ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(Υπόθεση Αρ. 1374/2008)
2 Φεβρουαρίου, 2010
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΝΕΟΚΛΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ, ΚΑΙ
2. ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΟΔΙΚΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
- - - - - -
Ρ. Ιάσωνος για Χρ. Δημητριάδη, για τον Αιτητή.
Α. Καλησπέρα, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο αιτητής είναι εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου μάρκας ΒΜW με αριθμό εγγραφής KRR962 («το αυτοκίνητο») το οποίο σύμφωνα με τα έγγραφα, εισήχθηκε στην Κύπρο από το εξωτερικό ως μεταχειρισμένο στις 3.10.07 και εκτελωνίσθηκε στις 25.10.07 αφού καταβλήθηκαν δασμοί και φόροι και εκδόθηκε πιστοποιητικό καταλληλότητας. Για το ίδιο αυτοκίνητο εκδόθηκε επίσης άδεια κυκλοφορίας. Στις 26.10.07 το αυτοκίνητο ενεγράφη στο όνομα κάποιας Σοφίας Κωνσταντίνου και στις 8.5.08 ενεγράφη στο όνομα του αιτητή.
Η αστυνομία με επιστολή της ημερομηνίας 4.6.2008 πληροφόρησε τους καθ΄ ων η αίτηση ότι προέβη στην κατάσχεση 21 πολυτελών αυτοκινήτων που είχαν εισαχθεί από το εξωτερικό, μεταξύ των οποίων, και το αυτοκίνητο. Στην εν λόγω επιστολή της αστυνομίας, υπήρχε συνημμένη άλλη επιστολή της ημερομηνίας 3.6.2008 με την οποία πληροφορούσε τον Γενικό Εισαγγελέα ότι σε συνεργασία με την αγγλική αστυνομία, διερευνούσε υποθέσεις κλοπών που αφορούσαν τα 21 προαναφερόμενα αυτοκίνητα και ότι είχε διαπιστωθεί μέχρι εκείνο το στάδιο ότι τα εν λόγω αυτοκίνητα και τα έγγραφα που είχαν παρουσιαστεί κατά την εγγραφή, ήταν κλοπιμαία και παραποιημένα. Για το αυτοκίνητο αναφέρονται τα εξής:
«19)KRR 962 μάρκας BMW X5 χρώματος μπλε το οποίο είχε Αγγλικούς αριθμούς εγγραφής ΕΝ07JFG. Το εν λόγω όχημα είχε πλαστό Αγγλικό πιστοποιητικό ιδιοκτησίας και είχε καταγγελθεί ως κλοπιμαίο και διεκδικείται από ασφάλεια στο Ηνωμένο Βασίλειο.»
Ο Γενικός Εισαγγελέας πρότεινε, όπως ελλείψει χώρου, παραδοθούν όλα τα κατασχεθέντα αυτοκίνητα στους ιδιοκτήτες τους για φύλαξη, με την προϋπόθεση «να ληφθούν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να μην κυκλοφορούν και να μην αποξενωθούν μέχρις ότου διευκρινισθεί πλήρως το θέμα ».
Ενόψει των πιο πάνω οδηγιών, ο Έφορος Μηχανοκινήτων Οχημάτων απέστειλε την ακόλουθη επιστολή ημερ. 9.6.08 στον αιτητή:
«Θέμα: Μηχανοκίνητο Όχημα με αρ. Εγγραφής KRR962
Αναφορικά με το πιο πάνω μηχανοκίνητο όχημα σας πληροφορώ ότι έχουν τεθεί ενώπιον μου στοιχεία και πληροφορίες που δεικνύουν ότι τα έγγραφα που παρουσιάστηκαν κατά την εγγραφή του οχήματος στο Μητρώο του Εφόρου Μηχανοκινήτων Οχημάτων είναι πλαστά ή δεν αφορούσαν το συγκεκριμένο όχημα που ενεγράφη ή/και ότι η ταυτότητα του οχήματος είναι παραποιημένη και όχι αυτή που χαράκτηκε από τον κατασκευαστή του. Επιπρόσθετα, με βάση τα εν λόγω στοιχεία και πληροφορίες, το όχημα ενδέχεται να είναι προϊόν κλοπής.
2. Επειδή, με βάση τα στοιχεία που έχω ενώπιο μου, η ταυτότητα του υπό αναφορά οχήματος είναι παραποιημένη και όχι αυτή που χαράκτηκε από τον κατασκευαστή του, διαπιστώνω ότι δεν τηρείται η προϋπόθεση που καθορίζεται στο σημείο 10, του Πίνακα Β΄ του Πέμπτου Παραρτήματος των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984, όπως τροποποιήθηκαν, ως προς τα σημεία ελέγχου, αναφορικά με την ισχύ του πιστοποιητικού καταλληλότητας του οχήματος. Ως εκ τούτου, το πιστοποιητικό καταλληλότητας του υπό αναφορά οχήματος δεν ισχύει.
3. Με βάση τα αναφερόμενα στην παράγραφο 2 πιο πάνω, οφείλω να σας πληροφορήσω για τις διατάξεις του άρθρου 12 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Τεχνικός Έλεγχος και Κέντρα Τεχνικού Ελέγχου) Νόμου του 2007 (Ν 1(Ι)/2007), το οποίο αναφέρει ότι «Απαγορεύεται η οδική χρήση οχήματος που δεν είναι εφοδιασμένο με πιστοποιητικό καταλληλότητας, η δε άδεια κυκλοφορίας του οχήματος λογίζεται ανασταλείσα μέχρις ότου ο ιδιοκτήτης του οχήματος ή αυτός που έχει την ευθύνη ή τον έλεγχο του οχήματος, εφοδιαστεί με πιστοποιητικό καταλληλότητας, σύμφωνα με τους εκάστοτε ισχύοντες περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμους και τους δυνάμει αυτών εκδιδομένους Κανονισμούς ή τις διατάξεις του εδαφίου 6 του άρθρου 11 του Νόμου με αριθμό Ν1(Ι)/2007.
4. Ενόψει των πιο πάνω και μέχρι να μου παρουσιάσετε -
(i) τα αυθεντικά έγγραφα του οχήματος,
(ii) στοιχεία για την πραγματική ταυτότητα του οχήματος, και
(iii) στοιχεία που να ξεκαθαρίζουν πλήρως το ιδιοκτησιακό καθεστώς του οχήματος,
με οδηγίες μου, έχει απαγορευτεί οποιαδήποτε πράξη σχετίζεται με το όχημα, περιλαμβανομένων των πράξεων μεταβίβασης, αποξένωσης, έκδοσης άδειας κυκλοφορίας και έκδοσης πιστοποιητικού καταλληλότητας.
5. Ως εκ των πιο πάνω, καλείστε όπως με τη λήψη της παρούσας επιστολής παραδώσετε ταυτόχρονα το πιστοποιητικό εγγραφής, την άδεια κυκλοφορίας και το πιστοποιητικό καταλληλότητας του υπό αναφορά οχήματος, τα οποία θα κρατηθούν στο φάκελο του οχήματος μέχρι πλήρους διαλεύκανσης της υπόθεσης.»
Ο αιτητής αντέδρασε μέσω επιστολής του δικηγόρου του διαμαρτυρόμενος ότι ο ίδιος ήταν καλή τη πίστη αγοραστής και νομίμως εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης. Αμφισβήτησε τη νομιμότητα της απόφασης του Εφόρου και αξίωνε ανάκληση της. Επειδή η επιστολή του έμεινε αναπάντητη, καταχώρησε την παρούσα προσφυγή, ζητώντας ακύρωση της απόφασης.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν βρίσκει έρεισμα στον Περί Μηχανοκίνητων Οχημάτων (Τεχνικός Έλεγχος και Κέντρα Τεχνικού Ελέγχου) Νόμο του 2007(Ν.1(Ι)/07)) («ο Νόμος») και ελήφθη υπό πλάνη διότι δεν νοείται ακύρωση πιστοποιητικού καταλληλότητας οχήματος με την υποψία ότι αυτό είναι κλοπιμαίο. Η δυνατότητα ανάκλησης πιστοποιητικού καταλληλότητας, λέγει, είναι πολύ περιορισμένη και μπορεί να γίνει μόνο δυνάμει του άρθρου 11 του Νόμου, εφόσον, κατόπιν έκτακτου τεχνικού ελέγχου στις περιπτώσεις όπου αυτός διεξάγεται, διαπιστωθεί ότι το όχημα δεν βρίσκεται σε κατάλληλη για οδική χρήση κατάσταση. Ο αιτητής υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει άλλη πρόνοια στο Νόμο για τη δυνατότητα ανάκλησης πιστοποιητικού καταλληλότητας, και εφόσον η προκειμένη δεν ήταν περίπτωση εμπίπτουσα στο άρθρο 11 αφού δεν διαπιστώθηκε ακαταλληλότητα για οδική χρήση κατόπιν τεχνικού ελέγχου, ο Έφορος δεν είχε εξουσία ανάκλησης του πιστοποιητικού καταλληλότητας.
Οι καθ' ων η αίτηση, παραπέμποντας στο οικείο Νόμο καθώς και στους περί Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμούς του 1984 (όπως τροποποιήθηκαν) και ειδικότερα στον Καν.65 που αναφέρει ότι όλα τα μηχανοκίνητα οχήματα που είναι εγγεγραμμένα υπόκεινται σε περιοδικό τεχνικό έλεγχο, αντιτείνουν ότι επιτρέπεται η ανάκληση διοικητικής πράξης σε περίπτωση μεταβολής των πραγματικών συνθηκών στις οποίες είχε στηριχθεί η έκδοση της ή που αποτελούσαν την προϋπόθεση για την έκδοση της, η οποία δεν διέπεται εξαντλητικά μόνο από το άρθρο 11 του Νόμου ή τον Καν.65. Συνεπώς ο Έφορος ορθά ενήργησε δυνάμει των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου (άρθρο 54(4) του Ν.158(Ι)/99) ως προς την ανάκληση του πιστοποιητικού καταλληλότητας. Από τη στιγμή που διαπιστώθηκε ότι η ταυτότητα του αυτοκινήτου δεν ήταν αυτή που είχε χαραχθεί από τον κατασκευαστή του αλλά ήταν παραποιημένη, σύμφωνα με το Πέμπτο Παράρτημα των Κανονισμών, στο οποίο βασίσθηκε ο Έφορος, τεκμαίρεται ότι δεν είχε τηρηθεί η προϋπόθεση που καθορίζεται στο σημείο 10 του Πίνακα Β΄ («αναγνώριση οχήματος, αριθμός πλαισίου, αριθμός μηχανής»), ώστε να μπορούσε νομίμως να εκδοθεί πιστοποιητικό καταλληλότητας το οποίο θα έπρεπε να ανακληθεί.
Παρόμοια θέματα εξετάστηκαν στη Βανέσσα Σπύρου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1376/08, ημερ.14.10.09 από την οποία το πιο κάτω απόσπασμα της απόφασης του αδελφού Χατζηχαμπή, Δ., το οποίο και υιοθετώ για τους σκοπούς της υπό κρίση υπόθεσης:
«Το άρθρο 11 προδήλως αφορά μόνο την περίπτωση ανάκλησης μετά από έκτακτο τεχνικό έλεγχο από τον οποίο προκύπτει ότι το όχημα, προφανώς μετά από την έκδοση του πιστοποιητικού καταλληλότητας, δεν είναι πλέον σε κατάλληλη κατάσταση για οδική χρήση (εξ ου και η περίληψη του στο μέρος ΙΙ υπό τον τίτλο «Περιοδικός και Έκτακτος Τεχνικός Έλεγχος-Επανέλεγχος Μηχανοκινήτων Οχημάτων»). Ρυθμίζει λοιπόν, όπως λέγει και η Αιτήτρια, τελείως διαφορετική περίπτωση από την προκειμένη. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι εξαντλητικό ως προς τη δυνατότητα ανάκλησης του πιστοποιητικού καταλληλότητας. Η γενική δυνατότητα της διοίκησης για ανάκληση διοικητικής πράξης δεν περιορίζεται και δεν εξαντλείται στην ειδική ρύθμιση που αφορά τον έλεγχο της συνεχιζόμενης καταλληλότητας του οχήματος για οδική χρήση, ρύθμιση που γίνεται μόνο για την ειδική περίπτωση εκείνη και όχι γενικά. Ιδιαιτέρως, συνεχίζει να υφίσταται στην περίπτωση, που συνιστά και την κλασσική περίπτωση ανάκλησης, όπως η προκειμένη, που διαπιστώνεται εκ των υστέρων ότι η διοικητική πράξη έγινε υπό πλάνη, στα πλαίσια δηλαδή που εκφράζει και το άρθρο 54(4). Είχε λοιπόν η διοίκηση τη δυνατότητα να ανακαλέσει το πιστοποιητικό καταλληλότητας εφ΄όσον διαπίστωσε ότι οι όροι υπό τους οποίους είχε εκδοθεί και αφορούσαν την ταυτότητα του οχήματος δεν επληρούντο διότι τα στοιχεία της ταυτότητας είχαν παραποιηθεί.
Η Αιτήτρια εισηγείται περαιτέρω ότι επί των ενώπιον της διοίκησης στοιχείων δεν εδικαιολογείτο η ανάκληση. Η βάση στην οποία έγινε η ανάκληση, λέγει, ότι δηλαδή το αυτοκίνητο ήταν κλοπιμαίο και τα στοιχεία του είχαν παραποιηθεί, δεν ήταν βέβαιη, αφού δεν εβασίζετο σε συγκεκριμένα στοιχεία και πλήρη έρευνα. Παραπέμπει προς τούτο στην επιστολή του Εφόρου όπου αναφέρεται ότι το όχημα «ενδέχεται να είναι προϊόν κλοπής» και ζητείται από την Αιτήτρια να παραδώσει τα έγγραφα της «μέχρι πλήρους διαλεύκανσης της υπόθεσης», καθώς και στις οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέα προς την Αστυνομία όπως τα αυτοκίνητα μη κυκλοφορούν «μέχρις ότου διευκρινισθεί πλήρως το θέμα.
Δεν συμφωνώ ότι υπήρξε παράλειψη διεξαγωγής δέουσας έρευνας. Ο Έφορος βασίσθηκε στις εξετάσεις της Αστυνομίας που έγιναν σε συνεργασία με την Αγγλική Αστυνομία, η διατύπωση των οποίων ήταν ότι το εν λόγω αυτοκίνητο είχε καταγγελθεί ως κλοπιμαίο και ο αγγλικός τίτλος ιδιοκτησίας του είχε παραποιηθεί. Τα ενώπιον της διοίκησης στοιχεία λοιπόν συνιστούσαν καλή βάση για την απόφασή της.
Εισηγείται ακόμα η αιτήτρια ότι η απόφαση ήταν παράνομη καθ΄όσον, με την εγγραφή του αυτοκινήτου, την έκδοση άδειας κυκλοφορίας και την έκδοση του πιστοποιητικού καταλληλότητας δημιουργήθηκε μια ευνοϊκή κατάσταση για την ίδια. Δεν συμφωνώ. Εδώ είναι περίπτωση που η ανάκληση βασίζεται στην παρανομία της αρχικής εγγραφής και έκδοσης των εν λόγω πιστοποιητικών, έστω και αν η Αιτήτρια ήταν αμέτοχη στην παρανομία, και μάλιστα η ανάκληση έγινε σε πολύ σύντομο χρόνο μετά από την έκδοση, ήταν δε δικαιολογημένη. Δεν μπορούσε λοιπόν να υπάρχει θέμα κωλύματος της διοίκησης να προβεί σε ανάκληση, όπως εισηγείται η Αιτήτρια.»
Ο αιτητής ισχυρίζεται περαιτέρω ότι παραβιάστηκε η αρχή της ισότητας, καθότι, η υποχρέωση για παρουσίαση αυθεντικών εγγράφων του οχήματος προκειμένου να επανεκδοθεί πιστοποιητικό καταλληλότητας, δεν είχε επιβληθεί στον πρώτο αγοραστή του οχήματος αλλά μόνο στον ίδιο. Βεβαίως, οι συνθήκες δεν ήταν καθόλου ίδιες ώστε να προκύπτει θέμα άνισης μεταχείρισης. Τον ουσιώδη χρόνο που προέκυψε η διερεύνηση παρανομίας σχετικά με την ταυτότητα και την κλοπή του οχήματος, ιδιοκτήτης ήταν ο αιτητής ενώ επί της εισαγωγής και προηγούμενων ιδιοκτησιακών καθεστώτων δεν υπήρχαν τέτοιες πληροφορίες.
Αναφορικά με την αιτιολογία της απόφασης, αυτή όπως προκύπτει από την ίδια την απόφαση αλλά και από τα στοιχεία του φακέλου, είναι πλήρης και ξεκάθαρη ώστε να μην αφήνει αμφιβολία για τους λόγους που οδήγησαν σε αυτήν.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1000 έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.