ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΑΚΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 749/2008
25 Φεβρουαρίου, 2010.
[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
1. ΣΑΒΒΑΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ
2. ΑΝΘΟΥΛΑ ΣΥΜΕΟΥ-ΚΑΓΚΑ
3. ΦΩΤΟΥΛΑ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ
4. ΚΛΕΙΩ ΑΓΑΘΟΚΛΕΟΥΣ-ΠΑΠΑΔΗΜΑ
5. ΣΑΝΤΡΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ-ΝΕΣΤΟΡΙΔΟΥ
6. ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ ΔΑΜΙΑΝΟΥ-ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ
7. ΚΛΕΑΝΘΗΣ ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΗΣ
8. ΜΑΡΙΑ ΠΕΤΡΟΥ-ΠΕΛΕΝΔΡΙΤΟΥ
9. ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
10. ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ
Αιτητές
-ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ' ης η αίτηση
........
Χρ.Θ. Χριστάκη, για τους αιτητές
Λ. Ουστά (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την καθ' ης η αίτηση
...........
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές αμφισβητούν τη νομιμότητα της απόφασης της καθ' ης η αίτηση η οποία περιέχεται στην επιστολή της ημερομηνίας 3/3/08 και αφορά στην απόρριψη των αιτημάτων τους για αναδρομική ισχύ του διορισμού τους από 25/1/91 και για απαλλαγή τους από την υποχρέωση να επιτύχουν στις προβλεπόμενες από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης τεχνικού, εξετάσεις.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Οι αιτητές, μαζί με άλλα εικοσιτρία πρόσωπα, υπηρετούσαν ως ωρομίσθιοι από πολλά χρόνια στη θέση Τεχνικού στο Τμήμα Δημοσίων Έργων. Στις 25/1/91, κατ' εφαρμογήν των διατάξεων του περί Έκτακτων Υπαλλήλων (Διορισμό σε Δημόσιες Θέσεις) Νόμου του 1991, (Ν. 4/91), διορίστηκαν με δοκιμασία στη μόνιμη θέση Τεχνικού 2ης Τάξης. Όμως με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 7/7/97 (Βλ. Γεωργίου κα ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 1590) ο διορισμός τους ακυρώθηκε. Κρίθηκε πως οι ουσιαστικές διατάξεις του πιο πάνω Νόμου ήταν αντισυνταγματικές. Συγκεκριμένα αποφασίστηκε πως παραβιάζονταν οι συνταγματικές πρόνοιες του Μέρους VII του Συντάγματος που αφορούν τη στελέχωση της Δημόσιας Υπηρεσίας καθώς και αυτές του Άρθρου 28, δυνάμει των οποίων κατοχυρώνεται η ισότητα έναντι του νόμου και της διοίκησης. Ακολούθως, η Βουλή των Αντιρποσώπων, σε συμμόρφωση με την πιο πάνω απόφαση και με απώτερο σκοπό τον έγκυρο διορισμό των ωρομίσθιων υπαλλήλων σε μόνιμες θέσεις του δημοσίου, θέσπισε τον περί της Πληρώσεως Κενωθεισών Θέσεων στη Δημόσια Υπηρεσία (Ειδικές Διατάξεις) Νόμο του 1998, (Ν. 28(1)/98), η δε ΕΔΥ βασιζόμενη σ' αυτόν με σχετική απόφασή της διόρισε εκ νέου τους αιτητές στη μόνιμη θέση Τεχνικού 2ης τάξης, αναδρομικά από 25/1/91, αλλά ακυρώθηκε και πάλι ο διορισμός τους. (Βλ. Δέσποινα Κούρρη ν. Δημοκρατίας, υποθ. αρ. 144/01 ημερ. 27/2/03). Διαπιστώθηκε ότι ο Νόμος 28(1)/98 ήταν αντισυνταγματικός γιατί προσέκρουε στο Άρθρο 28 του Συντάγματος. Στη συνέχεια λόγω έλλειψης προσωπικού στο Τμήμα Δημοσίων Έργων και για κάλυψη των αναγκών του, κρίθηκε αναγκαία η πρόσληψη, ανάμεσα σ' άλλους, και των αιτητών, ως εκτάκτων τεχνικών μέχρι την πλήρωση των θέσεων τις οποίες κατείχαν, σύμφωνα με το άρθρο 10 του περί της Διαδικασίας Πρόσληψης Έκτακτων Υπαλλήλων στη Δημόσια και Εκπαιδευτική Υπηρεσία Νόμου του 1995 (Ν. 108(1)/95). Συνακόλουθα, το Υπουργικό Συμβούλιο, σε συνεδρία του ημερ. 9/3/03, ενέκρινε την πρόσληψη των αιτητών ως έκτακτων τεχνικών, σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν. 108(1)/95, μέχρι την πλήρωση των θέσεων που κατείχαν. Εναντίον των πιο πάνω διορισμών καταχωρήθηκε η προσφυγή αρ. 829/03 Αδάμος Αδάμου ν. Δημοκρατίας και στις 19/2/08 το Ανώτατο Δικαστήριο αποδέχτηκε την προσφυγή, αναφέροντας μεταξύ άλλων τα εξής:
«Η προσωρινή θεραπεία που απονέμεται στα ενδιαφερόμενα μέρη με βάση το άρθρο 10 του νόμου με την πρόσληψη τους ως εκτάκτων υπαλλήλων, προσκρούει στην προσδοκία των αιτητών αλλά και σε κάθε άλλη περίπτωση, των προσώπων που ως ομοιογενή υποκείμενα δικαίου δικαιούνται με βάση τις προϋποθέσεις του νόμου να τύχουν διορισμού ως έκτακτοι. Από το πνεύμα και το γράμμα του νόμου, προκύπτει ότι κάθε πρόσωπο δικαιούται να υποβάλει ενδιαφέρον για την πρόσληψη του ως έκτακτος υπάλληλος και να διεκδικήσει τη θέση αυτή. Με τη συγκεκριμένη διάταξη θεσπίζεται αθέμιτος περιορισμός του δικαιώματος αυτού αφού κάποιες θέσεις εκτάκτων, δίνονται, χωρίς ο,τιδήποτε άλλο, σε πρόσωπα των οποίων ο διορισμός σε μόνιμη θέση ακυρώθηκε. Και τούτο σε πλήρη παραγνώριση των θεσμοθετημένων στο άρθρο 6 του νόμου κριτηρίων καθώς και της σειράς προτεραιότητας. Η αρχή της ισότητας παραβιάζεται διότι η διαφοροποίηση προσώπων που θεσπίζεται ως προνόμιο εξαιτίας της ακύρωσης της θέσης που κατείχαν, δεν βασίζεται πάνω σε αντικειμενική και εύλογη διάκριση.
Η συγκεκριμένη διάταξη δεν αποτελεί απρόσωπο κανόνα δικαίου αλλά διά των προνοιών της επιτυγχάνεται μέσω της νομοθετικής οδού η πρόσληψη συγκεκριμένων ατόμων στη δημόσια υπηρεσία. Με τον τρόπο αυτό, υφαρπάζεται η εξουσία από την ειδική επιτροπή και παρακάμπτεται με το μανδύα της νομοθετικής κάλυψης η κανονική διαδικασία πρόσληψης εκτάκτων υπαλλήλων μετά τη δημοσίευση των θέσεων.
Επίσης η επιλογή της διαδικασίας βάσει του άρθρου 10 αποστέρησε τις δυνατότητες υποβολής ενδιαφέροντος από τους αιτητές προς εξυπηρέτηση των αναγκών του τμήματος κατά δυσμενή και αδικαιολόγητη διάκριση. Καμιά θέση στη δημόσια υπηρεσία δεν πληρούται (εκτός από θέσεις αποκλειστικά προαγωγής) χωρίς να προηγηθεί η δημόσια προκήρυξη της. Η δημοσίευση των θέσεων επιβάλλεται, προς διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος, για την αξιοκρατική στελέχωση των υπηρεσιών. Εδώ η υποχρέωση για δημοσίευση έχει παραβιαστεί.»
Στο μεταξύ ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων, (στο εξής ο Διευθυντής) με επιστολή του ημερ. 26/4/04, ζήτησε από την ΕΔΥ την πλήρωση 61 θέσεων Τεχνικού, Τμήμα Δημοσίων Έργων, από τις οποίες οι 59 ήταν ήδη κενές ενώ οι δύο αναμενόταν να κενωθούν εντός του 2004. Οι θέσεις, (που ήταν πρώτου διορισμού), δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με ημερ. 30/4/04 και αριθμό γνωστοποίησης 3847. Από τις 61 πιο πάνω θέσεις, οι 34 προέκυψαν «λόγω ακύρωσης του από 25/1/91 αναδρομικού διορισμού 34 ατόμων στη μόνιμη θέση Τεχνικού, Τμήμα Δημοσίων Έργων, από το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφασή του ημερ. 27/2/03» οι δε υπόλοιπες προέκυψαν μετέπειτα, σε διαφορετικούς χρόνους, λόγω είτε διορισμού, ή προαγωγής ή παραίτησης των κατόχων τους.
Οι αιτητές των οποίων ο διορισμός, καθώς προαναφέρθηκε, ακυρώθηκε με την πιο πάνω απόφαση, συγκαταλέγονταν μεταξύ των υποψηφίων για τις εν λόγω θέσεις. Η ΕΔΥ, αφού ακολούθησε τη θεσμοθετημένη στον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο του 1990 (Ν. 1/90 όπως έχει τροποποιηθεί), διαδικασία πλήρωσης θέσεων πρώτου διορισμού, σε συνεδρία της ημερ. 5/6/07, επέλεξε τους αιτητές και άλλους 51 υποψήφιους ως τους πιο κατάλληλους και αποφάσισε να προσφέρει σ' αυτούς διορισμό στη μόνιμη θέση Τεχνικού, Τμήμα Δημοσίων Έργων. Ως ημερομηνία δε ισχύος του διορισμού τους όρισε την 16/7/07. Διευκρινίζεται ότι, ανάμεσα στους επιλεγέντες, εκτός από τους αιτητές, περιλαμβάνονταν και άλλα 23 άτομα των οποίων ο από 25/1/91 αναδρομικός διορισμός στη μόνιμη θέση Τεχνικού, Τμήμα Δημοσίων Έργων είχε ακυρωθεί με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 27/2/03.
Επειδή σύμφωνα με τη σημείωση (3) του σχεδίου υπηρεσίας των υπό αναφορά θέσεων, απαιτείτο όπως οι διοριζόμενοι επιτύχουν στις εξετάσεις πάνω στο νόμο και στους κανονισμούς για τη Δημόσια Υπηρεσία, όπως επίσης και στις διατάξεις που διέπουν τους όρους υπηρεσίας των δημοσίων υπαλλήλων, μέσα σε δύο χρόνια ή τέσσερις εξεταστικές περιόδους από το διορισμό τους, ο Διευθυντής του Τμήματος Δημοσίων Έργων, με επιστολή του προς την ΕΔΥ ημερ. 10/1/08, ζήτησε να πληροφορηθεί κατά πόσο οι αιτητές αλλά και τα υπόλοιπα προαναφερθέντα 23 άτομα που ήσαν μεταξύ των επιλεγέντων, ήταν απαραίτητο να παρακαθήσουν στις συγκεκριμένες εξετάσεις, ειδικότερα ενόψει του ότι βρίσκονταν στην υπηρεσία πριν το 1996, ο διορισμός τους ακυρώθηκε, ουδέποτε χρειάστηκε να υπηρετήσουν επί δοκιμασία και οι πλείστοι ανήλθαν μισθοδοτικά μέχρι σήμερα στο ανώτατο σημείο της Κλ. Α7ΙΙ . Η υπό αναφορά επιστολή του Διευθυντή του Τμήματος Δημοσίων Έργων μελετήθηκε στη συνεδρία της ΕΔΥ ημερ. 3/3/08. Όπως προκύπτει από τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία, η ΕΔΥ κατά την εν λόγω συνεδρία, αφού μελέτησε τους προσωπικούς φακέλους των προαναφερθέντων προσώπων, και αφού έλαβε υπόψη της το όλο ιστορικό της σταδιοδρομίας τους, αποφάσισε ότι οι συγκεκριμένοι υπάλληλοι δεν μπορούσαν να απαλλαγούν από την υποχρέωση να επιτύχουν στις προβλεπόμενες από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας εξετάσεις.
Η αιτιολογία που δόθηκε για τη συγκεκριμένη απόφαση ήταν η ακόλουθη:
«Η Επιτροπή, αφού σημείωσε τα πιο πάνω στοιχεία και έχοντας υπόψη τις Γενικές Αρχές του περί Διοικητικού Δικαίου Νόμου καθώς επίσης και σχετική επί του θέματος Νομολογία, κατέληξε στην απόφαση ότι οι πιο πάνω υπάλληλοι δεν μπορούν να απαλλαγούν από την υποχρέωση να επιτύχουν στις προβλεπόμενες από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης Τεχνικού, σύμφωνα με το οποίο διορίστηκαν, εξετάσεις, Καταλήγοντας στην απόφασή της, η Επιτροπή σημείωσε ότι στο Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης Τεχνικού που αρχικά διορίστηκαν οι εν λόγω υπάλληλοι δεν υπήρχε πρόνοια για επιτυχία σε εξετάσεις, ενώ στο Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης με το οποίο διορίστηκαν στις 16.7.07 υπάρχει τέτοια πρόνοια. Συνεπώς, είναι υποχρεωμένοι να παρακαθήσουν στις προβλεπόμενες από το Σχέδιο Υπηρεσίας εξετάσεις.»
Επισημαίνεται πως στα πλαίσια της συγκεκριμένης συνεδρίας της, η ΕΔΥ μελέτησε και νεότερη επιστολή του Διευθυντή του Τμήματος Δημοσίων Έργων ημερ. 19/2/08, με την οποία αυτή τη φορά ζητείτο όπως ο υπό αναφορά διορισμός των αιτητών έχει αναδρομική ισχύ. Καθώς προκύπτει από το σχετικό πρακτικό, ούτε αυτό το αίτημα κατέστη δυνατό να γίνει αποδεκτό. Το σκεπτικό της ΕΔΥ που οδήγησε στην απόρριψη του αιτήματος έχει ως εξής:
«Η Επιτροπή, αφού μελέτησε το περιεχόμενο της πιο πάνω επιστολής με βάση όλα τα ενώπιόν της σχετικά στοιχεία, αποφάσισε ότι ούτε και αυτό το αίτημα δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό, δεδομένου ότι έχει εξαφανιστεί η προηγούμενη υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων με τις ακυρωτικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σημειώνοντας ότι ο από 16/7/07 διορισμός τους έγινε εξ υπαρχής.»
Η πιο πάνω απόφαση ημερ. 3/3/08 με την οποία απορρίφθηκαν τα υπό αναφορά αιτήματα των αιτητών, είχε ως αποτέλεσμα την καταχώρηση της παρούσας προσφυγής.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών, με τη γραπτή του αγόρευση προωθεί τους εξής ουσιαστικά λόγους ακύρωσης των προσβαλλομένων αποφάσεων: (α) έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας, (β) μη επαρκής έρευνα, (γ) πλάνη περί το νόμο και τα πράγματα, (δ) παράβαση των αρχών της καλής πίστης, όπως αυτή διατυπώνεται στα άρθρα 50 και 51 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(1)/99), (ε) παράβαση του άρθρου 7 του Ν. 158(1)/99 και (στ) παράβαση του Άρθρου 28 του Συντάγματος.
Η ευπαίδευτη δικηγόρος της καθ' ης η αίτηση απορρίπτει όλους τους πιο πάνω ισχυρισμούς των αιτητών και αναφέρει ότι η καθ' ης η αίτηση ενήργησε νόμιμα και ορθά αφού προέβηκε σε δέουσα έρευνα και αιτιολόγησε δεόντως τις επίδικες αποφάσεις. Έτσι εισηγείται την απόρριψη της παρούσας προσφυγής.
ΕΞΕΤΑΣΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ
Με τον (α) πιο πάνω λόγο προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η αιτιολογία που παρασχέθηκε από την ΕΔΥ για την απόρριψη των αιτημάτων των αιτητών, όπως αυτή είναι καταγραμμένη στο πρακτικό της συνεδρίας της ημερ. 3/3/08 δεν είναι επαρκής. Επικαλέστηκε η πλευρά των αιτητών, μεταξύ άλλων, και την υπόθεση Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270. Ισχυρίζονται κατ' αρχήν οι αιτητές ότι στην επίδικη απόφαση που αφορά τη μη απαλλαγή τους από την υποχρέωση να επιτύχουν στις προβλεπόμενες από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας εξετάσεις, δεν εξηγούνται ούτε και εξειδικεύονται τα στοιχεία επί των οποίων η καθ' ης η αίτηση στήριξε την ουσιαστική της κρίση με αποτέλεσμα ο δικαστικός έλεγχος να καθίσταται ανέφικτος. Τονίζεται ειδικότερα από μέρους τους, ότι η γενικευμένη αναφορά στο σώμα της απόφασης πως λήφθηκαν υπόψη οι Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου καθώς και σχετική επί του θέματος νομολογία, δεν παρέχει στον ακυρωτικό δικαστή τη δυνατότητα να αντιληφθεί στη βάση των οποίων δεδομένων η καθ' ης η αίτηση κατέληξε στο συμπέρασμά της.
Δε θα συμφωνήσω με τις πιο πάνω θέσεις. Είναι καλά γνωστό ότι η επάρκεια αιτιολογίας είναι ζήτημα βαθμού, το οποίο εξαρτάται από τη φύση της συγκεκριμένης υπόθεσης. Η μορφή και οι λεπτομέρειες της απαιτούμενης αιτιολογίας ποικίλλουν ανάλογα με το θέμα που πραγματεύεται η απόφαση και τις συνθήκες που την περιβάλλουν. Η αιτιολογία μπορεί να θεωρηθεί σαφής και επαρκής έστω και αν είναι περιληπτική, εφόσον τα επιμέρους στοιχεία υπάρχουν αναλυτικά στο φάκελο. Κατά την αιτιολόγηση μιας απόφασης, δεν αναμένεται να μεταφέρεται στο πρακτικό το περιεχόμενο των φακέλων. Θα πρέπει, όμως, τα απαιτούμενα στοιχεία να προκύπτουν από αυτούς κατά τρόπο βέβαιο και αναντίλεκτο. (βλ. Φράγκου ν. Δημοκρατίας ανωτέρω).
Κατά την άποψη μου στην προκείμενη περίπτωση ικανοποιούνται οι πιο πάνω απαιτήσεις της νομολογίας. Από τα γεγονότα, όπως αυτά έχουν εκτεθεί πιο πάνω και ιδιαίτερα όπως φαίνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι υπάρχει επαρκής αιτιολογία ούτως ώστε το Δικαστήριο να είναι σε θέση να αναθεωρήσει την απόφαση, αφού σε αυτά περιέχονται τόσο η νομική πτυχή όσο και τα γεγονότα που τη στηρίζουν.
Επισημαίνω το γεγονός ότι οι θέσεις στις οποίες διορίστηκαν οι αιτητές με την απόφαση της ΕΔΥ ημερ. 5/6/07, ήταν νέες θέσεις, που δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας δυνάμει νέου σχεδίου υπηρεσίας. Συνεπώς η απαίτηση που περιλαμβανόταν στο νέο αυτό σχέδιο για επιτυχία στις υπό αναφορά εξετάσεις δεν ήταν δυνατό να παρακαμφθεί όσον αφορά τους αιτητές. Εξάλλου οι προηγούμενοι διορισμοί των αιτητών στη θέση Τεχνικού στο Τμήμα Δημοσίων Έργων, όπως έχει ήδη λεχθεί, ακυρώθηκαν δύο φορές με ισάριθμες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 7/7/97 και 27/2/03 αντίστοιχα, με ότι αυτό σύμφωνα με τη νομολογία συνεπάγεται.
Υποστηρίζεται περαιτέρω από μέρους των αιτητών, στα πλαίσια του ίδιου ισχυρισμού, ότι η απόφαση για απόρριψη των αιτημάτων τους λήφθηκε χωρίς να ληφθεί υπόψη η Σημείωση 4 του σχεδίου υπηρεσίας.
Η εν λόγω Σημείωση έχει ως εξής:
«(4) Η ανέλιξη των υπαλλήλων στην αμέσως ψηλότερη κλίμακα των συνδυασμένων κλιμάκων της θέσης τους, θα γίνεται νοουμένου ότι οι υπάλληλοι έχουν επιτύχει στις εξετάσεις που αναφέρονται στη Σημείωση (3):
Νοείται ότι υπάλληλοι που κατείχαν τη θέση Τεχνικού στις 16 Φεβρουαρίου 1996, θα ανελίσσονται έστω και αν δεν έχουν επιτύχει στις εξετάσεις αυτές.»
Είναι η θέση των αιτητών ότι η προαναφερθείσα σημείωση τους καλύπτει, δεδομένου ότι στις 16/2/1996 κατείχαν τη θέση Τεχνικού στο Τμήμα Δημοσίων Έργων. Κρίνω ότι και ο ισχυρισμός αυτός είναι παντελώς αβάσιμος. Όπως έχει ήδη προαναφερθεί, οι προηγηθέντες διορισμοί των αιτητών έγιναν στα πλαίσια διαφορετικών νομικών καθεστώτων, στη συνέχεια δε ακυρώθηκαν με αντίστοιχες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου οι οποίες είχαν ως άμεση συνέπεια την εξαφάνιση και κατάργησή τους. Κατά τη γνώμη μου η υπό αναφορά σημείωση δύναται να έχει εφαρμογή μόνο σε υπαλλήλους του Τμήματος Δημοσίων Έργων οι οποίοι στις 16/2/96 κατείχαν θέση Τεχνικού και η οποία δεν είχε οποιοδήποτε νομικό πρόβλημα.
Ούτε ο επόμενος ισχυρισμός των αιτητών περί έλλειψης δέουσας έρευνας ευσταθεί. Στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Ε.Ε.Υ. ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, σε σχέση με την έρευνα, αναφέρονται τα εξής στη σελ. 276:
«Η έκταση και η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένες με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.»
Είναι συνεπώς η κρίση μου πως στην παρούσα περίπτωση, από το σύνολο των ενώπιον του Δικαστηρίου γεγονότων και στοιχείων, προκύπτει ότι η καθ' ης η αίτηση κατέληξε στις επίδικες αποφάσεις, αφού διεξήγαγε πλήρη και ενδελεχή έρευνα.
Μια άλλη εισήγηση των αιτητών είναι πως κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης που αφορά την απόρριψη του αιτήματος τους για αναδρομική ισχύ του διορισμού τους εμφιλοχώρησε πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο, ταυτόχρονα δε παραβιάστηκαν και οι αρχές της καλής πίστης, όπως αυτές διατυπώνονται στα άρθρα 50 και 51 του Ν. 158(1)/99. Θα διαφωνήσω και με τις συγκεκριμένες εισηγήσεις των αιτητών. Είναι πάγια νομολογημένο, αλλά προβλέπεται ρητά και από το άρθρο 46(1) του Ν. 158(1)/99 ότι πλάνη περί τα πράγματα υπάρχει, όταν η διοίκηση, κατά την άσκηση της διακριτικής της εξουσίας, στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα και προϋποθέσεις, εξ' αντικειμένου ανύπαρκτα, ή παραλείπει να λάβει υπόψη της ουσιώδη πραγματικά γεγονότα. Δεν υπάρχει, όμως πλάνη, όταν η διοίκηση αξιολογεί και εκτιμά στοιχεία και γεγονότα που παρουσιάζονται ενώπιον της για κρίση, εφόσον τα συμπεράσματα της είναι εύλογα.
Κατά την άποψη μου τα όσα οι αιτητές επικαλούνται προς απόδειξη του ισχυρισμού τους περί πλάνης δεν ευσταθούν. Η καθ' ης η αίτηση, προτού καταλήξει στην υπό αναφορά απόφασή της, εξέτασε με προσοχή όλα όσα τέθηκαν ενώπιον της, όπως με λεπτομέρεια ανάφερα πιο πάνω. Τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης καταδεικνύουν ότι οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί των αιτητών δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί.
Υποστηρίζεται ειδικότερα από μέρους των αιτητών ότι η από 25/1/91 ακύρωση του αναδρομικού διορισμού τους με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 27/2/03 θα έπρεπε να οδηγήσει την καθ' ης η αίτηση σε επανεξέταση της υπόθεσης με αποτέλεσμα την έκδοση μιας νέας απόφασης με αναδρομική ισχύ. Παραθέτουν προς τούτο και σχετική νομολογία η οποία άπτεται περιπτώσεων επανεξέτασης κατόπιν ακυρωτικών αποφάσεων σε διαδικασίες που εφαρμόστηκε ο Ν. 1/90. Η περίπτωση όμως των αιτητών δεν είναι τέτοια. Όπως ήδη έχει προαναφερθεί, οι επίδικες αποφάσεις δεν λήφθηκαν στο πλαίσιο επανεξέτασης μετά την ακυρωτική απόφασή της 27/2/03. Επρόκειτο για νέες θέσεις, οι οποίες προέκυψαν μεν λόγω της πιο πάνω ακύρωσης, η προκήρυξη τους όμως κρίθηκε αναγκαία ούτως ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες του Τμήματος Δημοσίων Έργων, και ίσχυσε για την πλήρωσή τους νέο σχέδιο υπηρεσίας.
Οσον αφορά τους ισχυρισμούς περί παράβασης των αρχών της καλής πίστης δεν βρίσκω ούτε αυτοί να ευσταθούν. Θεωρώ πως η καθ' ης η αίτηση ενήργησε μέσα στα πλαίσια που της επέτρεπαν οι σχετικοί νόμοι.
Τέλος με τους υπό (ε) και (στ) λόγους αντίστοιχα, οι αιτητές επικαλούνται παράβαση του άρθρου 7 του Ν. 158(1)/99 καθώς και παράβαση του Άρθρου 28 του Συντάγματος. Είναι η άποψη μου, πως όλα όσα παρατέθηκαν πιο πάνω, δεν αφήνουν οποιοδήποτε περιθώριο αμφιβολίας πως και αυτοί οι ισχυρισμοί των αιτητών δεν έχουν πιθανότητα επιτυχίας. Το άρθρο 7 του Ν. 158(1)/99 αναφέρεται στην αναδρομική ισχύ των διοικητικών πράξεων και ειδικότερα καθορίζει πότε οι διοικητικές πράξεις δύνανται να έχουν τέτοια ισχύ. Προς αποφυγή επαναλήψεων, θεωρώ ότι τα όσα παρατέθηκαν πιο πάνω κατά την εξέταση του ισχυρισμού περί ύπαρξης πλάνης περί τα πράγματα και το νόμο, απαντούν και αυτό τον ισχυρισμό.
Αναφορικά με την εισήγηση για παραβίαση του Άρθρου 28 του Συντάγματος είναι η θέση μου πως κάτι τέτοιο ουδόλως συνέβη στην προκείμενη περίπτωση. Αδυνατώ να αντιληφθώ πως το εν λόγω άρθρο δυνάμει του οποίου κατοχυρώνεται η ισότητα όλων έναντι του νόμου και της διοίκησης παραβιάστηκε σε σχέση με τους αιτητές και έναντι ποίων. Αντίθετα πιστεύω πως αν η καθ' ης η αίτηση έκανε δεκτά τα υπό αναφορά αιτήματα των αιτητών, ενδεχομένως, οι υπόλοιποι που διορίστηκαν μαζί τους από 16/7/07, να μπορούσαν να επικαλεστούν παραβίαση του συγκεκριμένου Άρθρου και άνιση μεταχείρισή τους έναντι των αιτητών.
Ενόψει όλων των πιο πάνω η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1.500 έξοδα πλέον ΦΠΑ εναντίον των αιτητών και υπέρ της καθ' ης η αίτηση.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται σύμφωνα με το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Μ. Φωτίου, Δ.
/ΚΑΣ