ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 531/2008)
15 Ιανουαρίου, 2010
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
VARDOULAKIS TRANSPORT LTD,
Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ, ΤΜΗΜΑ ΟΔΙΚΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση
_______________________
Δ. Συρίμης για Χρ. Χριστοφή, για τους Αιτητές.
Α. Καλησπέρα (κα), για τους Καθ' ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Με την προσφυγή τους οι Αιτητές ζητούν ακύρωση της απόφασης των καθ' ων η αίτηση ημερ. 22.1.08 με την οποία ανακλήθηκαν οι διοικητικές πράξεις της εγγραφής και έκδοσης αδειών κυκλοφορίας δύο οχημάτων τους, τα οποία κατείχαν άδεια για διεθνείς οδικές μεταφορές.
Στις 10.12.07 κατόπιν αίτησης των Αιτητών ενεγράφησαν, στο μητρώο του Εφόρου Μηχανοκινήτων Οχημάτων, δύο οχήματα διεθνών οδικών μεταφορών, με αρ. εγγραφής KRY 443 και KRY 897(τα οχήματα) και εκδόθηκε γι' αυτά άδεια κυκλοφορίας. Για την εγγραφή μηχανοκινήτου οχήματος, σύμφωνα με τον Κανονισμό 8 των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Ασφάλιση Ευθύνης Εναντι Τρίτου) Κανονισμών του 2000, στο εξής «οι Κανονισμοί του 2000», και τους Κανονισμούς 7 και 19 των Περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κίνησης Κανονισμών του 1984 μέχρι 2006 (στο εξής «οι Κανονισμοί του 1984-06»), προνοείται ότι για την εγγραφή και έκδοση άδειας κυκλοφορίας μηχανοκινήτων οχημάτων, απαιτείται να υποβάλλεται έγκυρο πιστοποιητικό ασφάλισης.
Σε μεταγενέστερο στάδιο οι καθ' ων η αίτηση, διαπίστωσαν ότι τα πιστοποιητικά ασφάλισης που είχαν υποβάλει οι αιτητές για τα δύο οχήματα, ήταν πλαστά. Έτσι ο Διευθυντής του Τμήματος Οδικών Μεταφορών, στις 22.1.2008, προχώρησε στην ανάκληση της διοικητικής πράξης εγγραφής και έκδοσης άδειας κυκλοφορίας για τα εν λόγω οχήματα, κοινοποιώντας την απόφαση του στους Αιτητές. Επίσης ενημερώθηκε και η Αστυνομία η οποία διεξήγαγε έρευνα για ενδεχόμενη διάπραξη ποινικών αδικημάτων.
Οι Αιτητές από την πρώτη στιγμή με επιστολή του δικηγόρου τους ημερ. 31.1.08 αρνήθηκαν οποιαδήποτε εμπλοκή στην κατ' ισχυρισμό πλαστογραφία. Οι ίδιοι δήλωσαν στο Διευθυντή του Τμήματος Οδικών Μεταφορών ότι για την έκδοση του πιστοποιητικού ασφάλισης, απευθύνθηκαν σε ασφαλιστικό αντιπρόσωπο στον οποίο κατέβαλαν και το ποσό των €1150. Δεν γνώριζαν ότι ο εν λόγω αντιπρόσωπος είχε διαφορές με την ασφαλιστική εταιρεία που αντιπροσώπευε και ούτε γνώριζαν υπό ποίες συνθήκες η ασφαλιστική εταιρεία, μετέπειτα αρνήθηκε την έκδοση των Καλυπτικών Σημειώσεων. Οι αιτητές επεφύλαξαν όλα τα δικαιώματά τους για τις ζημιές που θα υποστούν, ως αποτέλεσμα της ακινητοποίησης των οχημάτων τους.
Ακολούθως, στις 9.4.2008, ο Διευθυντής των καθ' ων η αίτηση ζήτησε γνωμάτευση από τη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας. Συγκεκριμένα ζήτησε να πληροφορηθεί, σε περιπτώσεις όπως την πιο πάνω όπου προσκομίσθηκαν πλαστά πιστοποιητικά, αν κατόπιν προσκόμισης νέου έγκυρου πιστοποιητικού ασφάλισης, θα μπορούσαν να επαναεγγραφούν στο μητρώο μηχανοκινήτων οχημάτων και προφανώς να επανεκδοθούν γι' αυτά και οι άδειες κυκλοφορίας.
Η απάντηση του Γενικού Εισαγγελέα ημερ. 24.5.2008 ήταν, ότι θα μπορούσε να γίνει αυτό αλλά η εγγραφή θα θεωρείται ότι έγινε από την ημερομηνία προσκόμισης του έγκυρου πιστοποιητικού ασφάλισης, ενώ η άδεια κυκλοφορίας θα ίσχυε για τον υπόλοιπο χρόνο μετά την ημερομηνία επανεγγραφής.
Έτσι οι καθ' ων η αίτηση, στις 29.5.2008, ενημέρωσαν τους Αιτητές ότι μπορούσαν να επανεγγράψουν τα οχήματα τους, αλλά σύμφωνα με τους όρους που περιέχονται στη σχετική γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα.
Οι Αιτητές αφού προσκόμισαν νέο έγκυρο πιστοποιητικό ασφάλισης κατάφεραν να επανεγγράψουν τα δύο οχήματα, με επιφύλαξη των δικαιωμάτων τους σε σχέση με την καταχώρηση της παρούσας προσφυγής.
Οι Αιτητές προσβάλλουν την πράξη ακύρωσης της εγγραφής και έκδοσης αδειών κυκλοφορίας ημερ. 22.1.2008. Θεωρούν την πράξη παράνομη προβάλλοντας ως λόγους ακύρωσης: (α) πλάνη περί το νόμο, (β) παραβίαση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, (γ) παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και (δ) έλλειψη δέουσας έρευνας.
Προτίθεμαι να αρχίσω από το λόγο ακύρωσης που αφορά στη στέρηση του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης, η εξέταση του οποίου προέχει. Οι Αιτητές ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενώ ήταν δυσμενής για τους Αιτητές, τους στερήθηκε το δικαίωμα ακρόασης, πριν από την έκδοση της απόφασης. Από την άλλη οι καθ' ων η αίτηση απορρίπτουν τον ισχυρισμό, αφού όπως ισχυρίζονται, πρόκειται για ανάκληση παράνομης διοικητικής πράξης και εφόσον «.διακυβεύεται το δημόσιο συμφέρον της Δημοκρατίας», δεν υπήρχε υποχρέωση προηγούμενης ακρόασης των Αιτητών πριν από την έκδοση της.
Σύμφωνα με τις αρχές του διοικητικού δικαίου και της φυσικής δικαιοσύνης, όπως αυτές κωδικοποιούνται στο άρθρο 43 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99), το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης παρέχεται σε κάθε πρόσωπο που θα επηρεαστεί από την έκδοση της πράξης ή άλλου διοικητικού μέτρου, το οποίο είναι πειθαρχικής φύσης ή που άλλως πως είναι δυσμενούς φύσης.
Ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.
Κατά την άποψη μου έστω και αν πρόκειται για μια παράνομη διοικητική πράξη, δεν παύει να έχει δυσμενή αποτελέσματα για τους Αιτητές. Με την ανάκληση της, ακινητοποιούνταν δύο οχήματα των Αιτητών, για διεθνείς μεταφορές, με ουσιαστικές ίσως οικονομικές επιπτώσεις για τους ίδιους. Οι καθ' ων η αίτηση απέδωσαν στους Αιτητές δόλια και απατηλή συμπεριφορά, βασιζόμενοι στο γεγονός ότι παρουσίασαν πλαστά πιστοποιητικά ασφάλισης. Συγκεκριμένα στην επιστολή που απέστειλαν στους Αιτητές καταγγέλλουν ότι:-
«.παρουσιάσατε ενυπόγραφη αίτηση εγγραφής των υπό αναφορά οχημάτων, που έφερε και τη σφραγίδα της εταιρείας σας, με συνημμένα τα πλαστά, όπως διαπιστώθηκε, πιστοποιητικά ασφάλισης, κρίνω ότι ήσασταν ενήμεροι της παρανομίας των πράξεων κατά το χρόνο έκδοσης τους».
Όμως, εκτός από την εκτίμηση του Διευθυντή δεν γίνεται αναφορά σε οποιαδήποτε άλλα στοιχεία, ούτε φαίνεται να υπάρχουν τέτοια, που να αποδεικνύουν ότι οι Αιτητές είχαν γνώση της πλαστότητας των πιστοποιητικών ασφάλισης, όταν μάλιστα αυτά φαίνεται να εκδόθηκαν από ασφαλιστική εταιρεία. Οι καθ' ων η Αίτηση είχαν υποχρέωση, πριν καταλήξουν στο πιο πάνω συμπέρασμα και εκδόσουν την απόφαση τους, να δώσουν στους Αιτητές το δικαίωμα να προβάλουν τις θέσεις τους και να δώσουν οι ίδιοι τις δικές τους εξηγήσεις επί του θέματος.
Πέραν των πιο πάνω φαίνεται να ευσταθεί και ο λόγος ακύρωσης που αφορά στη μη διεξαγωγή δέουσας έρευνας. Όπως είναι νομολογημένο η έλλειψη δέουσας έρευνας οδηγεί σε έλλειψη γνώσης των αναγκαίων ουσιωδών πραγματικών γεγονότων η οποία στην ουσία οδηγεί σε πλάνη περί τα πράγματα (βλ. Χριστοφή ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 2245).
Στην προκείμενη περίπτωση, στο διοικητικό φάκελο δεν έχω εντοπίσει να έχει γίνει οποιαδήποτε έρευνα αναφορικά με το θέμα της πλαστογραφίας. Δεν έχω εντοπίσει πως το θέμα βγήκε στην επιφάνεια και στη βάση ποιων στοιχείων έγινε εκ πρώτης όψεως δεχτό ότι τα Καλυπτικά Σημειώματα ήταν πλαστά. Υπάρχουν αναφορές ότι το Διευθυντή του Τμήματος Οδικών Μεταφορών, ειδοποίησε η ίδια η ασφαλιστική εταιρεία. Περαιτέρω στο φάκελο υπάρχουν αναφορές ότι μετά την καταχώρηση Καλυπτικών Σημειωμάτων, εκδόθηκαν Ασφαλιστικά Συμβόλαια. Δεν υπάρχουν στοιχεία στο φάκελο για να διευκρινιστεί κατά πόσο τα πιστοποιητικά ασφάλισης ήταν νόμιμα ή κατά πόσο ήταν και αυτά πλαστογραφημένα. Στο διοικητικό φάκελο δεν έχω εντοπίσει επιστολή της ασφαλιστικής εταιρείας προς το Διευθυντή του Τμήματος Οδικών Μεταφορών σχετικά με το θέμα. Υπάρχει όμως στο φάκελο αντίγραφο επιστολής ημερ. 27.12.07 της ασφαλιστικής εταιρείας προς τους αιτητές, ότι τα Καλυπτικά Σημειώματα «έχουν εκδοθεί χωρίς καμία εξουσιοδότηση» από τους ίδιους. Παραδόξως, όμως δεν αναφέρεται ότι αυτά ήταν πλαστογραφημένα. Επομένως μένει μετέωρη η διαπίστωση του Διευθυντή περί πλαστογραφίας, στη βάση της οποίας εδράζονται όλες οι μετέπειτα ενέργειές του. Κατά συνέπεια το Δικαστήριο αδυνατεί να ελέγξει, κατά πόσο είναι ορθή η κατάληξη του Διευθυντή ότι τα πιστοποιητικά ασφάλισης ήταν πλαστά.
Ως αποτέλεσμα της έλλειψης έρευνας, τα στοιχεία φαίνονται να είναι ελλιπή και εν πάση περιπτώσει δεν τεκμηριώνουν την κατάληξη του Διευθυντή περί πλαστογραφίας. Τα στοιχεία βέβαια δεν είναι αναγκαία για έλεγχο της ορθότητας της απόφασης του Διευθυντή, αλλά της νομιμότητάς της, και κατά πόσο ο Διευθυντής ενήργησε μέσα στα πλαίσια της διακριτικής του ευχέρειας και των αρχών της χρηστής διοίκησης (λόγος ακύρωσης 3).
Ενόψει της κατάληξης μου ότι ευσταθούν οι λόγοι ακύρωσης 2, 3 και 4 και ότι η πράξη θα πρέπει να ακυρωθεί, κρίνω ότι δεν χρειάζεται να επεκταθώ και στο λόγο ακύρωσης που αφορά την πλάνη περί το νόμο.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με €1300 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ των Αιτητών. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΑΙ