ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                (Υπόθεση Αρ. 1569/2008)

 

 14 Απριλίου, 2010

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ,

Αιτητής,

ν.

 

1.    ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

(Α) ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

(Β) ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,

2.    ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΣΟΛΕΑΣ,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

(Εκδίκαση προδικαστικών ενστάσεων)

Μ. Παναγίδης για Μ. Βορκά, για τον Αιτητή.

Α. Ζερβού (κα), για τους Καθ΄ων η αίτηση αρ. 1.

Γ. Παναγίδης για Στ. Δρυμιώτη, για τους Καθ'ων η αίτηση αρ. 2.

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:  Το Τεμάχιο 37 του Φ/Σχ. 28/54, στο χωριό Άγιος Θεόδωρος Σολέας, ανήκε στον Αντρέα Φατσίτα, πατέρα του Αιτητή.  Όμως στις 24.6.2005 το μεταβίβασε στον Αιτητή.  Με την παρούσα προσφυγή, ο Αιτητής, ο οποίος σήμερα τυγχάνει ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του συγκεκριμένου τεμαχίου, στο οποίο στη συνέχεια δόθηκε νέος αριθμός εγγραφής με στοιχεία 0/1240.  Με την προσφυγή του, ζητά όπως κηρυχθεί άκυρη η απόφαση των Καθ'ων η αίτηση 1, η οποία δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 25.7.2008, με αρ. 4248, με την οποία εγκρίθηκε η απαλλοτρίωση μέρους της ακίνητης ιδιοκτησίας του, από το Κοινοτικό Συμβούλιο Αγίου Θεοδώρου Σολέας, στο εξής «το Κοινοτικό Συμβούλιο».

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης

Το Κοινοτικό Συμβούλιο, με επιστολή του ημερομηνίας 25.5.2002, προς τον Έπαρχο Λευκωσίας, επανέφερε παλαιότερο αίτημα του με το οποίο είχε αποφασίσει να ζητήσει τη διάνοιξη και εγγραφή αγροτικού δρόμου με τη διαδικασία της απαλλοτρίωσης, για την εξυπηρέτηση των γαιοκτημόνων της περιοχής.  Ταυτόχρονα, δήλωνε έτοιμος να καταβάλει όλα τα απαιτούμενα έξοδα.  Από τη διάνοιξη θα επηρεαζόταν μέρος επτά κτημάτων.  Στις 23.1.2004, δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, η σχετική Ειδοποίηση Απαλλοτρίωσης, δυνάμει του άρθρου 63(2) του περί Κοινοτήτων Νόμου του 1999 (Ν. 86(Ι)/1999).  Με την πιο πάνω Ειδοποίηση, ο Έπαρχος Λευκωσίας, ως η αρμόδια αρχή, γνωστοποίησε στο κοινό την απαίτηση του Κοινοτικού Συμβουλίου για την απόκτηση μεταξύ άλλων, μέρους του ακινήτου που τότε ήταν εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης ο πατέρας του Αιτητή, με σκοπό τη διάνοιξη αγροτικού δρόμου.  Ο πατέρας του Αιτητή, με επιστολή του ημερομηνίας 18.2.2004, έφερε ένσταση στη σκοπούμενη απαλλοτρίωση, για το λόγο ότι η επηρεαζόμενη έκταση του τεμαχίου του ήταν διπλάσια από εκείνη γειτονικού τεμαχίου.  Ο Έπαρχος Λευκωσίας, με επιστολή του ημερομηνίας 16.6.2004, τον πληροφόρησε ότι η διαδικασία της απαλλοτρίωσης είχε ανασταλεί ενόψει διευκρινίσεων που ζητήθηκαν από το γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα, αναφορικά με πρόνοιες του περί Κοινοτήτων Νόμου.  Ακολούθησαν συσκέψεις αρμοδίων, ως προς τον τρόπο διάνοιξης του δρόμου, οι οποίες ολοκληρώθηκαν το 2006, μετά που ο Διευθυντής του Τμήματος Δημοσίων Έργων έδωσε τη συγκατάθεση του.

 

Παρά τα πιο πάνω και χωρίς την ύπαρξη οποιουδήποτε διατάγματος έγκρισης απαλλοτρίωσης, το Κοινοτικό Συμβούλιο περί τα μέσα του 2006, προχώρησε στη διάνοιξη του χωμάτινου δρόμου, επηρεάζοντας μέρος του ακινήτου του Αιτητή και εκριζώνοντας παράλληλα, αριθμό μεγάλων καρποφόρων δέντρων.  Η επέμβαση στο κτήμα του Αιτητή αφορούσε σε έκταση περίπου 335 τ.μ. επί του κτήματος του Αιτητή. 

 

Ο Αιτητής, στον οποίο στο μεταξύ μεταβιβάστηκε το κτήμα, μέσω των δικηγόρων του, απέστειλε στις 27.9.06 επιστολή στον Έπαρχο Λευκωσίας, με την οποία διαμαρτυρόταν για τα πιο πάνω και ζητούσε να ενημερωθεί κατά πόσο υπήρξε οποιαδήποτε απόφαση απαλλοτρίωσης.  Ο Έπαρχος Λευκωσίας, με επιστολή του ημερομηνίας 25.10.2006, πληροφόρησε τους δικηγόρους του Αιτητή ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε διαδικασία απαλλοτρίωσης, υποβάλλοντας ταυτόχρονα διάφορους ισχυρισμούς ότι η διάνοιξη του δρόμου είχε γίνει πριν πολλά χρόνια και ότι περί τα μέσα του 2006 το μόνο που έγινε ήταν καθαρισμός του δρόμου.  Περαιτέρω, πληροφόρησε τους δικηγόρους του Αιτητή, ότι το Κοινοτικό Συμβούλιο αποφάσισε να προβεί στην εγγραφή του εν λόγω δρόμου με τη διαδικασία της απαλλοτρίωσης.

 

Στη συνέχεια, οι δικηγόροι του Αιτητή με επιστολή τους ημερομηνίας 16.11.2006 προς τον Πρόεδρο και τα Μέλη του Κοινοτικού Συμβουλίου, διαμαρτυρήθηκαν για τη διάνοιξη του δημόσιου δρόμου επί του ακινήτου του Αιτητή, χωρίς τη συγκατάθεση του και χωρίς την ύπαρξη οποιουδήποτε διατάγματος απαλλοτρίωσης.  Κάλεσαν το Κοινοτικό Συμβούλιο όπως άρει την παράνομη επέμβαση, χωρίς όμως να ληφθεί οποιαδήποτε απάντηση.

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω ο Αιτητής στις 9.7.2007 καταχώρησε την αγωγή με αρ. 8022/07 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, αξιώνοντας εναντίον του Κοινοτικού Συμβουλίου διάφορες θεραπείες σε σχέση με την κατ' ισχυρισμό επέμβαση στο ακίνητο του.  Ενώ η διαδικασία της αγωγής βρισκόταν σε εξέλιξη και το Κοινοτικό Συμβούλιο καταχώρησε εμφάνιση, στις 18.1.2008 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, με αρ. 4211, νέα Ειδοποίηση Απαλλοτρίωσης, δυνάμει του άρθρου 63(2) του περί Κοινοτήτων Νόμου του 1999, μέρους μόνο του ακινήτου του Αιτητή (331 τ.μ.), για σκοπούς εγγραφής δημόσιου δρόμου.  Δεν επηρεάζονταν άλλα κτήματα, εφόσον οι υπόλοιποι επηρεαζόμενοι ιδιοκτήτες έδωσαν τη συγκατάθεση τους.  Στις 15.2.2008, ο Αιτητής, μέσω των δικηγόρων του, υπέβαλε ένσταση κατά της πιο πάνω Ειδοποίησης Απαλλοτρίωσης, την οποία ο Έπαρχος Λευκωσίας απέρριψε στις 10.4.2008. 

 

Στις 25.7.2008 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με αρ. 4248, «Διάταγμα Έγκρισης Απαλλοτρίωσης», μέρους του ακινήτου του Αιτητή, σύμφωνα με το άρθρο 63(4) του περί Κοινοτήτων Νόμου του 1999. 

 

Με την προσφυγή του, ο Αιτητής επιδιώκει την ακύρωση του πιο πάνω διατάγματος, προβάλλοντας τους πιο κάτω λόγους ακύρωσης:- (1) Η δημοσίευση του διατάγματος είναι αντίθετη με τις αρχές του διοικητικού δικαίου, (2) παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, (3) είναι παράνομη και αντίκειται στον περί Κοινοτήτων Νόμο του 1999, (4) δεν προηγήθηκε της έκδοσης του διατάγματος μελέτη για τις ανάγκες του έργου, (5) παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και (6) παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης.

 

Οι δύο προδικαστικές ενστάσεις

Όπως εξήγησε η ευπαίδευτη δικηγόρος για τους Καθ'ων η αίτηση, κατά την ετοιμασία της αγόρευσης της διαπίστωσε ότι μετά την έκδοση της επίδικης απόφασης για σκοπούς εγγραφής του δρόμου και συγκεκριμένα στις 12.9.08, δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα με αρ. 4257, Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης σύμφωνα με το άρθρο 4 του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμου του 1962 (Ν. 15/62).  Ο Αιτητής στις 6.10.2008 μέσω των δικηγόρων του, υπέβαλε ένσταση και σ' αυτή την Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης, εφόσον αφορούσε σε μέρος του τεμαχίου του.  Η συνήγορος των Καθ'ων η αίτηση, ανέφερε επίσης ότι μετά την καταχώρηση της αγόρευσης της, διαπίστωσε ότι στις 11.9.2009 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα με αρ. 4317, Διάταγμα Απαλλοτρίωσης, δυνάμει του άρθρου 6 του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμου του 1962 καθώς επίσης και Διάταγμα Επίταξης, δυνάμει του άρθρου 4 του περί Επιτάξεως Ιδιοκτησίας Νόμου του 1962 (Ν. 21/1962), μέρους της ιδιοκτησίας του Αιτητή.  Γι' αυτά τα διατάγματα, ανέφερε η κα Ζερβού, ο Αιτητής καταχώρησε στις 24.11.09 την προσφυγή 1581/09. 

 

Ενόψει των πιο πάνω, η κα Ζερβού με την αγόρευση της ήγειρε εκ μέρους των Καθ'ων η αίτηση 1, τις πιο κάτω δύο προδικαστικές ενστάσεις: (α) ότι η παρούσα προσφυγή έχει καταστεί άνευ αντικειμένου, εφόσον το προσβαλλόμενο «Διάταγμα Έγκρισης Απαλλοτρίωσης» ημερομηνίας 25.7.08 έχει συγχωνευθεί στο προσβαλλόμενο με την Προσφυγή 1581/09, Διάταγμα Απαλλοτρίωσης και (β) ότι η προσβαλλόμενη απόφαση για απαλλοτρίωση του ακινήτου του Αιτητή, έχει εκδοθεί από τους Καθ'ων η αίτηση 2 - Κοινοτικό Συμβούλιο - το οποίο είχε και την αποκλειστική αρμοδιότητα για την απαλλοτρίωση και όχι οι Καθ'ων η αίτηση και ως εκ τούτου η προσφυγή εναντίον τους θα πρέπει να κριθεί απαράδεκτη.

 

Ενόψει της ύπαρξης των δύο προδικαστικών ενστάσεων, η δικηγόρος των Καθ'ων η αίτηση 1 ζήτησε και ο δικηγόρος του Αιτητή αποδέχθηκε, όπως αυτές εξεταστούν προδικαστικά, αφού τυχόν αποδοχή τους ενδεχομένως να έχουν καταλυτικές συνέπειες στην τελική έκβαση της προσφυγής.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Καθ'ων η αίτηση 2 δήλωσε ότι οι προδικαστικές ενστάσεις δεν αφορούν στους πελάτες του και απλώς θα παρακολουθεί τη διαδικασία.  Όμως κατά τη μελέτη της υπόθεσης, θεωρήθηκε ότι η έκβαση των προδικαστικών ενστάσεων αφορά και τους Καθ'ων η αίτηση 2 και ως εκ τούτου επανανοίχθηκε η υπόθεση και ακούστηκε και ο δικηγόρος του Κοινοτικού Συμβουλίου.

 

(α) Κατά πόσο η προσφυγή έχει καταστεί άνευ αντικειμένου - Προδικαστική ένσταση 1

Η ευπαίδευτη δικηγόρος για τους Καθ'ων η αίτηση εισηγήθηκε ότι ενόψει της καταχώρησης από τον Αιτητή στις 24.11.09 της προσφυγής 1581/09, το Δικαστήριο θα πρέπει να θεωρήσει ότι η παρούσα προσφυγή έχει καταστεί άνευ αντικειμένου, αφού η προσβαλλόμενη πράξη έχει ενσωματωθεί στη μεταγενέστερη διοικητική πράξη.

 

Από την άλλη, ο ευπαίδευτος δικηγόρος για τον Αιτητή, στη δική του αγόρευση εισηγήθηκε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να αποτελέσει μέρος μιας σύνθετης διοικητικής πράξης.  Ο κ. Μ. Παναγίδης, για τον Αιτητή, με αναφορά στην Κόκκινου κ.α. ν. Δημοκρατίας κ.α., Υπόθ. Αρ. 104/06, ημερομηνίας 23.1.08, εισηγήθηκε ότι η διαδικασία δυνάμει του άρθρου 63 του περί Κοινοτήτων Νόμου, είναι εντελώς διαφορετική από αυτή που προβλέπεται από τον περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμο του 1962.

 

Η προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί.

 

Το θέμα που στην ουσία καλείται το δικαστήριο να απαντήσει, είναι κατά πόσον η διαδικασία απαλλοτρίωσης που προβλέπει ο περί Κοινοτήτων Νόμος, έχει τη δική του αυτοτέλεια και ρυθμίζει το θέμα ανεξάρτητα από τις διατάξεις του περί Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962.  Έχω μελετήσει τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 63 και κατά την άποψή μου, αυτή ρυθμίζει το θέμα της απαλλοτρίωσης από Κοινοτικό Συμβούλιο με αυτοτέλεια και ανεξάρτητα από τη διαδικασία που προβλέπεται στο Νόμο 15/62.  Η μόνη διασύνδεση με τον περί Απαλλοτριώσεως Νόμο του 1962, που δεν επηρεάζει όμως την αυτοτέλεια της διαδικασίας δυνάμει του περί Κοινοτήτων Νόμου, είναι η πρόβλεψη στο άρθρο 63(4) του Νόμου 86(Ι)/1999 ότι σε περίπτωση που ιδιοκτήτης δεν συμφωνήσει με το Κοινοτικό Συμβούλιο για το ποσό της αποζημίωσης που θα καταβληθεί, το ποσό «καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του ισχύοντος κάθε φορά νόμου που προνοεί για την απαλλοτρίωση ακίνητης ιδιοκτησίας για σκοπούς δημόσιας ωφέλειας».  Κατά την άποψή μου, η πιο πάνω αναφορά παραπέμπει στο Νόμο 15/1962.

 

Επί του θέματος υπάρχει νομολογία, η οποία εμμέσως πλην σαφώς υποστηρίζει την αυτοτέλεια της διαδικασίας απαλλοτρίωσης δυνάμει του περί Κοινοτήτων Νόμου.  Αναφέρομαι στην υπόθεση Μανέτζου ν. Κοινοτικού Συμβουλίου Κάμπου και Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. αρ. 944/01, ημερομηνίας 13.1.2003 στην οποία αν και το θέμα δεν εγειρόταν προς απόφανση, ο Νικολάου, Δ., ανέφερε obiter ότι:-

 

«Το άρθρο 63 του Ν. 86(Ι)/99 το οποίο περιέχει λεπτομερείς πρόνοιες αναφορικά με την εξουσία απαλλοτρίωσης και τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται, αποβλέπει καθώς φαίνεται σε αποκλειστική ρύθμιση του θέματος, χωρίς συνδρομή του γενικού περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962.  Αυτήν όμως την πτυχή του θέματος, δεν χρειάζεται να την συζητήσω.»

 

Επίσης, στην υπόθεση Γενέθλιου Κόκκινου κ.α. ν. Δημοκρατίας και Κοινοτικού Συμβουλίου Καλιάνων, Υπόθ. Αρ. 104/06, ημερ. 23.1.2008, η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν, όπως και εδώ, το Διάταγμα Έγκρισης Απαλλοτρίωσης δυνάμει του περί Κοινοτήτων Νόμου του 1999 (Ν. 86(Ι)/99).  Ο Κραμβής, Δ. αναφερόμενος στην αυτοτέλεια του συγκεκριμένου Νόμου, ανέφερε τα εξής:-

 

«Το άρθρο 63 του περί Κοινοτήτων Νόμου περιέχει λεπτομερείς πρόνοιες με τις οποίες ρυθμίζεται η διαδικασία απαλλοτρίωσης ακινήτου και οι σχετικές προς τούτο εξουσίες του Κοινοτικού Συμβουλίου, ως απαλλοτριούσα αρχή.  Φαίνεται πως η εν λόγω διάταξη αποβλέπει στην αποκλειστική ρύθμιση του θέματος χωρίς τη συνδρομή του γενικού περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου.  Επομένως, έχω τη γνώμη πως η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη υποκείμενη σε αναθεωρητικό έλεγχο με βάση το άρθρο 146 του Συντάγματος και ότι η προσφυγή δεν είναι πρόωρη, όπως εισηγείται ο ευπαίδευτος δικηγόρος των καθ'ων η αίτηση.»

 

Στην προκειμένη περίπτωση, το Κοινοτικό Συμβούλιο Αγ. Θεοδώρου Σολέας, Καθ' ων η αίτηση 2, έχει δυνάμει του Νόμου 86(Ι)/99 την εξουσία να προβαίνει σε απαλλοτριώσεις σύμφωνα με τους περιορισμούς που θέτει το Άρθρο 23 του Συντάγματος.  Ο σκοπός που προχώρησε στην απαλλοτρίωση, δεν έχει αμφισβητηθεί ότι είναι προς εξυπηρέτηση δημόσιας ωφελείας.  Πέραν τούτου, το Συμβούλιο ακολούθησε την αυτοτελή και ενδεδειγμένη διαδικασία που προστάσσει ο Νόμος 86(Ι)/99 και επομένως με τη δημοσίευση του Διατάγματος Έγκρισης Απαλλοτρίωσης, ολοκληρώθηκε και η σχετική διαδικασία, πλην βέβαια του θέματος της αποζημίωσης ή οποιουδήποτε άλλου νομικού κωλύματος που έχει σχέση με την ουσία της προσφυγής.

 

Συνακόλουθα, η προδικαστική ένσταση, ότι η παρούσα προσφυγή, η οποία προσβάλλει το Διάταγμα Έγκρισης Απαλλοτρίωσης δυνάμει του Νόμου 86(Ι)/99, δεν μπορεί να θεωρηθεί άνευ αντικειμένου, όπως εσφαλμένα εισηγείται η κα Ζερβού.

 

Δεν έχω αντιληφθεί και δεν μου έχει επεξηγηθεί γιατί η διοίκηση επιμένει να συμπλέκει τις δύο αυτοτελείς διαδικασίες που προβλέπονται από τον περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμο 15/1962 και τον περί Κοινοτήτων Νόμου 86(Ι)/1999 αντίστοιχα, με αποτέλεσμα να δημιουργείται σύγχυση, με την έκδοση διαφορετικών διαταγμάτων απαλλοτρίωσης. 

 

Κατά πόσον η Δημοκρατία πρέπει να είναι διάδικος - Προδικαστική ένσταση 2

Ούτε η δεύτερη προδικαστική ένσταση μπορεί να ευσταθήσει, αφού η Δημοκρατία διά της εκδόσεως και δημοσιεύσεως δυνάμει του άρθρου 63(4) του Νόμου 86(Ι)/99, του Διατάγματος Έγκρισης Απαλλοτρίωσης, εμπλέκεται άμεσα στην υπόθεση και ορθώς ο Αιτητής την κατέστησε διάδικο.  Η συγκατάθεση της Δημοκρατίας δεν είναι τυπική, όπως εισηγείται η κα Ζερβού, αφού το Υπουργικό Συμβούλιο εγκρίνει το σχέδιο που υποβάλλεται, με αποτέλεσμα ο ρόλος της Διοίκησης να μετατρέπεται σε αποφασιστικό.

Προτού εγκαταλείψω το θέμα, θα ήθελα να σχολιάσω την τακτική της Δημοκρατίας να αφήνει δύο προσφυγές, οι οποίες εκ πρώτης όψεως φαίνονται να είναι συναφείς, να προχωρούν παράλληλα, χωρίς να εξετάζει το ενδεχόμενο συνεκδίκασης τους.  Η τακτική αυτή, όπως είναι φανερό, εγκυμονεί κινδύνους έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων για το ίδιο αντικείμενο, κάτι που δεν είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης. 

 

Ενόψει των πιο πάνω, οι δύο προδικαστικές ενστάσεις δεν ευσταθούν και απορρίπτονται, με έξοδα υπέρ του Αιτητή και εναντίον των Καθ'ων η αίτηση 1.  Καμιά διαταγή αναφορικά με τα έξοδα των Καθ'ων η αίτηση 2.

 

 

 

 (Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠς


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο