ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεοδούλου Κλαίλια και Άλλες ν. Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλων (2001) 3 ΑΑΔ 796
Nαζίρης Pένος ν. Pαδιοφωνικού Iδρύματος Kύπρου (2007) 3 ΑΑΔ 38
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1451/2007)
22 Απριλίου, 2010
[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΣΟΡΟΚΟΥ,
Αιτήτρια,
- ν -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ & ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ & ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,
3. ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ,
4. ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΝΣΤΑΣΕΩΝ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ,
5. ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΕΚΤΑΚΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,
Καθ΄ων η αίτηση.
- - - - - -
Μ. Καλλιγέρου, για την Αιτήτρια.
Ε. Λοϊζίδου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Χρ. Κληρίδης, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 2-4.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Η παρούσα προσφυγή μαζί με άλλες σχετιζόμενες υποθέσεις είχαν τεθεί ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς εκδίκαση για τους λόγους που είχαν προβληθεί, πλην όμως σε κάποιο στάδιο δηλώθηκε από τους καθ΄ων η αίτηση ότι, ενόψει επικείμενης τροποποίησης της σχετικής νομοθεσίας, δεν θα εξυπηρετείτο πλέον χρήσιμος σκοπός για εκδίκαση των υποθέσεων από την Ολομέλεια, οπότε οι προσφυγές αυτές αποστάληκαν προς εκδίκαση από τους Δικαστές στους οποίους είχαν αρχικά κατανεμηθεί.
Με την προσφυγή της η αιτήτρια επιζητεί την απόδοση δύο θεραπειών:
α. Δήλωση ότι η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση, όπως κατατάξουν την αιτήτρια στον αρ. 23 του τελικού Καταλόγου για πρόσληψη εκτάκτων υπαλλήλων για τις θέσεις Εκπαιδευτικών Ψυχολόγων στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού που δημοσιεύθηκε την 28.4.2007, σε αντίθεση με άλλες θέσεις στις οποίες κατατάγηκαν τα ενδιαφερόμενα μέρη, είναι παράνομη και άκυρη.
β. Δήλωση ότι η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση με την οποία διόρισαν ως έκτακτους υπαλλήλους τα ενδιαφερόμενα μέρη στην πιο πάνω θέση αντί της αιτήτριας είναι άκυρη.
Σύμφωνα με τις θέσεις τις οποίες πρόβαλε η πλευρά της αιτήτριας στην Αίτηση και στη Γραπτή Αγόρευσή της, η ίδια είχε διοριστεί ως έκτακτη Εκπαιδευτική Ψυχολόγος και στις 13.7.2007 δημοσιεύτηκε νέος Κατάλογος προσοντούχων για διορισμό προσώπων στον οποίο, ενώ προηγουμένως είχε καταταχθεί στη 2η θέση κατά σειρά προτεραιότητας, στο νέο κατάλογο κατατάχθηκε 23η. Με επιστολή της δικηγόρου της ημερομηνίας 15.7.2007, η αιτήτρια υπέβαλε, δυνάμει του Νόμου, ένσταση. Όμως, οι καθ΄ων η αίτηση, με επιστολή τους ημερομηνίας 29.8.2007, πληροφόρησαν τη δικηγόρο της αιτήτριας ότι η ένστασή της είχε απορριφθεί. Στις 24.8.2007 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ο τελικός Κατάλογος των προσοντούχων αιτητών με σειρά προτεραιότητας και η αιτήτρια παρέμεινε στην 23η θέση, ενώ τα ενδιαφερόμενα μέρη, τα οποία τελικά διορίστηκαν στην προαναφερθείσα θέση, είχαν καταταγεί στις θέσεις με αρ. 6, 7, 8 και 9.
Σε κάποιο στάδιο, μετά την καταχώρηση της γραπτής αγόρευσης της αιτήτριας, η συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση δήλωσε προς το Δικαστήριο ότι στο καθυστερημένο εκείνο στάδιο της διαδικασίας είχε διαπιστώσει ένα σημαντικό γεγονός το οποίο δεν είχε τεθεί υπόψη της προηγουμένως. Ότι δηλαδή στην πραγματικότητα, η ένσταση την οποία είχε υποβάλει η αιτήτρια σε σχέση με την κατάταξή της στον προκαταρκτικό κατάλογο των διοριστέων, δεν είχε ποτέ εξετασθεί, αφού αν και λήφθηκε στο αρμόδιο Υπουργείο εμπρόθεσμα, κάπου παρέπεσε. Υπό το φως δε αυτής της διαπίστωσης, η συνήγορος δήλωσε ότι δεν υποστηρίζει πλέον τη νομιμότητα των προσβαλλόμενων αποφάσεων, αποδεχόμενη την ακύρωσή τους.
Μπροστά σ΄ αυτή την εξέλιξη, η συνήγορος της αιτήτριας, δεν συναίνεσε στην έκδοση ακυρωτικής απόφασης για τον προβληθέντα λόγο. Όπως υποστήριξε, μια τέτοια κατάληξη της προσφυγής της αιτήτριας, χωρίς να εξετασθούν και αποφασισθούν οι άλλοι λόγοι ακύρωσης που προβάλλει, θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει ανυπέρβλητο κώλυμα στην αιτήτρια να επικαλεσθεί ξανά τους ίδιους, μη εξετασθέντες εδώ λόγους ακύρωσης σε μια μελλοντική προσφυγή την οποία ήθελε υποβάλει, κατόπιν επανεξέτασης του θέματος. Η συνήγορος παρέπεμψε σε νομολογία, η οποία μπορεί να λεχθεί ότι έμμεσα σχετίζεται με το υπό εξέταση θέμα. Μεταξύ αυτών είναι και η Υπόθεση αρ. 1104/2000, Χρ. Θεοχαρίδης ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 15.4.2002. Σε εκείνη την υπόθεση, οι καθ΄ων η αίτηση, σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας, αναγνώρισαν ότι συνέτρεχε λόγος ακυρότητας με αναφορά στην έλλειψη αιτιολογίας των εντυπώσεων των μελών της ΕΔΥ από τις συνεντεύξεις. Ο αιτητής ζήτησε μόνο τα έξοδά του. Σε μεταγενέστερη προσφυγή που καταχώρησε ο ίδιος αιτητής, κατόπιν επανεξέτασης, αν και δεν συζητήθηκε τέτοιο θέμα, το εκδικάζον Δικαστήριο διερωτήθηκε κατά πόσο όταν εκδόθηκε η απόφαση για το λόγο ακύρωσης που δηλώθηκε, θεωρείται ότι αφέθη ανοικτή η δυνατότητα στον αιτητή να επανέλθει εγείροντας τους ίδιους άλλους λόγους που δεν είχαν εξετασθεί προηγουμένως. Όπως παρατήρησε ο Γ. Κωνσταντινίδης, Δ., ενδεχόμενη δήλωση του αιτητή ότι επέμενε σε εκείνους τους ισχυρισμούς του, αναμφίβολα θα επεσήμανε την ανάγκη εξέτασης τους, ως των πρώτων θεμάτων στην προσφυγή, ώστε να μην απολήγει και ενδεχομένως μάταιη η θεραπεία της διαπιστωθείσας πλημμέλειας κατά την επανεξέταση. Με αυτό τον τρόπο θα αποφεύγετο το φαινόμενο ένας αιτητής να επανέφερε σε νέα προσφυγή του θέματα προγενέστερα, εγειρόμενα από την αρχική εξέταση. Όπως δε πρόσθεσε ο ίδιος Δικαστής, χειρισμός όπως ο προαναφερθείς από τον αιτητή, φαίνεται να επάγεται εγκατάλειψη των ισχυρισμών του για πλημμέλειες, η εξέταση των οποίων, κατά την οφειλόμενη σειρά, προηγείται, οπότε και προκύπτει αδυναμία επαναφοράς τους σε νέα προσφυγή.
Στις Αναθεωρητικές Εφέσεις Νιόβη Παπαϊωάννου ν. Δήμου Πάφου κ.ά. (2007) 3 ΑΑΔ 393, η αιτήτρια πρωτόδικα ήγειρε διάφορους λόγους για τους οποίους ζητούσε την ακύρωση εκδοθεισών πολεοδομικών αδειών, μεταξύ των οποίων ήταν ο λόγος της κατ΄ ισχυρισμό πλαστογράφησης έγγραφης συγκατάθεσης των Μελών Διαχειριστικής Επιτροπής ενός Συγκροτήματος. Αποδειχθείσας της πλαστογραφίας, ο συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση, συγκατατέθηκε στην ακύρωσή τους για εκείνο το λόγο. Ο συνήγορος του αιτητή, ζήτησε όπως εξετασθεί από το Δικαστήριο και άλλος λόγος ακύρωσης, που αφορούσε στη νομιμότητα της συγκατάθεσης εκ μέρους της Διαχειριστικής Επιτροπής, κατά πόσο δηλαδή μπορούσε νόμιμα να συγκατατεθεί στην έκδοση αδειών. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε τις προσβαλλόμενες αποφάσεις στη βάση του λόγου της πλαστογραφίας - πλάνης περί τα πράγματα, χωρίς να εξετάσει άλλο λόγο ακύρωσης. Κατ΄ έφεση, η Ολομέλεια αποφάσισε ότι πράγματι το Δικαστήριο έπρεπε εν πάση περιπτώσει να εξέταζε και το κατά πόσο ενομιμοποιείτο η Διαχειριστική Επιτροπή να δίδει συγκατάθεση αντί των ίδιων των συνιδιοκτητών ακινήτων, διαφορετικά η μη εξέταση και εκείνου του ζητήματος μπορούσε να δημιουργήσει δεδικασμένο και να αποστερούσε από την αιτήτρια τη δυνατότητα να το επαναφέρει, σε περίπτωση επανέκδοσης της ίδιας απόφασης κατόπιν επανεξέτασης.
Διαφωνώντας με τις θέσεις της αιτήτριας, η συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση υπέβαλε ότι, όπως είναι σαφές, όλοι οι λόγοι ακύρωσης προσβάλλουν την ανύπαρκτη απόφαση της Επιτροπής Ενστάσεων (αφού αυτή δεν εκδόθηκε ποτέ σε σχέση με την αιτήτρια) όπως απορρίψει την ένστασή της και να δεχθεί τη μοριοδότηση των κριτηρίων που έθεσε η Τριμελής Επιτροπή. Όπως διαπιστώθηκε πρόσφατα, παρόλον ότι η ένσταση της αιτήτριας ως προς την κατάταξη της στον κατάλογο είχε ληφθεί εμπρόθεσμα στο Υπουργείο, εν τούτοις παρέπεσε και δεν τέθηκε ποτέ ενώπιον της Επιτροπής. Όπως δε φαίνεται στο σχετικό πρακτικό ημερομηνίας 2.8.2007 της Επιτροπής, αντίγραφο του οποίου διέθεσε στο Δικαστήριο η συνήγορος, πράγματι, μεταξύ των εξετασθεισών ενστάσεων, δεν περιλαμβανόταν εκείνη της αιτήτριας. Η συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση παρέπεμψε στην απόφαση της Ολομέλειας στην Αναθεωρητική Έφεση Σ. Χατζηγεωργίου ν. Κ.Υ.Σ.Α.Τ.Σ. (2008) 3 ΑΑΔ 82 στην οποία παρόμοιο με το υπό εξέταση εδώ θέμα εξετάστηκε σε συνάρτηση με τη δυνατότητα άσκησης έφεσης από επιτυχόντα διάδικο και εξηγήθηκαν οι προϋποθέσεις τέτοιας δυνατότητας. Στην υπόθεση εκείνη, η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώθηκε πρωτόδικα για συγκεκριμένο λόγο ακύρωσης ο οποίος αφορούσε στο ότι οι καθ΄ων η αίτηση δεν λειτούργησαν ως συλλογικό όργανο και δεν υπήρξε διορισμός συντονιστή όπως επιβάλλεται από το Νόμο και τους σχετικούς Κανονισμούς. Όμως, ο επιτυχών αιτητής άσκησε έφεση, όχι βέβαια για να αμφισβητήσει την υπέρ του απόφαση, αλλά για να επιδιώξει την εκδίκαση από την Ολομέλεια και των άλλων λόγων ακυρότητας που είχε αναπτύξει πρωτόδικα. Όπως αποφάνθηκε η Ολομέλεια, με αναφορά στις αποφάσεις στις υποθέσεις Θεοδούλου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2001) 3 (Β) ΑΑΔ 796 και Ρ. Ναζίρης ν. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 ΑΑΔ 38, η τελική κατάληξη είναι πως μπορεί να τίθεται θέμα εξέτασης άλλων λόγων, εφόσον από την πρωτόδικη διαδικασία προκύπτει ζήτημα δέσμευσης επί θέματος, προς βλάβη του αιτητή-εφεσείοντα. Στην περίπτωση δε εκείνη, κρίθηκε πως δεν μπορούσε να ετίθετο τέτοιο θέμα. Όπως εξηγήθηκε: "Διαπιστώθηκε λόγος ακυρότητας που ανατρέχει στη ρίζα της διοικητικής διαδικασίας και με την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης για τέτοιο λόγο δεν απομένει οτιδήποτε προερχόμενο από τη διοίκηση, που θα ήταν δυνατό να δεσμεύσει τον εφεσείοντα και επομένως να αποτελέσει το αντικείμενο αναθεώρησης από το Ανώτατο Δικαστήριο. Είναι στοιχειώδες πως το Ανώτατο Δικαστήριο δεν ασκεί πρωτογενή κρίση επί διοικητικών θεμάτων και πως, κατά συνέπεια, δεν θα ήταν δυνατό να αποφανθεί επί των εναλλακτικών λόγων ακυρότητας που ο εφεσείων πρότεινε πρωτοδίκως, όταν δεν υπάρχει επί αυτών διοικητική κρίση."
Συνοψίζοντας τις πιο πάνω αρχές, μπορεί να λεχθεί ότι:
α. Ένας αιτητής σε προσφυγή ή εφεσείων σε έφεση, αν και επιτυγχάνει την ακύρωση της προσβαλλόμενης από τον ίδιο διοικητικής πράξης για κάποιο συγκεκριμένο νομικό λόγο, εν τούτοις μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις και υπό κάποιες προϋποθέσεις να ζητήσει όπως τύχουν εξέτασης και δικαστικής απόφανσης και άλλοι λόγοι ακύρωσης που προβάλλει, είτε πρωτόδικα, είτε κατ΄ έφεση.
β. Η εξέταση και απόφανση επί άλλων, επιπρόσθετων και/ή εναλλακτικών λόγων ακύρωσης, μπορεί να γίνει μόνο εφόσον από την κατάληξη της πρωτόδικης διαδικασίας και την ακύρωση της πράξης για συγκεκριμένο και μόνο λόγο, θα επροκαλείτο στον επιτυχόντα διάδικο κώλυμα επανέγερσης άλλων, μη εξετασθέντων λόγων σε περίπτωση έκδοσης νέας διοικητικής πράξης κατόπιν επανεξέτασης.
γ. Η ακύρωση διοικητικής πράξης για λόγο ακυρότητας που ανατρέχει στη ρίζα της διοικητικής διαδικασίας, ώστε με την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης για τέτοιο λόγο να εκμηδενίζεται οτιδήποτε προερχόμενο από τη διοίκηση δεσμευτικό, για το διάδικο, δεν επιτρέπει την εξέταση και άλλων λόγων ακύρωσης.
Οι πιο πάνω αρχές τις οποίες απέδωσα συνοπτικά, δίδουν κατά την άποψή μου και την απάντηση στο υπό εξέταση εδώ ζήτημα. Με την ακύρωση των προσβαλλόμενων διοικητικών πράξεων για το λόγο ότι η ένσταση της αιτήτριας αναφορικά με την κατάταξή της στον Κατάλογο διοριστέων ουδέποτε εξετάστηκε, έχει ως αποτέλεσμα την αλυσιδωτή κατάρρευση της όλης διαδικασίας που ακολουθήθηκε μέχρι και τη λήψη της απόφασης για τους επίδικους διορισμούς. Σύμφωνα με το άρθρο 4(1), (2)(δ) του περί Διαδικασίας Πρόσληψης Εκτάκτων Υπαλλήλων στη Δημόσια και Εκπαιδευτική Υπηρεσία Νόμου αρ. 108(Ι)/1995, κάθε ενδιαφερόμενος αιτητής δικαιούται να υποβάλει ένσταση κατά των Καταλόγων σε διάστημα 15 ημερών και οι ενστάσεις εξετάζονται από Τριμελή Επιτροπή Ενστάσεων. Σύμφωνα δε με το άρθρο 5 του ίδιου Νόμου, μόνο εφόσον ικανοποιηθούν όλες οι δυνάμει του Νόμου προϋποθέσεις, η Επιτροπή προχωρεί στην πρόσληψη βάσει του αντίστοιχου Καταλόγου που έχει καταρτίσει σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 και βάσει της σειράς εγγραφής κάθε υποψηφίου σ΄ αυτόν.
Επομένως, η μη εξέταση της ένστασης της αιτήτριας είχε ως αποτέλεσμα την εκθεμελίωση της νομιμότητας του καταρτισθέντος Καταλόγου και κατ΄ ακολουθία την εκθεμελίωση της νομιμότητας των προσλήψεων που έγιναν στη βάση του Καταλόγου. Κατ΄ αυτόν δε τον τρόπο, ουδέποτε κρίθηκε από την κατά Νόμο αρμόδια Επιτροπή νόμιμα, η τελική κατάταξη της αιτήτριας στον Κατάλογο. Αυτό το πλημμέλημα αναμφίβολα ανατρέχει στη ρίζα της διοικητικής διαδικασίας και ακυρουμένων των επίδικων διοικητικών πράξεων για ένα τέτοιο λόγο, τίποτε δεν απομένει ως αποφασισθέν και κριθέν προς βλάβη της αιτήτριας. Επομένως, δεν θα υπάρχει πλέον πρωτογενής κρίση της διοίκησης επί κανενός θέματος στη διαδικασία και σίγουρα το Ανώτατο Δικαστήριο δεν θα έπρεπε να προβεί στην εξέταση άλλων λόγων ουσίας που θα μπορούσε επίσης να οδηγούσαν σε ακύρωση, ασκώντας πλέον δική του πρωτογενή κρίση, στην απουσία νόμιμης κρίσης της διοίκησης.
Για τούτο, δεν φαίνεται να υπάρχει οποιοδήποτε κώλυμα στην έκδοση απόφασης όπως έχει συναινέσει η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση.
Οι προσβαλλόμενες πράξεις ακυρούνται για το λόγο που έχει προβληθεί.
Ως προς τα έξοδα, θα εκδοθεί σχετική διαταγή, αφού ακουστούν στη συνέχεια οι απόψεις των συνηγόρων των διαδίκων.
Κληρίδης,
Δ.
/ΧΤΘ