ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                                   (Υπόθεση Αρ. 1962/2008 )

 

19 Απριλίου, 2010

[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

SEMIONOV VEACESLAV KAI SEMIONOV TATIANA,

                             Αιτητές,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ

1.    ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,

                             Καθ΄ ων η αίτηση.

- - - - - -

Θ. Θωμά, για τους Αιτητές.

Ζ. Κυριακίδου, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

- - - - - -

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:  Οι αιτητές είναι από τη Μολδαβία, Χριστιανοί στο θρήσκευμα. Αφίχθηκαν στην Κύπρο νόμιμα στις 29/07/04 και στις 3/08/04 υπέβαλαν αίτημα ασύλου. Το αίτημα τους στηρίχθηκε στον ισχυρισμό ότι ο σύζυγος είναι ρωσικής καταγωγής και δημοκράτης με αποτέλεσμα να διώκεται από την κομμουνιστική κυβέρνηση της Μολδαβίας.

 

Κλήθηκαν σε συνέντευξη στις 10/02/06 στην οποία δήλωσαν ότι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους λόγω της άνισης συμπεριφοράς του ρωσόφωνου πληθυσμού στη Μολδαβία. Ο αιτητής είχε εισέλθει στην Κυπριακή Δημοκρατία ακόμα οκτώ φορές με βίζα εργασίας ενώ η αιτήτρια τρεις. Μετά τη συνέντευξη, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγήθηκε απόρριψη του αιτήματος γιατί έκρινε αναξιόπιστους τους αιτητές και ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του δικαιολογημένου φόβου δίωξης.

 

 Η Υπηρεσία Ασύλου στις 15/04/06 απέρριψε το αίτημα τους. Καταχωρήθηκε διοικητική προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων μέσω του νομικού τους εκπροσώπου. Στις 10/11/08 εκδόθηκε απορριπτική απόφαση για τους λόγους που ουσιαστικά είχε υιοθετήσει και η Υπηρεσία Ασύλου. Η εν λόγω απόφαση προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή.

Είναι η θέση των αιτητών ότι η απόφαση λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα ότι πάσχει λόγω πραγματικής πλάνης και ότι δεν δόθηκε επαρκής αιτιολόγηση.

 

Δεν διέκρινα οποιαδήποτε πλημμέλεια. Η διεξαχθείσα έρευνα μέσω αξιόπιστης πηγής στο διαδίκτυο από την Υπηρεσία Ασύλου ήταν επαρκής, τουλάχιστον αναφορικά με το πρόβλημα χρήσης της ρωσικής γλώσσας που προέβαλε ο αιτητής. Παρείχε ασφαλές έρεισμα για τη λήψη απόφασης και δεν παρίστατο εν προκειμένω ανάγκη περαιτέρω παραστάσεων ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων.

 

 Θεωρώ αδικαιολόγητο το παράπονο ότι δεν αξιολογήθηκαν ορθά τα δεδομένα ή ότι παρεισέφρησε πλάνη. Το αίτημα για άσυλο εξετάστηκε ενδελεχώς, νομίμως και με καλή πίστη σε κάθε στάδιο της διαδικασίας. Ο αιτητής και η αιτήτρια δεν κατάφεραν να αποσείσουν  το βάρος απόδειξης και να τεκμηριώσουν δικαιολογημένο φόβο δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3 και 19(2) του περί Προσφύγων Νόμου. Οι ισχυρισμοί τους ήταν γενικοί και  αόριστοι και υπήρχαν αντιφάσεις στα λεγόμενα τους  όπως ορθά διαπιστώθηκε από τον εξεταστή (σελ.59 έως 61 της Εισήγησης του, βλ. Παράρτημα 8 στην ένσταση). Χαρακτηριστικά ερωτηθείς ο αιτητής για το τι είδους δυσμενή διάκριση αντιμετωπίζει στη Μολδαβία απάντησε ότι «παντού γίνεται αυτό και να θα αποταθείς σε πωλήτρια στα ρωσικά δεν θα σε εξυπηρετήσει» ή σε ερώτηση για το αν ό ίδιος είχε δεχθεί παρενόχληση, αναφέρθηκε υποθετικά σε περιπτώσεις που αν μιλήσεις ρωσικά και βρεθούν πάνω από 3 νεαροί στο δρόμο, μπορεί να σε ξυλοκοπήσουν και ότι έτυχε και στον ίδιο μερικές φορές.

 

Στην πραγματικότητα, για τους λόγους τους οποίους η Αναθεωρητική Αρχή εξήγησε, η απόρριψη του αιτήματος καθίστατο αναπόφευκτη. Η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν πλήρως και σχολαστικά αιτιολογημένη τόσο με βάση την εισήγηση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και την έκθεση στην Αναθεωρητική Αρχή. Οι εμπλεκόμενοι λειτουργοί και ο εξεταστής άσκησαν τη διακριτική τους ευχέρεια αντικειμενικά και καλόπιστα μέσα στα πλαίσια του Νόμου και του Εγχειριδίου του Υπάτου Αρμοστή για τους Πρόσφυγες.

 

Ο δικηγόρος των αιτητών πρόβαλε καταληκτικά ότι η απόφαση λήφθηκε υπό συνθήκες δυσμενούς διάκρισης και σε καταπάτηση του δικαιώματος των αιτητών προς ίση μεταχείριση. Ωστόσο, οι ισχυρισμοί  παρέμειναν μετέωροι αφού δεν προβλήθηκε κανένα επιχείρημα προς επεξήγηση τους. Είναι γνωστή η πάγια θέση της νομολογίας ότι αόριστοι και γενικόλογοι ισχυρισμοί δεν μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Ανώτατο Δικαστήριο (Ζίζυρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 631, 639).

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται €800 υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση.

 

 

 

                                                                         Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

ΣΦ.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο