οποίο θα αναβαθμίζετο στο νέο του βαθμό με όλα τα σχετικά ωφελήματα.  Σύμφωνα με τις υφιστάμενες και καθιερωμένες Αρχές η προαγωγή αποτελεί την ορθή μέθοδο ηθικής και υλικής αμοιβής του άξιου και ικανού υπαλλήλου και γίνεται για την εύρυθμη λειτουργία της Υπηρεσίας. Το δικαίωμα προαγωγής συνιστά δημόσιο δικαίωμα γιατί στόχος της δεν είναι μόνο η διασφάλιση του προσωπικού συμφέροντος του υπαλλήλου αλλά η διασφάλιση του δημόσιου συμφέροντος.  Ως εκ τούτου, τυχόν προαγωγή του δεν θα εξυπηρετούσε κανένα από τους λειτουργικούς σκοπούς της Αστυνομίας, ειδικά σε μία περίοδο όπου η έλλειψη βαθμούχων αποτελεί ένα από τα πλέον σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει η Αστυνομία. Η στελέχωση της ανώτερης θέσης προαγωγής στην Αστυνομία, επιβάλλει την άμεση πλήρωση της με μέλος που βρίσκεται σε ενεργό υπηρεσία.»

 

Στη συνέχεια προς υποστήριξη της απόφασης του, παρέθεσε αποσπάσματα από την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Μιλτιάδους (Αρ. 1) (1998) 3 Α.Α.Δ. 644 για να καταλήξει ότι :-

«Προκύπτει λοιπόν αβίαστα ... ότι κανένα δημόσιο συμφέρον και καμιά ανάγκη της Αστυνομικής Υπηρεσίας θα εξυπηρετείτο με την προαγωγή του πιο πάνω μέλους, παρά μόνο το προσωπικό συμφέρον του ιδίου.  Ποίο συμφέρον της Υπηρεσίας θα μπορούσε να εξυπηρετηθεί με την προαγωγή κάποιου που βρίσκεται σε προαφυπηρετική άδεια;  Ως Αρχηγός της Αστυνομίας, έχω υποχρέωση να συστήσω για προαγωγή τους καταλληλότερους και ασκώντας τις εξουσίες που μου παρέχει ο νόμος και οι κανονισμοί, κάτω και από το φως των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποφάσισα να μη συστήσω για προαγωγή τον κ. ΠΑΛΙΟΜΥΛΙΤΗ Παναγιώτη, αφού τυχόν προαγωγή του δεν εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον και την εύρυθμη λειτουργία του Αστυνομικού Σώματος.»

 

Στη συνέχεια ο Υπουργός, με βάση τις εξουσίες που του παρέχει το άρθρο 16(1) και (3) του Νόμου  και ουσιαστικά υιοθετώντας πλήρως τη Σύσταση του Αρχηγού, αποφάσισε την προαγωγή των 10 ΕΜ στο βαθμό του Αστυνόμου Α' από 24.04.2008.

 

Ο Αιτητής, προς ακύρωση της απόφασης αυτής προβάλλει 8 λόγους ακύρωσης, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση: (1) παραβιάζει την επιφύλαξη 19Γ(4) των Κανονισμών, (2) είναι αναιτιολόγητη, (3) είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα και νομικής πλάνης λόγω παράνομης σύστασης του Αρχηγού, (4) παραβιάζει την Αρχή της Ισότητας, (5) παραβιάζει τα νόμιμα δικαιώματα του Αιτητή, (6) είναι αποτέλεσμα κατάχρησης και/ή υπέρβασης εξουσίας, αφού η επιλογή των ΕΜ έγινε με εξωγενή κριτήρια, (7) παραβιάζει  το άρθρο 16 του Νόμου και τον Κανονισμό 23 των Κανονισμών, αφού τόσο η Έκθεση όσο και η Σύσταση του Αρχηγού είναι αναιτιολόγητες και αντίθετες με τα στοιχεία του φακέλου και (8) είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα.

 

Λόγω της συνάφειας της, θα εξετάσω όλους τους λόγους μαζί, αφού αυτοί περιστρέφονται γύρω από το κατά πόσον ο Αρχηγός της Αστυνομίας δικαιολογείτο να μη συστήσει τον Αιτητή για τον μοναδικό  λόγο ότι αυτός βρισκόταν σε προαφυπηρετική άδεια.

 

Ο συνήγορος του Αιτητή προβάλλει ότι κατά παράβαση της επιφύλαξης 19Γ(4) των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών, ΚΔΠ 51/1989, στο εξής «οι Γενικοί Κανονισμοί του 1989», ο Αρχηγός έκρινε ότι ο Αιτητής, επειδή βρισκόταν σε προαφυπηρετική  άδεια, δεν είχε δικαίωμα προαγωγής.  Επίσης ότι οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος που επικαλέσθηκε δεν δικαιολογούσαν την παράβαση του.  Ενώ η αναφορά στην απόφαση Μιλτιάδους (Αρ. 1), ανωτέρω, είναι άσχετη με την παρούσα υπόθεση.

Οι Καθ' ων η αίτηση απορρίπτουν και προβάλλουν ότι η μη σύσταση του Αιτητή για προαγωγή, δεν είναι αντίθετη με τα όσα προβλέπει η επιφύλαξη του Κανονισμού 19Γ(4) των Γενικών Κανονισμών του 1989, αφού όπως ισχυρίζονται ουδέποτε ο Αιτητής στερήθηκε του δικαιώματος προαγωγής, ενώ μάλιστα ο Αρχηγός  προχώρησε και στη σύντμηση της θητείας του και τον έκρινε προσοντούχο, αλλά δεν ήταν υποχρεωμένος να τον συστήσει και για προαγωγή, από τη στιγμή που βρισκόταν σε προαφυπηρετική άδεια.

 

Ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.

 

Η επιφύλαξη του Κανονισμού 19Γ(4) των Γενικών Κανονισμών του 1989, προβλέπει ότι:-

«Σε περίπτωση που μέλος της Αστυνομίας αναχωρεί με προαφυπηρετική άδεια, η θέση του θεωρείται ως κενωθείσα από την ημερομηνία έναρξης της εν λόγω άδειας και η θέση αυτή μπορεί να συμπληρωθεί με διορισμό σ' αυτή άλλου μέλους της Αστυνομίας:

 

Νοείται ότι το μέλος της Αστυνομίας που βρίσκεται με προαφυπηρετική άδεια, δε χάνει το δικαίωμα προαγωγής του».

 

Με βάση τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης ο Αιτητής κρίθηκε από τον Αρχηγό ως προσοντούχος, οπότε δεν έχασε το δικαίωμα του για προαγωγή.  Όμως ουσιαστικά το δικαίωμα του αυτό αναιρέθηκε και ο Αιτητής προαποκλείστηκε, από τον Αρχηγό της Αστυνομίας, για τον μόνο λόγο ότι ήταν σε προαφυπηρετική άδεια και σε έξι μήνες θα ήταν συνταξιούχος.

 

Κατά την άποψή μου, ο Αρχηγός φαίνεται να παρερμήνευσε την απόφαση της πλειοψηφίας στην υπόθεση Μιλτιάδους (αρ. 1), ανωτέρω.  Φαίνεται να διέπραξε το ίδιο σφάλμα που διάπραξε ο Αρχηγός στην υπόθεση Παναγιώτου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθέσεις 454/06 κ.α., ημερ. 30.5.2008 (απόφαση Ναθαναήλ), Δ. και Πελαγία ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 99/07, ημερ. 30.4.2009 (απόφαση Παπαδοπούλου, Δ.).  Τόσο σ' εκείνη την υπόθεση όσο και εδώ στηρίζεται σε αποσπάσματα από την απόφαση της μειοψηφίας, τα οποία συμπλέκει με άλλο απόσπασμα της πλειοψηφίας, κατά τρόπο που είναι φανερό ότι δεν ήταν κατανοητό ότι οι δύο αποφάσεις του  Πική, Π. και Καλλή, Δ. αντίστοιχα, ήταν διιστάμενες και ότι η αρχή που προβλήθηκε για πρώτη φορά στην υπόθεση Μιλτιάδους ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1160/91, ημερ. 16.7.1993 (απόφαση Πογιατζή, Δ.)[1] και ακολουθήθηκε στη συνέχεια από την Παπασταύρου ν. Δημοκρατίας (1994) 4 AAΔ 1620 (απόφαση Κωνσταντινίδη, Δ.), και άλλες υποθέσεις, κρίθηκε από την πλειοψηφία της σύνθεσης της Ολομέλειας στην Μιλτιάδους (Αρ. 1), ότι ήταν εσφαλμένη.

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, ο Αρχηγός φαίνεται να ήταν με την πεπλανημένη εντύπωση ότι υπάλληλος όταν βρίσκεται υπό προαφυπηρετική άδεια, μπορεί να αποκλειστεί από προαγωγή με επίκληση του δημοσίου συμφέροντος.  Αυτή όμως η θέση ήταν αντίθετη με τα αποφασισθέντα από την πλειοψηφία στην Μιλτιάδους (Αρ. 1).  Αντίθετα, αυτή ήταν η θέση της μειοψηφίας την οποία δεν θα έπρεπε να είχε ακολουθήσει.

 

Πέραν της πλάνης περί το νόμο, η οποία στην προκειμένη περίπτωση ήταν ουσιώδης, εδραιώνεται και ο λόγος ακύρωσης που αφορά στην έλλειψη δέουσας αιτιολογίας στη σύσταση του Αρχηγού.  Υπό τις περιστάσεις, δεν χρειάζεται να εξετάσω τους υπόλοιπους λόγους ακύρωσης οι οποίοι αφορούν σε επιμέρους θέματα.

 

Το εσφαλμένο της σύστασης του Αρχηγού, παρεισέφρησε και στην απόφαση του Υπουργού, ο οποίος στην ουσία υιοθέτησε το σκεπτικό του Αρχηγού.

 

Ενόψει των πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει με €1300 έξοδα πλέον ΦΠΑ, υπέρ του Αιτητή.  Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται δυνάμει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 (Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠσ



[1] Σύμφωνα με την απόφαση:-

«... η έννοια «του καταλληλότερου υποψηφίου» είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ικανότητα του υποψήφιου αυτού να ασκήσει κατά τρόπο επαρκή τα καθήκοντα που αντιστοιχούν στη θέση για την οποία θεωρείται ο καταλληλότερος να διοριστεί ή προαχθεί, χάριν της καλύτερης εξυπηρέτησης του δημόσιου συμφέροντος, και ότι η φράση αυτή, στο κείμενο του εδαφίου (9) του Άρθρου 34 του Νόμου αρ. 1/90, πρέπει να τύχει ανάλογης ερμηνείας.»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο