ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ.577/2008)
29 Ιανουαρίου, 2010
[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΦΙΛΟΘΕΗ Μ. ΜΟΥΡΤΖΗ,
Αιτήτρια,
- ν -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ης η αίτηση.
- - - - - -
Α.Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.
Λ. Λάμπρου-Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α, για την Καθ΄ης η
Αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Έξι συνολικά προσφυγές στο Ανώτατο Δικαστήριο μέχρι τώρα και δύο Αναθεωρητικές Εφέσεις είναι τα ένδικα μέσα τα οποία χρησιμοποίησε η αιτήτρια σε σχέση με την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών αντί της ίδιας στη μόνιμη θέση Ανώτερης Επισκέπτριας Αδελφής, (τίτλος που αντικαταστάθηκε από 1.1.1992 με τον τίτλο "Πρώτος Λειτουργός Επισκεπτριών Υγείας"). Με την παρούσα, έκτη στη σειρά δικαστική διαδικασία, και μετά από μια σειρά ακυρωτικών αποφάσεων, προσβάλλεται η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση που δημοσιεύτηκε στις 14.3.2008, με την οποία προήγαγαν και πάλι τα ίδια ενδιαφερόμενα πρόσωπα στην πιο πάνω θέση αναδρομικά από 1.10.1991.
Το όλο ιστορικό της πλήρωσης των πιο πάνω θέσεων προαγωγής αποκαλύπτει μια δυσάρεστη εξελικτική διαδικασία με διαδοχικές ελλείψεις, παραλείψεις και σφάλματα, τα οποία εντοπίζονταν στις ακολουθηθείσες διοικητικές διαδικασίες, με αποτέλεσμα οι δικαστικές διαδικασίες να δίνουν και να παίρνουν. Είναι περιπτώσεις όπως αυτές που αποκαλύπτουν την ανάγκη όπως τόσο εξ αρχής, όσο και ακόμα περισσότερο μετά από μια ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τα επιφορτισμένα με τη λήψη αποφάσεων διοικητικά όργανα ασκούν κάθε δυνατή προσοχή, έτσι ώστε να μη διαπράττουν σφάλματα ή παραλείψεις, να μην επαναλαμβάνουν τη διάπραξή τους και ασφαλώς μετά από κάθε ακύρωση απόφασής τους να μη διαπράττουν νέο σφάλμα διαδικαστικό ή νομικό.
Το βασικό επιχείρημα το οποίο προβάλλει αυτή τη φορά η αιτήτρια ενάντια στη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης των καθ΄ων η αίτηση, σχετίζεται με την απόφαση ημερομηνίας 23.11.2007, την οποία είχε λάβει η Συμβουλευτική Επιτροπή κατά τη διαδικασία επανεξέτασης των προαγωγών μετά από την τελευταία ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, όπως διαπιστώνεται από το πρακτικό συνεδρίασης της Επιτροπής ημερομηνίας 23.11.2007, η Επιτροπή είχε αποφασίσει όπως κατά την τελική αιτιολόγηση των υποψηφίων λάβει υπόψη τα πιο κάτω κριτήρια:
"- η αξία, μέσω της αξιολόγησης των Υπηρεσιακών Εκθέσεων από το 1984-1990,
- η πείρα με βάση τα καθήκοντά τους σε σχέση με τα καθήκοντα της Επισκέπτριας Υγείας και το σύνολο της σχετικής με τα καθήκοντα πείρας στην Δημόσια Υπηρεσία,
- η ημερομηνία διορισμού τους στην παρούσα θέση,
- τα επιπρόσθετα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, διάρκειας πέραν των τριών μηνών,
- η σχετική με τα καθήκοντα επιμόρφωση,
- οι συμμετοχές σε σχετικά συνέδρια και τα ενδιαφέροντα.
Η διαβάθμιση που θα δοθεί στην κάθε μία υποψήφια, ανάλογα με τη βαρύτητα των πιο πάνω κριτηρίων, θα ακολουθεί την εξής σειρά: Εξαίρετη, Σχεδόν Εξαίρετη, Πάρα Πολύ Καλή."
Σύμφωνα με την αιτήτρια, η Επιτροπή θέτοντας τα πιο πάνω κριτήρια, ενήργησε αντίθετα στο άρθρο 34(6) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/1990 και περαιτέρω παραβίασε και πάλι το δεδικασμένο όπως αυτό είχε διακηρυχθεί με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προηγηθείσα προσφυγή αρ. 357/2005. Εκείνο το οποίο αναμενόταν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή να είχε πράξει κατά την επανεξέταση, ήταν εκείνο που ρητά είχε τονίσει στην απόφασή του το Δικαστήριο στην προσφυγή εκείνη ότι και πάλι δεν είχε πράξει τότε, ήτοι:
". Σύμφωνα με τις αρχές που έχουν καθιερωθεί νομολογιακά, η επανεξέταση διενεργείται μόνο με βάση τα όσα προκύπτουν από το ακυρωτικό αποτέλεσμα (Βλ. Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608 και Ναζίρης ν. Ρ.Ι.Κ., Προσφυγή Αρ. 810/2004, της 12.2.2007 (απόφαση Πλήρους Ολομέλειας.)
Στην παρούσα περίπτωση εκείνο που αναμενόταν ήταν η δέουσα αιτιολόγηση της αξιολόγησης της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής με βάση τα υφιστάμενα στοιχεία και όχι η δημιουργία νέων στοιχείων με την επανάληψη της προφορικής εξέτασης μετά παρέλευση 13 χρόνων από τον ουσιώδη χρόνο, χωρίς αυτό να προκύπτει από το ακυρωτικό αποτέλεσμα. Το πλαίσιο της επανεξέτασης είχε προσδιοριστεί στην ακυρωτική απόφαση."
Εκείνο το οποίο πράγματι εχρειάζετο να είχε πράξει η Επιτροπή για συμμόρφωση προς το δικαστικό δεδικασμένο, ήταν όπως δώσει αιτιολογημένη έκθεση, πράγμα που είχε παραλείψει να πράξει προηγουμένως. Αντ΄ αυτού, η Επιτροπή προχώρησε και έθεσε νέα κριτήρια και περιορισμούς ως προς τον τρόπο αξιολόγησης των υποψηφίων. Κατ΄ αυτό τον τρόπο:
α. Αποφάσισε να αγνοήσει τις υπηρεσιακές εκθέσεις για τα έτη 1979-1983.
β. Καθόρισε χρονική διάρκεια την οποία θα έπρεπε να είχαν ακαδημαϊκά κεκτημένα έτσι ώστε να θεωρούνται επιπρόσθετα προσόντα.
γ. Εισήγαγε απροσδιόριστα άλλα κριτήρια με τη γενικότητα και αοριστία με την οποία τα παρέθεσε, δηλαδή "πείρα της θέσης", "επιμόρφωση" (άλλη παρά τα επιπρόσθετα προσόντα), "συμμετοχές σε συνέδρια".
Το παράπονο της αιτήτριας σε σχέση με αυτό το θέμα είναι βάσιμο. Η Επιτροπή προέβηκε στις πιο πάνω νέες ρυθμίσεις χωρίς έρεισμα και χωρίς αιτιολογία. Όπως είχε επισημανθεί και στην Αναθεωρητική Έφεση 2428 Ελένη Αυγερινού ν. ΕΔΥ (1999)3 ΑΑΔ 702, στην οποία παρέπεμψε ο συνήγορος της αιτήτριας, είναι γενικά επιτρεπτό εκ μέρους της ΕΔΥ να καθορίζει, όπου το σχέδιο δεν το προβλέπει, λογική χρονική διάρκεια για να θεωρείται ως πλεονέκτημα ένα προσόν όπως η πείρα. Όμως, κάθε τέτοιος καθορισμός ή περιορισμός δεν μπορεί να είναι αυθαίρετος και θα πρέπει να δίδεται για τούτο επαρκής αιτιολογία, έτσι ώστε να μπορεί να ελεγχθεί η λογικότητα και καταλληλότητά του σε σχέση με την υπό πλήρωση θέση. Στην παρούσα περίπτωση, η Επιτροπή αποφάσισε, χωρίς καμιά αιτιολογία, ότι τα επιπρόσθετα προσόντα των υποψηφίων θα έπρεπε να ήταν διάρκειας πέραν των 3 μηνών. Γιατί 3 μηνών και όχι 2 ή 4 ή 6 δεν δόθηκε καμιά αιτιολογία. Το δε χειρότερο, είναι ότι, ενώ αναιτιολόγητα έθεσε η Επιτροπή το κατώτατο όριο διάρκειας στους 3 μήνες, η ίδια φαίνεται να το καταστρατήγησε αφού σε κάποιες περιπτώσεις υποψηφίων έλαβε υπόψη της υπέρ τους επιπρόσθετα προσόντα διάρκειας μικρότερης των 3 μηνών. Για παράδειγμα, στη σχετική έκθεση της Επιτροπής, σε σχέση με το ενδιαφερόμενο μέρος Δημητρίου Παναγιώτα, η οποία κρίθηκε ως "Εξαίρετη", αναφέρθηκε ότι κατείχε "σχετικά με τα καθήκοντα της επιπρόσθετα προσόντα" τα οποία, μεταξύ άλλων, περιλάμβαναν:
"Πιστοποιητικό Public Information and Education for Health, Ministry of Health, Cyprus and W.H.G. 16-21.03.1987" και το ότι:
"Ήταν Επιτηρήτρια για την απάντηση Ερωτηματολογίων Ερευνών της W.H.O. για το Aids και τα Ναρκωτικά 9-11.1990."
Δηλαδή λήφθηκαν υπόψη ως επιπρόσθετα προσόντα στην περίπτωση αυτού του ενδιαφερόμενου μέρους προσόντα που αποκτήθηκαν με διάρκεια παρακολούθησης πολύ μικρότερη των 3 μηνών, κατά παράβαση του κριτηρίου και του περιορισμού που η ίδια η Επιτροπή είχε θέσει. Παρόμοια αντίφαση παρατηρείται και στην περίπτωση του ενδιαφερόμενου μέρους Λάμπρου Ελένης. Εκεί, η Επιτροπή, μεταξύ άλλων, έλαβε υπόψη ως επιπρόσθετο προσόν το Certificate of Achievement, Introduction to Psychology, Philosophy, History of Sociology, Philosophy, History of Sociological Analysis, Theory of Personality (Duration: 82 hours) The Philips College, Nicosia 3.7.1986, δηλαδή συνολικής διάρκειας φοίτησης 82 ωρών.
Όπως εντοπίζεται και στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελίδες 186-187, τέτοιας φύσεως αντιφατικές ενέργειες της διοίκησης καθιστούν μια πράξη αναιτιολόγητη:
"Καθιστά αναιτιολόγητον την πράξιν αιτιολογία αόριστος καθιστώσα αδύνατον τον δικαστικόν αυτής έλεγχον ............. η περιλαμβάνουσα αντιφατικάς προτάσεις αναιρούσες αλλήλους."
Η εικόνα δηλαδή η οποία διαφαίνεται είναι ότι κατά τη διαδικασία επανεξέτασης του θέματος πλήρωσης των επίδικων θέσεων η Επιτροπή, αντί να περιορισθεί στο να διορθώσει εκείνο που εντοπίστηκε στην ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου ως κακώς έχον, ήρθε μετά από 17 σχεδόν χρόνια, ως προς τον ουσιώδη χρόνο άσκησης κρίσης, να θέσει νέα κριτήρια και να λάβει υπόψη της νέους παράγοντες, χωρίς να αιτιολογήσει αυτή της την ενέργεια. Και έθεσε νέα στοιχεία κρίσης τα οποία είτε ήσαν γενικά και αόριστα, είτε δεν τα τήρησε η ίδια σε κάποιες περιπτώσεις. Όπως επισημάνθηκε μεταξύ άλλων και στην υπόθεση Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ.1) (1999) 3 ΑΑΔ 216, οι όποιες παρεκκλίσεις και διαφοροποιήσεις ή αντιφάσεις με προηγούμενη κρίση διοικητικού οργάνου, καθιστούν ακόμα πιο αυστηρή την απαίτηση για επαρκή αιτιολογία. (Βλ. επίσης Georghiades and Others v. Republic (1967) 3 CLR 653, Κωνσταντινίδης κ.ά. ν. Συμβούλιο Βελτιώσεως Στροβόλου κ.ά. (1990) 3 ΑΑΔ 1544).
Στην παρούσα δε επανεξέταση, η Επιτροπή παραβίασε το δεδικασμένο με τα νέα στοιχεία που εισήγαγε, ενώ με τον τρόπο που τα εφάρμοσε και με την έλλειψη αιτιολογίας που καθηκόντως όφειλε να δώσει, κατέστησε τόσο τη δική της αξιολόγηση όσο και την προσβαλλόμενη απόφαση των καθ΄ων η αίτηση η οποία βασίστηκε σ΄ αυτήν, πάσχουσα νομικά.
Η προσφυγή, για τους πιο πάνω λόγους, επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρούται.
Επιδικάζονται υπέρ της αιτήτριας €1.500 συν ΦΠΑ έξοδα.
Κληρίδης,
Δ.
/ΧΤΘ