ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
[Υπόθεση Αρ. 425/2008]
11 Ιανουαρίου 2010
[Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΟΝΑΡΗ
Αιτήτρια
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ' ων η αίτηση
Α.Σ. Αγγελίδης για την αιτήτρια.
Ε. Γαβριήλ, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια είναι Χημικός Πρώτης Τάξης στο Γενικό Χημείο του Κράτους. Με επιστολή του δικηγόρου της, ημερομηνίας 20.9.07, ζήτησε να της αναγνωριστεί ως προϋπηρεσία η υπηρεσία της, ως δημόσιος υπάλληλος, σε χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τη Βρεττανία, κατά την περίοδο 1976 - 1979. Η ΕΔΥ, στηριγμένη σε επί τούτου γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, αποφάσισε ότι η αιτήτρια «δεν μπορεί να επωφεληθεί των χρόνων απασχόλησής της στο Ηνωμένο Βασίλειο για σκοπούς αρχαιότητας της». Με τη σκέψη πως δεν έχουμε στην παρούσα περίπτωση διακίνηση της αιτήτριας μετά την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Με την παρούσα προσφυγή προσβάλλεται αυτή η απόφαση «με βάση τη νομολογία του ΔΕΚ που δεσμεύει ή και υπερέχει του δικαίου των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για κάθε νόμιμο σκοπό και ή για σκοπούς αρχαιότητας».
Είναι η προδικαστική ένσταση των καθ' ων η αίτηση πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πληροφοριακή και, επομένως, ως τέτοια, δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη υποκείμενη σε αναθεωρητικό έλεγχο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, αφού δεν έχει αυτοτελώς ως συνέπεια την άμεση παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων. Δεν επέφερε οποιαδήποτε άμεση τροποποίηση στις υποχρεώσεις και στα δικαιώματα της αιτήτριας ή οποιαδήποτε μεταβολή στην υφιστάμενη νομική της κατάσταση. Θα προέκυπτε τέτοια μεταβολή, όπως περαιτέρω εξηγούν, στην περίπτωση προαγωγής άλλου, αντί της ίδιας, λόγω ακριβώς της μη αναγνώρισης της διεκδικηθείσας προϋπηρεσίας της για σκοπούς αρχαιότητας, στο πλαίσιο προσφυγής προς ακύρωσή της. Όπως έχουν τώρα τα πράγματα, με την προσβαλλόμενη απόφαση απλώς εκφράζεται πρόθεση.
Η αιτήτρια, όπως και οι καθ' ων η αίτηση, παραπέμπουν στην πάγια νομολογία μας ως προς τα χαρακτηριστικά της εκτελεστής διοικητικής πράξης σε αντιδιαστολή προς την πληροφοριακή. Είναι η θέση της αιτήτριας πως, εν προκειμένω, υποβλήθηκε συγκεκριμένο αίτημα και η ΕΔΥ δεν περιορίστηκε σε απλή πληροφόρηση ή έκφραση πρόθεσης αλλά το απέρριψε, στη βάση της αντίληψης της πως δεν ήταν δικαιολογημένο. Αυτό, όμως, χωρίς αναφορά στα επιχειρήματα σε σχέση με την αρχαιότητα, η σημασία της οποίας θα ήταν ενδεχόμενη και μελλοντική, όχι παρούσα. Είναι σχετική συναφώς η υπόθεση Πετρώνδας ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεως Λευκωσίας, (1995) 4 ΑΑΔ 1602 στην οποία εξηγήθηκαν από τον Πική, Π., πως «η αρχαιότητα ως παράγοντας ο οποίος μπορεί να επιμετρήσει στην ανέλιξη του υπαλλήλου στο μέλλον» δεν άπτεται της υπηρεσιακής του κατάστασης, οπότε «ο επηρεασμός δεν είναι άμεσος». (Βλ. και Βαρναβίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας, (1995) 4 ΑΑΔ 2292). Αυτή επικυρώθηκε από την Ολομέλεια στη Λοχίας Γεωργίου κ.α. ν. Παναγή κ.α. & Δημοκρατίας (1997) 3 ΑΑΔ 81 στη σελ. 90, με την οποία απόφαση διασαφηνίστηκε πως ο επηρεασμός της αρχαιότητας θα παράγει έρεισμα για προσφυγή εφόσον επάγεται βλάβη στην υπηρεσιακή κατάσταση του αιτητή, στο πλαίσιο της ιεραρχίας του τμήματος όπου υπηρετεί «και όχι η αρχαιότητα ως υπολογίσιμος παράγοντας στην αξιολόγησή του για προαγωγή στο μέλλον, όπως φαίνεται ότι έγινε δεκτό από το πρωτόδικο Δικαστήριο.»
Με την απαντητική αγόρευσή της η αιτήτρια δεν επικαλείται πλέον τον επηρεασμό της αρχαιότητας της, ορθά αφού δεν προκύπτει οτιδήποτε το οποίο με αναφορά σ' αυτό, θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί ως άμεσος επηρεασμός της υπηρεσιακής της κατάστασης. Υποστηρίζει όμως με την απαντητική αγόρευση πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εκτελεστή ως επηρεάζουσα τα συνταξιοδοτικά της δικαιώματα. Στη Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας κ.α. (1992) 4 ΑΑΔ 1239, με αναφορά και στις παρόμοιες Michalis Erotokritou v. Republic (Minister of Interior) (1972) 3 CLR 523 και Σαβεριάδου ν. Δημοκρατίας κ.α. (1991) 4 ΑΑΔ 54, έκρινα πως, στην απουσία ειδικών περιστατικών, η σύνταξη αποτελεί παροχή η οποία εξ ορισμού συνδέεται με το τέλος της υπηρεσίας υπαλλήλου. Επομένως, τα θέματα που εγείρονται ως προς το ύψος της και τη βάση πάνω στην οποία πρέπει να υπολογιστεί, μπορούν να προσδιοριστούν δεσμευτικά κατά το χρόνο της αφυπηρέτησης ή την με άλλο τρόπο λύση της υπηρεσιακής σχέσης. Οπότε, η απόπειρα προγενέστερου υπολογισμού τους, ενώ δηλαδή υπηρετεί ο υπάλληλος, δεν έχει άμεση επίπτωση πάνω στα συμφέροντα του υπαλλήλου και αποτελεί απλή έκφραση γνώμης ως προς το τι πρέπει να γίνει ή πρόθεσης ως προς το τι θα κάμει η διοίκηση μελλοντικά. Στην πιο πάνω υπόθεση συμφώνησαν οι δυο πλευρές και το δέχτηκα πως υπήρχαν ιδιαίτερα περιστατικά που θεμελίωναν πως η απόφαση ήταν εκτελεστή. Αυτή είχε άμεσες επιπτώσεις επειδή, αναλόγως, στο πλαίσιο των ιδιαίτερων εκεί δεδομένων, θα προέκυπτε ζήτημα καταβολής εισφορών, αμέσως. Κατά τις διευκρινίσεις οι καθ' ων η αίτηση ακριβώς επισήμαναν πως και τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα ανάγονται στο μέλλον ενώ, από την άλλη, η αιτήτρια, χωρίς αναφορά σε οτιδήποτε το ιδιαίτερο, εισηγήθηκε πως είναι εκτελεστή η απόφαση αφού, «αν απαντούσαν από τώρα ποια θα είναι η συντάξιμη περίοδός της θα μπορούσε να είχε παραιτηθεί λαμβανομένης υπόψη της υπηρεσίας της στο εξωτερικό.». Έχει δοθεί, όμως απάντηση, και ασφαλώς παραπέμπει στο πρακτέο σε μέλλοντα χρόνο. Οι όποιες σκέψεις της αιτήτριας και κατά την τελική της δήλωση επίσης παραπέμπουν στο τί μελλοντικά θα αποφασίσει, αναλόγως. Εκείνο που παραμένει είναι η πληροφόρηση αναφορικά με το πρακτέο σε μέλλοντα χρόνο. Αυτό, στην απουσία οποιωνδήποτε ειδικών περιστατικών που να δείχνουν άμεση συνέπεια προκύπτουσα από την ίδια την απόφαση, δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη υποκείμενη σε αναθεώρηση δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος αλλά απλή πληροφόρηση ως προς την αντίληψη του Νόμου και συναφώς την πρόθεση.
Η προσφυγή δεν είναι παραδεκτή και απορρίπτεται με €1.200 έξοδα.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
/μσιαμπαρτά