ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1960/2008)

 

30 Μαρτίου, 2010

 

[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

MARINE HOVHANNISYAN,

 

Αιτήτρια,

 

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,

 

Καθ΄ων η αίτηση.

_______________

 

Θ. Θωμά, για την Αιτήτρια.

Ζ. Κυριακίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.:  Η αιτήτρια είναι υπήκοος του κράτους της Αρμενίας.  Υπέβαλε αίτηση για παροχή ασύλου στις 25.4.2005, οπότε και ισχυρίστηκε ότι ο λόγος που εγκατέλειψε τη χώρα της ήταν γιατί οι γονείς της διώκονταν από κάποια άτομα, τα οποία ζητούσαν μεγάλο χρηματικό ποσό το οποίο η οικογένεια δεν ήταν σε θέση να εξασφαλίσει.  Ο πατέρας εγκατέλειψε τη χώρα για τη Ρωσία και η μητέρα ήλθε στην Κύπρο με τη μικρή της αδελφή.

 

Η μητέρα και ο αδελφός της αιτήτριας είχαν επίσης υποβάλει αίτηση για παροχή ασύλου η οποία απορρίφθηκε, τόσο από την Υπηρεσία Ασύλου, όσο και από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων.

 

Κατά τη συνέντευξη που παραχώρησε στα γραφεία της Υπηρεσίας Ασύλου στις 11.6.2007, η αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι ο λόγος που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της και ήρθε στην Κύπρο ήταν γιατί η οικογένειά της χρωστούσε χρήματα σε κύκλους του υποκόσμου.  Ισχυρίστηκε επίσης ότι προς εξόφληση του χρέους οι πιστωτές απειλούσαν την ίδια και την οικογένειά της.  Το χρέος δημιουργήθηκε ύστερα από επιθυμία της οικογένειας να επεκτείνει τις εργασίες μικρού καταστήματος που διατηρούσαν.  Τόσο η αιτήτρια, όσο και η οικογένειά της, ήρθαν στην Κύπρο για να αποφύγουν τους πιστωτές τους.

 

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η μητέρα της αιτήτριας, ενώ αρχικά ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα της για οικονομικούς λόγους, στη συνέχεια ισχυρίστηκε ότι απειλείται από το σύζυγό της, ισχυρισμός ο οποίος δεν τεκμηριώθηκε αξιόπιστα.

 

Τελικά ο προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης στις 31.10.2007, ενώ την ίδια τύχη είχε και διοικητική προσφυγή προς την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων.

 

Ο λόγος που απορρίφθηκε η αίτησή της είναι, σύμφωνα με το λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, η έλλειψη αξιοπιστίας της αιτήτριας, αφού οι ισχυρισμοί τόσο της ίδιας, όσο και της οικογένειάς της, έπασχαν σε ανεπίτρεπτο βαθμό από αντιφάσεις και έλλειψη αληθοφάνειας.

 

Με την παρούσα προσφυγή αξιώνεται η ακύρωση της απόφασης στη διοικητική προσφυγή που η αιτήτρια καταχώρησε εναντίον της απόφασης στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων.

 

Υποστηρίζει ότι η Αναθεωρητική Αρχή εσφαλμένα απέρριψε την προσφυγή της.  Η απόφαση πάσχει γιατί ελήφθη χωρίς τη δέουσα έρευνα, αποτελεί προϊόν πλάνης περί τα πράγματα, στερείται αιτιολογίας, καταπατά τις αρχές της ίσης μεταχείρισης και ελήφθη υπό συνθήκες δυσμενούς διάκρισης.

 

Όλοι οι ισχυρισμοί της αιτήτριας είναι αβάσιμοι και θα πρέπει να απορριφθούν.  Η αιτήτρια δεν έχει δείξει οποιοδήποτε βάσιμο λόγο ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης, ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του δικαστηρίου.

 

Όσον αφορά τον ισχυρισμό για παράλειψη δέουσας έρευνας απλή ανάγνωση του φακέλου δείχνει ότι η διενεργηθείσα από τη διοίκηση έρευνα ήταν επαρκής, αφού ερευνήθηκαν όλα τα γεγονότα και όλοι οι ισχυρισμοί της.  Δεν αντιλαμβάνομαι την ανάγκη για περαιτέρω έρευνα όταν οι ισχυρισμοί της ίδιας της αιτήτριας κρίθηκαν από την Υπηρεσία Ασύλου ως αναξιόπιστοι.

 

Το Αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει στην ουσία της υπόθεσης για να εξετάσει την ορθότητα της απόφασης, αλλά μόνο τη νομιμότητά της και το κατά πόσο το διοικητικό όργανο ενήργησε εντός των πλαισίων της διακριτικής του ευχέρειας.

 

Το τι αποτελεί επαρκή έρευνα εξαρτάται  από τα περιστατικά και γεγονότα της κάθε υπόθεσης.  Ουδέν μεμπτό παρατηρείται στην παρούσα υπόθεση αφού η κατάληξη της Υπηρεσίας Ασύλου, αλλά και της Αναθεωρητικής Αρχής βασίστηκε πάνω στην αναξιοπιστία της αιτήτριας.

 

Εξ ίσου αβάσιμο είναι και το επιχείρημα ότι η Αναθεωρητική Αρχή βασίστηκε στην έκθεση του λειτουργού και δεν προέβη σε δική της έρευνα.  Έχει επανειλημμένα λεχθεί ότι η Αναθεωρητική Αρχή ως δευτεροβάθμιο όργανο, σκοπό έχει την εξακρίβωση της εγκυρότητας της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.  Σύμφωνα με το σχετικό νόμο έχει στη διάθεσή της μια σειρά επιλογών και διαδικασιών, μεταξύ των οποίων η συνέντευξη, η εξέταση του φακέλου κλπ.  Εκείνο το οποίο έγινε στην παρούσα υπόθεση δεν είναι τίποτε άλλο παρά η εξέταση των ενώπιον της Αρχής στοιχείων που, βέβαια, βρίσκονται στο διοικητικό φάκελο.

 

Δεν έχω επίσης αντιληφθεί που στηρίζεται το επιχείρημα της  αιτήτριας για εμφιλοχώρηση πλάνης.  Οι διαπιστώσεις των καθ΄ ων η αίτηση επί των γεγονότων όπως τέθηκαν ενώπιόν τους από την ίδια την αιτήτρια, είναι ορθές και συνεπώς κάθε ισχυρισμός για εμφιλοχώρηση πλάνης είναι ανυπόστατος και ανεδαφικός.

 

Όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί (Platritis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 366 και Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 262) το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού για εμφιλοχώρηση πλάνης φέρει ο αιτητής.  Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι ακόμα και η διαπίστωση πλάνης ως προς ορισμένο πραγματικό γεγονός δεν συνεπάγεται αυτομάτως ακυρότητα.  Η πλάνη θα πρέπει να είναι ουσιώδης, δηλαδή να προκύπτει ότι έχει επιδράσει στην τελική κρίση (Γαλανού κ.α. ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 43, 47).

 

Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι ακόμα κι΄ αν βασικοί ισχυρισμοί της αιτήτριας κρίνονταν ως αξιόπιστοι, δεν στοιχειοθετούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται για την παροχή διεθνούς προστασίας.  Η αιτήτρια ουσιαστικά παραδέχτηκε ότι αυτή και μέλη της οικογένειάς της εγκατέλειψαν την πατρίδα τους γιατί δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στις οικονομικές απαιτήσεις δανείων τα οποία συνήψαν για να επεκτείνουν τη μικρή τους επιχείρηση.  Αυτή η εκδοχή δεν αποτελεί προϋπόθεση για την παροχή διεθνούς προστασίας.

 

Έτσι λοιπόν είναι προφανές ότι η αιτήτρια δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης και να αποδείξει βάσιμο λόγο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων για να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας όπως προβλέπεται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000.

 

Για τον τελευταίο λόγο ακυρότητας ότι δηλαδή η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται αιτιολογίας, λίγα θα πρέπει να λεχθούν.  Απλή ανάγνωση της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής δεικνύει ότι η αιτιολογία αναδύεται από το ίδιο το κείμενο της απόφασης, αλλά επίσης και από την έκθεση του αρμόδιου λειτουργού, όπου αναλύονται πλήρως και τεκμηριωμένα οι λόγοι για τους οποίους το αίτημα δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό.

 

Δεν θα ασχοληθώ με διάφορους σωρηδόν ισχυρισμούς του δικηγόρου της αιτήτριας για δήθεν καταπάτηση των αρχών της ίσης μεταχείρισης και τη λήψη της απόφασης υπό συνθήκες δυσμενούς διάκρισης.  Οι ισχυρισμοί αυτοί είναι εντελώς αόριστοι, γενικοί και ατεκμηρίωτοι και συνεπώς δεν μπορούν να απασχολήσουν το Ανώτατο Δικαστήριο (Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 196 και Ζίζιρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 631).

 

Εν όψει όλων των πιο πάνω, η παρούσα προσφυγή είναι εντελώς αβάσιμη και θα πρέπει να απορριφθεί.  Η προσφυγή απορρίπτεται, με €1.000 έξοδα εναντίον της αιτήτριας.

 

 

Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

 

/ΜΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο