ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(Υπόθεση Αρ. 1090/2008)
22 Απριλίου, 2010
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
TOTAL CONSTRUCTIONS (YIATROS) LTD,
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,
Καθ΄ ου η αίτηση.
- - - - - -
Π. Παύλου, για τους Αιτητές.
Ε. Συμεωνίδου, για τον Καθ΄ ου η αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι αιτητές είναι καταχωρημένοι στο Μητρώο ΦΠΑ από 1.7.1992. Κατά τον κρίσιμο χρόνο, ασχολούνταν με οικοδομικές εργασίες και εργασίες ανάπτυξης γης καθώς και με άλλες παρεμφερείς εργοληπτικές εργασίες.
Ο καθ΄ ου η αίτηση, ενασκώντας τις εξουσίες του δυνάμει του άρθρου 40 των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 1990 μέχρι 2000 και του άρθρου 43(6) του Δέκατου Παραρτήματος των Περί Φόρων Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 2000 μέχρι 2004, ζήτησε από τους αιτητές, μέσω γνωστοποίησης ημερ. 18.3.2004 να παρουσιάσουν σειρά στοιχείων που είχαν υποχρέωση να τηρούν σε σχέση με τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες για την περίοδο από 1.1.2000 μέχρι το χρόνο της γνωστοποίησης (18.3.2004). Τα στοιχεία που είχαν ζητηθεί περιγράφονται λεπτομερώς σε επιστολή προς τους αιτητές (Παράρτ. ΙΙ της ένστασης). Οι αιτητές έθεσαν στη διάθεση του καθ΄ ου η αίτηση βιβλία, αρχεία και στοιχεία που τηρούσαν. Υπήρξε επίσης αλληλογραφία στα πλαίσια του ελέγχου που άρχισε στις 20.5.2004 και συμπληρώθηκε στις 19.3.2007. Κατά τον έλεγχο εξετάστηκαν οι φορολογικές περίοδοι από 1.7.1992 μέχρι 31.1.2004.
Από τον έλεγχο που πραγματοποιήθηκε, διαπιστώθηκαν τα ακόλουθα:
1. Η αιτήτρια δεν κατεχώρησε στις φορολογικές δηλώσεις που έχει υποβάλει στον Εφορο Φ.Π.Α. όλες τις εκροές της επιχείρησης της οι οποίες αφορούν εργοληπτικές εργασίες. Η διαπίστωση αυτή έγινε όταν η αρμόδια λειτουργός που πραγματοποίησε το φορολογικό έλεγχο στα βιβλία και αρχεία της αιτήτριας σύγκρινε την αξία των καταχωρημένων εργολαβικών εργασιών στις ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις των ετών 1993 και 1999 με την αξία των εργολαβικών εργασιών που καταχωρήθηκαν στις φορολογικές δηλώσεις που υποβλήθηκαν στην Εφορο και καλύπτουν την ίδια περίοδο.
2. Σε σχέση με την πιο πάνω διαπίστωση της υποπαραγράφου 3(i), η αρμόδια λειτουργός έχει προβεί και σε έλεγχο που αφορά την σύγκριση συμβολαίων για εργολαβικές εργασίες που εκτέλεσε η αιτήτρια κατά τα έτη 1993 μέχρι 1999 με τα στοιχεία που αναφέρονται στα τιμολόγια που έκδωσε η αιτήτρια σε σχέση με τα συμβόλαια και καταχώρησε στις φορολογικές δηλώσεις που υπέβαλε στην Εφορο Φ.Π.Α. Από τη σύγκριση αυτή διαπιστώθηκε ότι για ορισμένες εργολαβικές εργασίες που εκτέλεσε η αιτήτρια η συνολική αξία των εκδοθέντων τιμολογίων για τα συγκεκριμένα έργα είναι μικρότερη από την συνολική αξία που αναφέρεται στο συμβόλαιο για ανάληψη των σχετικών εργασιών.
3. Από τις διαπιστώσεις των υποπαραγράφων (i) και (ii) πιο πάνω έγινε υπολογισμός των εργολαβικών εργασιών που δεν καταχωρήθηκαν στις φορολογικές δηλώσεις που υποβλήθηκαν στην Εφορο Φ.Π.Α. για την χρονική περίοδο από 1.2.1993 μέχρι 31.1.2000 που ανέρχεται στο συνολικό ποσό των £601.833. Συνολικά από 1.2.1993 μέχρι 31.1.2000 καταχωρήθηκαν στις οικονομικές καταστάσεις εργολαβίες αξίας £2.09669 ενώ στις φορολογικές δηλώσεις που υποβλήθηκαν στην Εφορο Φ.Π.Α. καταχωρήθηκαν £1.494.636.
4. Διαπιστώθηκε ότι η αιτήτρια δεν καταχώρησε στις φορολογικές δηλώσεις που υπέβαλε στην Εφορο Φ.Π.Α. την αξία εργολαβικών εργασιών που πραγματοποιήθηκαν και προσφέρθηκαν στην εταιρεία Total & Yiatros Developers Ltd. Οι εργασίες αυτές καταχωρήθηκαν στις ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις που ετοίμασε η αιτήτρια για τα έτη 2000, 2001, 2002 και 2003 και καταγράφονται κάτω από τον τίτλο «Συναλλαγές με συγγενικά μέρη». Για τις εργασίες αυτές η αιτήτρια δεν εξέδωσε τιμολόγια πωλήσεως. Κατά συνέπεια η αιτήτρια δεν απέδωσε τον φόρο εκροών που αναλογεί στις εν λόγω εργασίες που έχει εκτελέσει. Η συνολική αξία που δεν καταχωρήθηκε ανέρχεται στις £158.864.»
Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων, η Εφορος ΦΠΑ έκρινε ότι οι φορολογικές δηλώσεις που υπέβαλαν οι αιτητές για τις φορολογικές περιόδους από 1.7.1992 μέχρι 31.1.2004 ήταν ελλιπείς και/ή περιείχαν σφάλματα και ενόψει τούτου, προχώρησε σε βεβαίωση φόρου με βάση το άρθρο 34 των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 1990-2000 και το άρθρο 49 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας του 2000 μέχρι 2007. Στη συνέχεια, με επιστολή της ημερ. 20.3.08, προέβη σε βεβαίωση φόρου και κάλεσε τους αιτητές να καταβάλουν £61.766.21.
Στις 18.4.2007 οι αιτητές μέσω των λογιστών τους, υπέβαλαν ένσταση με βάση το άρθρο 51Α του νόμου.
Η Εφορος κατά την εξέταση της ένστασης, διαπίστωσε σφάλμα το οποίο δικαιολογούσε μείωση του φόρου κατά £3.739,43. Σχετική είναι η πιο κάτω επιστολή της Εφόρου ΦΠΑ ημερ. 23.4.2008 προς τους αιτητές.
«Κύριοι,
Ενσταση στην Εφορο ΦΠΑ με βάση το άρθρο 51Α
αναφορικά με την βεβαίωση φόρου ημερομηνίας 20.3.2007
για τις φορολογικές περιόδους από 1.7.1992 μέχρι 31.1.2004
Αναφέρομαι στην ένσταση η οποία υποβλήθηκε με βάση τις διατάξεις του άρθρου 51Α των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 2000 μέχρι 2007 (95(Ι)/2000) αναφορικά με την εκδοθείσα βεβαίωση φόρου ημερομηνίας 20.3.2007 για το ποσό των €105533,84 (£61766,21) - οι επιστολές των ελεγκτών σας ημερομηνίας 18.4.2007 και 17.7.2007 είναι σχετικές - και σας πληροφορώ τα ακόλουθα:
1. Μετά από ενδελεχή μελέτη των στοιχείων που περιέχονται στον προσωπικό σας φάκελο - με έμφαση στα σχετιζόμενα με την πιο πάνω βεβαίωση φόρου - και λαμβάνοντας υπόψη τους ισχυρισμούς που προβάλλονται στις πιο πάνω επιστολές σας αποφαίνομαι τα εξής:
(α) Δεν έχετε προσκομίσει οποιοδήποτε στοιχείο το οποίο ουσιαστικά να δικαιολογεί τις αριθμητικές διαφορές οι οποίες εντοπίστηκαν μεταξύ των ποσών των εκροών θετικού συντελεστή φόρου της επιχείρησης σας οι οποίες δηλώθηκαν στις ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις της επιχείρησης σας και οι οποίες αφορούσαν τα έτη 1993 και 1999 και των ποσών των εκροών θετικού συντελεστή τα οποία δηλώθηκαν στις φορολογικές δηλώσεις που υποβάλατε και οι οποίες αφορούσαν το πιο πάνω χρονικό διάστημα. Σημειώστε ότι, οι διαφορές οι οποίες εντοπίστηκαν τεκμηριώνονται με τα συμβόλαια τα οποία έχετε συνάψει με τους πελάτες σας, από την εξέταση των οποίων διαπιστώθηκε ότι για ορισμένες εργασίες τις οποίες εκτελέσατε δεν εκδώσατε καθόλου τιμολόγιο πώλησης, ενώ για άλλες εργασίες η συνολική αξία των τιμολογίων που εκδώσατε είναι μικρότερη της αξίας που αναφέρεται στα συμβόλαια τα οποία έχετε συνάψει με τους πελάτες σας.
(β) Από την εξέταση των επιπρόσθετων στοιχείων τα οποία προσκομίσατε και τα οποία αφορούσαν τα έτη 2000 μέχρι 2003 προέκυψε ότι, στις ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις της επιχείρησης σας που αφορούν το έτος 2000, στην αξία των εργασιών που πιστοποιήθηκαν για τα προηγούμενα έτη και τα οποία αφορούσαν το έργο «Φιλιππούπολης», δεν είχε συμπεριληφθεί ποσό συνολικού ύψους £43964 με αποτέλεσμα η πιστοποιημένη εργασία για το συγκεκριμένο έργο όπως αυτή παρουσιάζεται στις οικονομικές καταστάσεις του έτους 2000 να είναι αυξημένη κατά £43964. Να σημειωθεί ότι η αριθμητική διαφορά η οποία εντοπίστηκε κατά την διάρκεια του ελέγχου και αφορούσε το έτος 2000 και για την οποία προέκυψε βεβαίωση φόρου ανέρχεται ακριβώς στο πιο πάνω ποσό. Ενόψει του πιο πάνω στοιχείου, προκύπτει ότι για το έτος 2000δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ των ποσών των εκροών που δηλώθηκαν στις οικονομικές καταστάσεις της επιχείρησης σας με τα ποσά των εκροών τα οποία δηλώθηκαν στις οικονομικές καταστάσεις της επιχείρησης σας με τα ποσά των εκροών τα οποία δηλώθηκαν στις φορολογικές δηλώσεις που υποβλήθηκαν και αφορούσαν το πιο πάνω έτος. Σημειώνω ότι ο φόρος εκροών που βεβαιώθηκε και ο οποίος αφορούσε την συγκεκριμένη διαφορά η οποία αρχικώς εντοπίστηκε κατά το έτος 2000 ανέρχεται σε €6389,20 (£3739,43).
2. Ενόψει των πιο πάνω η εκδοθείσα προς εσάς βεβαίωση φόρου με ημερομηνία 20.3.2007 συνολικού ύψους €105533,84 (£61766,21) μειώνεται κατά €6389,20 (£3739,43) και αναθεωρείται στο ποσό των €99144,64 (£58026,78). Ποσό φόρου ύψους €77406,33 (£45303,91) βεβαιώνεται με βάση το άρθρο 34 των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 1990 μέχρι 2000 (Ν. 246/90) και ποσό φόρου ύψους €21738,31 (£12722,87) βεβαιώνεται με βάση το άρθρο 49 των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 2000 μέχρι 2007 (Ν. 97(Ι)/2000).
3. Εναντίον της πιο πάνω απόφασης μπορείτε -
(α) Να υποβάλετε γραπτώς ένσταση στον Υπουργό Οικονομικών -
i) Για την διοικητική πράξη που αφορά την βεβαίωση φόρου ύψους €77406,33 (£45303,91), η οποία εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 34 των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 1990 μέχρι 2000 (Ν.246/90) εντός 30 ημερών από την ημερομηνία της παρούσας επιστολής δυνάμει του άρθρου 52 των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 1990 (Ν.246/90).
ii) Για την διοικητική πράξη που αφορά την βεβαίωση φόρου ύψους €21738,31 (12722,87), η οποία εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 49 των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 2000 μέχρι 2007 (Ν.95(1)/2000) εντός 60 ημερών από την ημερομηνία της παρούσας επιστολής δυνάμει του άρθρου 52 και 53 των ίδιων Νόμων.
(β) Να καταχωρήσετε προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο με βάση το Αρθρο 146 του Συντάγματος, εντός 75 ημερών από την ημερομηνία της παρούσας επιστολής.»
Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές προσβάλλουν αμφότερες τις διοικητικές πράξεις οι οποίες εμπεριέχονται στην προαναφερόμενη απόφαση της Εφόρου (βλ. επιστολή ημερ. 23.4.2008 ανωτέρω).
Οι αιτητές εισηγούνται ότι η βεβαίωση φόρου ύψους €21.738,31 (ΛΚ12.722,16) η οποία εκδόθηκε δυνάμει των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 2000 μέχρι 2007 (Ν. 91(1)/2000) είναι εσφαλμένη και προϊόν κακής εφαρμογής του νόμου. Είναι η θέση τους ότι το άρθρο 49 δεν μπορούσε να αποτελέσει νόμιμη νομική αφετηρία παρά μόνο από την έναρξη της ισχύος του Ν. 95(1)/2000 δηλαδή την 1.2.2002. Παρά ταύτα, η καθ΄ ης η αίτηση, προέβη σε επιβολή φόρου με βάση το εν λόγω άρθρο για την περίοδο από 1.2.2000 μέχρι 31.1.2004 η οποία ενέπιπτε στην περίοδο ισχύος του προγενέστερου νόμου. Η Εφορος όφειλε εφόσον θα αποφάσιζε την επιβολή φόρου να πράξει τούτο βάσει του άρθρου 34 των σχετικών νόμων του 1990 μέχρι 2000 (Ν. 246/90) για την περίοδο από 1.2.2000 μέχρι 1.2.2002.
Η εισήγηση δεν ευσταθεί και ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να επιτύχει. Προκύπτει από το περιεχόμενο της βεβαίωσης φόρου ημερ. 20.3.2007 ότι κατά την επιβολή του φόρου έγινε διάκριση αναλόγως του νόμου που μπορούσε να τύχει εφαρμογής. Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα:
«Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω στοιχεία και τους υπολογισμούς που παρατίθενται στους Πίνακες I και IV, ο φόρος εκροών που δεν δηλώσατε και δεν αποδώσατε με τις φορολογικές σας δηλώσεις ανέρχεται στο ποσό των £61.766,21.
Από το ποσό των £61.766,21, ποσό που ανέρχεται σε £49.043,34 βεβαιώνεται ως φόρος οφειλόμενος από εσάς δυνάμει του άρθρου 34 των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 1990 μέχρι 2000 (Ν. 246/90) και ποσό φόρου που ανέρχεται σε £12.722,87 βεβαιώνεται ως φόρος οφειλόμενος από εσάς δυνάμει του άρθρου 49 των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 2000 μέχρι 2006 (Ν. 95(1)/2000).»
Στον επισυνημμένο πίνακα ΙΙ καταγράφεται ο φόρος εκροών που δεν δηλώθηκε και δεν αποδόθηκε για την περίοδο 1.2.1993 μέχρι 31.1.2000. Για τον υπολογισμό του εν λόγω φόρου, ανερχόμενου στις £43.822,72 εφαρμόστηκε ο Ν. 246/90. Στον πίνακα IV ο οποίος επισυνάπτεται επίσης στη βεβαίωση ημερ. 20.3.2007, καταγράφεται ο φόρος εκροών που δεν αποδόθηκε από 1.2.2000 μέχρι 31.1.2004.
Στην προκείμενη περίπτωση φαίνεται να εφαρμόστηκε ο Ν. 246/90 για την περίοδο 1.2.2000 μέχρι 31.10.2002 και για την περίοδο από 1.11.2002 μέχρι 31.1.2004 ο Ν. 95(1)/2002 η έναρξη του οποίου αρχίζει από 1.2.2002. Όπως ορθά υποδεικνύει η ευπαίδευτη δικηγόρος της καθ΄ ης η αίτηση, τα ποσά που υπολογίστηκαν με βάση το Ν. 246/90 είναι £1.481,19 + £3.739,19 + £43.822,72 = £49.043,34. Το εν λόγω ποσό των £49.043,34 είναι αυτό που αναφέρεται στη βεβαίωση ημερ. 20.3.2007. Το ποσό των £12.722,87 σαφώς αφορά στην περίοδο κατά την οποία τέθηκε σε εφαρμογή ο Ν. 95(1)/2000 και υπολογίστηκε με βάση τις σχετικές πρόνοιες του. Στην έκθεση ελέγχου της Λειτουργού ΦΠΑ κας Ντ. Στυλιανού αναφέρονται τα εξής:
«Η εξουσία για βεβαίωση του πιο πάνω ποσού παρέχεται από το άρθρο 34 των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 1990 μέχρι 2000 (Ν. 246/90) για τη βεβαίωση που αφορά την περίοδο από 01/10/1993 μέχρι 31/01/2002 (βεβαίωση φόρου ύψους £49.043,34) και από το άρθρο 49(1) των Περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 2000 μέχρι 2003 (Ν. 95(Ι)/2000) για τη βεβαίωση φόρου που αφορά την περίοδο από 01/02/2002 μέχρι 31/01/2004 (βεβαίωση φόρου ύψους £12.722,87.»
Από το πιο πάνω απόσπασμα προκύπτει ότι ο υπολογισμός του φόρου εκροών, έγινε με βάση τη νομοθεσία που βρισκόταν σε ισχύ κατά τις αντίστοιχες φορολογικές περιόδους.
Οι αιτητές εισηγούνται πως δεν είχαν νομική υποχρέωση να τηρούν βιβλία και αρχεία για την χρονική περίοδο από 1.7.1992 μέχρι 30.12.2000 για την οποία η καθ΄ ης η αίτηση ζήτησε να διατεθούν τα εν λόγω βιβλία και αρχεία για σκοπούς διεξαγωγής ελέγχου. Η εισήγηση δεν ευσταθεί. Η περίπτωση αφορά περιόδους πριν την έναρξη της ισχύος του Ν. 95(Ι)/2000 ήτοι, πριν την 1.2.2002 και συνεπώς δεν μπορούσε να τύχει εφαρμογής η μεταβατική διάταξη του άρθρου 59(4) του εν λόγω νόμου. Στην προκείμενη περίπτωση, ο νόμος που τύγχανε εξ ολοκλήρου εφαρμογής ήταν ο Ν. 246/90.
Καθόσον αφορά το θέμα των στοιχείων που είχαν ζητηθεί από τους αιτητές για την περίοδο 1992-1997 οι αιτητές πρόβαλαν αντιφατικούς ισχυρισμούς. Στην επιστολή τους ημερ. 10.5.2005 λέγουν ότι «δεν έχουμε φυλάξει τα διάφορα αρχεία και βιβλία για την περίοδο 1992-1997 και γι΄ αυτό το λόγο αδυνατούμε να παρέχουμε τις πληροφορίες που μας ζητάτε» ενώ από την άλλη λέγουν ότι τα εν λόγω στοιχεία ήταν διαθέσιμα αλλά βρίσκονταν υπό εξέταση στο Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων από το 1999. Ο τελευταίος ισχυρισμός αν ήταν βάσιμος έπρεπε να είχε προβληθεί στη σχετική απάντηση των αιτητών με την επιστολή τους ημερ. 10.5.2005 πράγμα που δεν έγινε, ίσως γιατί δεν υπήρχαν στοιχεία. Εξάλλου, ήταν υποχρέωση των αιτητών να ενημερώσουν την καθ΄ ης η αίτηση ότι υπήρχαν τα στοιχεία πλην όμως αυτά δεν ήταν προσωρινά διαθέσιμα.
Στα πλαίσια εξέτασης των οικονομικών καταστάσεων που προσκόμισαν οι αιτητές αναφορικά με συμπληρωθείσες εργοληπτικές εργασίες για την περίοδο 1992 μέχρι 2000, εντοπίστηκαν λάθη στις αντίστοιχες φορολογικές δηλώσεις των αιτητών για τις οποίες γίνεται σχετική αναφορά στη βεβαίωση φόρου ημερ. 20.3.2007. Ενόψει τούτου, έχω την άποψη ότι η βεβαίωση φόρου ημερ. 20.3.2007 εύλογα βασίστηκε στις φορολογικές δηλώσεις των αιτητών που αντιστοίχως αφορούσαν στην κρίσιμη χρονική περίοδο από τις οποίες, με αναφορά στις ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις, προέκυψε ότι δεν καταχωρήθηκαν σ΄ αυτές όλες οι εκροές που επιβαρύνονται με θετικό φορολογικό συντελεστή, με αποτέλεσμα σημαντικό ποσό φόρου εκροών που αναλογούσε στις εν λόγω εκροές να μην αποδοθεί.
Στις περιπτώσεις όπου ο Εφορος διαπιστώσει ότι οι φορολογικές δηλώσεις είναι ελλιπείς ή περιέχουν σφάλματα το άρθρο 34(1) του Νόμου παρέχει σ΄ αυτόν τη δυνατότητα να προχωρεί σε βεβαίωση του φόρου ασκώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του.
Στην προκείμενη περίπτωση αυτό που διαπιστώνω είναι ότι με βάση τις οικονομικές καταστάσεις των αιτητών που αφορούσαν στον ουσιώδη χρόνο διαπιστώθηκαν τα λάθη στις φορολογικές τους δηλώσεις και με βάση τις σχετικές διαπιστώσεις των λαθών ο Εφορος καλόπιστα προχώρησε κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο στη βεβαίωση. Η θέση των αιτητών ότι η βεβαίωση έγινε χωρίς να υπάρχουν στοιχεία κλπ είναι εσφαλμένη εφόσον η βεβαίωση έγινε στη βάση των ελεγμένων οικονομικών καταστάσεων και των σχετικών φορολογικών δηλώσεων.
Ο χρόνος κατά τον οποίο περιήλθαν σε γνώση της Εφόρου τα τελευταία ικανοποιητικά στοιχεία ήταν στις 5.4.2006 που είναι και ο ουσιώδης χρόνος. Η έκθεση ελέγχου καθορίζει ότι η περίοδος για την οποία έγινε ο έλεγχος ήταν από 1.7.2002 μέχρι 31.1.2004. Ολη αυτή η περίοδος συναποτελούμενη από τις επιμέρους φορολογικές περιόδους βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο της Εφόρου η ενέργεια της οποίας κρίνεται νόμιμη εφόσον η βεβαίωση έγινε στις 20.3.2007 δηλαδή μέσα στα όρια που το άρθρο 34(5)(Β) του Νόμου ορίζει, δηλαδή εντός ενός έτους αφότου περιήλθαν σε γνώση της Εφόρου τα στοιχεία που προέκυψαν από τον έλεγχο. Βλ. Αντωνίου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1073/2004, ημερ. 6.2.2007, Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 313/96, ημερ. 29.3.2000 και Νέον Φάληρο Λτδ ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 273/95, ημερ. 8.1.1999.
Το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίχθηκε σε δύο διαφορετικούς κανόνες δικαίου (άρθρο 34 του Ν. 246/90 και άρθρο 49 του Ν. 95(1)/2000) δεν επηρεάζει το κύρος της. Ο Εφορος έχει δικαίωμα να προβαίνει σε σφαιρικό υπολογισμό (global assessment) του οφειλόμενου φόρου για περίοδο η οποία περιλαμβάνει περισσότερες φορολογικές περιόδους ανεξαρτήτως αν για τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο τύγχαναν εφαρμογής δύο διαφορετικοί νόμοι διαδοχικής ισχύος και εφαρμογής. Βλ. Δημοκρατία ν. N. Tyrimos Tavern Restaurant Ltd (2000) 3 ΑΑΔ 679.
Ο ισχυρισμός των αιτητών ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει νομικά επειδή δεν προηγήθηκε η διεξαγωγή δέουσας έρευνας και ότι η απόφαση λήφθηκε υπό καθεστώς πλάνης δεν ευσταθεί. Προκύπτει από τα στοιχεία που έχω ενώπιόν μου ότι κατά τις συγκρίσεις που έγιναν δεν καταχωρήθηκαν στις φορολογικές δηλώσεις των αιτητών για την περίοδο 1.2.2000 μέχρι 31.12.2003 όλες οι εκροές που αφορούσαν τις εργασίες που εκτελέστηκαν για τους Total & Yiatros Developers Ltd. Η αξία των εκροών που δεν καταχωρήθηκαν στις φορολογικές δηλώσεις που υποβλήθηκαν κατ΄ έτος ανέρχεται, όπως σημειώνει η αρμόδια λειτουργός, στις £158864 κλπ. Η υποχρέωση της Εφόρου για υπολογισμό του φόρου κατά την καλύτερη κρίση έγινε με καλή πίστη και στη βάση των πραγματικών δεδομένων όπως αυτά εμφανίζονταν στις ελεγμένες καταστάσεις. Δεν διαπιστώνω ότι υπήρξε οποιαδήποτε νομική ή πραγματική πλάνη ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του Δικαστηρίου στην κρίση των καθ΄ ων η αίτηση επί της ουσίας.
Η προσφυγή απορρίπτεται με €1200 έξοδα υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.