ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ. 1014/2007 και 1015/2007)
8 Μαρτίου, 2010
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 1014/2007)
1. ΑΡΓΥΡΗΣ ΑΡΓΥΡΟΥ
2. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΡΟΠΑΛΗΣ,
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
(Υπόθεση Αρ. 1015/2007)
1. ΑΡΓΥΡΗΣ ΑΡΓΥΡΟΥ
2. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΡΟΠΑΛΗΣ,
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
Μ. Καμπέρης, για τους Αιτητές (και στις δύο υποθέσεις).
Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Οι αιτητές και στις δύο προσφυγές αξιώνουν ακύρωση των δύο αποφάσεων της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η Επιτροπή»), ημερομηνίας 27.3.2007, με τις οποίες προήγαγε το ενδιαφερόμενο μέρος στην προσφυγή υπ΄ αρ. 1014/07 Λάμπρο Ορφανίδη και τα ενδιαφερόμενα μέρη στην προσφυγή υπ΄ αρ. 1015/07 Νεόφυτο Χαραλάμπους και Ανδρέα Σπύρου, στη θέση Δασικού Λειτουργού, Τμήμα Δασών από 1.4.2007.
Η διαδικασία πλήρωσης της θέσης στην προσφυγή υπ΄ αρ. 1014/07 άρχισε στις 30.11.2006 με πρωτοβουλία και απόφαση της Επιτροπής, σύμφωνα με το άρθρο 29(3) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Ν.1/90, επειδή η αρμόδια αρχή παρέλειψε να υποβάλει πρόταση για την πλήρωσή της, ως απαιτείται από το άρθρο 29(2). H διαδικασία πλήρωσης των άλλων δύο θέσεων που αφορούν την προσφυγή υπ΄ αρ. 1015/07 ξεκίνησε μετά από σχετικό αίτημα του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, ημερομηνίας 22.1.2007. Η Επιτροπή επιλήφθηκε του θέματος πλήρωσης της μίας θέσης πρώτα και αργότερα των άλλων δύο, στη συνεδρία της ημερομηνίας 27.3.2007, όπου και έλαβε δύο ξεχωριστές αποφάσεις, οι οποίες και αποτελούν αντικείμενο της κάθε προσφυγής ξεχωριστά.
Και στις δύο διαδικασίες κλήθηκε και παρέστη ο Διευθυντής του Τμήματος Δασών. Οι αιτητές ήταν υποψήφιοι και στις δύο διαδικασίες. Όπως διαπιστώθηκε από την Επιτροπή ούτε οι αιτητές, ούτε και τα ενδιαφερόμενα μέρη κατείχαν το απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης πλεονέκτημα. Ακολούθησε η σύσταση του Διευθυντή του Τμήματος Δασών, ο οποίος αφού έλαβε υπ΄ όψιν και συνεκτίμησε όλα τα στοιχεία κρίσης και τις προσωπικές ιδιότητες και ικανότητες των υποψηφίων, θεώρησε ως καταλληλότερα και σύστησε για προαγωγή τα τρία ενδιαφερόμενα μέρη. Στη συνέχεια η Επιτροπή συνεκτιμώντας όλα τα ενώπιόν της στοιχεία και λαμβάνοντας υπ΄ όψιν τη σύσταση του Διευθυντή επέλεξε για προαγωγή τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Οι αιτητές και στις δύο προσφυγές ισχυρίζονται ότι η σύσταση του Διευθυντή έρχεται σε σύγκρουση και είναι αντίθετη με το περιεχομένο των φακέλων ή πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας.
Η σύσταση του Διευθυντή είναι ταυτόσημη και στις δύο προσφυγές. Θεωρώ χρήσιμο να την παραθέσω:
«Γνωρίζω προσωπικά όλους τους υποψηφίους. Προκειμένου όμως να προβώ στη σύστασή μου έχω πάρει στοιχεία και πληροφορίες και από τους κατά καιρούς προϊσταμένους τους. Έχω επίσης μελετήσει τα στοιχεία τόσο των Προσωπικών Φακέλων όσο και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων.
Έχοντας υπόψη τα αντικειμενικά στοιχεία κρίσης που απορρέουν από τη μελέτη των Υπηρεσιακών Φακέλων των υποψηφίων, τις ικανότητές τους και γενικά την προσφορά τους στο Τμήμα, και αφού έλαβα υπόψη μου τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολό τους - αξία, προσόντα, αρχαιότητα - τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης, την καταλληλότητα των υποψηφίων για τη θέση, η οποία απαιτεί οργανωτικές και διοικητικές ικανότητες, και την ευθύνη που θα αναλάβει ο επιλεγησόμενος να αντιμετωπίζει προβλήματα, καθώς και την ικανότητά του να ανταποκρίνεται στις ειδικές συνθήκες που δημιουργούνται σε περιπτώσεις δασικών πυρκαγιών, κρίνω ως τον πιο κατάλληλο για την υπό πλήρωση θέση τον Ορφανίδη Λάμπρο.».(*)
Όπως υποστηρίζουν οι αιτητές τα λεχθέντα από το Διευθυντή συνιστούν και την πλημμέλεια της σύστασης. Ότι δηλαδή η καταλληλότητα των ενδιαφερομένων μερών προκύπτει ουσιαστικά από τις διοικητικές και οργανωτικές τους ικανότητες, την ευθύνη που θα αναλάμβαναν οι επιλεγησόμενοι να αντιμετωπίζουν προβλήματα και την ικανότητά τους να ανταποκρίνονται στις ειδικές συνθήκες που δημιουργούνται σε περιπτώσεις δασικών πυρκαγιών. Η αντιφατικότητα και η πλημμέλεια των ανωτέρω υπάρχει, συνεχίζουν οι αιτητές, εφ΄ όσον από τις αξιολογήσεις των τελευταίων χρόνων δεν προκύπτει υπεροχή των ενδιαφερομένων μερών έναντι των αιτητών στη βαθμολόγηση των τριών αυτών ιδιοτήτων. Οι ιδιότητες αυτές εντάσσονται, οι πρώτες στο στοιχείο (8) «Διευθυντική/Διοικητική ικανότητα», η ευθύνη των επιλεγομένων να αντιμετωπίζουν προβλήματα στο στοιχείο (4) «Υπευθυνότητα» και η ικανότητα των υποψηφίων να ανταποκρίνονται στις ειδικές συνθήκες που δημιουργούνται σε περιπτώσεις πυρκαγιών στο στοιχείο (2) «Απόδοση-Αποδίδει στην εκτέλεση της εργασίας του». Τα πιο πάνω στοιχεία, υποστηρίζουν οι αιτητές, καταδεικνύουν ότι η σύσταση έρχεται σε σύγκρουση με τη δική τους βαθμολογημένη αξία και αυτή των ενδιαφερομένων μερών, αφού εσφαλμένα αποδόθηκαν στα ενδιαφερόμενα μέρη ορισμένες υπέρτερες ιδιότητες και ικανότητες, παρ΄ όλον ότι στις υπηρεσιακές εκθέσεις φέρονται τα τελευταία χρόνια ως ισοδύναμοι.
Παράλληλα οι αιτητές ισχυρίζονται ότι από τα πιο πάνω προκύπτει ότι η σύσταση του Διευθυντή είναι αναιτιολόγητη, αντιφατική με τα στοιχεία των φακέλων και πλημμελής. Η σύσταση συμπαρασύρει την προσβαλλόμενη απόφαση σε ακυρότητα, αφού η Επιτροπή βάσισε την κρίση της σ΄ αυτή.
Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695, 720-721, όσα εξειδικεύει ο προϊστάμενος ως ικανότητες και ιδιότητες των συστηθέντων, τα αναφέρει συγκριτικά, αφού δεν μπορεί να του αποδοθεί πως προτείνει ορισμένους για προαγωγή για συγκεκριμένους λόγους, ενώ θεωρεί πως οι ίδιοι οι λόγοι συντρέχουν και για τους μη συστηνόμενους. Κατ΄ ανάγκην, όσα εξειδικεύει μεταφέρουν το μήνυμα της υπεροχής εκείνων που συστήνονται στους αντίστοιχους τομείς.
Στις παρούσες υποθέσεις, όπως και στην Μοδίτης ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, από τους φακέλους δεν προκύπτει μια τέτοια υπεροχή, αφού κατά τα τελευταία τέσσερα χρόνια οι αιτητές και τα ενδιαφερόμενα μέρη ήταν ίσοι σε αξία, με τα ενδιαφερόμενα μέρη να προηγούνται ελαφρώς στις βαθμολογίες παλαιοτέρων ετών. Από την άλλη οι αιτητές υπερέχουν σε αρχαιότητα.
Η αναφορά του Διευθυντή στις οργανωτικές και διοικητικές ικανότητες των ενδιαφερομένων μερών, καθώς και στην ικανότητά τους να ανταποκρίνονται στις ειδικές συνθήκες που δημιουργούνται σε περιπτώσεις δασικών πυρκαγιών γίνεται βέβαια σε σχέση με τις απαιτήσεις της υπό πλήρωση θέσης. Αφού έχουν ληφθεί υπ΄ όψιν είναι φανερό πως ο Διευθυντής θεωρεί ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη, τουλάχιστον στους τομείς αυτούς, υπερέχουν των αιτητών. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνάδει με το περιεχόμενο των φακέλων αφού αιτητές και ενδιαφερόμενα μέρη παρουσιάζονται ίσοι σε αξία τα τελευταία χρόνια. Η οριακή διαφορά των ενδιαφερομένων μερών σε αξιολογήσεις παλαιότερων ετών δεν δικαιολογεί κατά τη γνώμη μου συμπέρασμα υπεροχής των ενδιαφερομένων μερών.
Όταν ο Διευθυντής αναφέρει ότι πριν καταλήξει στην επιλογή του καταλληλότερου, έλαβε υπ΄ όψιν τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας, την καταλληλότητα των υποψηφίων για τη θέση η οποία απαιτεί οργανωτικές και διοικητικές ικανότητες και την ικανότητα του επιλεγησόμενου να αντιμετωπίζει προβλήματα, καθώς και την ικανότητα να ανταποκρίνεται στις ειδικές συνθήκες που δημιουργούνται σε περιπτώσεις δασικών πυρκαγιών, είναι φανερό ότι εννοεί ότι σ΄ αυτά τα κριτήρια τα ενδιαφερόμενα μέρη υπερτερούν των αιτητών, κάτι που όπως είπαμε δεν δικαιολογείται από το περιεχόμενο των φακέλων.
Δεν συμφωνώ με το επιχείρημα των καθ΄ ων η αίτηση ότι ο Διευθυντής απλώς τονίζει ορισμένες ιδιότητες σε γενικές γραμμές που έστω κι΄ αν είναι βαθμολογημένες, δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να τονιστούν.
Θα ήθελα να αναφερθώ στην υπόθεση Κατσελλή ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 585, 588, όπου ελέχθη ότι οριακή διαφορά στις υπηρεσιακές εκθέσεις των συστηνομένων υποψηφίων και του αιτητή μπορεί να λαμβάνεται υπ΄ όψιν λόγω της τόσο συχνά παρουσιαζόμενης ισοπεδωτικής βαθμολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων στις εκθέσεις αξιολόγησης, στις οποίες συνήθως όλοι εμφανίζονται ως εξαίρετοι και να προσπαθήσω να εξηγήσω τη διαφορά της από την παρούσα υπόθεση. Εδώ η οριακή διαφορά στην αξία των ενδιαφερομένων μερών από τους αιτητές παρουσιάζεται σε παλαιότερα έτη, ενώ η αξιολόγηση των υποψηφίων τα τελευταία τέσσερα χρόνια τους φέρνει όλους, αιτητές και ενδιαφερόμενα μέρη, ως εξαίρετους. Δεν έχουμε δηλαδή στα τελευταία χρόνια, που σύμφωνα με τη νομολογία λαμβάνονται κυρίως υπ΄ όψιν, διαφορά, έστω και οριακή, μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των αιτητών. Περαιτέρω και κυρίως, η σύσταση του Διευθυντή δεν αναφέρεται στην όποια παλαιότερη διαφορά σε αξία, αλλά αξιολογεί τα ενδιαφερόμενα μέρη κατά το χρόνο της σύστασης ως καταλληλότερα να αντιμετωπίσουν προβλήματα και τις ειδικές συνθήκες που δημιουργούνται σε περίπτωση δασικών πυρκαγιών, στοιχεία εξωγενή.
Πριν καταλήξω θα ήθελα να αναφερθώ σε κάποια σχόλια που γίνονται για ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη, όπως τον Νεόφυτο Χαραλάμπους και τον Ανδρέα Σπύρου στο Μέρος ΙΙΙ της υπηρεσιακής τους έκθεσης. Δεν νομίζω ότι, τα σχόλια αυτά, τα οποία είναι θετικότατα και σχεδόν διθυραμβικά υπέρ τους, μπορούν να παίξουν οποιονδήποτε ρόλο ή να ληφθούν υπ΄όψιν, γιατί στο Μέρος ΙΙΙ με τίτλο «Καταλληλότητα για Προαγωγή» υπάρχει σημείωση όπου θα πρέπει να διαγραφεί καταλλήλως αν «Ο αξιολογούμενος υπάλληλος κρίνεται κατάλληλος/ακατάλληλος για προαγωγή στην αμέσως ανώτερη θέση προαγωγής». Στην περίπτωση που ο υπάλληλος κρίνεται ως ακατάλληλος για προαγωγή, ζητείται να αιτιολογηθεί η κρίση αυτή του αξιολογούντος. Στο χώρο ακριβώς που παρέχεται για αιτιολόγηση της κρίσης υπαλλήλου ως ακατάλληλου για προαγωγή, οι αξιολογούντες τα συγκεκριμένα ενδιαφερόμενα μέρη, σκέφτηκαν ότι μπορούσαν να εξηγήσουν γιατί θεωρούν τους συγκεκριμένους υπαλλήλους ως κατάλληλους για προαγωγή. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, είναι όχι μόνο ανεπίτρεπτο, αλλά ουσιαστικά επεμβαίνει στην όλη αξιολόγηση, αφού ο υπάλληλος έχει αξιολογηθεί προηγουμένως στα προς τούτο κατάλληλα μέρη της έκθεσης. Ο χώρος παραμένει για να εξηγηθεί γιατί υπάλληλος κρίθηκε ακατάλληλος για προαγωγή και όχι να χρησιμοποιείται προς ενίσχυση της αξιολόγησης.
Εν όψει των πιο πάνω η σύσταση του Διευθυντή κρίνεται ως μεμπτή και συνεπώς οι προσφυγές επιτυγχάνουν και η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με €1.800 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ
(*) Και στην προσφυγή υπ΄ αρ. 1015/2007 τους Χαραλάμπους Νεόφυτο και Σπύρου Ανδρέα.