ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 723/2006
26 Φεβρουαρίου, 2010
[Μ. ΦΩΤΙΟΥ Δ/ΣΤΗΣ]
ΝΙΟΒΗ ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ
Αιτήτρια
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
Καθ' ου η αίτηση
.........
Δ. Στεφανίδης, για την αιτήτρια
Ρ. Πετρίδου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον καθ' ου η αίτηση
Μ. Κυπριανού, για το ενδιαφερόμενο μέρος Ευδοκία Θεοχαρίδη
............
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Mε την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια ζητά την πιο κάτω θεραπεία:
«Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνία 11.1.2006, η οποία εδημοσιεύθη στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 10.2.2006, δυνάμει της οποίας ενεκρίθη η Αίτηση της Ευδοκίας Θεοχαρίδη για χορήγηση Πολεοδομικής Άδειας για αλλαγή χρήσης μέρους της οικοδομής της κατά παρέκκλιση των Προνοιών του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας, είναι άκυρη, παράνομη, αντίθετη προς το Νόμο και το Σύνταγμα και άνευ οιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.»
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Στις 5/4/01 η Ευδοκία Θεοχαρίδη, ιδιοκτήτρια του τεμαχίου με αρ. 630, Φύλλο/Σχέδιο ΧΧΙ54.6.ΙΙ στη Λευκωσία υπέβαλε, με βάση τον Καν. 13(1) των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Παρεκκλίσεις) Κανονισμών του 1999 (ΚΔΠ 309/99), αίτηση για χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση των προνοιών του Σχεδίου Ανάπτυξης (Τοπικό Σχέδιο Λευκωσίας). Η αίτηση αφορούσε αλλαγή χρήσης διαμερισμάτων που υφίστανται στο εν λόγω τεμάχιο σε γραφεία.
Σύμφωνα με τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία, το ιστορικό αξιοποίησης του τεμαχίου της ανάπτυξης έχει ως εξής:
Για το τεμάχιο εκδόθηκε στις 3/10/80 άδεια οικοδομής για την ανέγερση ιατρείου, βοηθητικών χώρων και χώρων στάθμευσης στο υπόγειο και μιας κατοικίας στο ισόγειο. Στις 11/12/1985 εκδόθηκε καλυπτική άδεια οικοδομής για προσθήκη συγκροτήματος γραφείων στον 1ο όροφο και τροποποιήσεις στο υπόγειο και στις 12/12/1985 εκδόθηκε Πιστοποιητικό Τελικής Έγκρισης. Στις 21/1/1986 χορηγήθηκε άδεια οικοδομής για τροποποιήσεις στο υπόγειο και προσθήκη τριών διαμερισμάτων στους ορόφους 2, 3 και 4. Με την αναφερόμενη άδεια εγκρίθηκε συντελεστής δόμησης 2,20:1 (12,498 τ.μ.), καθώς και χώρος στάθμευσης για 7 οχήματα, σύμφωνα με τις πρόνοιες του τότε ισχύοντος νομικού καθεστώτος. Σύμφωνα με την Πολεοδομική Αρχή, το υπόγειο που αποτελείτο από βοηθητικούς χώρους και χώρους στάθμευσης, δεν συνυπολογίσθηκε στο συντελεστή δόμησης.
Η αιτούμενη ανάπτυξη εξετάστηκε κατά παρέκκλιση γιατί προσέκρουε στις πιο κάτω πρόνοιες του Σχεδίου Ανάπτυξης:
(α) τις πρόνοιες της παραγράφου 10.17.7, γιατί με την αιτούμενη ανάπτυξη προτείνεται εμπορική χρήση σε περιοχή με επικρατούσα χρήση την κατοικία, όπου είναι δυνατό να επιτραπούν μικρά γραφεία (μία δηλαδή μονάδα γραφείου σε κάθε ανάπτυξη σε οικόπεδο κανονικού μεγέθους), με μέγιστο εμβαδόν της τάξης των 100 τ.μ.
(β) τις πρόνοιες της Πολεοδομικής Ζώνης Κα 3, στην οποία εμπίπτει η προς ανάπτυξη ιδιοκτησία, αφού από την απαιτούμενη αλλαγή χρήσης και από άλλες μετατροπές στην υφιστάμενη οικοδομή (μετατροπές βοηθητικών χώρων σε κύρια χρήση) προκύπτει υπέρβαση στο συντελεστή δόμησης κατά 277 τ.μ.
(γ) τις πρόνοιες του Παραρτήματος Γ, γιατί η προτεινόμενη ανάπτυξη δεν πληρεί τα σχετικά πρότυπα αναφορικά με τους απαιτούμενους χώρους στάθμευσης.
Στις 21/4/2003, η Πολεοδομική Αρχή, (Δήμος Λευκωσίας), για σκοπούς εξέτασης της αίτησης, υπέβαλε στο Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων, (στο εξής το «Συμβούλιο»), μέσω του Υπουργείου Εσωτερικών, έκθεση με την οποία συνιστούσε έγκριση της αιτούμενης άδειας υπό προϋποθέσεις. Κατά την υποβολή της, η Πολεοδομική Αρχή παρέλειψε να αναφερθεί στις ενστάσεις που έλαβε από διάφορα πρόσωπα αναφορικά με την επίδικη αίτηση. Ως εκ τούτου, το Υπουργείο Εσωτερικών, με σχετική επιστολή του ημερ. 13/8/03 ζήτησε τις απόψεις της οι οποίες και δόθηκαν στις 4/9/03. Ουσιαστικά, ειπώθηκε από μέρους της, ότι οι ενστάσεις που υποβλήθηκαν είναι αλληλοσυγκρουόμενες και εισηγήθηκε μέτρα για διαφύλαξη των ανέσεων της περιοχής. Επίσης στις 14.10.04 υπέβαλε διευκρινιστικές πληροφορίες σε σχέση με την αιτούμενη ανάπτυξη.
Στη συνέχεια, το Υπουργείο Εσωτερικών, αφού προηγουμένως ζήτησε τις απόψεις του Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, υπέβαλε, στις 7/12/04, στο Συμβούλιο, σημείωμα σχετικό με την προτεινόμενη ανάπτυξη.
Επισημαίνεται ότι ενώ αρχικά ο Διευθυντής του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως αντίκριζε θετικά την αίτηση και συνιστούσε αποδοχή της υπό προϋποθέσεις, μεταγενέστερα, κατόπιν επανεξέτασης, εισηγήθηκε απόρριψή της σε περίπτωση που δεν επιλυθεί το πρόβλημα των χώρων στάθμευσης.
Το Συμβούλιο, σε συνεδρία του στις 7/2/05, αφού μελέτησε την αίτηση και το σημείωμα του Υπουργείου Εσωτερικών, αποφάσισε ομόφωνα και σύμφωνα με τον Καν. 15(3) των Κανονισμών να εισηγηθεί στο Υπουργικό Συμβούλιο όπως, με βάση τις εξουσίες που διαθέτει από το άρθρο 26 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, εγκρίνει την αίτηση, θεωρώντας ότι η έγκρισή της αιτιολογείται με βάση το κριτήριο (ζ) του Καν. 19(1) των Κανονισμών «που αφορά στην επίλυση ειδικών προβλημάτων σε σχέση με την ανάπτυξη (νομιμοποίηση υφιστάμενης γραφειακής ανάπτυξης που ανεγέρθηκε και λειτουργεί πριν την εφαρμογή του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου). Εισηγήθηκε περαιτέρω, όπως το Υπουργικό Συμβούλιο εξουσιοδοτήσει την Πολεοδομική Αρχή να χορηγήσει την αιτούμενη άδεια, με κατάλληλους όρους, περιλαμβανομένων και των ακόλουθων όρων και αντισταθμιστικών μέτρων:
(α) Η υπέρβαση στο συντελεστή δόμησης, η οποία ανέρχεται σε 277 τ.μ. δομήσιμο εμβαδόν, να αντισταθμιστεί σύμφωνα με τις πρόνοιες του Καν. 21(1) των Κανονισμών πριν τη χορήγηση πολεοδομικής άδειας.
(β) Να εξαγοραστούν 5 χώροι στάθμευσης σύμφωνα με τις πρόνοιες της Εντολής 1/96 του Υπουργού Εσωτερικών, κατόπιν σχετικής Συμφωνίας που θα συναφθεί με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 43(1) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, πριν τη χορήγηση πολεοδομικής άδειας, και
(γ) όρου που να διασφαλίζει ότι οι αρχικά εγκριθέντες χώροι στάθμευσης λειτουργούν ικανοποιητικά και δεν θα διαφοροποιηθεί καθ' οιονδήποτε τρόπο η χρήση.
Ακολούθως, το Υπουργικό Συμβούλιο στη συνεδρία του ημερ. 6/7/05 εξέτασε την αίτηση και τη σχετική πρόταση του Συμβουλίου που υποβλήθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών και ασκώντας τις εξουσίες του με βάση το άρθρο 26 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, και τους Κανονισμούς, αποφάσισε να αναπέμψει την αίτηση στο Συμβούλιο προς επανεξέταση, για τους πιο κάτω λόγους:
(α) Δεν θεώρησε επαρκή και ικανοποιητικά τα όσα επικαλέστηκε το Συμβούλιο για μείωση του αριθμού των χώρων στάθμευσης που πρέπει να εξαγοραστούν, δεδομένων των πραγματικών αναγκών της ανάπτυξης σε χώρους στάθμευσης, αλλά και της περιοχής γενικότερα, και
(β) θεώρησε, ότι ενόψει των πιο πάνω αναγκών, το Συμβούλιο όφειλε να εξετάσει το ενδεχόμενο εξαγοράς περισσότερων χώρων στάθμευσης πέραν των όσων προκύπτουν από το σχετικό παράρτημα του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας, ως αντισταθμιστικό μέτρο για χορήγηση της παρέκκλισης.
Να σημειωθεί ότι στο πρακτικό της εν λόγω συνεδρίας του Υπουργικού Συμβουλίου, η επίδικη αίτηση αναγράφηκε εκ παραδρομής ως εγκριθείσα. Ως εκ τούτου το συγκεκριμένο πρακτικό διορθώθηκε σε συνεδρία του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 5/9/05.
Ενόψει των πιο πάνω, το Συμβούλιο έχοντας ενημερωθεί για την αναπομπή της επίδικης αίτησης από σχετικό σημείωμα του Υπουργείου Εσωτερικών, προέβη στην επανεξέτασή της σε συνεδρία του στις 25/7/05. Αποτέλεσμα αυτής ήταν να εμμείνει στην προηγούμενη απόφασή του.
Στη συνέχεια, το Υπουργικό Συμβούλιο, σε συνεδρία του ημερ. 11/1/06 αποφάσισε τη χορήγηση της αιτούμενης πολεοδομικής άδειας, κατά παρέκκλιση των προνοιών του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας, υιοθετώντας την εισήγηση του Συμβουλίου, με εξαίρεση το σκέλος αυτής που αφορά την εξαγορά χώρων στάθμευσης. Πιο συγκεκριμένα το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε την εξαγορά 7 συνολικά χώρων στάθμευσης αντί 5 που ήταν η πρόταση του Συμβουλίου.
Η υπό αναφορά απόφαση δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 10/2/06, με αποτέλεσμα την καταχώρηση της παρούσας προσφυγής στις 19/4/06.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας, στη γραπτή του αγόρευση, προβάλλει τους εξής λόγους ακύρωσης:
(α) Μη τήρηση πρακτικών στη συνεδρία του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 11/1/06 κατά την οποία λήφθηκε η επίδικη απόφαση και έλλειψη αιτιολογίας αυτής,
(β) μη σύννομη η αίτηση του ενδιαφερόμενου μέρους για χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση,
(γ) η αίτηση του ενδιαφερόμενου μέρους για χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση στηρίχθηκε σε λανθασμένους και πεπλανημένους λόγους,
(δ) πολλαπλώς πλημμελής η έκθεση αξιολόγησης της αίτησης του ενδιαφερόμενου μέρους από το δημοτικό μηχανικό προς το Δημοτικό Συμβούλιο,
(ε) παράβαση του Καν. 12(1)(β) και (2) της Κ.Δ.Π. 309/99,
(στ) πολλαπλώς πάσχοντα τα πρακτικά του Συμβουλίου ημερ. 7/2/05 και 25/7/05, και
(ζ) Κακή χρήση της διακριτικής ευχέρειας του Συμβουλίου με τη μη διεξαγωγή δημόσιας ακρόασης.
Η συνήγορος του καθ' ου η αίτηση, με τη γραπτή της αγόρευση, προβάλλει προδικαστική ένσταση και υποστηρίζει ότι η παρούσα προσφυγή είναι πρόωρη και απαράδεκτη. Αποτελεί ειδικότερα εισήγησή της, πως στην προκείμενη περίπτωση, εκτελεστή πράξη δεν είναι η προσβαλλόμενη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, αλλά η απόφαση έκδοσης πολεοδομικής άδειας από την Πολεοδομική Αρχή, η οποία τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της ικανοποίησης των απαιτήσεων που τέθηκαν από το Υπουργικό Συμβούλιο. Συνεπώς, τονίζει η δικηγόρος του καθ' ου η αίτηση, η αιτήτρια δεν νομιμοποιείται εν προκειμένω σε προσβολή της επίδικης απόφασης διότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 146 του Συντάγματος για το παραδεκτό της καταχώρησης προσφυγής.
Δε θα συμφωνήσω με τη συγκεκριμένη θέση. Ανάλογο ζήτημα εξετάστηκε από τον αδελφό Δικαστή Κωνσταντινίδη στην υπόθεση αρ. 324/04 Χαράλαμπος Μακρίδης κα ν. Δημοκρατίας ημερ. 7/11/05, από την οποία παραθέτω το εξής απόσπασμα:
«Αυτά δεν σημαίνουν πως δεν θα ήταν και η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου εκτελεστή, υποκείμενη σε αναθεωρητικό έλεγχο, ως επιφέρουσα το δικό της έννομο αποτέλεσμα, καθοριστικό ως προς την διεκδίκηση παρέκκλισης. Εφόσον, όμως, εν τέλει εκδίδεται η τελική απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής, χάνει την αυτοτέλειά της. Συγχωνεύεται στην τελική απόφαση, παύει να υπόκειται σε ξεχωριστό αναθεωρητικό έλεγχο και η νομιμότητά της μετεξελίσσεται σε θέμα της πολεοδομικής άδειας, που εκδίδεται με αυτή ως δεδομένη. Όπως συμβαίνει γενικά σε κάθε παρόμοια περίπτωση και παραπέμπω συναφώς στην απόφασή μου Κοινοπραξία Cyprus Airports Group ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 92/2004 ημερομηνίας 15.12.04 στην οποία είχα την ευκαιρία να αναφερθώ σε κάποια έκταση στη νομολογία.»
(Βλ. επίσης Α.Ε. 16/06 Κοινοπραξία Cyprus Airport Group v. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 7/7/09).
Κατά την άποψη μου τα πιο πάνω τυγχάνουν ανάλογης εφαρμογής και στην παρούσα και επομένως η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται. Επομένως προχωρώ στην εξέταση της ουσίας της προσφυγής.
ΕΞΕΤΑΣΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ
Αναφορικά με τον (α) πιο πάνω λόγο, ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας υποστηρίζει τη θέση ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν τηρήθηκαν πρακτικά, όχι μόνο κατά τη συνεδρία του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 11/1/06 κατά την οποία λήφθηκε η επίδικη απόφαση, αλλά κατά τις προηγηθείσες συνεδρίες ημερ. 6/7/05 και 5/9/05 αντίστοιχα.
Ο συγκεκριμένος ισχυρισμός είναι αβάσιμος. Στην προκείμενη περίπτωση έχουμε απόφαση του συλλογικού οργάνου, το οποίο συνήλθε στις ημερομηνίες που προαναφέρθηκαν. Τηρήθηκαν πρακτικά τα οποία υποστηρίζονται και συμπληρώνονται από τις αντίστοιχες προτάσεις και τα συνημμένα σ' αυτές έγγραφα.
Πρόσθετα προς τα πιο πάνω, στα πλαίσια του ίδιου ισχυρισμού ο συνήγορος της αιτήτριας υποστηρίζει ότι στα συγκεκριμένα αποσπάσματα δεν καταγράφεται η σύνθεση του Υπουργικού Συμβουλίου αλλά ούτε και οποιαδήποτε συζήτηση ή ανταλλαγή απόψεων αναφορικά με τη λήψη της απόφασης. Περαιτέρω δε, επισημαίνει πως το κενό αυτό επιτείνεται από το γεγονός ότι το Υπουργικό Συμβούλιο δεν υιοθέτησε αυτούσια την εισήγηση του Συμβουλίου αλλά με την εξαίρεση αναφορικά με τον αριθμό των χώρων στάθμευσης που θα εξαγοράζονταν. Επίσης ενόψει όλων των πιο πάνω αιτιάσεων θέτει και ζήτημα έλλειψης αιτιολογίας της επίδικης απόφασης.
Κατά την άποψη μου ούτε οι εν λόγω ισχυρισμοί ευσταθούν. Κατ' αρχάς η εκάστοτε σύνθεση του Υπουργικού Συμβουλίου ουδέποτε καταγράφεται στα πρακτικά των συνεδριάσεων του. Στα πρακτικά δε της συνεδρίας αυτού ημερ. 11/1/06 κατά την οποία λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, αναφέρεται ρητά ότι το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε να εγκρίνει την αίτηση της Ευδοκίας Θεοχαρίδη σύμφωνα με τις εισηγήσεις του Συμβουλίου, με εξαίρεση την εισήγησή του αναφορικά με την εξαγορά χώρων στάθμευσης. Όλες οι εισηγήσεις του Συμβουλίου βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου. Ως εκ τούτου ο δικαστικός έλεγχος είναι εφικτός. Είναι επομένως πρόδηλο ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη με την έννοια ότι υιοθετεί πλήρως τις εισηγήσεις του Συμβουλίου οι οποίες με τη σειρά τους, είναι επαρκώς αιτιολογημένες.
Ένας άλλος ισχυρισμός της αιτήτριας είναι ότι η αίτηση του ενδιαφερόμενου μέρους για χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση, δεν ήταν σύννομη. Η αιτήτρια εδράζει την εισήγησή της αυτή στο γεγονός ότι στην παραγρ. 5 της αίτησης της Ευδοκίας Θεοχαρίδη «Περιγραφή της επιδιωκόμενης παρέκκλισης, σε σύγκριση με τις πρόνοιες του ισχύοντος Σχεδίου Ανάπτυξης» καταγράφηκε μόνο η εξής φράση: «Η ισχύουσα περιοχή είναι ζώνη κατοικίας και ζητείται όπως επιτραπεί η χρήση γραφείων». Είναι ειδικότερα η θέση της αιτήτριας ότι σκόπιμα παραλείφθηκε από το ενδιαφερόμενο μέρος η καταγραφή πρόσθετων στοιχείων, όπως η υπέρβαση στο συντελεστή δόμησης που ανέρχεται σε 277 τ.μ. δομήσιμο εμβαδόν χωρίς όμως να υπολογισθεί το εμβαδόν του τετάρτου ορόφου, καθότι ενώ στην Έκθεση ημερ. 21/4/03 του Δημοτικού Μηχανικού προς το Συμβούλιο όσον αφορά στην υπέρβαση του συντελεστή δόμησης, στη σελ. 2 γίνεται αναφορά σε 2ο και 3ο όροφο, στην «Agenda» που έστειλε προς το Δημοτικό Συμβούλιο στη σελ. 5 γίνεται αναφορά ότι επιτρέπονται μόνο 4 όροφοι, δηλαδή ισόγειο και τρεις όροφοι. Από τη συνημμένη όμως φωτογραφία της οικοδομής στην επιστολή της αιτήτριας προς το Υπουργικό Συμβούλιο ημερ. 15/11/03 αποδεικνύεται ότι κτίστηκε και 4ος όροφος.
Το ίδιο σφάλμα τονίζει η αιτήτρια επαναλαμβάνεται και στην εισήγηση του Συμβουλίου. Ουσιαστικά επισημαίνει, ότι πρόκειται για πεντάοροφο κτίριο. Το νομικό καθεστώς όμως από την «Agenda» του Δημοτικού Μηχανικού προνοεί μόνο για 4 ορόφους.
Κατά την άποψη μου ούτε οι πιο πάνω αιτιάσεις της αιτήτριας ευσταθούν. Όπως πολύ ορθά παρατηρεί η ευπαίδευτη συνήγορος του καθ' ου η αίτηση:
«η αίτηση (Παρ.1 στην Ένσταση) της κας Θεοχαρίδου ρητά αναφέρει στην παράγραφο 3 ότι η παρέκκλιση αφορά «Μετατροπή χρήσης του 2ου και 3ου ορόφου από διαμερίσματα σε γραφεία.
Για τον τέταρτο όροφο της οικοδομής δεν ζητήθηκε οποιαδήποτε μετατροπή γι' αυτό και παρέμεινε η χρήση του σαν κατοικία. Η εν λόγω οικοδομή καθ' όλον τον ουσιώδη με την παρούσα προσφυγή χρόνο αποτελείτο από το υπόγειο, το ισόγειο και τέσσερεις ορόφους. Το ισόγειο δεν είναι όροφος και γι' αυτό οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας στην παράγραφο Γ.2 είναι ανεδαφικοι. Στο Παράρτημα ΙΙ στην ένσταση καταγράφεται το ιστορικό και ανάλυση του συντελεστού δόμησης. Από το περιεχόμενο του Παραρτήματος ΙΙ καταδεικνύεται πλήρης και ορθή γνώση της υφιστάμενης νομικής και πραγματικής κατάστασης όσον αφορά την αναπτυχθείσα ιδιοκτησία. Επομένως δεν υπάρχει πλάνη περί τα πράγματα ή το νόμο όπως αυτά ίσχυαν στον ουσιώδη χρόνο και πάνω στα οποία στηρίχθηκε η εισήγηση για χορήγηση πολεοδομικής άδειας για γραφεία κατά παρέκκλιση.»
Με τον επόμενο ισχυρισμό της η αιτήτρια προβάλλει ότι η αίτηση του ενδιαφερόμενου μέρους για χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση στηρίχθηκε σε εσφαλμένους και πεπλανημένους λόγους. Είμαι της άποψης ότι ούτε αυτός ο ισχυρισμός μπορεί να ευσταθήσει. Όπως είναι και ο ισχυρισμός της δικηγόρου του καθ' ου η αίτηση, εδώ δεν επρόκειτο για νέα οικοδομή και επομένως νέα ανάπτυξη η οποία θα δημιουργούσε νέα δεδομένα και νέα επιβάρυνση αν χορηγείτο πολεοδομική άδεια για δύο ορόφους με γραφειακή χρήση. Όταν κτίστηκαν τα διαμερίσματα και χρησιμοποιήθηκαν για γραφεία, πριν το 1990, αυτό ήταν επιτρεπόμενο και επομένως δεν ενεργούσε ο ιδιοκτήτης παράνομα ή με κακή πίστη. Το γεγονός της μη εξασφάλισης τέτοιας άδειας πριν το 1990 οφείλετο σε αμέλεια της ιδιοκτήτριας, ενδιαφερόμενου μέρους. Όμως η ΚΔΠ 309/99 με τον Καν. 19 έδωσε τη δυνατότητα να τακτοποιηθεί αυτή η εκκρεμότητα και κατά συνέπεια η ιδιοκτήτρια της οικοδομής (ενδιαφερόμενο μέρος) είχε έννομο συμφέρον να διεκδικήσει τη χορήγηση πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση.
Προβάλλεται περαιτέρω από μέρους της αιτήτριας ο ισχυρισμός ότι η έκθεση αξιολόγησης της αίτησης του ενδιαφερόμενου προσώπου από το Δημοτικό Μηχανικό προς το Δημοτικό Συμβούλιο ήταν πολλαπλώς πλημμελής. Προς ενίσχυση του ισχυρισμού της παραπέμπει σε συγκεκριμένα έντυπα τα οποία επισυνάπτει στην αγόρευσή της ως Παράρτημα 1 και προβαίνει ταυτόχρονα σε λεπτομερείς και εξειδικευμένες αναφορές σε διάφορες σελίδες του εν λόγω εντύπου. Επακριβώς τα όσα επικαλείται αναφέρονται στις σελ. 12-16 της γραπτής της αγόρευσης.
Κατά την άποψή μου, ο συγκεκριμένος ισχυρισμός δεν φαίνεται να αποδεικνύεται από τα συνημμένα έντυπα, όσον αφορά δε τις επιμέρους αιτιάσεις της αιτήτριας σε σχέση με αυτόν, θεωρώ ότι το Δικαστήριο δεν δύναται να ασκήσει πρωτογενή έλεγχο.
Ένας άλλος ισχυρισμός της αιτήτριας είναι ότι κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης, παραβιάστηκε ο Καν. 12(1)(β) και (2) των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Παρεκκλίσεις) Κανονισμών του 1999, (ΚΔΠ 309/99). Είναι η θέση μου, πως ούτε αυτή η εισήγηση της αιτήτριας ευσταθεί.
Ο συγκεκριμένος Κανονισμός προβλέπει τα ακόλουθα:
«ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ - ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗ
ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΑΤΑ ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΗ
12.(1) Τηρουμένων των υπόλοιπων διατάξεων των παρόντων Κανονισμών, για κάθε αίτηση που εξετάζεται επιβάλλεται όπως, πριν αυτή υποβληθεί -
(α) ............................
(β) αναρτάται γνωστοποίηση στα γραφεία της οικείας Πολεοδομικής και Τοπικής Αρχής, αν οι δύο αρχές είναι διαφορετικές.
(2) Για τις κατηγορίες ανάπτυξης του Παραρτήματος 1 των παρόντων Κανονισμών, η Πολεοδομική Αρχή θα μεριμνά για την ανάρτηση γνωστοποίησης σε περίοπτο και εμφανές σημείο του χώρου της ανάπτυξης για περίοδο δεκαπέντε ημερών. Η ανάρτηση γνωστοποίησης δεν είναι απαραίτητη σε περιπτώσεις αιτήσεων για αναπτύξεις εκτός κατοικημένων περιοχών όπου εκτιμάται λογικά ότι η γνωστοποίηση δε συμβάλλει στην πληροφόρηση του κοινού. Για τις ίδιες κατηγορίες ανάπτυξης, η Πολεοδομική Αρχή επιδίδει ειδοποίηση σε περιοίκους που ενδέχεται να επηρεασθούν από την προτεινόμενη ανάπτυξη, κατά τον τύπο που ορίζεται από τον Υπουργό.»
Στην έκθεση που υπέβαλε ο Δήμος Λευκωσίας ως η αρμόδια Πολεοδομική Αρχή προς το Συμβούλιο ημερ. 21/4/03, καταγράφονται ρητά τα εξής:
«10. Έγινε ανάρτηση της γνωστοποίησης για την ανάπτυξη που προτείνεται στα γραφεία της Πολεοδομικής Αρχής για περίοδο ενός μηνός και δημοσίευση σε δύο ημερήσιες εφημερίδες, σύμφωνα με τον Κανονισμό 12(1) της Κ.Δ.Π. 309/99.»
Κατά συνέπεια δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι εφαρμόστηκε ο εν λόγω Κανονισμός.
Όπως προκύπτει δε από τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία η αίτηση της κας Θεοχαρίδου (ενδιαφερόμενου μέρους) υπεβλήθη στις 5/4/01 και η γνωστοποίηση αναρτήθηκε στις 10/4/01. Τώρα όσον αφορά την εισήγηση της αιτήτριας ότι δεν εφαρμόστηκαν εν προκειμένω τα όσα προνοούνται στην παράγραφο 2 του εν λόγω Κανονισμού, είμαι της άποψης ότι ο σκοπός του Καν. 12 έχει επιτευχθεί δεδομένων των παραστάσεων και ενστάσεων στις οποίες επέλεξαν να προβούν οι περίοικοι προκειμένου να εμποδίσουν την έγκριση της υπό αναφορά αίτησης από τις αρμόδιες αρχές.
Οι επόμενες αιτιάσεις της αιτήτριας αφορούν τα πρακτικά του Συμβουλίου ημερ. 7/2/05 και 25/7/05 αντίστοιχα. Μελέτησα με προσοχή τα όσα η αιτήτρια προβάλλει σε σχέση με τα εν λόγω πρακτικά, όπως αυτά καταγράφονται στις σελ. 18-26 της γραπτής της αγόρευσης και δε φαίνεται οι συγκεκριμένες αιτιάσεις της να ευσταθούν.
Θεωρώ πως τα υπό αναφορά πρακτικά ανταποκρίνονται πλήρως σε ότι προβλέπει το άρθρο 24 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(1)/99) σε σχέση με την τήρηση άρτιων πρακτικών, σ' αυτά δε διατυπώνεται με σαφήνεια η βούληση του διοικητικού οργάνου και η ληφθείσα απόφασή του.
Τέλος, υποβάλλεται από μέρους της αιτήτριας, πως στην προκείμενη περίπτωση το Συμβούλιο όφειλε να διεξάγει δημόσια ακρόαση ιδιαίτερα ενόψει των πολυάριθμων ενστάσεων που ηγέρθησαν, της τοποθέτησης του Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, αλλά και της ευρύτερης και σοβαρής προβληματικής του όλου θέματος. Το Συμβούλιο, επισημαίνει η αιτήτρια, δεν άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια.
Δε θα συμφωνήσω ούτε με αυτό τον ισχυρισμό της αιτήτριας. Οι διατάξεις του Κανονισμού 16(1) των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Παρεκκλίσεις) Κανονισμών του 1999, (Κ.Δ.Π. 309/99) είναι σαφείς και ξεκάθαρες. Εκτός στις περιπτώσεις αιτήσεων που καταγράφονται ρητά στο Παράρτημα 3 αυτών, το Συμβούλιο δεν δεσμεύεται, αλλά δύναται κάθε φορά να αποφασίσει τη διεξαγωγή δημόσιας ακρόασης εφόσον κρίνει ότι συντρέχουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Στην εξεταζόμενη περίπτωση, προκύπτει από τα γεγονότα της υπόθεσης, ότι το Συμβούλιο δεν έκρινε αναγκαία τη διεξαγωγή τέτοιας ακρόασης. Εξάλλου από τα όσα πιο πάνω έχουν παρατεθεί, φαίνεται ότι η αιτήτρια είχε στην προκείμενη περίπτωση την ευκαιρία να εκφράσει τις απόψεις της. Απόλυτα σχετική είναι η αλληλογραφία της ίδιας με τη διοίκηση, αλλά και οι επανειλημμένες ενστάσεις της αναφορικά με τη ζητούμενη ανάπτυξη. Άλλωστε, σύμφωνα με τη νομολογία, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του αποφασίζοντος οργάνου, παρά μόνο αν αυτό έχει υπερβεί τα ακραία όρια της ή έχει κάνει κακή χρήση της. Κατά την άποψη μου, η εξεταζόμενη περίπτωση δεν είναι τέτοια.
Ενόψει όλων των πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται με €1.300 έξοδα πλέον ΦΠΑ εναντίον της αιτήτριας και υπέρ του καθ' ου η αίτηση. Μεταξύ αιτήτριας και ενδιαφερόμενου μέρους καμιά διαταγή για έξοδα.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται σύμφωνα με το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Μ. Φωτίου, Δ.
/ΚΑΣ