ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1208/2007)

 

25 Ιανουαρίου, 2010

 

[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΦΩΤΗΣ ΠΡΩΤΟΠΑΠΑ,

 

Αιτητής,

 

ν.

 

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Καθ΄ων η αίτηση.

_______________

 

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Δ. Στεφανίδης για Τάσσο Παπαδόπουλο και Συνεργάτες, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.:  Ο αιτητής αξιώνει ακύρωση της απόφασης του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου (στο εξής «το ΕΤΕΚ»), ημερομηνίας 29.5.2007 με την οποία εμμέσως, θέτοντας όρους, απέρριψε την αίτησή του για εγγραφή στο Μητρώο Μελών του ΕΤΕΚ στον κλάδο της Μηχανολογικής Μηχανικής.

 

Ο αιτητής είχε υποβάλει στις 18.3.2005 αίτηση στο ΕΤΕΚ για εγγραφή επισυνάπτοντας όλα τα σχετικά στοιχεία.  Αρχικά η Επιτροπή Εγγραφής Μελών η οποία συστήθηκε από το Γενικό Συμβούλιο του ΕΤΕΚ, με βάση τον Κανονισμό 4(4) των περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου (Αιτήσεις και Τέλη) Κανονισμών του 1997, Κ.Δ.Π. 133/97, επιλήφθηκε της πιο πάνω αίτησης και συμβούλεψε τη Διοικούσα Επιτροπή να την απορρίψει γιατί ο αιτητής «δεν είναι απόφοιτος Τεχνικού Πανεπιστημίου».

 

Στη συνέχεια συνήλθε η Διοικούσα Επιτροπή στις 16.2.2006, η οποία ασκώντας τις εξουσίες της σύμφωνα με το άρθρο 14 του περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμου του 1990, Ν.224/90,  απέρριψε την αίτηση για εγγραφή γιατί ο αιτητής δεν κατείχε πτυχίο ή δίπλωμα πανεπιστημίου ή άλλο ισοδύναμο προσόν σε οποιοδήποτε κλάδο της Μηχανικής Επιστήμης, το οποίο  να είναι αναγνωρισμένο από το Επιμελητήριο.  Ο αιτητής ενημερώθηκε σχετικά για την πιο πάνω απόφαση.

 

Ακολούθησε σχετική αλληλογραφία, ενώ μάλιστα ενημερώθηκε και ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Συγκοινωνιών και ΄Εργων ο οποίος επέδειξε ενδιαφέρον για την αίτηση.

 

Στις 15.11.2006 η Διοικούσα Επιτροπή αποφάσισε όπως εν όψει της Ευρωπαϊκής Οδηγίας για την Αναγνώριση Επαγγελματικών Προσόντων 89/48/ΕΟΚ επανεξετάσει την αίτηση με βάση τις πρόνοιες του περί Γενικού Συστήματος Αναγνώρισης Επαγγελματικών Προσόντων Νόμου του 2002, Ν. 179(Ι)/2002.  Αποφασίστηκε επίσης όπως ζητηθούν από τον αιτητή περαιτέρω στοιχεία, ενώ αν προέκυπτε ότι ικανοποιούνταν οι πρόνοιες του άρθρου 4 του Ν.179(Ι)/2002, θα έπρεπε να του δοθεί η επιλογή μεταξύ σχετικής δοκιμασίας επάρκειας ή εναλλακτικά ολοκλήρωσης στην Κύπρο πρακτικής άσκησης προσαρμογής, σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 5 και 7 του Ν.179/2002.

 

Ο αιτητής ενημερώθηκε σχετικά με επιστολή ημερομηνίας 30.11.2006, καλούμενος να προσκομίσει πιστοποιητικά ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία για την επαγγελματική πείρα που απέκτησε κατά τη χρονική περίοδο μεταξύ Μαΐου 2001 και Νοεμβρίου 2005, στοιχεία τα οποία ο αιτητής υπέβαλε.

 

Η Διοικούσα Επιτροπή αποφάσισε το διορισμό τριμελούς Ομάδας Αξιολόγησης προς αξιολόγηση των προσόντων του αιτητή, η οποία και εξέδωσε το πόρισμά της στις 18.5.2007.  Η Διοικούσα Επιτροπή κατέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση στη συνεδρία της ημερομηνίας 29.5.2007 στην οποία αποφάσισε να δοθούν στον αιτητή τρεις επιλογές και ανεξαρτήτως από αυτές, με την ολοκλήρωση του αντισταθμιστικού μέτρου που θα επέλεγε ο αιτητής, να κληθεί σε προφορική συνέντευξη για επιβεβαίωση επίτευξης των στόχων του αντισταθμιστικού μέτρου.  Ο αιτητής ενημερώθηκε σχετικά από το Διευθυντή του Επιμελητηρίου στις 30.5.2007.

 

Προδικαστική ένσταση που προβλήθηκε για την έλλειψη εννόμου συμφέροντος του αιτητή αποσύρθηκε σε μεταγενέστερο στάδιο. Παρ΄ όλα αυτά διαπιστώνω πως ο αιτητής νομιμοποιείται και η ένσταση θα έπρεπε να απορριφθεί ούτως ή άλλως.

 

Αρχικά ο αιτητής ισχυρίζεται ότι πάσχει η σύνθεση της Επιτροπής Εγγραφής Μελών ημερομηνίας 10.1.2006, αφού δεν υπήρχε απαρτία για λήψη της απόφασής της.  Για τον ίδιο λόγο προβάλλεται ισχυρισμός ότι πάσχει και η σύνθεση της Διοικούσας Επιτροπής στη συνεδρία  ημερομηνίας 16.2.2006.

 

Οι πιο πάνω ισχυρισμοί του αιτητή θα πρέπει να  απορριφθούν ως αλυσιτελείς δεδομένου ότι στις 7.11.2006 άρχισε διαδικασία επανεξέτασης της αίτησης η οποία διεξήχθη στο στάδιο αυτό με βάση την Ευρωπαϊκή Οδηγία για Αναγνώριση Επαγγελματικών Προσόντων και συνεπώς οτιδήποτε έγινε σε προγενέστερο στάδιο δεν μπορεί να επηρεάσει τη διαδικασία επανεξέτασης.

 

Επί της ουσίας ο αιτητής υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την Ευρωπαϊκή Οδηγία υπ΄ αρ. 89/48/ΕΟΚ και τον περί Γενικού Συστήματος Αναγνώρισης των Επαγγελματικών Προσόντων Νόμο του 2002, Ν. 179(Ι)/2002.

 

Η Οδηγία 89/48/ΕΟΚ αναφέρεται στο γενικό σύστημα αναγνώρισης των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών.  Τροποποιήθηκε με την Οδηγία 2001/19/ΕΚ.  Το Γενικό Σύστημα Αναγνώρισης που προβλέπεται στις πιο πάνω Οδηγίες κατέστη μέρος του εθνικού μας δικαίου με το Ν.179(Ι)/2002.

 

Σκοπός του Νόμου είναι να επιτρέψει σε άτομα που διαθέτουν τα προσόντα για να ασκήσουν ένα επάγγελμα σε κάποιο κράτος μέλος και επιθυμούν να ασκήσουν το επάγγελμα σε άλλο κράτος μέλος, να αποκτούν στο κράτος αυτό, στο μέτρο που το επάγγελμα είναι κατοχυρωμένο εκεί, την αναγνώριση των προσόντων τους.  Ο Ν.179(Ι)/2002 δεν καταργεί ούτε αναιρεί τις πρόνοιες του Ν.224/90.  Απλώς επιβάλλει στο ΕΤΕΚ την υποχρέωση όπως κατά την εφαρμογή των διατάξεων που ρυθμίζουν την ένταξη αιτητή σε ένα επάγγελμα, να λαμβάνουν υπ΄ όψιν και εφαρμόζουν τις ειδικές ρυθμίσεις του Ν.179(Ι)/2002.  Τις πιο πάνω διατάξεις, υποστηρίζει ο αιτητής, έπρεπε να εφαρμόσει το ΕΤΕΚ.

 

Καθοριστικά επί του θέματος είναι τα άρθρα 3 και 4 του Ν.179(Ι)/2002, τα οποία ορίζουν το πεδίο εφαρμογής και την άσκηση κατοχυρωμένου επαγγέλματος στη Δημοκρατία αντιστοίχως.   Ειδικότερα, το άρθρο 4 προνοεί ότι όταν η πρόσβαση σε κατοχυρωμένο επάγγελμα ή του οποίου η άσκηση στη Δημοκρατία προϋποθέτει την κατοχή διπλώματος, το αρμόδιο όργανο δεν μπορεί, επικαλούμενο την έλλειψη προσόντων, να αρνείται σε υπήκοο κράτους μέλους την πρόσβαση στο επάγγελμα αυτό ή την άσκησή του, υπό τους ίδιους όρους με τους ημεδαπούς, εφ΄όσον ο αιτητής κατέχει δίπλωμα το οποίο απαιτείται από άλλο κράτος μέλος για πρόσβαση ή άσκηση του επαγγέλματος αυτού στο έδαφός του και το οποίο αποκτήθηκε σε ένα κράτος μέλος, ή έχει ασκήσει το επάγγελμα αυτό με πλήρη απασχόληση επί δύο έτη κατά τη διάρκεια των δέκα τελευταίων ετών σε άλλο κράτος μέλος που δεν κατοχυρώνει το επάγγελμα αυτό και έχει αποκτήσει έναν ή περισσότερους τίτλους εκπαίδευσης που έχουν χορηγηθεί από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους, οι οποίοι πιστοποιούν ότι ο κάτοχός τους έχει συμπληρώσει με επιτυχία κύκλο μεταδευτεροβάθμιων σπουδών διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών, ή μερική παρακολούθηση ισοδύναμης διάρκειας σε πανεπιστήμιο ή ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα ή άλλο ίδρυμα ισότιμου επιπέδου και, όπου απαιτείται, έχει συμπληρώσει με επιτυχία επαγγελματική εκπαίδευση επιπλέον του κύκλου μεταδευτεροβάθμιων σπουδών και που προετοίμασαν τον κάτοχό τους για την άσκηση του επαγγέλματος αυτού ή έναν ή περισσότερους τίτλους εκπαίδευσης ή σύνολο τέτοιων τίτλων εκπαίδευσης που έχουν χορηγηθεί από αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους, εφ΄όσον έχουν χορηγηθεί μετά τη συμπλήρωση με επιτυχία εκπαίδευσης που έχει πραγματοποιηθεί εντός της Κοινότητας και που αναγνωρίζεται από αρμόδια αρχή του συγκεκριμένου κράτους μέλους ως ισότιμου επιπέδου με τον τίτλο εκπαίδευσης που αναφέρεται πιο πάνω, υπό την προϋπόθεση ότι η αναγνώριση αυτή έχει κοινοποιηθεί στα άλλα κράτη μέλη και στην Επιτροπή.

 

Την πιο πάνω διάταξη του Ν.179(Ι)/2002, καθώς και την Οδηγία 89/48/ΕΟΚ παραβίασαν, όπως ισχυρίζεται ο αιτητής, οι καθ΄ ων η αίτηση και δεν τις εφάρμοσαν στην περίπτωσή του, αυθαίρετα και χωρίς τη δέουσα έρευνα.

 

Όπως καταγράφεται στο σχετικό πρακτικό οι καθ΄ ων η αίτηση αποφάσισαν, αφού προηγουμένως συζήτησαν το πόρισμα της Ομάδας Αξιολόγησης που είχε διοριστεί, στο οποίο αναφέρονται τα κενά στα προσόντα του αιτητή σε θέματα Σχεδιασμού, Ρευστών, Θερμοδυναμικής, Κλιματισμού, Ψύξης και Θέρμανσης, να προταθούν στον αιτητή οι δύο επιλογές που προβλέπονται από τη σχετική νομοθεσία, καθώς επίσης και μια τρίτη επιπλέον επιλογή.

 

Οι τρεις επιλογές ήταν όπως ο αιτητής ακολουθήσει πρακτική άσκηση προσαρμογής 3 χρόνων η οποία να περιλαμβάνει σύνθετα καθήκοντα που να καλύπτουν τα προαναφερθέντα κενά, η οποία να συνοδεύεται με διατήρηση βιβλιαρίου εργασίας και να επιβεβαιώνεται τακτικά από μηχανικό που θα ορίσει το ΕΤΕΚ.

 

Η δεύτερη επιλογή ήταν η δοκιμασία επάρκειας η οποία θα ετοιμαστεί από διμελή επιτροπή που θα ορίσει το ΕΤΕΚ αποτελούμενη από τουλάχιστον ένα ακαδημαϊκό, ενώ η τρίτη επιλογή ήταν η παρακολούθηση μαθημάτων  στην Πολυτεχνική Σχολή του Πανεπιστημίου Κύπρου, Τμήμα Μηχανολόγων Μηχανικών.  Ο ακριβής κατάλογος μαθημάτων θα καταρτιζόταν μετά την τυχόν επιλογή του αιτητή και αναμενόταν να περιλαμβάνει κατά μέγιστο βαθμό 5 μαθήματα.

 

Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, με την ολοκλήρωση του αντισταθμιστικού μέτρου που θα επέλεγε ο αιτητής, θα εκαλείτο, σύμφωνα πάντα με την απόφαση του ΕΤΕΚ, σε προφορική συνέντευξη για επιβεβαίωση της επίτευξης των στόχων του αντισταθμιστικού μέτρου.

 

Θα πρέπει να λεχθεί, εις απάντηση του ισχυρισμού του αιτητή ότι η απόφαση στερείται δέουσας έρευνας και ότι είναι αυθαίρετη, ότι το πόρισμα της Επιτροπής Αξιολόγησης Επαγγελματικών Προσόντων είναι λεπτομερέστατο και αποδεικνύει ακριβώς ενδελεχή έρευνα σε σχέση με τα προσόντα του αιτητή και ορθολογική αξιολόγηση.

 

Όπως επισημαίνεται και από τους καθ΄ων η αίτηση ο ισχυρισμός του αιτητή για παραβίαση της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 89/48/ΕΚ και του Ν.179(Ι)/2002, έγινε κατά πολύ γενικό τρόπο χωρίς να αποδίδεται συγκεκριμένη ή ειδική πλημμέλεια στα όσα κρίθηκαν αναφορικά με το αίτημά του, καλώντας ουσιαστικά το δικαστήριο να προβεί σε πρωτογενή έλεγχο και επανεξέταση των προσόντων του.

 

Όπως έχει κατ΄ επανάληψη νομολογηθεί η πρωτογενής έρευνα ή η άσκηση ουσιαστικής κρίσης επί του θέματος δεν αποτελεί καθήκον του δικαστηρίου το οποίο περιορίζεται μόνο στον έλεγχο του κατά πόσο το διοικητικό όργανο διεξήγαγε επαρκή ή δέουσα έρευνα για εξακρίβωση των πραγματικών στοιχείων και κατά πόσο υπάρχει το ενδεχόμενο πλάνης περί τα πράγματα ή υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας (Γεωργιάδης ν. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος (2000) 3 Α.Α.Δ. 106, 110-111).

 

Είναι φανερό με τα όσα έχουμε πει πιο πάνω ότι η Διοικούσα Επιτροπή η οποία έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση, προέβη σε δέουσα και ενδελεχή μάλιστα έρευνα προτού αποφασίσει, σε σχέση με όλα τα στοιχεία που περιβάλλουν την αίτηση και νόμιμα αποφάσισε όχι την απόρριψη της αίτησης για εγγραφή του αιτητή, αλλά την επιβολή αντισταθμιστικών μέτρων όπως αυτά προβλέπονται στο άρθρο 5 του Ν.179(Ι)/2002, ενώ παράλληλα του παρέσχε τη δυνατότητα επιλογής όπως επίσης προβλέπεται από το εδάφιο 4(α) του άρθρου 5 του Νόμου.

 

Το γεγονός ότι η διάρκεια σπουδών του αιτητή είναι τετραετής, κατά ένα χρόνο δηλαδή μικρότερη από αυτήν που απαιτείται στη Δημοκρατία, δίδει ακριβώς το δικαίωμα νομίμως στο κράτος μέλος υποδοχής να απαιτεί από τον αιτούντα να αποδείξει ότι διαθέτει επαγγελματική πείρα, ως καθορίζεται από το Νόμο.  Επίσης το αρμόδιο όργανο μπορεί, αν η εκπαίδευσή του αφορά τομείς γνώσεων ουσιωδώς διαφορετικούς από εκείνους που καλύπτονται από το δίπλωμα που απαιτείται στη Δημοκρατία, να ζητήσει από τον αιτούντα να προχωρήσει σε πρακτική άσκηση προσαρμογής στη Δημοκρατία.  Αυτό συνέβη στην παρούσα περίπτωση, με τη διαπίστωση της Επιτροπής Αξιολόγησης Επαγγελματικών Προσόντων ότι ο αιτητής στερείται γνώσης μαθημάτων βασικών για την άσκηση του Μηχανολόγου Μηχανικού στην Κύπρο.

 

Επί του θέματος σχετική είναι και η απόφαση του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Colegio de Ingenieros de Caminos, Canales y Puertos v. Administration del Estado, Υπόθεση C-330/03, ημερ. 19.1.2006, στην οποία χαρακτηριστικά έχουν λεχθεί τα ακόλουθα:

 

«19. (.) Διαφορές όσον αφορά την οργάνωση ή το περιεχόμενο της κτηθείσας στο κράτος μέλος καταγωγής εκπαιδεύσεως σε σχέση με αυτήν που παρέχεται στο κράτος μέλος υποδοχής δεν αρκούν για να δικαιολογήσουν άρνηση αναγνωρίσεως του σχετικού επαγγελματικού προσόντος.  Το πολύ πολύ, εάν αυτές οι διαφορές είναι ουσιώδεις, μπορεί να δικαιολογηθεί η εκ μέρους του κράτους μέλους υποδοχής απαίτησης να αποδείξει ο αιτών ότι ικανοποιεί κάποια από τα μέτρα αντισταθμίσεως που προβλέπονται από το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας (βλ. υπό την έννοια αυτή, την απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, C 102/02, Beuttenmuller, Συλλογή 2004, ο.1-5405, σκέψη 52).»

 

 

Καταλήγω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν νόμιμη και σύμφωνα τόσο με την Ευρωπαϊκή Οδηγία, όσο και το Νόμο και αποτέλεσμα ενδελεχούς και δέουσας έρευνας.  Εξάλλου μπορεί να λεχθεί ότι η αίτηση δεν απορρίφθηκε, αλλά υποβλήθηκαν στον αιτητή εναλλακτικές προτάσεις σύμφωνα με το Νόμο.

 

Απορριπτέος είναι και ο τελευταίος ισχυρισμός του αιτητή ότι παράνομα η Διοικούσα Επιτροπή του ΕΤΕΚ ανέθεσε σε άγνωστη επιτροπή, δηλαδή την «Ομάδα Αξιολόγησης» να εξετάσει τα προσόντα του, αντί να το αναθέσει στην Επιτροπή Εγγραφής, όπως προβλέπεται στον Κανονισμό 4(4) της Κ.Δ.Π. 133/97, της οποίας το πόρισμα χρησιμοποίησε συμβουλευτικά για να λάβει τη σχετική απόφαση.

 

Όπως προβλέπεται στον Κανονισμό, η κατάρτιση της «Επιτροπής Εγγραφής Μελών» γίνεται από το Γενικό Συμβούλιο απλώς για να συμβουλεύει τη Διοικούσα Επιτροπή για το αν ο αιτητής πληροί τα προσόντα που προβλέπει ο Νόμος για να εγγραφεί στο Επιμελητήριο.  Δεν είναι, με άλλα λόγια, υποχρεωτική η σύσταση της Επιτροπής αυτής.  Η Διοικούσα Επιτροπή μπορεί, εφ΄ όσον είναι μόνο συμβουλευτικού χαρακτήρα, να χρησιμοποιήσει τις υπηρεσίες οργάνου που θα την βοηθήσει στο έργο της, χωρίς όμως να την υποκαταστήσει.  Αυτό έγινε και στην παρούσα περίπτωση.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται, με €1.200 έξοδα εναντίον του αιτητή.

 

 

Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

 

 

/ΜΔ        


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο