ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1405/2008)
15 Ιανουαρίου, 2010
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
KARIM CHADAMALLI,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Α. Παντελίδου (κα) για κ. Παπαλοϊζου, για τον Αιτητή.
Τζ. Καρακάννα (κα), για τους Καθ΄ ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Ο Αιτητής είναι Ιρανός υπήκοος και με την παρούσα προσφυγή ζητά την ακύρωση της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων ημερομηνίας 5.6.2008, με την οποία απορρίφθηκε η ιεραρχική προσφυγή του κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.
Ο Αιτητής εισήλθε νόμιμα στην Κύπρο με τουριστική θεώρηση εισόδου, στις 20.12.2000. Στις 3.2.2005, υπέβαλε αίτηση για απόκτηση της ιδιότητας του πολιτικού πρόσφυγα. Στην αίτηση του ανάφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα του, γιατί είναι φυγάς αξιωματικός του στρατού και εναντίον του καθεστώτος. Επίσης ότι είχε αναπτύξει δραστηριότητα αρχικά με αντικαθεστωτικές ομάδες και αργότερα με το Εθνικό Μέτωπο Ιρανών, επισυνάπτοντας στην αίτηση του αντίγραφο κάρτας μέλους.
Στις 8.3.2007 κλήθηκε σε συνέντευξη από την λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης.
Ο προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου, στις 10.3.2007 αποδεχόμενος την εισήγηση της λειτουργού, αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης, για το λόγο ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 και 19(1) και (2) του περί Προσφύγων Νόμου 2000-2004 Ν.(6(Ι)/2000), στο εξής «ο Νόμος». Λόγω αλλαγής διεύθυνσης, ο Αιτητής ενημερώθηκε με κάποια καθυστέρηση. Η σχετική επιστολή αν και φέρει ημερομηνία 19.3.2007 παραλήφθηκε από τον ίδιο μέσα Νοεμβρίου του 2007. Στην απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου επισημαίνεται ότι ο Αιτητής υπέπεσε σε αντιφάσεις και ασάφειες, οι οποίες δημιούργησαν αμφιβολίες για τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την χώρα του.
Στις 5.11.2007 ο Αιτητής καταχώρησε διοικητική προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, στο εξής « η Αρχή» η οποία στις 5.6.2008, μετά από μελέτη της σχετικής Έκθεσης που είχε ετοιμαστεί από Λειτουργό, με απόφαση της απέρριψε την διοικητική προσφυγή. Με επιστολή, της ίδιας ημερομηνίας, ενημέρωσε σχετικά τον Αιτητή.
Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή προβάλλει 3 λόγους προς ακύρωση της προσβαλλομένης απόφασης της Αρχής. Με τον πρώτο, ότι οι καθ' ων η αίτηση δεν προέβησαν σε δέουσα έρευνα, με αποτέλεσμα η απόφαση να ληφθεί υπό πλάνη. Επίσης ότι παραβιάσθηκε το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης, αφού δεν δόθηκε στον Αιτητή η ευκαιρία να εμφανισθεί ενώπιον της Αρχής κατά την εξέταση της ιεραρχικής του προσφυγής. Τέλος προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η απόφαση παραβιάζει τη Σύμβαση της Γενεύης.
Η δέουσα έρευνα ως λόγος ακύρωσης έχει άμεση σχέση με την πλάνη περί τα πράγματα. Η διαπίστωση των ουσιωδών γεγονότων ενέχει μεγάλη σημασία ώστε να αποφευχθεί το ενδεχόμενο πλάνης. Βέβαια το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει ανάλογα με τις περιστάσεις.
Ο λόγος ακύρωσης που αφορά στην έλλειψη έρευνας δεν ευσταθεί.
Στη παρούσα περίπτωση κατά την άποψη μου, τόσο η Υπηρεσία Ασύλου όσο και η Αρχή προέβησαν σε πλήρη έρευνα των γεγονότων. Όπως προκύπτει από μελέτη των φακέλων της υπόθεσης, η λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ορθά διαπίστωσε από το ερωτηματολόγιο ότι ο Αιτητής με τις απαντήσεις του, έδινε την εντύπωση αναξιόπιστου ατόμου, αφού υπέπιπτε σε αντιφάσεις και ασάφειες. Ενδεικτικά, κατά την διάρκεια της συνέντευξης ενώπιον της και απαντώντας σε σχετικές ερωτήσεις της, δήλωσε ότι στο Ιράν εργαζόταν σαν αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού, αλλά τα έγγραφα που το αποδείκνυαν ήταν στο Ιράν και ότι μετά παραιτήθηκε και εργαζόταν σε εμπορικά πλοία. Ενώ σε ερώτηση γιατί παραιτήθηκε από το πολεμικό ναυτικό της χώρας, η απάντηση του ήταν ότι το τωρινό Ισλαμικό καθεστώς θα το σκότωνε, εάν διαπίστωνε ότι εργαζόταν για το ναυτικό με το προηγούμενο καθεστώς. Στη συνέχεια δήλωσε ότι δούλεψε με τους Κούρδους και ότι στη Κύπρο εργάστηκε με το Εθνικό Μέτωπο, δηλαδή για αντικαθεστωτικές οργανώσεις. Όμως σε ερώτηση αν από την εργασία του με του Κούρδους, διανομή πακέτων φυλλαδίων με αντικαθεστωτικό προφανώς περιεχόμενο, αντιμετώπισε κανένα πρόβλημα από τις αρχές της χώρας του, η απάντηση του ήταν αρνητική.
Επίσης διαπιστώνω ότι, πλήρης έρευνα και εξέταση των γεγονότων έγινε και ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής τόσο από την λειτουργό της όσο και από την ίδια την Αρχή. Ο ισχυρισμός ότι η ίδια η Αρχή δεν προέβη σε δική της έρευνα, είναι αβάσιμος, αφού από τα στοιχεία του φακέλου φαίνεται ότι η λειτουργός της Αρχής προχώρησε στην μελέτη της έκθεσης της Υπηρεσίας Ασύλου και συνέταξε δική της εισήγηση η οποία, μαζί με όλα τα στοιχεία της υπόθεσης, έθεσε ενώπιον της Αρχής η οποία προχώρησε όπως αναφέρει στην απόφαση της, σε «προσεκτική μελέτη του πραγματικού υλικού που περισυνέλεξε, και ορθά έλαβε υπόψη η Υπηρεσία Ασύλου.». Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ο Αιτητής μέχρι τότε δεν είχε θέσει ενώπιον της Αρχής οποιοδήποτε νέο στοιχείο.
Δεν ευσταθεί ούτε ο ισχυρισμός ότι παραβιάσθηκε το δικαίωμα του Αιτητή για προηγούμενη ακρόαση. Η Αρχή δεν έχει τέτοια υποχρέωση. Σύμφωνα με το Άρθρο 28Ζ του Νόμου, είναι στην διακριτική ευχέρεια της Αρχής να διεξάγει είτε γραπτές είτε προφορικές ακροαματικές διαδικασίες. Αυτό ισχύει ακόμη και εάν ο εκάστοτε Αιτητής έχει να παρουσιάσει νέα στοιχεία. Στην παρούσα περίπτωση, με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιον της η Αρχή και ενόψει του γεγονότος ότι ο Αιτητής δεν κατέθεσε κάτι νέο που να διαφοροποιεί τα πράγματα, δεν διαπιστώνω να συνέτρεχε λόγος για τον οποίο ο Αιτητής θα έπρεπε να κληθεί ενώπιον της Αρχής ή να ακολουθηθεί άλλη διαδικασία από αυτή που ακολουθήθηκε. (Βλ. Harpreet Singh v. Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 393.
Με τον δεύτερο λόγο ακύρωσης ο συνήγορος του Αιτητή προβάλλει αόριστα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα πραγματικής και νομικής πλάνης. Δεν διαπιστώνεται κάτι τέτοιο. Κατά την άποψη μου οι καθ' ων η αίτηση πριν προχωρήσουν στην έκδοση της επίδικης απόφασης, αξιολόγησαν ορθά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία θα έπρεπε να υπαχθούν στην σχετική νομοθεσία. Ο Αιτητής με βάση τα στοιχεία του φακέλου είναι φανερό ότι έχει υποπέσει σε αντιφάσεις και ορθά κρίθηκε ως αναξιόπιστος. Περαιτέρω ο συνήγορος του Αιτητή επικαλείται νομική πλάνη, χωρίς να προσδιορίζει ποια πρόνοια της νομοθεσίας δεν εφαρμόσθηκε σωστά. Είναι γνωστή η αρχή ότι εκείνος που προβάλλει ως λόγο ακύρωσης την νομική και πραγματική πλάνη, έχει και το βάρος της απόδειξης. Στην προκειμένη περίπτωση ο Αιτητής έχει αποτύχει να το αποσείσει.
Τέλος ο συνήγορος προβάλλει ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάστηκε η Σύμβαση της Γενεύης για την προστασία των προσφύγων, και συγκεκριμένα το Άρθρο 1Α, παρ.2.1 της Σύμβασης. Σ' αυτή την κατηγορία εμπίπτει κάθε πρόσωπο για το οποίο υπάρχει βάσιμος λόγος δίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων. Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του Αιτητή εισηγήθηκε ότι η Αρχή απέτυχε να διαπιστώσει ότι ο Αιτητής δεν υπάγεται σ' αυτήν την κατηγορία των προσφύγων. Επίσης ισχυρίστηκε παραβίαση του Άρθρου 33 της Σύμβασης το οποίο απαγορεύει την επαναπροώθηση πρόσφυγα σε χώρα όπου θα απελαθεί, βασανιστεί, έστω και αν πρόκειται για τη χώρα καταγωγής του. Όπως ισχυρίστηκε, ο Αιτητής φοβόταν ότι λόγω της δράσης του θα υποστεί δίωξη εάν επιστρέψει στην χώρα του,
Ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.
Η Αρχή ορθά κατέληξε στην απόρριψη της αίτησης για το λόγο ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 και 19(1) και (2) του Νόμου, αφού αυτός απέτυχε να αποδείξει ότι σε περίπτωση επιστροφής στην χώρα του, θα υπήρχε κίνδυνος δίωξης του για φυλετικούς, θρησκευτικούς, πολιτικούς λόγους ή για το λόγο ότι ήταν μέλος συγκεκριμένου συνόλου. Με τις απαντήσεις του στην συνέντευξη ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, ο Αιτητής δεν έδωσε την εντύπωση προσώπου που αντιμετώπιζε προβλήματα με τις αρχές λόγω των πεποιθήσεων του, όποιες και να ήταν αυτές, έστω και αν ήταν πραγματικές. Ως αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε, στην περίπτωση του, να εφαρμοστεί το Άρθρο 33 της Σύμβασης της Γενεύης, το οποίο έχει ενσωματωθεί στο Άρθρο 4(α) του Νόμου, εφόσον ο Αιτητής δεν πληρεί τις αναγκαίες προϋποθέσεις.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €600 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΑΙ