ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπóθεση Αρ. 573/2007)

 

 

23 Μαρτίου, 2010

 

[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΙΜΙΤΕΔ,

 

Αιτητές,

 

ν. 

 

ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Καθ'ης η αίτηση.

 

 

Γ. Βαλιαντής για Λ. Παπαφιλίππου & Σία, για τους Αιτητές.

 

Θ. Ραφτοπούλου, για Αλ. Ευαγγέλου, για την Καθ'ης η αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης της καθ'ης η αίτηση (η Αρχή), ημερομηνίας 22/11/2006, η οποία της κοινοποιήθηκε με επιστολή της Αρχής ημερομηνίας 29/3/2007 και με την οποία η Αρχή έκρινε την αιτήτρια ένοχη για παραβάσεις του άρθρου 26(2) του Νόμου 7(Ι)/98 και των Κανονισμών 21(8), 24(1)(α), 24(2)(γ), 28(1) και 28(2) της Κ.Δ.Π. 10/2000 και επέβαλε στην αιτήτρια το συνολικό πρόστιμο των £9.500.

 

Γεγονότα

Η αιτήτρια είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και ιδιοκτήτρια του αδειούχου τηλεοπτικού και ραδιοφωνικού σταθμού ΑΝΤΕΝΝΑ.

 

Στις 13/8/2005 αεροπλάνο της αεροπορικής εταιρείας ΗΛΙΟΣ κατέπεσε σε περιοχή της Αττικής στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα 121 άνθρωποι, στη συντριπτική τους πλειοψηφία Κύπριοι, να βρουν τραγικό θάνατο.

 

Το πιο πάνω τραγικό συμβάν απασχόλησε, ως ήταν φυσικό, το σύνολο των ΜΜΕ, τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα, περιλαμβανομένης της αιτήτριας. Για αρκετές μέρες αποτελούσε μια από τις πρώτες ειδήσεις τους.

 

Οι υπό διερεύνηση παραβάσεις αφορούσαν τον τρόπο κάλυψης του πιο πάνω αεροπορικού δυστυχήματος κατά τη διάρκεια δελτίων ειδήσεων του σταθμού που μεταδόθηκαν στις 16/8/2005 μεταξύ των ωρών 19:46-23:08 και στις 17/8/2005 μεταξύ των ωρών 8:24-16:58 και 20:05-21:23. Επρόκειτο για αυτεπάγγελτη διερεύνηση η οποία προέκυψε στο πλαίσιο παρακολούθησης των εκπομπών όλων των παγκύπριων τηλεοπτικών σταθμών που μεταδόθηκαν κατά τις εν λόγω ημερομηνίες, μεταξύ των ωρών 06:00-23:59.

 

Η Λειτουργός της Αρχής που ανέλαβε τη διερεύνηση της υπόθεσης, διαπίστωσε πιθανές παραβάσεις του άρθρου 26(2) του Νόμου 7(Ι)/98, (όπως αυτός τροποποιήθηκε μεταγενέστερα) όπως και των Κανονισμών 24(1)(α) και 24(2)(γ) της Κ.Δ.Π. 10/2000. Το πόρισμα της εν λόγω Λειτουργού εξετάστηκε σε συνεδρίαση της Αρχής που έλαβε χώρα στις 5/10/2005, στην οποία και αποφασίστηκε η προώθηση της υπόθεσης. Η αιτήτρια πληροφορήθηκε σχετικά με επιστολή της Αρχής ημερομηνίας 7/10/2005. Στην εν λόγω επιστολή της, μεταξύ άλλων η Αρχή πληροφορούσε την αιτήτρια ότι, μπορούσε, αν επιθυμούσε, να υποβάλει «οποιεσδήποτε εξηγήσεις και/ή παραστάσεις» καθώς επίσης και ότι μπορούσε να είναι παρούσα κατά την εξέταση της υπόθεσης. Λεπτομέρειες των υπό διερεύνηση πιθανών παραβάσεων περιείχοντο σε σχετικό πίνακα ο οποίος επισυνάπτετο στην επιστολή.

 

Ακολούθησε αλληλογραφία μεταξύ αιτήτριας και Αρχής στα πλαίσια της οποίας η αιτήτρια προέβη σε αριθμό παραστάσεων, ενώ παράλληλα ζήτησε να επιθεωρήσει το διοικητικό φάκελο, αίτημα το οποίο και έγινε δεκτό από την Αρχή.

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία η αιτήτρια εκπροσωπήθηκε δια των δικηγόρων της, οι οποίοι και παρέθεσαν τις εξηγήσεις και παραστάσεις, τις οποίες η αιτήτρια προβάλλει και στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής της. Τις παραστάσεις και εξηγήσεις τους οι δικηγόροι της αιτήτριας συμπλήρωσαν γραπτώς την επομένη της εκδίκασης και συγκεκριμένα στις 10/1/2006, όπως και στις 24/1/2006. Στην τελευταία από τις εν λόγω δύο επιστολές τους οι δικηγόροι της αιτήτριας κοινοποιούν στην Αρχή την πρόθεση τους να μην εμφανιστούν την 1/2/2006, καθότι το σύνολο των θέσεων τους έχει ήδη τεθεί ενώπιον του αρμοδίου οργάνου της Αρχής.

 

Με απόφαση της Αρχής που εκδόθηκε την 1/2/2006 η αιτήτρια κρίθηκε ένοχη για παραβάσεις τόσο του Νόμου όσο και των Κανονισμών, για τις οποίες η Αρχή, με απόφαση της ημερομηνίας 22/11/2006 (η προσβαλλόμενη απόφαση), επέβαλε στην αιτήτρια διάφορες ποινές. Συγκεκριμένα:

 

(α) Παράβαση του άρθρου 26(2) του Νόμου 7(Ι)/98 σχετικά με τη μετάδοση δελτίων ειδήσεων, μέρος των οποίων δεν προπαρασκευάστηκε και δεν μεταδόθηκε με ακρίβεια, αντικειμενικότητα και πολυφωνία. Επεβλήθη η ποινή της προειδοποίησης.

 

(β)  Παράβαση του Κανονισμού 28(2) σχετικά με τη μετάδοση δελτίου ειδήσεων κατά την οποία αλλοιώθηκαν οι απόψεις και οι θέσεις του Αρχιεπισκόπου Πράγας και Τσεχίας Χριστοφόρου. Επεβλήθη η ποινή του διοικητικού προστίμου Λ.Κ.3.000.

 

(γ)   Παράβαση του Κανονισμού 28(1) σχετικά με τη μετάδοση δελτίου ειδήσεων κατά τη διάρκεια του οποίου μεταδόθηκε συζήτηση όπου ο Ιατροδικαστής κ. Καρακούκης δεν έτυχε δίκαιης, ορθής και αξιοπρεπούς συμπεριφοράς. Επεβλήθη η ποινή του διοικητικού προστίμου Λ.Κ.3.000.

 

(δ)   Παράβαση του Κανονισμού 21(8) σχετικά με τη μετάδοση δελτίου ειδήσεων κατά τη διάρκεια του οποίου μεταδόθηκαν πληροφορίες και σχόλια που πιθανόν να έβλαψαν τη φήμη του Ιατροδικαστή              κ. Καρακούκη. Δεν επεβλήθη οποιαδήποτε ποινή.

 

(ε)   Παραβάσεις του Κανονισμού 24(2)(γ) σχετικά με τη μετάδοση δελτίων ειδήσεων κατά τη διάρκεια των οποίων προβλήθηκαν κοντινά πλάνα προσώπων που βρίσκονταν σε ακραία κατάσταση θλίψης ή και θυμού. Πρόκειται για τρεις χωριστές περιπτώσεις, για τις οποίες επεβλήθη η ποινή του διοικητικού προστίμου, Λ.Κ.1.000, Λ.Κ.1.000 και Λ.Κ. 1.500, αντίστοιχα.

 

(στ) Παράβαση του Κανονισμού 24(1)(α) σχετικά με τη μετάδοση δελτίων ειδήσεων μέρος των οποίων δεν προπαρασκευάστηκε και δεν μεταδόθηκε με ακρίβεια. Επεβλήθη η ποινή της προειδοποίησης.

 

 

Κατηγορίες με αντικείμενο παραβάσεις του άρθρου 26(2) του Νόμου,      όπως και των Κανονισμών 21(8) και 28(1), δεν στοιχειοθετήθηκαν και απορρίφθηκαν.

 

Τέλος, θα πρέπει να λεχθεί ότι τόσο η απόφαση με την οποία η αιτήτρια κρίθηκε ένοχη, όσο και η απόφαση επιβολής ποινής (προσβαλλόμενη απόφαση), πρόκειται για πολυσέλιδα έγγραφα στα οποία γίνεται αυτούσια παράθεση του επίμαχου περιεχομένου των περί ου ο λόγος δελτίων ειδήσεων, το οποίο περιεχόμενο συνίσταται από ένα μεγάλο αριθμό δακτυλογραφημένων σελίδων.

 

Η αιτήτρια επιδιώκει την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης προβάλλοντας μεγάλο αριθμό λόγων, τους οποίους οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της αναπτύσσουν στην πολυσέλιδη γραπτή αγόρευση τους (31 σελίδες) με αναφορά σε συγγράμματα και νομολογία. Προχωρώ να εξετάσω την ουσία τους, όχι όμως κατ' ανάγκη με τη σειρά που έχουν ιεραρχηθεί από τους ευπαίδευτους συνήγορους της αιτήτριας. Έχω την άποψη πως, ως εκ της φύσης, των λόγων ακύρωσης που άπτονται της αρμοδιότητας, συγκρότησης και σύνθεσης της Αρχής, η εξέταση των λόγων αυτών θα πρέπει να προηγηθεί της εξέτασης των λοιπών λόγων.

 

 

 

 

 

 

 

 

Παράβαση του άρθρου 41(Α)(1) του Νόμου 7(Ι)/98 και του Κανονισμού 27(4) της Κ.Δ.Π. 10/2000 και της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου - Λόγος ακύρωσης (Γ)

 

Οι επί του προκειμένου θέσεις της αιτήτριας περιστρέφονται γύρω από τον πιο κάτω άξονα:

 

Εφόσον οι επίδικες καταδίκες αφορούσαν «ειδησεογραφικές εκπομπές» και ως τέτοιες ενέπιπταν εντός των προνοιών του Κανονισμού 27(4), για την εξέταση τους θα έπρεπε να είχε υποβληθεί προηγουμένως αίτηση από την Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Εφόσον τέτοια αίτηση δεν υποβλήθηκε, εσφαλμένα η αιτήτρια κρίθηκε ένοχη. Για τεκμηρίωση του συγκεκριμένου λόγου ακύρωσης η αιτήτρια επικαλείται την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ν. ΑΝΤΕΝΝΑ T.V. Λίμιτεδ (2005) 3 Α.Α.Δ. 583 (Α.Ε. 3520).

 

Την αντίθετη άποψη έχουν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της Αρχής οι οποίοι υποστηρίζουν ότι οι πρόνοιες του Κανονισμού 27(4) δεν αποκλείουν την εφαρμογή άλλου Νόμου ή των Κανονισμών.

 

Οι πρόνοιες του Κανονισμού 27(4) έχουν ως εξής:

 

"27(4) Οι ειδησεογραφικές εκπομπές, τα τηλεοπτικά μαγκαζίνα και οι εκπομπές με ανθρώπινες δραματικές ιστορίες (reality shows) υπόκεινται στον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας του συνημμένου στους παρόντες Κανονισμούς Παραρτήματος VIII."

 

 

Οι πιο πάνω πρόνοιες αποτέλεσαν αντικείμενο εξέτασης πολύ πρόσφατα από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Α.Ε. 76/2007, ΑΝΤΕΝΝΑ Λίμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, ημερομηνίας 8/2/2010, όπου και συζητήθηκαν στα πλαίσια πανομοιότυπου επιχειρήματος. Παραθέτω αυτούσιο πιο κάτω το σχετικό απόσπασμα από την εν λόγω απόφαση:

 

"Η πιο πάνω θέση των εφεσειόντων δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Η απόφαση της Ολομέλειας στην πιο πάνω υπόθεση, διακρίνεται, όπως πολύ ορθά επισημαίνεται από τους συνηγόρους των εφεσιβλήτων, από την παρούσα υπόθεση. Σε εκείνη την υπόθεση, η απόφαση του Δικαστηρίου προσεγγίζει το θέμα μόνο ως προς την παράβαση της παραγράφου 8(2) του Μέρους Ι του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας και όχι ως προς την παράβαση του Κανονισμού 21(3). Οι πρόνοιες του Κανονισμού 27(4) δεν αποκλείουν την εφαρμογή άλλων προνοιών του Νόμου ή των Κανονισμών. Όπως πολύ ορθά έχει λεχθεί στην περίπτωση μας από τον αδελφό πρωτόδικο Δικαστή, ο Κανονισμός 27(4) «δεν εννοεί την αυτόματη υπαγωγή στον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας οποιασδήποτε παράβασης του Νόμου και των Κανονισμών που τελείται κατά τη διάρκεια των εκπομπών στις οποίες αναφέρεται ο Κανονισμός 27(4) παρά μόνο αυτών των παραβάσεων που βασίζονται στις διατάξεις του εν λόγω Κώδικα.» Και στην κρινόμενη περίπτωση, σε αντίθεση με την υπόθεση Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ν. ΑΝΤΕΝΝΑ T.V. Λίμιτεδ (πιο πάνω) «δεν γίνεται αναφορά», όπως πολύ ορθά επίσης επισημαίνεται από τον αδελφό πρωτόδικο Δικαστή, «σε παράβαση που να βασίζεται στις διατάξεις του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας ώστε να απαιτείται αίτηση της εν λόγω Επιτροπής». Εξάλλου, υιοθέτηση της επί του προκειμένου εισήγησης των εφεσειόντων «θα εκμηδένιζε», όπως πολύ εύστοχα παρατηρείται στην υπόθεση ΑΝΤΕΝΝΑ Λίμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Αρ. Υπόθ. 1625/2006, ημερομηνίας 20/10/2009 (απόφαση Στ. Ναθαναήλ, Δ.) «τη δυνατότητα υποβολής παραπόνου από το κοινό ή την αυτεπάγγελτη εξέταση από τους καθ'ων για το σύνολο των καλυπτομένων εκπομπών που είναι ειδησεογραφικές, τηλεοπτικά μαγκαζίνα ή ασχολούνται με ανθρώπινες δραματικές ιστορίες», παρατήρηση την οποία υιοθετούμε."

 

 

Τα πιο πάνω λέχθηκαν από την Ολομέλεια με αναφορά και στην Α.Ε. 3520 (πιο πάνω), την οποία η αιτήτρια επικαλέστηκε για σκοπούς τεκμηρίωσης του επιχειρήματός της.

 

Εξέτασα το συγκεκριμένο λόγο ακύρωσης, υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας. Οι λόγοι που οδήγησαν στη διάκριση της δεύτερης από τις πιο πάνω δύο υποθέσεις (Α.Ε. 76/2007 (πιο πάνω)) από την πρώτη (Α.Ε. 3520 (πιο πάνω)), ισχύουν και στην περίπτωσή μας. Είναι πιστεύω αρκετό να επισημάνω ότι, σε αντίθεση με την υπόθεση Α.Ε. 3520 όπου οι παραβάσεις αφορούσαν τόσο τον Κανονισμό 21(3) όσο και την παράγραφο 8(2) του Κώδικα Δεοντολογίας και δεν μπορούσαν να διαχωριστούν, στην παρούσα περίπτωση δεν προβλήθηκε ισχυρισμός για παράβαση του Κώδικα Δεοντολογίας. Κατά συνέπεια οι αρχές που έτυχαν εφαρμογής στην                 Α.Ε. 76/2007 (πιο πάνω), τυγχάνουν εφαρμογής και στην παρούσα υπόθεση.

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω ο συγκεκριμένος προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.

 

Πάσχουσα η σύνθεση σε σχέση με τη συνεδρία 46/2005 ημερομηνίας 5/10/2005, 5/2006 ημερομηνίας 1/2/2006, 51/2006 ημερομηνίας 22/11/2006 της Αρχής - Λόγος ακύρωσης (Ζ)

 

Η επί του προκειμένου θέση της αιτήτριας είναι η εξής:

 

(α) Στη συνεδρία με αριθμό 46/2005 ημερομηνίας 5/10/2005, κατά την οποία η αιτήτρια κρίθηκε ένοχη εκ πρώτης όψεως, απουσίαζε το μέλος Ανδρέας Κωνσταντινίδης. Το γεγονός της απουσίας του, οι λόγοι της απουσίας του, καθώς επίσης και το κατά πόσο κλήθηκε κανονικά να παραστεί στη συνεδρίαση, δεν καταγράφονται στα πρακτικά.

 

(β) Κατά τη συνεδρία με αριθμό 5/2006 ημερομηνίας 1/2/2006, κατά την οποία λήφθηκε η απόφαση για ενοχή της αιτήτριας, όπως και κατά τη συνεδρία με αριθμό 51/2006 ημερομηνίας 22/11/2006, το ίδιο μέλος, ενώ ήταν παρών κατά την έναρξη της συνεδρίας, στη συνέχεια και προτού ολοκληρωθεί η συνεδρία, αποχώρησε.

 

Λόγω των πιο πάνω η σύνθεση της Αρχής πάσχει, σύμφωνα με την αιτήτρια.

 

Σε απάντηση των πιο πάνω, η Αρχή ισχυρίζεται ότι ορθά το συγκεκριμένο μέλος απουσίαζε από τη συνεδρία 46/2005, καθότι κατά την εν λόγω ημερομηνία δεν ήταν μέλος της Αρχής. Συγκεκριμένα είχε υποβάλει την παραίτηση του για λόγους υγείας στις 27/7/2005, η οποία και έγινε αποδεκτή από το Υπουργικό Συμβούλιο στις 5/10/2005. Η παραίτηση του μάλιστα αποτέλεσε και αντικείμενο συζήτησης κατά τη συγκεκριμένη συνεδρία. Αναφορικά με την αποχώρηση του από τις άλλες δύο συνεδριάσεις, είναι η θέση της Αρχής ότι, εφόσον ο κ. Κωνσταντινίδης δεν ήταν μέλος και επομένως δεν παρευρέθηκε στη συνεδρία της 5/10/2005 που έγινε η προώθηση της υπόθεσης, «ήταν αδύνατο να ενημερωθεί πλήρως για όλα τα στοιχεία της υπόθεσης και έτσι νόμιμα αποχώρησε κατά την εξέταση της».

 

Η θέση των ευπαιδεύτων συνηγόρων της Αρχής αναφορικά με τους λόγους απουσίας του κ. Κωνσταντινίδη από τη συνεδρία της 5/10/2005, τεκμηριώνεται και από τα στοιχεία του φακέλου. Ως εκ τούτου, η απουσία του συγκεκριμένου προσώπου από την εν λόγω συνεδρία ήταν νόμιμη. Συνακόλουθα νόμιμη είναι και η αποχώρηση του από τις άλλες δύο συνεδριάσεις. Βεβαίως εγείρεται το ερώτημα: Εφόσον ο κ. Κωνσταντινίδης είχε παύσει από μέλος της Αρχής από πριν τις 5/10/2005, με ποια ιδιότητα συμμετείχε, έστω και σε περιορισμένο βαθμό, στις άλλες δύο συνεδριάσεις που ακολούθησαν;

 

Το συγκεκριμένο ερώτημα απασχόλησε το Δικαστήριο στην πρωτόδικη             του δικαιοδοσία στην υπόθεση ΑΝΤΕΝΝΑ Λίμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Αρ. Υπόθ. 572/2007, ημερομηνίας 18/12/2009 (απόφαση Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.), όπου η συμμετοχή και στη συνέχεια η αποχώρηση του κ. Κωνσταντινίδη από τις εν λόγω δύο συνεδρίες, είχε προβληθεί στα πλαίσια πανομοιότυπου λόγου ακύρωσης.

 

Στην απόφαση του ο αδελφός Δικαστής απορρίπτοντας τις επί του προκειμένου θέσεις της αιτήτριας, αναφέρει τα πιο κάτω σχετικά με το συγκεκριμένο ερώτημα, τα οποία υιοθετώ και επαναλαμβάνω για σκοπούς της παρούσας υπόθεσης:

 

". Σύμφωνα με το Άρθρο 21(1) του Περί Γενικών Αρχών Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(Ι)/1999):

 

«21(1). - Το συλλογικό διοικητικό όργανο πρέπει να συνεδριάζει με νόμιμη σύνθεση. Δεν είναι νόμιμα συντεθειμένο, αν στη συνεδρία του παρίσταται πρόσωπο που δεν είναι εξουσιοδοτημένο από το νόμο, έστω και αν δεν έλαβε μέρος στη ψηφοφορία, εκτός αν πρόκειται για υπάλληλο που είναι αρμόδιος για την τήρηση των πρακτικών».

 

  Κατά την άποψη μου εκείνο που έχει σημασία είναι ότι ο Α. Κωνσταντινίδης, ο οποίος είχε παραιτηθεί από 27.7.05, δεν έλαβε μέρος στη σύνθεση της Αρχής που έλαβε την επίδικη απόφαση, με αποτέλεσμα να μην επηρεάζεται η νομιμότητα της σύνθεσης, εφόσον τα παρόντα νόμιμα μέλη αποτελούσαν απαρτία σύμφωνα με το άρθρο 7(5) του Νόμου. Από την άλλη, η χηρεία θέσης στην Αρχή, δεν επιφέρει ακυρότητα των αποφάσεων ή των διαδικασιών της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 7(9) του Νόμου."

 

 

Σαν αποτέλεσμα, ο πιο πάνω προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.

 

Αντικανονική και/ή παράνομη συμμετοχή μέλους της καθ'ης η αίτηση στις συνεδρίες στις οποίες λήφθηκαν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις κατά παράβαση των άρθρων 4(3), 7(6), 42(2) του Νόμου - Λόγος ακύρωσης (Η)

 

Ο πιο πάνω προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης έχει σαν νομικό υπόβαθρο τις πρόνοιες των άρθρων 4(3) του Νόμου 7(Ι)/98, του άρθρου 7(6) του ίδιου Νόμου και του άρθρου 42(2) του Νόμου 158(Ι)/99. Το πραγματικό υπόβαθρο της επί του προκειμένου θέσης της αιτήτριας, είναι συνοπτικά το εξής:                 Ένα από τα μέλη της Αρχής είναι και η κα Μαίρη Κουτσελίνη, η οποία συμμετείχε στις συνεδριάσεις της Αρχής στις οποίες λήφθηκαν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις. Η κα Κουτσελίνη είναι κουνιάδα του κ. Κ. Αιμιλιανίδη, ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν μέτοχος της εταιρείας Multichoice Cyprus Public Company Limited. Η εξ αγχιστείας συγγένεια του συγκεκριμένου μέλους με το συγκεκριμένο μέτοχο της εταιρείας Multichoice δικαιολογεί το συμπέρασμα ότι η κα Κουτσελίνη «έχει η ίδια έμμεσο συμφέρον στην εν λόγω ραδιοτηλεοπτική επιχείρηση και επομένως . η συμμετοχή της στη λήψη των επίδικων αποφάσεων αποτελεί παράβαση των πιο πάνω νομοθετικών προνοιών».

 

Παραθέτω αυτούσιες τις πιο πάνω νομοθετικές πρόνοιες:

 

"4.-(3) Κανένα πρόσωπο δε διορίζεται μέλος της Αρχής, αν έχει άμεσο ή έμμεσο συμφέρον σε οποιαδήποτε ραδιοτηλεοπτική επιχείρηση ή στο Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου.

 

7.-(6) Μέλος που έχει προσωπικό συμφέρον σε υπό συζήτηση θέμα οφείλει να το γνωστοποιεί στην Αρχή και να απέχει της συζήτησης και της ψηφοφορίας που γίνεται γι' αυτό.

 

42.-(2) Δε μετέχει στην παραγωγή διοικητικής πράξης πρόσωπο που έχει ιδιάζουσα σχέση ή συγγενικό δεσμό εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι και του τέταρτου βαθμού ή βρίσκεται σε οξεία έχθρα με το άτομο που αφορά η εξεταζόμενη υπόθεση ή που έχει συμφέρον για την έκβασή της."

 

 

Η επί του προκειμένου θέση της αιτήτριας απορρίπτεται από την Αρχή. Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της τελευταίας ισχυρίζονται πρώτο, ότι εφόσον οι πρόνοιες του άρθρου 4(3) του Νόμου αφορούν διορισμό και όχι συμμετοχή του προσώπου στις διαδικασίες δεν τυγχάνουν στην περίπτωση μας εφαρμογής και δεύτερο, ότι η κατοχή από τον κ. Αιμιλιανίδη πολύ μικρού αριθμού μετοχών μιας εταιρείας, η οποία εν πάση περιπτώσει δεν εμπίπτει στην έννοια της ραδιοτηλεοπτικής εταιρείας, δεν μπορεί να αποτελέσει στοιχείο που να δικαιολογεί συμπέρασμα επηρεασμού της συμμετοχής της κας Κουτσελίνη στις υπό αναφορά συνεδρίες της Αρχής.

 

Από μόνο του το στοιχείο της κατοχής ενός πολύ μικρού αριθμού μετοχών από τον κ. Αιμιλιανίδη, συγγενή εξ αγχιστείας της κας Κουτσελίνη, δεν είναι δυνατό κρινόμενο υπό το φως του συνόλου των περιστάσεων να θεωρηθεί  καθοριστικός παράγοντας για μεροληπτική σε βάρος της αιτήτριας κρίση της κας Κουτσελίνη. Όπως πολύ ορθά έχει επισημανθεί σε σειρά υποθέσεων, στις οποίες ηγέρθη το συγκεκριμένο θέμα, η συμμετοχή του κ. Αιμιλιανίδη στο μετοχικό κεφάλαιο της Multichoice είναι ουσιαστικά, αμελητέα, τόσο αμελητέα που με κανένα τρόπο δεν εντάσσει την περίπτωση στα άρθρα που αναφέρθηκαν, ιδιαίτερα ενόψει του γεγονότος ότι τα θέματα που εγείρονται στα πλαίσια υποθέσεων όπως η παρούσα, συνιστούν θέματα γενικού ενδιαφέροντος τα οποία άπτονται της ευαισθησίας των πολιτών, τα δε γεγονότα που την περιβάλλουν είναι ιδιάζουσας σημασίας. (Αντέννα Λίμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 2296/2006, ημερομηνίας 20/10/2009 (Ναθαναήλ, Δ.), Αντέννα Λίμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 726/2006, ημερομηνίας 16/4/2008 (Κωνσταντινίδη, Δ.), Αντέννα Λίμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 170/2007, ημερομηνίας 24/11/2009 (Παμπαλλή, Δ.) και Αντέννα Λίμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 572/2007, ημερομηνίας 18/12/2009 (Ερωτοκρίτου, Δ.)).

 

Ως αποτέλεσμα και ο πιο πάνω προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν νομικής και/ή πραγματικής πλάνης - Λόγος ακύρωσης (Α)

 

Ο πιο πάνω λόγος ακύρωσης περιστρέφεται γύρω από τους πιο κάτω άξονες:

 

(α) Η Αρχή παρέλειψε να λάβει υπόψη της τη διασυνοριακή μετάδοση της επίδικης εκπομπής και/ή ενήργησε υπό καθεστώς πλάνης περί το Νόμο καθώς θεώρησε ότι δεν έχει εφαρμογή η βασική αρχή της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 89/552/ΕΟΚ η οποία προνοεί ότι σε διασυνοριακή μετάδοση εκπομπών, εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας καταγωγής.

 

(β) Οι επίδικες νομοθετικές διατάξεις για παράβαση των οποίων η αιτήτρια κρίθηκε ένοχη εμπεριέχουν στην αντικειμενική τους υπόσταση αόριστες - αξιολογικές έννοιες και συγκεκριμένα τις έννοιες «αντικειμενικότητα και πολυφωνία», «ακρίβεια, αντικειμενικότητα, αμεροληψία, πολυμέρεια, μεγαλύτερη δυνατή πληρότητα», «ακατάλληλες σκηνές», «ευαισθησίες τηλεθεατών», «φήμη» και «δίκαιη, ορθή και αξιοπρεπής συμπεριφορά». Η Αρχή όφειλε, σύμφωνα με την αιτήτρια, να αναλύσει, να εξειδικεύσει και να καθορίσει το περιεχόμενο των εν λόγω εννοιών στα πλαίσια του κοινωνικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο οι επιλήψιμες εκπομπές μεταδόθηκαν.

 

(γ) Η απόφαση για κρίση περί ενοχής της αιτήτριας είναι αναιτιολόγητη και             τα σχετικά συμπεράσματα στα οποία η Αρχή κατέληξε είναι αυθαίρετα και προϊόν ανεπαρκούς έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα. Οι συγκεκριμένες θέσεις προβάλλονται και σχολιάζονται από τους ευπαίδευτους συνηγόρους της αιτήτριας, σε συνάρτηση με τις έννοιες αντικείμενο του υπό στοιχείο (β) πιο πάνω σκέλους του παρόντος λόγου ακύρωσης, σε συνάρτηση με τον τρόπο τήρησης από την Αρχή των πρακτικών και αυτό καθ' εαυτό το περιεχόμενό τους και τέλος σε συνάρτηση με το πόρισμα της ερευνώσας λειτουργού και τον τρόπο αξιολόγησης από την Αρχή του συνόλου της μαρτυρίας και ειδικότερα του τρόπου προσέγγισης της μαρτυρίας των μαρτύρων υπεράσπισης.

 

Οι επί του προκειμένου θέσεις της Αρχής όπως προβάλλουν μέσα από την ένσταση της και αναπτύσσονται στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης των δικηγόρων της, έχουν ως πιο κάτω:

 

(α) Η Αρχή πλήρως αιτιολογημένα αποφάσισε ότι η εξεταζόμενη πρακτική της αιτήτριας, περιλαμβανομένων και των υπό εξέταση εκπομπών, δεν εμπίπτουν στον ορισμό της διασυνοριακής μετάδοσης.

 

(β) Το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τη διοίκηση στην άσκηση της διακριτικής της εξουσίας. Επεμβαίνει μόνο όταν η διοίκηση ενήργησε κατά τρόπο μη λογικά επιτρεπτό. Το κριτήριο είναι κατά πόσο η απόφαση της Αρχής ήταν εύλογα επιτρεπτή μέσα στα όρια της διακριτικής της εξουσίας. Από την απόφαση της Αρχής προκύπτει ότι όχι μόνο το αρμόδιο όργανο της Αρχής παρακολούθησε ολοκληρωμένα τα σχετικά βίντεο, αλλά και ότι μελετήθηκαν εκτενώς τα γεγονότα τα οποία αναφέρθηκαν στα πορίσματα της λειτουργού που διερεύνησε την καταγγελία και έγινε υπαγωγή τους στις αναφερθείσες πρόνοιες του Νόμου και των Κανονισμών.

 

(γ) Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη και προϊόν επαρκούς και ολοκληρωμένης έρευνας. Τηρήθηκαν ολοκληρωμένα πρακτικά και οι προφορικές παραστάσεις των δικηγόρων σε κανένα στάδιο δεν αλλοιώθηκαν. Το πόρισμα της ερευνώσας λειτουργού είναι πλήρως αιτιολογημένο και η αξιολόγηση της μαρτυρίας έγινε με τον ενδεδειγμένο τρόπο. Εξάλλου, το περιεχόμενο των βιντεοταινιών των επίδικων εκπομπών, το οποίο η Αρχή είχε ενώπιον της και παρακολούθησε, από μόνο του στοιχειοθετεί παραβίαση της σχετικής νομοθεσίας.

 

Αναφορικά με την υπό στοιχείο (α) πτυχή του πρώτου λόγου ακύρωσης παρατηρώ τα πιο κάτω:

 

Ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης αποτέλεσε αντικείμενο εξέτασης                 και στην υπόθεση Αρ. 572/2007, ημερομηνίας 18/12/2009. Τα όσα σχετικά επισημαίνονται εκεί από τον αδελφό Δικαστή, όχι μόνο με βρίσκουν σύμφωνο, αλλά και εφαρμόζουν απόλυτα στην περίπτωση μας. Τα παραθέτω αυτούσια:

 

     "Κατά την άποψη μου ορθά η Αρχή έκρινε ότι η επίδικη εκπομπή δεν εμπίπτει στην έννοια της διασυνοριακής μετάδοσης όπως αυτή προβλέπεται στην παράγραφο 1 του Άρθρου 2α των «Γενικών Διατάξεων» του «Κεφαλαίου ΙΙ» της Κοινοτικής Οδηγίας «Τηλεόραση Χωρίς Σύνορα» 89/552/ΕΟΚ του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 97/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η οποία έχει ενσωματωθεί στο Άρθρο 32(2) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998 (Ν.7(1)98) (όπως αυτός τροποποιήθηκε μεταγενέστερα) και το οποίο προνοεί ότι:

 

«32.- (2) Η Αρχή εξασφαλίζει την ελευθερία λήψεως και δεν εμποδίζει την αναμετάδοση στο έδαφος της Δημοκρατίας των εκπομπών που προέρχονται από κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή από κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης που έχουν προσυπογράψει την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Διασυνοριακή Τηλεόραση.»

 

     Η βασική προϋπόθεση εφαρμογής της πιο πάνω νομοθεσίας είναι να υπάρχει αναμετάδοση εκπομπών από άλλα κράτη μέλη της Ε.Ε., ενώ στην παρούσα περίπτωση η μετάδοση έγινε από τους ίδιους τους Αιτητές που είναι ένας ραδιοτηλεοπτικός σταθμός ο οποίος έχει τις δικές του εγκαταστάσεις και κεντρικά γραφεία εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας και ως εκ τούτου υπάγονται στη δικαιοδοσία της. Περαιτέρω οι Αιτητές έχουν δικό τους πρόγραμμα μετάδοσης, καθώς και συντακτική ομάδα που έχει και την ευθύνη του. Σχετική είναι η απόφαση του Ανωτάτου στην Αντέννα Λίμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπ. Αρ. 777/2003, ημερ. 6.10.2004, όπου επισημαίνει ότι:

 

«Σε ό,τι αφορά τον ισχυρισμό του Προέδρου του Δ.Σ. του σταθμού κ. Παπαφιλίππου ότι η μετάδοση της σειράς «Καλημέρα Ζωή» είναι έννομη βάση της σύμβασης για την Διασυνοριακή Τηλεόραση καθώς και την αμφισβήτηση που εξέφρασε ως προς τον ορισμό της λέξης «αναμετάδοση» που χρησιμοποιείται στο Άρθρο 32(2) του Νόμου σημειώνουμε τα ακόλουθα:

 

Με βάση το άρθρο 32(2) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου 7(Ι)/98 (όπως αυτός τροποποιήθηκε μεταγενέστερα) «η Αρχή εξασφαλίζει την ελευθερία λήψεως και δεν εμποδίζει την αναμετάδοση στο έδαφος της Δημοκρατίας των εκπομπών που προέρχονται από κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή από κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης που έχουν προσυπογράψει την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Διασυνοριακή Τηλεόραση». Η             λέξη «αναμετάδοση», σύμφωνα με το άρθρο 2 της Σύμβασης για την Διασυνοριακή Τηλεόραση σημαίνει «το γεγονός της λήψης και ταυτόχρονης εκπομπής ανεξάρτητα από τα χρησιμοποιούμενα τεχνικά μέσα, πλήρων και αναλλοίωτων τηλεοπτικών προγραμμάτων, ή σημαντικών μερών αυτών των προγραμμάτων, τα οποία εκπέμπονται από παραγωγούς (broadcasters) για να ληφθούν από το κοινό».

 

     Τα όσα μετάδωσαν οι Αιτητές, κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν ήταν μια απλή αναμετάδοση μιας εκπομπής από ένα άλλο κράτος μέλος αλλά επρόκειτο για μεταδόσεις από τους ίδιους. Επρόκειτο δε για μετάδοση δικών τους εκπομπών για τις οποίες την απόλυτη ευθύνη είχε η συντακτική τους ομάδα."

 

 

Όπως και στην υπόθεση αρ. 572/2007 (πιο πάνω) έτσι και στην παρούσα περίπτωση, τα όσα μετέδωσε η αιτήτρια κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν ήταν μια απλή αναμετάδοση μιας εκπομπής από ένα άλλο κράτος μέλος, αλλά επρόκειτο για μεταδόσεις από την ίδια. Επρόκειτο δε για μετάδοση δικών της εκπομπών για τις οποίες την απόλυτη ευθύνη είχε η συντακτική της ομάδα. Επομένως, ορθά κατά την άποψη μου η Αρχή έκρινε ότι οι επίδικες εκπομπές δεν ενέπιπταν στην έννοια της διασυνοριακής μετάδοσης όπως αυτή προβλέπεται από το πιο πάνω θεσμικό πλαίσιο.

 

Αναφορικά με τις υπό στοιχεία (β) και (γ) πτυχές του πρώτου λόγου ακύρωσης παρατηρώ τα εξής:

 

Το σκεπτικό της απόφασης της Αρχής, όπως και οι λόγοι που οδήγησαν στη λήψη της απόφασης, προκύπτουν με σαφήνεια και περισσή επάρκεια από το περιεχόμενο των επίδικων εκπομπών, το περιεχόμενο των βιντεοταινιών, από το πόρισμα της λειτουργού που διερεύνησε την υπόθεση και γενικά από το σύνολο των στοιχείων που η Αρχή είχε ενώπιον της. Το περιεχόμενο του πορίσματος, το οποίο αποτελεί μέρος του διοικητικού φακέλου, αφού ενσωματώθηκε από την Αρχή στην απόφασή της, στη συνέχεια υιοθετήθηκε από την τελευταία, πρακτική καθόλα επιτρεπτή. Το εν λόγω πόρισμα αποτελείται από 11 σελίδες και σε αυτό επισυνάπτεται σχετικός πίνακας με πληροφορίες και πιθανές παραβάσεις 26 σελίδων. Διεξήλθα το εν λόγω πόρισμα και το συγκεκριμένο πίνακα. Στο πόρισμα παρατίθενται με λεπτομέρεια και περισσή σαφήνεια η κάθε παράβαση, με παράλληλη παραπομπή στη σχετική νομική διάταξη που έχει παραβιαστεί.

 

Στην Α.Ε. 76/2007 (πιο πάνω) στην οποία προβλήθηκαν πανομοιότυπα επιχειρήματα, λέχθηκαν τα εξής:

 

"Το κατά πόσο ένα τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό πρόγραμμα παραβιάζει το Νόμο ή τους Κανονισμούς συνιστά θέμα που ανάγεται αποκλειστικά στην κρίση της Αρχής, η ορθότητα της οποίας όμως υπόκειται στον έλεγχο του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, εφόσον βέβαια το εν λόγω Δικαστήριο, υπό την ιδιότητά του ως τελικού κριτή, κληθεί να αποφανθεί επί τούτου. Κατά συνέπεια η κρίση ως προς την υπαγωγή γεγονότων στο Νόμο και τους Κανονισμούς εμπίπτει αποκλειστικά στην αρμοδιότητα της εφεσίβλητης Αρχής, της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου περιοριζομένης στον έλεγχο της κρίσης αυτής (βλ. «Ο ΛΟΓΟΣ» Πολιτιστική και Πληροφοριακή Εταιρεία ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 91). Κοντολογίς, το έργο του Δικαστηρίου περιορίζεται στη διεξαγωγή ελέγχου με αποκλειστικό στόχο τη διακρίβωση ότι η απόφαση της εφεσίβλητης Αρχής, κρινόμενη με βάση την αιτιολογία και το περιεχόμενο του φακέλου, ήταν εύλογα επιτρεπτή μέσα στα όρια της διακριτικής εξουσίας της. Κατά συνέπεια ο ορισμός εννοιών που χρησιμοποιούνται στους Κανονισμούς, όπως οι έννοιες προσωπικότητα, υπόληψη, ιδιωτικός βίος και η υπαγωγή τους στα γεγονότα της υπόθεσης, δεν εκφεύγουν του εν λόγω πλαισίου."

 

 

Διεξήλθα προσεκτικά τόσο την απόφαση με την οποία κρίθηκε ένοχη η αιτήτρια, όσο και την προσβαλλόμενη απόφαση. Με την ίδια προσοχή διεξήλθα και το διοικητικό φάκελο και γενικά το ενώπιόν μου υλικό. Κρίνω την έρευνα δέουσα και την αιτιολογία επαρκή, τόσον όσον αφορά την κατάληξη της Αρχής ότι η αιτήτρια διέπραξε τις συγκεκριμένες παραβάσεις, όσο και την απόφαση της με την οποία επέβαλε στην αιτήτρια τη συγκεκριμένη κύρωση. Και οι δύο αποφάσεις της καθ'ης η αίτηση κρινόμενες με βάση την αιτιολογία και γενικά με βάση όλα τα ενώπιον της Αρχής στοιχεία, ήταν εύλογα επιτρεπτές μέσα στα όρια της διακριτικής εξουσίας της.

 

Ενόψει των πιο πάνω και ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.

 

 

 

 

 

 

 

 

Η αιτήτρια στερήθηκε του δικαιώματος της ακρόασης - Λόγος ακύρωσης (Β)

 

Ο πιο πάνω λόγος ακύρωσης εδράζεται επί της θέσης ότι δεν τηρήθηκαν άρτια πρακτικά, με συνέπεια οι προφορικές παραστάσεις των δικηγόρων της αιτήτριας και οι μαρτυρίες των μαρτύρων υπεράσπισης, να παραποιηθούν με αποτέλεσμα «η καθ'ης ποτέ δεν άκουσε τους αιτητές».

 

Τις αντίθετες απόψεις εξέφρασαν οι δικηγόροι της Αρχής, οι οποίοι και παρέπεμψαν σε αποσπάσματα από τις προσβαλλόμενες αποφάσεις.

 

Για τους πιο κάτω λόγους ούτε ο πιο πάνω λόγος ακύρωσης μπορεί να πετύχει.

 

Όπως προκύπτει από το διοικητικό φάκελο, στην αιτήτρια δόθηκε από την Αρχή η ευκαιρία όχι μόνο να εμφανιστεί ενώπιον της και να εκθέσει προφορικά τις απόψεις της, αλλά και εκεί όπου η πρώτη έκρινε ορθό, να τις θέσει και γραπτώς. Παράλληλα, παρασχέθηκαν στην αιτήτρια όλες οι διευκολύνσεις που ζήτησε για επιθεώρηση του φακέλου, ενώ αίτημα της για να της χορηγηθεί χρόνος για να ετοιμάσει την υπεράσπιση της έτυχε θετικής αντιμετώπισης από την Αρχή. Οι ισχυρισμοί περί αλλοίωσης από πλευράς της Αρχής των προφορικών παραστάσεων των δικηγόρων της αιτήτριας και της μαρτυρίας, όχι μόνο χαρακτηρίζονται από αοριστία, ασάφεια και γενικότητα ως προς τον κατ' ισχυρισμό τρόπο αλλοίωσης τους, αλλά και δεν τεκμηριώνονται από τα ενώπιον μου στοιχεία. Περιττό να υπενθυμίσω ότι αναφορικά με τη διαδικασία εξέτασης των παραστάσεων των δικηγόρων της αιτήτριας και των μαρτύρων υπεράσπισης, αποκλειστικός κριτής είναι το αποφασίζον όργανο.

 

Ενόψει των πιο πάνω και ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.

 

 Παράβαση της προβλεπόμενης υπό του Νόμου διαδικασίας εξέτασης παραβάσεων (άρθρο 7 του Νόμου 7(Ι)/98, άρθρα 20-25 του Νόμου 158(Ι)(99) και Κανονισμός 42(3) της Κ.Δ.Π. 2000) - Λόγος                 ακύρωσης (Δ)

 

Τα σχετικά με τον πιο πάνω λόγο ακύρωσης επιχειρήματα της αιτήτριας, περιστρέφονται γύρω από τις πιο κάτω θέσεις:

 

(α) Η διαδικασία άρχισε παράνομα γιατί δεν προηγήθηκε σχετική απόφαση της Αρχής, ως συλλογικό όργανο, καταγραμμένη στο πρακτικό για αυτεπάγγελτη διερεύνηση της υπόθεσης.

 

(β) Τα επίδικα κατηγορητήρια συντάχθηκαν προτού η Αρχή αποφασίσει ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον της αιτήτριας και συνεπώς παραβιάστηκαν οι αρχές της χρηστής διοίκησης.

 

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της Αρχής εξέφρασαν αντίθετες απόψεις, σε σχέση δε με το υπό στοιχείο (α) πιο πάνω μέρος του συγκεκριμένου λόγου ακύρωσης παρέπεμψαν σε αριθμό υποθέσεων, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο με μονομελή σύνθεση απέρριψε το σχετικό επιχείρημα.

 

Το υπό στοιχείο (α) πιο πάνω σκέλος του συγκεκριμένου λόγου ακύρωσης εξετάστηκε στα πλαίσια της Α.Ε. 76/2007 (πιο πάνω) και απορρίφθηκε. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:

 

"H εκχώρηση που έγινε στο Διευθυντή ασφαλώς περιλάμβανε την απόφαση για ορισμό λειτουργού. Δεν περιοριζόταν όμως, αποκλειστικά σ' αυτό. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο εξής απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση στην Υπόθεση 726/2006, Αντέννα Λίμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, ημερομηνίας 16/4/2008 (απόφαση                   Γ. Κωνσταντινίδη, Δ.), το οποίο υιοθετούμε και επαναλαμβάνουμε, «. η εκχώρηση δεν αφορούσε απλώς στον προσδιορισμό του Λειτουργού αλλά εκτεινόταν στην άσκηση της καθόλου εξουσίας όπως την προβλέπει ο Κανονισμός 42(3).» Κατά συνέπεια ούτε ο υπό στοιχείο (4) πιο πάνω λόγος έφεσης μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται."

 

 

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω το υπό στοιχείο (α) σκέλος του προβαλλόμενου λόγου ακύρωσης (Δ) απορρίπτεται.

 

Αναφορικά με το υπό στοιχείο (β) μέρος του πιο πάνω προβαλλόμενου λόγου ακύρωσης παρατηρώ τα πιο κάτω:

 

Όπως προκύπτει από το φάκελο, η Λειτουργός που διερεύνησε την υπόθεση διαπίστωσε πιθανές παραβάσεις συγκεκριμένων Κανονισμών και νομοθετικών προνοιών, τις οποίες και καταγράφει με λεπτομέρεια σε σχετικό πίνακα που επισυνάπτεται στο πόρισμα της ημερομηνίας 19/9/2005. Το εν λόγω πόρισμα τέθηκε ενώπιον της Αρχής, η οποία σε σχετική συνεδρίαση της ημερομηνίας 5/10/2005 αφού το εξέτασε το υιοθέτησε περιλαμβανομένου και του περιεχομένου του επισυναπτόμενου πίνακα. Στη συνέχεια, με επιστολή της η Αρχή, μέσω του Διευθυντή της που ανέλαβε να μεριμνήσει για την εκτέλεση της απόφασης της Αρχής για προώθηση των καταγγελιών σύμφωνα με τους Κανονισμούς, κοινοποίησε το πόρισμα με τον επισυναπτόμενο πίνακα στην αιτήτρια με επιστολή του ημερομηνίας 7/10/2005 την οποία υπογράφει ο ίδιος. Το γεγονός ότι στον πίνακα είχε παραμείνει η παλιά ημερομηνία, δηλαδή 19/9/2005, με κανένα τρόπο δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η Αρχή συνέταξε τα κατηγορητήρια προτού αποφασισθεί ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον της αιτήτριας και προτού δοθεί η ευκαιρία στην αιτήτρια να ακουστεί.

 

Κατά συνέπεια και το υπό στοιχείο (β) σκέλος του πιο πάνω προβαλλόμενου λόγου ακύρωσης δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.

 

Η απόφαση της Αρχής ότι έχει αποδειχθεί εναντίον της αιτήτριας εκ πρώτης όψεως υπόθεση στερείται αιτιολογίας - Λόγος ακύρωσης (Ε)

 

Ο επί του προκειμένου ισχυρισμός της αιτήτριας περιστρέφεται γύρω από τη θέση ότι, για σκοπούς τεκμηρίωσης της υπό αμφισβήτηση με το συγκεκριμένο λόγο ακύρωσης, απόφασης της Αρχής, περιορίζεται ουσιαστικά στην υιοθέτηση του πορίσματος της Λειτουργού που διενήργησε την έρευνα, χωρίς να υπαγάγει τα πραγματικά γεγονότα στα επί μέρους συστατικά στοιχεία του αδικήματος, με αποτέλεσμα η απόφαση να μην μπορεί να υπαχθεί σε δικαστικό έλεγχο.

 

Την αντίθετη άποψη υποστήριξαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της Αρχής. Οι τελευταίοι, αφού επεσήμαναν τη νομική αρχή ότι η ενσωμάτωση πορίσματος μιας έρευνας σε επακόλουθη διοικητική απόφαση και συνακόλουθα υιοθέτηση του συνιστά ενέργεια επιτρεπτή, υποστήριξαν ότι το πόρισμα της Λειτουργού είναι πλήρως αιτιολογημένο και συνεπώς κάθε άλλο παρά επιβαλλόταν περαιτέρω αιτιολόγηση.

 

Συμφωνώ με τις θέσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων της Αρχής. Κατ' αρχήν θα πρέπει να πω πως δεν θεωρείται μεμπτό το γεγονός υιοθέτησης του πορίσματος της Λειτουργού στην υπό κρίση διοικητική απόφαση (βλ. Πολιτιστική και Πληροφοριακή Εταιρεία Ο Λόγος ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 91). Αναφορικά με το υιοθετηθέν πόρισμα της Λειτουργού παρατηρώ τα εξής: Το εν λόγω πόρισμα αποτελείται από 11 σελίδες και σε αυτό επισυνάπτεται σχετικός πίνακας με πληροφορίες και πιθανές παραβάσεις 26 σελίδων. Διεξήλθα το εν λόγω πόρισμα και το συγκεκριμένο πίνακα. Όπως έχω ήδη επισημάνει, στο πόρισμα παρατίθενται με λεπτομέρεια και περισσή σαφήνεια η κάθε παράβαση και τα γεγονότα που την περιβάλλουν, με παράλληλη παραπομπή στη σχετική νομική διάταξη που έχει παραβιαστεί. Κρίνω ότι το πόρισμα της Λειτουργού είναι πλήρως αιτιολογημένο. Κατά συνέπεια κρίνω ότι η απόφαση της Αρχής για εκ πρώτης όψεως παράβαση είναι δεόντως αιτιολογημένη και ως εκ τούτου και ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.

 

Μη τήρηση άρτιων πρακτικών - Λόγος ακύρωσης (Στ)

 

Ο πιο πάνω λόγος ακύρωσης αφορά στις συνεδριάσεις της Αρχής με αριθμό 46/05 (ημερομηνίας 5/10/2005), 05/06 (ημερομηνίας 1/2/2006) και 51/06 (ημερομηνίας 22/11/2006) και προβάλλεται σε συνάρτηση με την αιτιολογία των προσβαλλόμενων αποφάσεων, τον τρόπο λήψης τους και αν υπήρχε ή όχι μειοψηφία, τη σύνθεση της Αρχής κατά το χρόνο λήψης τους και κατά πόσο υπήρχαν παρόντα και άλλα πρόσωπα, τις παραστάσεις των δικηγόρων της αιτήτριας και τη μαρτυρία της υπεράσπισης.

 

Κατ' αρχήν θα πρέπει να λεχθεί ότι η τήρηση άρτιων πρακτικών συνιστά υποχρέωση κάθε οργάνου που ασκεί διοικητική λειτουργία. Στα εν λόγω πρακτικά θα πρέπει να διατυπώνονται με σαφήνεια και με λεπτομέρεια οι αποφάσεις που λαμβάνονται.

 

Οι επί του προκειμένου ισχυρισμοί της αιτήτριας δεν ευσταθούν. Αναφορικά με το θέμα αλλοίωσης των παραστάσεων των δικηγόρων της αιτήτριας και της διαδικασίας εξέτασης των μαρτύρων, παραπέμπω στις σχετικές αναφορές τις οποίες έχω κάμει στα πλαίσια συζήτησης και σχολιασμού του δεύτερου λόγου ακύρωσης, τις οποίες και υιοθετώ. Αναφορικά με τον ισχυρισμό περί μη τήρησης άρτιων πρακτικών σε σχέση με τις συγκεκριμένες συνεδριάσεις, περιορίζομαι να επισημάνω ότι από το περιεχόμενο των συγκεκριμένων πρακτικών προκύπτει με ασφάλεια η αιτιολογία των αποφάσεων και με σαφή αναφορά προσδιορίζονται τα πρόσωπα που ήταν παρόντα, ποια πρόσωπα και για ποιους λόγους απουσίαζαν, καθώς επίσης και ποια πρόσωπα ενώ αρχικά ήταν παρόντα στη συνέχεια αποχώρησαν, όπως και τους λόγους αποχώρησής τους.

 

Παράβαση της αρχής της καλής πίστης - Λόγος ακύρωσης (Θ)

Είναι η θέση της αιτήτριας ότι υπήρξε καθυστέρηση στην κοινοποίηση των αποφάσεων της Αρχής ημερομηνίας 1/2/2006 και 22/11/2006, αντίστοιχα. Αναφορικά με την απόφαση ημερομηνίας 1/2/2006 υπήρξε, σύμφωνα με την αιτήτρια, καθυστέρηση τριών μηνών, ενώ στην περίπτωση της απόφασης ημερομηνίας 22/11/2006 καθυστέρηση τεσσάρων μηνών. Οι εν λόγω καθυστερήσεις παραβιάζουν, σύμφωνα με την αιτήτρια, τις αρχές της καλής πίστης και καθιστούν τρωτές τις προσβαλλόμενες αποφάσεις. Η εν λόγω θέση δεν με βρίσκει σύμφωνο. Δεν έχω αντιληφθεί με ποιο τρόπο η οποιαδήποτε καθυστέρηση έχει επιδειχθεί στην κοινοποίηση της απόφασης, επηρέασε με οποιοδήποτε τρόπο τη νομιμότητα της απόφασης ή ότι η Αρχή λειτούργησε στη συγκεκριμένη περίπτωση κακόπιστα ή με ασυνεπή τρόπο, ως η αιτήτρια ισχυρίζεται. Και ο εν λόγω λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.

 

 

 

 

Παράβαση του άρθρου 41Β του Νόμου 7(Ι)/98 - Λόγος ακύρωσης (Ι)

Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η επιβολή διοικητικού προστίμου για κάθε μια από τις παραβάσεις αντιβαίνει στο άρθρο 41Β του Νόμου. Άξονα του συγκεκριμένου ισχυρισμού της αιτήτριας συνιστά η θέση ότι για μεν τις παραβάσεις που έγιναν στις 16/8/2005, η Αρχή επέβαλε τρία ξεχωριστά διοικητικά πρόστιμα, ενώ για τις παραβάσεις που έγιναν στις 17/8/2005 επέβαλε δύο ξεχωριστά διοικητικά πρόστιμα.

 

Το άρθρο 41Β του Νόμου, μεταξύ άλλων προνοεί:

 

"41Β.-(1) Η Αρχή δύναται να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο για κάθε μέρα παράβασης από το σταθμό του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού, ως ακολούθως:-

 

(α) Μέχρι Λ.Κ. £5.000 για παγκύπριο τηλεοπτικό σταθμό∙

(β) μέχρι Λ.Κ. 2.000 για παγκύπριο ραδιοφωνικό σταθμό∙

(γ) μέχρι Λ.Κ. 1.000 για τοπικό τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό σταθμό∙

(δ) μέχρι Λ.Κ. 500 για μικρό τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό.

 

(2) Τα πιο πάνω προβλεπόμενα διοικητικά πρόστιμα επιβάλλονται από την Αρχή λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, τη βαρύτητα και τη διάρκεια της παράβασης τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας."

 

 

Όπως πολύ ορθά επισημαίνεται από τον αδελφό Δικαστή Ερωτοκρίτου στην υπόθεση αρ. 572/2007 (πιο πάνω), «με την πιο πάνω διάταξη ο νομοθέτης αποσκοπεί στο να θέσει στο διοικητικό όργανο το όριο των £5.000 ως το ψηλότερο ποσό προστίμου που μπορεί να επιβάλει για μια μέρα». Η εν λόγω διαπίστωση με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο. Κατά συνέπεια, στην παρούσα περίπτωση η επιβολή προστίμου για κάθε μέρα, έστω και αν έγιναν περισσότερες παραβιάσεις σε μια μέρα, δεν αποτελεί παραβίαση της πιο πάνω νομοθετικής πρόνοιας, αφού δεν υπάρχει υπέρβαση του ύψους που προβλέπεται κατά μέρα (βλ. ΑΝΤΕΝΝΑ Λίμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 3 Α.Α.Δ. 558). Ως εκ τούτου ούτε ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

 

Παράβαση της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης - του άρθρου 30.2  του Συντάγματος και του άρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων - Λόγος ακύρωσης (ΙΑ)

 

Αναφορικά με τον πιο πάνω προβαλλόμενο λόγο ακύρωσης ασχολήθηκε πρόσφατα ο αδελφός Δικαστής Στ. Ναθαναήλ στην Υπόθεση Αρ. 1625/2006, ΑΝΤΕΝΝΑ Λίμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, ημερομηνίας 20/10/2009, την οποία είχα την ευκαιρία να διαβάσω. Παραθέτω αυτούσιο του επί του προκειμένου σκεπτικό της απόφασης του αδελφού Δικαστή, με το οποίο συμφωνώ πλήρως και για σκοπούς της παρούσας απόφασής μου, υιοθετώ.

 

     "Όσον αφορά τον ισχυρισμό περί παραβίασης των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του Άρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αυτός κρίνεται ανυπόστατος. Έχει κριθεί σε μεγάλο αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι μια διοικητική αρχή δεν είναι Δικαστήριο και δεν τηρούνται οι ίδιες κατ' ανάγκη διαδικασίες. Το θέμα κρίθηκε τελεσίδικα με την πλειοψηφούσα απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στη Sigma Radio TV Ltd. v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 134, όπου αποφασίστηκε ότι η διαδικασία που ακολούθησαν οι καθ'ων δυνάμει των Νόμων και των Κανονισμών παρέχουν το εχέγγυο της αμερόληπτης κρίσης και της αμεροληψίας. Το γεγονός ότι το επιβαλλόμενο πρόστιμο κατατίθεται στο ταμείο των καθ'ων δεν αποτελεί στοιχείο ασυμβίβαστο με την αμεροληψία, εφόσον δεν εμπλέκεται ιδιωτικό ή προσωπικό συμφέρον. Οι καθ'ων ενεργούν ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου απρόσωπα. Εν πάση περιπτώσει το γεγονός ότι οι αποφάσεις των καθ'ων υπόκεινται σε αναθεωρητικό έλεγχο από το Ανώτατο Δικαστήριο, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ' έφεση, θέτει τέρμα στον ισχυρισμό περί παραβίασης της φυσικής δικαιοσύνης. Το δε επιχείρημα ότι ο αναθεωρητικός έλεγχος από το Ανώτατο Δικαστήριο δεν επαρκεί γιατί ακριβώς εξαντλείται στον ακυρωτικό έλεγχο, χωρίς να εκτείνεται στο δικαίωμα αμφισβήτησης της ουσίας, (παρ. 14, σελ. 24-25 της απαντητικής αγόρευσης), παραγνωρίζει ακριβώς τη φύση του δικαστικού αυτού ελέγχου, που συναρτάται άμεσα με το γεγονός ότι είναι διοικητική πράξη που τίθεται υπό αναθεώρηση. Διαφορετική αντιμετώπιση θα ισοδυναμούσε με κατάργηση της έννοιας της φύσης της διοικητικής διαδικασίας. Λανθασμένα επομένως οι αιτητές εγείρουν παρόμοια ζητήματα στην παρούσα προσφυγή τους χωρίς οποιοδήποτε διαφοροποιητικό στοιχείο."

 

 

Και ο πιο πάνω προβαλλόμενος λόγος δεν μπορεί να ευσταθήσει και απορρίπτεται.

 

Κακή άσκηση της διακριτικής εξουσίας - κατάχρηση εξουσίας - Λόγος ακύρωσης (ΙΒ)

 

Ο πιο πάνω λόγος ακύρωσης προβάλλεται και προωθείται σε συνάρτηση με την ερμηνεία των αξιολογικών εννοιών που περιέχονται στα άρθρα και τους κανονισμούς, για παράβαση των οποίων η αιτήτρια κρίθηκε ένοχη. Έχω ήδη ασχοληθεί με το συγκεκριμένο επιχείρημα των συνηγόρων της αιτήτριας πιο πάνω στην απόφασή μου και συγκεκριμένα στα πλαίσια συζήτησης του υπό στοιχείο (Α) προβαλλόμενου λόγου ακύρωσης. Δεν υπάρχει τίποτε να προσθέσω. Ως αποτέλεσμα και ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε νόμιμα και συνεπώς θα πρέπει να επικυρωθεί.

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1.400 έξοδα,              πλέον Φ.Π.Α., εναντίον της αιτήτριας. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

 

 

 

                                                       Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,

                                                                    Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΔΓ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο