ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 50/2008

 

29 Μαρτίου, 2010

 

 

[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ST. GEORGE HOTEL ENTERPRISES

Aιτήτρια

 

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.    ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

2.    ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

Καθ' ων η αίτηση

 

.............................

Ελ. Κονναρή (κα) για την αιτήτρια

Αρ. Ζερβού (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση

 

......................................

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ:  Η αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή ζητά από το δικαστήριο την πιο κάτω θεραπεία:

 

«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ' ων η αίτηση ημερ. 30 Οκτωβρίου 2007, με την οποία απορρίφθηκε η ένσταση και/ή ιεραρχική προσφυγή της αιτήτριας ημερ. 12 Ιουλίου 2006 και/ή με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση που προσβλήθηκε με την ένσταση της αιτήτριας, είναι άκυρη, παράνομη και χωρίς οποιοδήποτε νομικό αποτέλεσμα.»

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Η αιτήτρια είναι συνεταιρισμός και εγγράφηκε στο Μητρώο ΦΠΑ από 1/3/93 με αρ. εγγραφής ΦΠΑ 300088781.  Έχει ως επιχειρηματική δραστηριότητα την διαχείριση του ιδιόκτητου ξενοδοχείου St. George Hotel καθώς και ιδιόκτητων τουριστικών διαμερισμάτων στη Χλώρακα.  Τα ιδιόκτητα τουριστικά διαμερίσματα ανεγέρθηκαν κατά τα έτη 2001 και 2002.

 

Το Επαρχιακό Γραφείο Φ.Π.Α. Πάφου ασκώντας τις εξουσίες του με βάση τους περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμους του 2000 μέχρι 2006 διενήργησε έλεγχο στα βιβλία και αρχεία της επιχείρησης ο οποίος ολοκληρώθηκε στις 11/5/06.  Κατά την επίσκεψη ζητήθηκαν τα βιβλία και αρχεία τα οποία η επιχείρηση όφειλε να τηρεί για την περίοδο 1/1/99 μέχρι 31/12/05 για να εξεταστούν σε σχέση με τα υποβληθέντα στοιχεία στις φορολογικές δηλώσεις για την ίδια περίοδο.  Διαπιστώθηκαν τα ακόλουθα:

1. Παρέλειψε να αποδώσει φόρο εκροών ύψους £9.702,95 όπως αναλύεται πιο κάτω:

(α)  Λανθασμένη φορολογική μεταχείριση για πωλήσεις ποτών προσμιγμάτων (mixers) ως μέρος ενιαίας παράδοσης αλκοολούχων ποτών στα πλαίσια επισιτισμού.  Ποσό φόρου που δεν αποδόθηκε £7.088,34.

(β) Λανθασμένη φορολογική μεταχείριση για πωλήσεις από mini bar δωματίου ξενοδοχείου.  Ποσό φόρου που δεν αποδόθηκε £148,89.

(γ)  Επιπρόσθετος φόρος εκροών για παροχή υπηρεσιών προς πελάτες που χαρακτηρίζονται ως «all inclusive» που υπάγονται στον κανονικό συντελεστή (δηλαδή αλκοολούχα ποτά και υπηρεσίες).  Ποσό φόρου ύψους £1.424,19.

(δ)  Προκαταβολές που λήφθηκαν μέχρι τις 31.12.05 για τις οποίες δεν παρασχέθηκαν ακόμα οι υπηρεσίες διαμονής μέχρι τις 31.3.06.  Σύμφωνα με το άρθρο 9 των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 1990 μέχρι 2000 όταν πριν από το χρόνο που εκτελούνται οι υπηρεσίες λαμβάνεται πληρωμή σε σχέση με αυτές, τότε, καθορίζεται ως χρόνος για τη συναλλαγή ο χρόνος λήψης της πληρωμής.  Ποσό φόρου ύψος £1.041,53.

 

2.  Σύμφωνα με το άρθρο 25(13)(α) των περί Φ.Π.Α. Νόμων του 1990 μέχρι 2000 δεν παρέχεται δικαίωμα πίστωσης φόρου ύψους £31.905,29 με τον οποίο έχουν επιβαρυνθεί οι δαπάνες που αφορούν την παράδοση υλικών ή την παροχή υπηρεσιών που χρησιμοποιούνται για εκτέλεση εργασιών σε ακίνητη ιδιοκτησία που αναλύονται ως ακολούθως:

(α)  Εργασίες σε ακίνητη ιδιοκτησία - Φόρος εισροών που καταχωρήθηκε στο λογαριασμό VAT Fixed Assets, ποσό φόρου £31.068,87 και

(β)  εργασίες σε ακίνητη ιδιοκτησία -  Φόρος εισροών που καταχωρήθηκε στο λογαριασμό VAT Receivable, ποσό φόρου £836,42.

 

Η Έκθεση Ελέγχου με τα σχετικά παραρτήματα της επισυνάπτονται ως Παράρτημα Ι στην Ένσταση.

 

Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων ο Έφορος Φ.Π.Α. έκρινε ότι οι φορολογικές δηλώσεις που υπέβαλε η αιτήτρια για τις φορολογικές περιόδους 1/1/99 μέχρι 31/12/05 είναι ελλιπείς ή και περιέχουν σφάλματα.  Ως εκ τούτου ο Έφορος βεβαίωσε το συνολικό ποσό των £32.868,24 ως φόρος οφειλόμενος δυνάμει του άρθρου 34(1) και (2) των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 1990 μέχρι 2000 (Ν. 246/90).  Επίσης βεβαίωσε το συνολικό ποσό των £8.740,00 ως φόρο οφειλόμενο δυνάμει του άρθρου 49 των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 2000 μέχρι 2006 (Ν. 95(1)/00).  Η αιτήτρια κλήθηκε με την επιστολή ημερ. 14/6/06 με τίτλο «Βεβαίωση Φόρου»(Παράρτημα ΙΙ στην Ένσταση) να καταβάλει το ποσό των £41.608,24 ως επιπρόσθετο πληρωτέο φόρο για την περίοδο που κάλυπτε ο σχετικός έλεγχος.

 

Η αιτήτρια υπέβαλε την ίδια μέρα (14/6/06) ένσταση στον Υπουργό Οικονομικών με βάση το άρθρο 52 των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 2000 μέχρι 2006.  Η ένσταση εξετάστηκε από τον Υπουργό Οικονομικών και απορρίφθηκε.  Η απόφαση του Υπουργού Οικονομικών γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή ημερ. 30/10/07 (Παράρτημα Α στην προσφυγή) εναντίον της οποίας η αιτήτρια καταχώρησε την παρούσα προσφυγή στις 11/1/08.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Η ευπαίδευτη δικηγόρος της αιτήτριας στη γραπτή της αγόρευση (αρχική και απαντητική) υποστηρίζει ότι (α)  ο Υπουργός Οικονομικών απεμπόλησε τη διακριτική εξουσία του και την αρμοδιότητά του εκ του νόμου (β) ανυπαρξία ή μη παρουσίαση απόφασης του αρμόδιου διοικητικού οργάνου (γ) έλλειψη δέουσας ή και επαρκούς αιτιολογίας (δ) μη παροχής δικαιώματος ακρόασης της αιτήτριας κατά την εξέταση της ιεραρχικής της προσφυγής και (ε) πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο.

 

Η ευπαίδευτη δικηγόρος της Δημοκρατίας εισηγείται την απόρριψη της προσφυγής αναφέροντας ότι η αιτήτρια απέτυχε να καταδείξει βάσιμο λόγο ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

ΕΞΕΤΑΣΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

Αναφορικά με τον (α) πιο πάνω λόγο ακύρωσης η ευπαίδευτη συνήγορος της αιτήτριας ανάφερε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ημερ. 30/10/07 υπογράφεται απλώς από το Γενικό Διευθυντή, κάτι που υποδηλοί ότι ο Υπουργός απεμπόλησε τη δική του διακριτική ευχέρεια που έχει με βάση το Νόμο.  Το άρθρο 52 του Νόμου ορίζει ρητά ότι η ιεραρχική προσφυγή απευθύνεται προς τον Υπουργό Οικονομικών και επομένως πρέπει ο ίδιος να ασκεί την εξουσία, κάτι που εδώ δεν φαίνεται να έγινε.  Σχετικός επί του προκειμένου είναι και ο (β) λόγος ακύρωσης που αναφέρεται στην ανυπαρξία και/ή μη παρουσίαση απόφασης του Υπουργού.

 

Εξέτασα τους αντίστοιχους ισχυρισμούς.  Καταρχήν σημειώνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, όπως έχει κοινοποιηθεί στην αιτήτρια (βλ. Παράρτημα Α στην προσφυγή) αρχίζει με την εξής φράση:

 

«Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην αλληλογραφία που λήγει με την επιστολή σας ημερ. 12 Οκτωβρίου 2007, σχετικά με το πιο πάνω θέμα και να σας πληροφορήσω ότι ο Υπουργός Οικονομικών αφού έλαβε υπόψη ................φρονεί ότι ........και ότι ορθά η Έφορος ΦΠΑ προχώρησε ......στη βεβαίωση φόρου συνολικού ποσού £41.608,24....»

(Η υπογράμμιση είναι δική μου)

 

Είναι λοιπόν φανερό ότι η απόφαση επί της ιεραρχικής προσφυγής είναι του Υπουργού Οικονομικών και όχι του Γενικού Διευθυντή που υπέγραψε την επιστολή της 30/10/07 με την οποία η αιτήτρια πληροφορήθηκε περί της απόφασης του Υπουργού.  Με την επισύναψη δε της απόφασης του Υπουργού ως Παράρτημα Α στην Γραπτή Αγόρευση των καθ' ων η αίτηση, το θέμα είναι πλέον ξεκάθαρο ότι την απόφαση την πήρε ο Υπουργός Οικονομικών.  Επομένως οι δυο πρώτοι λόγοι ακύρωσης (α) και (β), πιο πάνω, απορρίπτονται.

 

Ο (γ) λόγος αφορά ισχυρισμό ότι δεν έχει διεξαχθεί η δέουσα έρευνα και ότι δεν υπάρχει αιτιολογία.  Από τα γεγονότα, όπως τα παρέθεσα πιο πάνω, και ιδιαίτερα το περιεχόμενο του Παραρτήματος Ι στην Ένσταση, προκύπτει με σαφήνεια ότι έγινε ενδελεχής εξέταση της υπόθεσης.  Επίσης τόσο η αρχική απόφαση της Εφόρου ΦΠΑ όσο και η προσβαλλόμενη απόφαση του Υπουργού, δίνουν πλήρη και λεπτομερή αιτιολογία.

 

Με τον (δ) λόγο παραπονείται η αιτήτρια ότι δεν της παρασχέθηκε το δικαίωμα ακρόασης.  Σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων  Μελέτης ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 347, Πετρίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 609 και Ελένη Αγαθοκλή Πιερή ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 640/06 ημερ. 23/12/08) το δικαίωμα ακρόασης στις διοικητικές υποθέσεις δεν είναι ανάγκη να είναι προφορικά αλλά ικανοποιείται και με γραπτή παράσταση.  Στην τελευταία, πιο πάνω υπόθεση λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Τέλος, δεν κρίνεται ορθή η θέση της αιτήτριας ότι δεν της δόθηκε το δικαίωμα ακρόασης κατά την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής, εφόσον η αιτήτρια μέσω της τότε δικηγόρου της, έθεσε ενώπιον της αρμοδίας αρχής, πλήρως και εκτεταμένως τις θέσεις της σε μια πολυσέλιδη επιστολή, οι οποίες και εξετάστηκαν πλήρως, απαντήθηκαν και απορρίφθηκαν.  Δεν προκύπτει από οποιοδήποτε κανονισμό υποχρέωση της Υπουργικής Επιτροπής να καλέσει σε ακρόαση τον προσφεύγοντα σ' αυτή.»

 

Στην παρούσα περίπτωση η αιτήτρια είχε την ευκαιρία να προβάλει τις απόψεις της γραπτώς στην ιεραρχική της προσφυγή και επομένως το παράπονό της ότι δεν της παρασχέθηκε το δικαίωμα να ακουστεί, δεν ευσταθεί.

 

Με τον (ε) λόγο παραπονείται η αιτήτρια για πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο, γιατί οι καθ' ων η αίτηση εσφαλμένα, σύμφωνα με την αιτήτρια, δεν αποδέχθηκαν πίστωση φόρου υπέρ της για δαπάνες που είχαν καταστεί πληρωτέες και απαιτητές μετά την 1/2/02 και αναφέρονται απλά σε υπηρεσίες ή και εκτέλεση εργασιών σε ακίνητη περιουσία που είχαν γίνει πριν από την 1/2/02.  Η εν λόγω πίστωση ανέρχεται στο ποσό των Λ.Κ. 31.905,29.

 

Εξέτασα τα όσα επικαλείται η αιτήτρια στις γραπτές της αγορεύσεις και τα όσα απαντά η πλευρά των καθ' ων η αίτηση.  Η επίκληση από την αιτήτρια νομολογίας που αναφέρει ότι οι φορολογικοί νόμοι όταν επιβάλλουν φόρο πρέπει να ερμηνεύονται αυστηρά και σε περίπτωση αμφιβολίας αυτή αποφασίζεται υπέρ του πολίτη, είναι ορθή.  Όμως εκεί που ο φορολογούμενος ζητά έκπτωση και/ή απαλλαγή φόρου, τότε οι σχετικές νομοθετικές πρόνοιες ερμηνεύονται αυστηρά εναντίον του φορολογούμενου (βλ. μεταξύ άλλων Μάτσης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 404, 408 με αναφορά και σε προηγούμενη νομολογία).  Παρατίθεται εκεί και το ακόλουθο απόσπασμα από το σύγγραμμα Μ. Δ. Στασινόπουλος «Μαθήματα Διοικητικού Διοικητικού Δικαίου» 3η έκδοση, 1966, σελ. 246:

 

«Στενή ερμηνεία επιβάλλεται αναμφιβόλως εις τας διατάξεις, αίτινες θεσπίζουν φορολογικάς απαλλαγάς ή εξαιρέσεις, διότι η φορολογική εξαίρεσις ή απαλλαγή, αποτελεί παρέκκλισιν από τον κανόνα της καθολικότητος του φόρου και άρα αι θεσπίζουσαι εξαιρέσεις ή απαλλαγάς διατάξεις είναι διατάξεις εξαιρετικαί, αι δε εξαιρετικής φύσεως διατάξεις, συμφώνως προς γενικούς ερμηνευτικούς κανόνας, δέον να ερμηνεύωνται στενώς.»

 

Η σχετική νομοθετική πρόνοια είναι το άρθρο 25(13)(α) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 1990 (Ν. 246/90) που έχει καταργηθεί, από το Ν. 95(1)/2000 και το οποίο διαλάμβανε (όταν ίσχυε) ως εξής:

 

«(13) Δεν παρέχεται δικαίωμα πίστωσης του φόρου με τον οποίο έχουν επιβαρυνθεί οι δαπάνες:

 

(α)  Που αφορούν την παράδοση υλικών ή την παροχή υπηρεσιών που χρησιμοποιούνται για εκτέλεση εργασιών σε ακίνητη ιδιοκτησία ή που αφορούν την αμοιβή εργολάβων για την εκτέλεση εργασιών σε ακίνητη ιδιοκτησία με μίσθωση έργου, ανεξάρτητα από το αν τα υλικά ή οι υπηρεσίες διατίθενται ή μη από τον εργολάβο.  Νοείται ότι οι πρόνοιες του παρόντος εδαφίου δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση των εργολάβων.»

 

Λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι ο Νόμος 95(1)/2000 που τέθηκε η εφαρμογή την 1/2/02 δεν περιέχει παρόμοια διάταξη και εφόσον το άρθρο 25(13)(α) του Ν. 246/90, που περιόριζε το δικαίωμα έκπτωσης του φόρου, αναφέρεται σε εκτέλεση εργασιών σε ακίνητη ιδιοκτησία και όχι στο χρόνο απόδοσης του ΦΠΑ για τις συναλλαγές στην οικοδομική βιομηχανία, τότε ορθά, οι καθ' ων η αίτηση αποφάσισαν ότι δεν παρέχεται, σε υποκείμενα σε φόρο πρόσωπα, δικαίωμα έκπτωσης για δαπάνες που αφορούν την εκτέλεση εργασιών σε ακίνητη ιδιοκτησία που εκτελέστηκαν, πριν την εφαρμογή του Ν. 95(1)/2000, δηλαδή για εργασίες που έγιναν πριν την 1/2/02.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1.200 έξοδα πλέον ΦΠΑ εναντίον της αιτήτριας και υπέρ των καθ' ων η αίτηση.

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται σύμφωνα με το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

                                                                         Μ. Φωτίου, Δ.

/ΚΑς

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο