ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1271/2008)
30 Απριλίου 2010
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΈΡΓΩΝ,
ΤΜΗΜΑ ΟΔΙΚΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
-----------------------------
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Ρ. Πετρίδου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
-----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο αιτητής μετά τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 2.11.07, ανακοίνωσης του Τμήματος Οδικών Μεταφορών για την πρόσληψη εκτάκτων τεχνικών, υπέβαλε αίτηση η οποία, αφού αξιολογήθηκε από την Επιτροπή Πρόσληψης Εκτάκτων Υπαλλήλων, κατετάχθη στην τέταρτη θέση του προκαταρκτικού καταλόγου με βαθμό 64.36.
Ο αιτητής υπέβαλε ένσταση κατά του καταλόγου διατεινόμενος ότι υπερτερούσε έναντι άλλων υποψηφίων, η οποία ένσταση αφού εξετάστηκε στις 29.1.08 από την Επιτροπή Αξιολόγησης Ενστάσεων, έγινε δεκτή όσον αφορούσε τη μοριοδότηση της πείρας του, με αποτέλεσμα να προστεθούν σε αυτόν οκτώ μονάδες για εμπειρία και πρακτική γνώση, καθώς και άλλες είκοσι μονάδες για σχετική με τα καθήκοντα της θέσης πείρα. Η επαύξηση αυτή της βαθμολογίας έγινε προφανώς λόγω του γεγονότος ότι ο αιτητής εργαζόταν ήδη στο Τμήμα ως έκτακτος τεχνικός στη βάση δεκαπενθήμερων συμβολαίων. Η Επιτροπή Αξιολόγησης Ενστάσεων, όμως, εντόπισε πρόβλημα σε ό,τι αφορούσε τα προσόντα του αιτητή διότι πιστοποιητικό από Ισπανική Σχολή που ο αιτητής είχε προσκομίσει, είχε αποκτηθεί με αλληλογραφία, δεν αναγραφόταν η χρονική περίοδος φοίτησης και δεν υπήρχε πιστοποιητικό από το ΚΥΣΑΤΣ για ισοδυναμία του με δίπλωμα του ΑΤΙ. Επίσης, πτυχίο Ναυτομηχανικής του ΑΤΙ που κατείχε ο αιτητής δεν ήταν ισότιμο πτυχίου Μηχανικής Αυτοκινήτων ή Μηχανολογίας με βάση την αρχική προκήρυξη της θέσης.
Συνακόλουθα η Επιτροπή Πρόσληψης Εκτάκτων Υπαλλήλων, στην οποία παρεπέμφθη το θέμα, μετά από επαναξιολόγηση στη βάση των ανωτέρω διαπιστώσεων, έκρινε ότι ο αιτητής δεν ικανοποιούσε τα κριτήρια για πλήρωση της θέσης του εκτάκτου τεχνικού και έτσι δεν περιλήφθηκε στον τελικό κατάλογο υποψηφίων, οι δε υπηρεσίες του τερματίστηκαν στις 22.5.08. Εναντίον της διαγραφής του αιτητή από τον κατάλογο εκτάκτων τεχνικών καταχωρήθηκε η προσφυγή αρ. 607/2008, η οποία εκκρεμεί, καθώς και η παρούσα η οποία προσβάλλει τον τερματισμό της πέραν των τριάντα μηνών και αορίστου πλέον χρόνου έκτακτης υπηρεσίας του αιτητή.
Προδικαστική ένσταση η οποία είχε εγερθεί από τους καθ΄ ων σχετικά με την εισήγηση ότι η προσφυγή αφορούσε διαφορά αστικής φύσεως υπαγόμενη στη σφαίρα του ιδιωτικού και όχι του δημοσίου δικαίου (στη βάση προφανώς της απόφασης της Πλήρους Ολομέλειας στην Αβραάμ ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 49), εγκαταλείφθηκε στο στάδιο των γραπτών αγορεύσεων. Το θέμα είναι βεβαίως δημοσίας τάξης και το Δικαστήριο ανεξάρτητα από τη μη εμμονή στην προδικαστική ένσταση, δύναται και αυτεπάγγελτα να το εξετάσει σε συνάρτηση, βεβαίως, με τη διατήρηση εννόμου συμφέροντος εκ μέρους του αιτητή. Αναμφίβολα, η περίπτωση καλύπτεται από το λόγο της Αβραάμ - ανωτέρω - και δεν υπάρχει οποιοδήποτε διαφοροποιητικό στοιχείο, με αποτέλεσμα ο αιτητής να στερείται εννόμου συμφέροντος, της όποιας θεραπείας που δικαιούται αναγόμενης στο αστικό δίκαιο.
Υπάρχει και έτερος λόγος απόρριψης της προσφυγής. Το αιτητικό της έχει άμεση αναφορά στο ιδιωτικό δίκαιο εφόσον φαίνεται να προσβάλλει τον τερματισμό της αορίστου διαρκείας εργοδότησης του στο δημόσιο μετά την τριαντάμηνη υπηρεσία του, κατ΄ επίκληση του περί Εργοδοτουμένων με Εργασία Ορισμένου Χρόνου (Απαγόρευση Δυσμενούς Μεταχείρισης) Νόμου αρ. 98(Ι)/2003, εναρμονιστικού της Κοινοτικής Οδηγίας 1999/70/ΕΚ της 28.6.99, με αποτέλεσμα να ισχύει η απόφαση της Αβραάμ - πιο πάνω -. Παρά τη θεραπεία που επιζητεί ο αιτητής με την παρ. Α της προσφυγής, εκείνο το οποίο στην ουσία τελικώς και διά της αγόρευσης του προσβάλλει είναι η επιστολή ημερ. 15.5.08, η οποία περιέχει κρίση επί του ότι ο αιτητής δεν ικανοποιεί τα απαραίτητα προσόντα για τη θέση τεχνικού και όχι την ολοκληρωτική διαγραφή του από τον τελικό κατάλογο των διοριστέων, που αποτελεί αντικείμενο άλλης προσφυγής. Εκ της αντίφασης αυτής, προκύπτει ανακολουθία που οδηγεί σε απόρριψη.
Ακόμη και με την διαφορετική επιχειρηματολογία του αιτητή, με κύριο επιχείρημα ότι ενώ αυτός υπηρετούσε από το 2004 ως έκτακτος δημόσιος υπάλληλος και θεωρήθηκε ως προσοντούχος για σειρά ετών, οι καθ΄ων χωρίς προηγουμένως να του παράσχουν το δικαίωμα να ακουστεί, τον έκριναν ως μη προσοντούχο και μάλιστα με την ευκαιρία ενστάσεως που δικαιωματικά ο αιτητής είχε υποβάλει ως προς την ορθότητα της μοριοδότησης του και πάλι η προσφυγή δεν μπορεί να επιτύχει.
Αναφέρεται ότι στον αιτητή έπρεπε να δοθεί το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 43(1) του Νόμου αρ. 158(Ι)/99, εφόσον οι καθ΄ ων έλαβαν πράξη δυσμενούς γι΄ αυτόν φύσεως. Μετέπειτα, ότι λανθασμένα θεωρήθηκε ότι το πτυχίο ή πιστοποιητικό από την Ισπανία δεν ήταν ισότιμο με δίπλωμα του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου, χωρίς οποιαδήποτε σχετική έρευνα και χωρίς να υπάρχει πραγματική βάση για την απόφαση. Εφόσον οι καθ΄ ων είχαν αμφιβολία για την εμβέλεια του πιστοποιητικού του αιτητή έπρεπε να είχαν αποταθεί στα αρμόδια όργανα της Δημοκρατίας, δηλαδή, στο ΚΥΣΑΤΣ, ώστε να εξεταστεί η τυχόν ισοτιμία του πιστοποιητικού του αιτητή με δίπλωμα του ΑΤΙ. Περαιτέρω, οι καθ΄ ων παραγνώρισαν την Κοινοτική Οδηγία 89/48/ΕΟΚ και τον εναρμονιστικό Νόμο αρ. 172(Ι)/02, ως τροποποιήθηκε και τη νομολογία του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Τέλος, δεν υπήρξε δέουσα ή επαρκής αιτιολογία ως προς την αφαίρεση του ονόματος του αιτητή από τον τελικό κατάλογο λόγω μη κατοχής των απαραίτητων προσόντων, παραγνωρίζοντας το υπέρ του δεδομένο ότι για σειρά ετών, στη βάση των ίδιων ακριβώς προσόντων, εργαζόταν ως έκτακτος.
Η αντίθετη άποψη είναι ότι ο αιτητής ουδέν κεκτημένο δικαίωμα είχε εκ της προηγούμενης και πάλι έκτακτης απασχόλησης του στο δημόσιο, ότι η Επιτροπή Αξιολόγησης Ενστάσεων μπορούσε να ελέγξει τη νομιμότητα των πράξεων της Επιτροπής Πρόσληψης Εκτάκτων Υπαλλήλων, η δε διαπιστωθείσα έλλειψη βασικών προσόντων αφαιρεί από τον αιτητή το οποιοδήποτε έννομο συμφέρον για διεκδίκηση της θέσης. Εναπόκειτο δε στον αιτητή κατά την υποβολή της αίτησης του, να είχε επισυνάψει πιστοποίηση ισοτιμίας από το ΚΥΣΑΤΣ και δεν αποτελούσε ευθύνη των καθ΄ ων να το πράξουν. Με βάση τα πιο πάνω δεν δικαιολογείτο να δοθεί προηγούμενο δικαίωμα ακρόασης εφόσον δεν συνέτρεχαν λόγοι που να έδειχναν παραβίαση οποιασδήποτε αρχής διοικητικού δικαίου. Η αιτιολόγηση ήταν πλήρης και όλοι οι υποψήφιοι, περιλαμβανομένου και του αιτητή, στη βάση της προκήρυξης ήταν ενήμεροι ότι δεν θα ζητούνταν συμπληρωματικά στοιχεία από αυτούς, με αποτέλεσμα να εναπόκειτο στους ίδιους να τεκμηριώσουν την υποψηφιότητα τους.
Είναι πρόσφορο η ανάλυση να αρχίσει από την επανάληψη της νομολογίας ότι δεν εναπόκειτο στους καθ΄ ων να αναζητήσουν οποιαδήποτε πιστοποίηση ισοτιμίας του κατεχομένου από τον αιτητή Ισπανικού πιστοποιητικού με τα προσόντα που απαιτούνταν από την ανακοίνωση για την πρόσληψη των εκτάκτων τεχνικών. Σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση (Παράρτημα 1 στην ένσταση), απαιτείτο δίπλωμα του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου «... ή άλλο ισότιμο προσόν τριετούς μεταλυκειακού κύκλου σπουδών, στη Μηχανολογία ή/και στη Μηχανική Αυτοκινήτων». Στην απόφαση της Ολομέλειας Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (2008) 3 Α.Α.Δ. 100, αποφασίστηκε ότι το ΚΥΣΑΤΣ παρουσιάζεται να είναι το αρμόδιο όργανο που επιλύει τέτοια ζητήματα, αλλά στη βάση αίτησης που γίνεται από το ίδιο το ενδιαφερόμενο πρόσωπο το οποίο οφείλει να αποταθεί με βάση τα άρθρα 10 και 11 του περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Νόμου αρ. 68(Ι)/96, για την αναγνώριση του συγκεκριμένου τίτλου σπουδών. Στην προαναφερθείσα απόφαση της Ολομέλειας υιοθετήθηκε σχετικό απόσπασμα του Αρτέμη, Δ., (όπως ήταν τότε), στη Φιαλογιάννου-Φλωρή ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 109/02, ημερ. 9.12.02, όπου ακριβώς αναγνωρίστηκε ότι η διαδικασία αναγνώρισης και ισοτιμίας τίτλων σπουδών αρχίζει με αίτηση του ιδίου του κατόχου του τίτλου. Εναπόκειτο επομένως στον αιτητή κατά την υποβολή της αίτησης του, με βάση την προκήρυξη για την πρόσληψη εκτάκτων τεχνικών, να παρουσιάσει τέτοια πιστοποίηση από το ΚΥΣΑΤΣ εφόσον ήθελε ή επεδίωκε την πρόσληψη του ως εκτάκτου τεχνικού με βάση και το πιστοποιητικό που απέκτησε από την Ισπανία.
Δεν ενέχει, κρίνεται, σημασία για την έκβαση της υπόθεσης το δεδομένο ότι ο αιτητής είχε και προηγουμένως υπηρετήσει ως έκτακτος τεχνικός στο Τμήμα Οδικών Μεταφορών σε προηγούμενα χρόνια. Ούτε διαφοροποιεί την κατάσταση το γεγονός ότι η προηγούμενη υπηρεσία του ως εκτάκτου έγινε στη βάση των ίδιων προσόντων περιλαμβανομένου και του Ισπανικού πιστοποιητικού. Αυτό διότι, ως ορθά υπέδειξε η κα Πετρίδου, η όποια προηγούμενη υπηρεσία του αιτητή ήταν πάνω σε έκτακτη βάση χωρίς να αποκτούνται εξ αυτής οποιαδήποτε κεκτημένα δικαιώματα, εφόσον με βάση και την προκήρυξη για την πρόσληψη των εκτάκτων, η περίοδος απασχόλησης «.. θα είναι για χρονική περίοδο μέχρι το τέλος του επόμενου έτους ή μέχρι την ικανοποίηση των υπηρεσιακών αναγκών για τις οποίες γίνεται η πρόσληψη με μόνιμο προσωπικό αν τούτο καταστεί δυνατό νωρίτερα από την εν λόγω ημερομηνία.». Αυτά απαντώνται στην παρ. 6 των σημειώσεων της προκήρυξης, η οποία παράγραφος καταλήγει με τα ακόλουθα:
«Με τη λήξη της απασχόλησης η εργοδότηση του έκτακτου προσωπικού τερματίζεται αυτοδικαίως χωρίς την καταβολή αποζημίωσης ή την τήρηση οποιασδήποτε άλλης διατύπωσης.»
Έπεται πως η απασχόληση του αιτητή πάνω σε έκτακτη βάση κάθε φορά δεν δημιουργούσε οποιαδήποτε δικαιώματα εφόσον ήταν αναγκαία η εκ νέου υποβολή αίτησης για νέα έκτακτη υπηρεσία στη βάση των υποστηρικτικών δεδομένων που προωθούσε κάθε φορά ο αιτητής. Ως εκ τούτου, έστω και αν δεν είχε προηγουμένως εντοπιστεί πρόβλημα στην ισοτιμία του Ισπανικού πιστοποιητικού με δίπλωμα του ΑΤΙ ή άλλου ισοτίμου τριετούς μεταλυκειακού κύκλου σπουδών προσόντος, δεν σήμαινε ότι δεν θα ήταν δυνατό να εντοπιστεί εκ των υστέρων το πρόβλημα από την Επιτροπή Ενστάσεων, διορθώνοντας έτσι το οποιοδήποτε καλόπιστο λάθος είχε γίνει στην εξέταση των προηγούμενων αιτήσεων από τον αιτητή. Ούτε και βεβαίως δύναται να γίνεται λόγος για ανάκληση προηγούμενης υφιστάμενης και διαρκούσας προς όφελος του αιτητή κατάστασης πραγμάτων, εφόσον η κάθε εργοδότηση του ήταν πάνω σε τακτή και περιορισμένη βάση.
Ο κ. Αγγελίδης παρέπεμψε επίσης στη γραπτή του αγόρευση στα κατά τον ισχυρισμό του νέα δεδομένα που προέκυψαν από την Κοινοτική Οδηγία 89/48/ΕΟΚ και τη νομολογία του ΔΕΚ στην Michail Peros v. Techniko Epimelitiio Ellados Fourth Chamber, ημερ. 14.7.05. (σημειώνεται ότι ο εναρμονιστικός Νόμος 33(Ι)/08, που αναφέρει στη σελ. 15 της γραπτής του αγόρευσης ο συνήγορος, ουδεμία σχέση έχει με το ζητούμενο.) Επίσης ο συνήγορος αναφέρθηκε στην πρόσφατη υπόθεση Θεόδωρος Ψύρρας ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1204/08, ημερ. 19.2.2010, (απόφαση Κληρίδη, Δ.) όπου το Δικαστήριο αποφάσισε στη βάση της προαναφερθείσας Κοινοτικής Οδηγίας που ενσωματώθηκε στον περί Γενικού Συστήματος Αναγνώρισης των Επαγγελματικών Προσόντων Νόμου αρ. 179(Ι)/02, ότι η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας έπρεπε να διερευνήσει και τα προσόντα του αιτητή στη βάση της αξιολόγησης τους από το κράτος το οποίο τα παρέσχε, ως ήταν πλέον υποχρεωμένη με βάση το Κοινοτικό Δίκαιο και όχι να παραμείνει μόνο με τα δεδομένα του ΚΥΣΑΤΣ, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να ακυρώσει την προσβαλλόμενη πράξη.
Το πρώτο που πρέπει να αναφερθεί σε σχέση με τα πιο πάνω επιχειρήματα είναι ότι αυτά δεν απαντώνται και δεν προσδιορίζονται ως αιτιολογικό έρεισμα στην ίδια την προσφυγή. Πουθενά στις 23 παραγράφους που αποτελούν τα νομικά σημεία της αίτησης, δεν υπάρχει σαφής αναφορά στο Κοινοτικό Δίκαιο και το Νόμο αρ. 179(Ι)/02. Σύμφωνα με τη διαχρονική νομολογία στο θέμα, δεν εξετάζονται ζητήματα τα οποία κατά παρέκκλιση της ρητής επιταγής του Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, δεν τέθηκαν επακριβώς στην προσφυγή. (δέστε Γιασουμής ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 27, Δημοκρατία ν. Ευγενίου (2005) 3 Α.Α.Δ. 257 και Βραχίμης Ι. Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας Α.Ε. αρ. 35/05, ημερ. 4.12.09). Δεν νομιμοποιείται επομένως ο αιτητής να εγείρει ζήτημα διά της γραπτής αγορεύσεως του περί του Κοινοτικού Δικαίου και την εναρμονιστική με αυτό εθνική νομοθεσία. Εν πάση περιπτώσει η απόφαση στην Θεόδωρος Ψύρρας (ανωτέρω), δεν έχει εφαρμογή στα εδώ γεγονότα εφόσον εκεί (ως εξάγεται από το σκεπτικό της απόφασης), υπήρχε ήδη αξιολόγηση του τίτλου σπουδών του αιτητή από το CIMEA, που είναι το αρμόδιο όργανο αξιολόγησης και αναγνώρισης τίτλων σπουδών στην Ιταλία, οπότε και τίθετο ζήτημα να αναγνωριστεί εναρμονιστικά το πιστοποιητικό που είχε ληφθεί σ΄ ένα κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε ένα άλλο κράτος μέλος.
Κατ΄ αντίθεση προς τα ανωτέρω, στην υπό κρίση περίπτωση δεν υπάρχει πιστοποιητικό αναγνώρισης από ένα αρμόδιο σώμα αξιολόγησης τίτλων στην Ισπανία. Υπάρχει απλώς ένα πιστοποιητικό που δόθηκε από κάποιο Centro de Estudios CEAC της Βαρκελώνης, το οποίο σύμφωνα με τη νενομισμένη μετάφραση του αποτελεί κέντρο εξ αποστάσεως ή διά αλληλογραφίας εκπαίδευσης, ενώ ρητά καταγράφεται στο πιστοποιητικό ότι οι σπουδές εκείνες «.. do not bear an official academical title and are subject to Royal Decree 2641 / 1980 dated November 07 ..». Να σημειωθεί, περαιτέρω, ότι το εν λόγω πιστοποιητικό δεν αναφέρει πράγματι τη διάρκεια σπουδών ή το είδος του τίτλου, εάν είναι τίτλος, που απονεμήθηκε στον αιτητή, τα όσα δε ο κ. Αγγελίδης αναφέρει στη σελ. 10 της γραπτής του αγόρευσης περί του ότι ο αιτητής είχε φοιτήσει στο Ισπανικό αυτό ίδρυμα (το οποίο αποκαλεί πανεπιστήμιο), διά αλληλογραφίας μόνο το τελευταίο έτος και ότι ο αιτητής ανάλωσε συνολικά 720 ώρες φοίτησης, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη εφόσον δεν μπορούν να τίθενται γεγονότα εκ των υστέρων και μάλιστα διά της αγορεύσεως του συνηγόρου. (δέστε Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Ελισσαίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 412 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 384).
Στη βάση των ανωτέρω δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής του Κοινοτικού Κεκτημένου, οι δε καθ΄ ων δεν ήταν υποχρεωμένοι να διερευνήσουν περαιτέρω το ζήτημα.
Ενόψει όλων των πιο πάνω δεν τίθετο θέμα αφαίρεσης οποιουδήποτε κεκτημένου δικαιώματος από τον αιτητή ώστε να θεωρείται η απόφαση των καθ΄ ων ήταν δυσμενούς φύσης στην έννοια του άρθρου 43(1) του Νόμου αρ. 158(Ι)/99, ώστε να έπρεπε να δοθεί προηγούμενο δικαίωμα ακρόασης στον αιτητή.
Η εκτίμηση των δεδομένων ήταν στην υπό κρίση περίπτωση επιτρεπτή και η διαφορετική αντιμετώπιση τους εύλογη. Ακόμη και ανάκληση να θεωρείτο (που δεν είναι η περίπτωση), αναφέρεται στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 209, ότι δεν απαιτείται προηγούμενη κλήτευση εκείνου υπέρ του οποίου είχε αρχικά εκδοθεί η πράξη.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ