ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 4 ΑΑΔ 901
21 Οκτωβρίου, 2009
[ΦΩΤΙΟΥ Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 25, 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΑΡΙΚΑ ΖΗΝΩΝΟΣ,
Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ ΚΑΙ/΄Η
ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΟΔΙΚΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1918/2008)
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Συνάφεια ― Προϋποθέσεις συμπροσβολής με το ίδιο δικόγραφο περισσοτέρων της μιας διοικητικών πράξεων ― Δεν συνέτρεχαν στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις και συνέπειες.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Αναρμοδιότητα ― Περιστάσεις υπό τις οποίες κρίθηκε ότι στοιχειοθετείται στην εξετασθείσα υπόθεση.
Μηχανοκίνητα Οχήματα ― Ο περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμος του 1972 (Ν. 86/72), ο περί Μεταβιβάσεως Αρμοδιοτήτων ως προς Χερσαίας Μεταφοράς Νόμος του 1975 (Ν. 27/75) και το συναφές κανονιστικό πλαίσιο ― Ερμηνεία ― Ο λειτουργός που ενήργησε «για Διευθυντής» στην κριθείσα περίπτωση δεν κατόρθωσε να θεμελιώσει την νόμιμη προς τούτο εξουσιοδότησή του με βάση τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία ― Περιστάσεις και συνέπειες.
Η αιτήτρια επεδίωξε την ακύρωση της κρίσης του οχήματός της ως ακατάλληλου για οδική χρήση, αλλά παράλληλα και την άρνηση επανεπιθεώρησής του.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την πρώτη επίδικη απόφαση και διατάσσοντας χωρισμό δικογράφου ως προς την δεύτερη, αποφάσισε ότι:
1. Επιτρέπεται η περίληψη στο ίδιο δικόγραφο περισσοτέρων της μιας πράξεων, όταν όλες οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι συναφείς, διότι λ.χ. η μια πράξη αποτελεί προϋπόθεση της άλλης ή όταν προσβάλλονται περισσότερες πράξεις οι οποίες όλες αφορούν τον αιτούντα, βασίζονται στις ίδιες διατάξεις του νόμου, φέρουν ταυτόσημη αιτιολογία και εκδόθηκαν από το ίδιο όργανο και κατά την ίδια διοικητική διαδικασία.
Αντίθετα, προσβολή με το ίδιο δικόγραφο δύο αυτοτελών διοικητικών πράξεων που δεν έχουν την πιο πάνω σχέση, ούτε συναποτελούν σύνθετη διοικητική ενέργεια, είναι απαράδεκτη.
Όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της συνάφειας, η προσφυγή θεωρείται ως παραδεκτή μόνο ως προς την πρώτη των προσβαλλομένων πράξεων, χωρεί όμως πάντοτε χωρισμός δικογράφου.
2. Ο πρώτος ισχυρισμός της αιτήτριας είναι ότι η απόφαση εκδόθηκε από αναρμόδιο όργανο. Η απόφαση εν προκειμένω λήφθηκε από τον Λειτουργό Γ. Νικολαΐδη και όχι τον Έφορο. Είναι η θέση των καθ' ων η αίτηση ότι ο εν λόγω Λειτουργός ήταν εξουσιοδοτημένος να προβαίνει σε εφαρμογή των διατάξεων των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου.
Δεν υπάρχει όμως ενώπιον του Δικαστηρίου οτιδήποτε που να δείχνει ότι για την περίοδο που αφορά η παρούσα υπόθεση υπήρχαν οδηγίες του Διευθυντή προς τον κ. Γ. Νικολαΐδη να εκτελεί τις εξουσίες του Εφόρου.
Ανεξάρτητα από τα καθήκοντα του Γ. Νικολαΐδη, (που είχε με βάση το σχέδιο υπηρεσίας) και από το γεγονός ότι υπογράφει την επιστολή της 2/10/08 «Για Διευθυντή», ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι η απόφαση της 2/10/08 λήφθηκε από αναρμόδιο πρόσωπο, ευσταθεί. Το γεγονός και μόνο ότι ένας υπάλληλος υπογράφει «για Διευθυντή» δεν είναι αρκετό για να αποδείξει ότι είχε την εξουσιοδότηση του Διευθυντή.
Από τη στιγμή που η αιτήτρια αμφισβήτησε την ύπαρξη εξουσιοδότησης προς τον κ. Γ. Νικολαΐδη, ήταν καθήκον των καθ' ων η αίτηση να θέσουν ενώπιον του Δικαστηρίου την οποιαδήποτε εξουσιοδότηση, αν υπήρχε, και η παράλειψη παρουσίασης τέτοιας εξουσιοδότησης οδηγεί σε ακυρότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.
Η προσφυγή επέτυχε μερικώς με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Χριστοφίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 766,
Στ.Ε 1888/65,
ΣτΕ 1433/62 και 302/63,
Στ.Ε 1869/62 και 2065/63,
Συμεωνίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 258,
Μισιρλής v. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1995) 3 Α.Α.Δ. 379,
Χριστοδούλου κ.ά. v. Νεοφύτου κα (2001) 3 Α.Α.Δ. 576,
Κιττής κ.ά. v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 734,
Κυριακίδης v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 702/06, ημερ. 18.10.2006,
Dome Investments Ltd v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγ. Νάπας κ.ά. (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 741,
Συμβούλιο Αμπελουργικών Προϊόντων v. Κολιανδρή (2000) 3 Α.Α.Δ. 306.
Προσφυγή.
Α. Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.
Α. Μαππουρίδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Η αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή ζητά από το δικαστήριο τις ακόλουθες θεραπείες:
«Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του καθ' ου η αίτηση η οποία στάληκε στην αιτήτρια με επιστολή ημερ. 2.10.2008 που παρέλαβε 6.10.08 και με την οποία κατόπιν επιθεώρησης έκρινε τεχνικά μόνιμα ακατάλληλο για οδική χρήση το όχημα με αριθμό εγγραφής JE 025 συνέπεια τούτου απαγόρευσαν την κυκλοφορία του είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.
Β. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του καθ' ου η αίτηση η οποία στάληκε στην αιτήτρια με επιστολή ημερ. 6.11.2008 και με την οποία αρνήθηκε να επιθεωρήσει εκ νέου το όχημα με αριθμό εγγραφής JE 025 εμμένοντας στην απόφαση του ημερ. 8.10.2008 είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος και πως ότι παραλήφθηκε να διαταχθεί να γίνει.»
Γεγονότα
Η αιτήτρια είναι ιδιοκτήτρια του οχήματος (λεωφορείου) με αριθμό εγγραφής JE 025, το οποίο εκτελεί τη διαδρομή Ακάκι-Λευκωσία. Στις 19/9/08 η αιτήτρια ειδοποιήθηκε από το Διευθυντή του Τμήματος Οδικών Μεταφορών να παρουσιάσει για επιθεώρηση (έκτακτο τεχνικό έλεγχο) το πιο πάνω όχημα. Σε τεχνικό έλεγχο που έγινε στις 22/9/08 στο Κέντρο Επιθεώρησης Μηχανοκινήτων Οχημάτων στη Λευκωσία, διαπιστώθηκε η ακαταλληλότητα του υπό αναφορά οχήματος. Συγκεκριμένα διαπιστώθηκε ότι η κατάσταση του οχήματος ήταν τόσο κακή από τεχνικής άποψης, που το καθιστούσε μόνιμα ακτάλληλο για οδική χρήση, ειδικά για το σκοπό που χρησιμοποιείτο, δηλαδή ως λεωφορείο δημόσιας χρήσης για μεταφορά κοινού. Ο κ. Κώστας Στυλλή, οδηγός του πιο πάνω οχήματος ενημερώθηκε με λεπτομέρεια για τα πιο πάνω, την ίδια ημέρα.
Με την επιστολή του Τμήματος ημερ. 2/10/08 ενημερώθηκε η αιτήτρια τόσο για την ακαταλληλότητα του οχήματος όσο και για το δικαίωμα της για ακρόαση από το Διευθυντή του Τμήματος Οδικών Μεταφορών. Σε οδικό έλεγχο που έγινε στις 8/10/08 από Επόπτες Οδικών Μεταφορών του Τμήματος, διαπιστώθηκε ότι το εν λόγω λεωφορείο οδηγείτο από τον κ. Κώστα Στυλλή και μετέφερε επιβάτες. Έγινε καταγγελία για παράβαση σε σχέση με την οδήγηση ακατάλληλου οχήματος. Επίσης διαπιστώθηκε ότι η επαγγελματική άδεια του κ. Κώστα Στυλλή ήταν ληγμένη από τις 8/1/07. Έγινε καταγγελία και για αυτή την παράβαση.
Σε οδικό έλεγχο που έγινε την επόμενη μέρα, στις 9/10/08 από Επόπτες Οδικών Μεταφορών του Τμήματος, διαπιστώθηκε και πάλι ότι το λεωφορείο με αρ. εγγραφής JE 025 oδηγείτο από τον κ. Κωστα Στυλλή και μετέφερε επιβάτες. Έγιναν και πάλι καταγγελίες για τις παραβάσεις που και πάλιν διαπιστώθηκαν. Την ίδια ημέρα, ο κ. Κώστας Στυλλή, προσήλθε στα κεντρικά γραφεία του Τμήματος όπου, στην παρουσία τριών Εποπτών Οδικών Μεταφορών, του παραδόθηκε δια χειρός η επιστολή με ημερ. 2/10/08.
Στις 17/10/08 ο κ. Κωστας Στυλλή μετέβηκε στο Κέντρο Επιθεώρησης Μηχανοκινήτων Οχημάτων Λευκωσίας του Τμήματος με αίτημα του να επιθεωρηθεί το όχημα με αρ. εγγραφής JE 025. Εκεί του επεξηγήθηκε ότι το Κέντρο Επιθεώρησης δεν έχει δικαίωμα να προβεί σε τέτοιο έλεγχο αλλά θα πρέπει να ακολουθηθεί η διαδικασία που αναφέρεται στην προαναφερθείσα επιστολή του Τμήματος ημερ. 2/10/08.
Η αιτήτρια απέστειλε επιστολή ημερ. 23/10/08 προς το Διευθυντή Τμήματος Οδικών Μεταφορών ζητώντας να επιθεωρηθεί ξανά το όχημα αναφέροντας ότι έγιναν οι αναγκαίες επιδιορθώσεις. Στις 6/11/08 ο Διευθυντής του Τμήματος απάντησε στην επιστολή της αιτήτριας στην οποία της επιστήθηκε η προσοχή στην ουσία της υπόθεσης και παραπέμπει στην επιστολή του Τμήματος ημερ. 2/10/08, παραγρ. 5, 6 και 7.
Στη συνέχεια η αιτήτρια καταχώρησε την παρούσα προσφυγή στις 16/12/08.
Νομικοί Ισχυρισμοί
Ο ευπαίδευτος δικηγόρος της αιτήτριας στις γραπτές του αγορεύσεις (αρχική και απαντητική) προβάλλει τους ακόλουθους νομικούς λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης: (α) ότι αυτή εκδόθηκε από αναρμόδιο όργανο, (β) ανυπαρξία τέτοιας απόφασης, (γ) παραβίαση της αρχής της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς το Κράτος, (δ) έλλειψη δέουσας έρευνας, πλάνη περί το νόμο και τα πράγματα και κατάχρηση εξουσίας, και (ε) έλλειψη αιτιολογίας.
Ο ευπαίδευτος δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση εισηγείται την απόρριψη της παρούσας προσφυγής και ισχυρίζεται ότι όλοι οι νομικοί λόγοι που εισηγείται ο δικηγόρος της αιτήτριας δεν ευσταθούν. Στη γραπτή του αγόρευση αναφέρει ότι το αίτημα Β, δηλαδή η απόφαση του Διευθυντή με την οποία αρνήθηκε στην αιτήτρια να επιθεωρήσει εκ νέου το όχημα, και της αποστάληκε με επιστολή ημερ. 6/11/08, είναι πράξη βεβαιωτικού χαρακτήρα.
Εξέταση Νομικών Ισχυρισμών
Θα εξετάσω πρώτα τον ισχυρισμό των καθ' ων η αίτηση ότι η θεραπεία (Β) της προσφυγής αποτελεί βεβαιωτική πράξη, δηλαδή ότι επιβεβαιώνει την απόφαση της 2/10/08 που προσβάλλεται με τη θεραπεία (Α).
Με την απόφαση ημερ. 2/10/08 (θεραπεία (Α)) η αιτήτρια πληροφορείται με τα ακόλουθα:
«Θέμα: Ακαταλληλότητα Οχήματος με αριθμό εγγραφής JE 025
Aναφέρομαι στο πιο πάνω θέμα και σας πληροφορώ πως, σε τεχνικό έλεγχο που έγινε στις 22.9.2008, στο Κέντρο Επιθεώρησης Μηχανοκινήτων Οχημάτων του Τμήματος μου στη Λευκωσία, παρουσία του υπογράφοντος την επιστολή αυτή, διαπιστώθηκε η ακαταλληλότητα του υπό αναφορά οχήματος.
2. Συγκεκριμένα, διαπιστώθηκε ότι η κατάσταση του οχήματος είναι τόσο κακή από τεχνικής άποψης, που το καθιστά μόνιμα ακατάλληλο για οδική χρήση, ειδικά για το σκοπό που χρησιμοποιείται, δηλαδή ως λεωφορείο, δημόσιας χρήσης, για μεταφορά κοινού.
3. Πέραν του ότι το όχημα ήταν, τόσο εντός του όσο και εξωτερικά, βρόμικο σε βαθμό ανεπίτρεπτο για λεωφορείο δημόσιας χρήσης, είχε, από τεχνικής άποψης πολλά και ουσιαστικά σημεία ακαταλληλότητας, όπως -
(α) έκπεμπε ορατό μαύρο καπνό,
(β) δεν είχε ικανοποιητική πέδηση τόσο στον 1ο όσο και στο 2° άξονα,
(γ) δεν είχε ικανοποιητική απόδοση στο χειρόφρενο,
(δ) έλειπαν ή ήταν φθαρμένα μέρη του συστήματος ανάρτησης,
(ε) υπήρχε μεγάλη διαρροή πετρελαίου από μέρη της μηχανής (κατά πάσα πιθανότητα από την αντλία πετρελαίου),
(στ) δεν λειτουργούσε ο ταχογράφος.
4. Με βάση τα πιο πάνω, το υπό αναφορά όχημα έχει καταχωρηθεί ως ακατάλληλο. Ως εκ τούτου, θα πρεπει να γνωρίζεται ότι η άδεια κυκλοφορίας του θεωρείται ανασταλείσα και άρα απαγορεύεται η κυκλοφορία του οχήματος.
5. Επειδή έχω πειστεί ότι το όχημα με αριθμό εγγραφής JE 025, λόγω της κατάστασης του και των βλαβών που διαπιστώθηκαν, κατέστη μόνιμα ακατάλληλο για οδική χρήση, σας ενημερώνω ότι έχω πρόθεση να προχωρήσω σε ακύρωση της εγγραφής του οχήματος, δυνάμει του Αρθρου 23Α(1)(β)(ιιι) των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμων του 1972 έως του 2008.
6. Συνεπακόλουθα, σας αναφέρω το δικαίωμα σας για ακρόαση, που παρέχεται από το Αρθρο 43 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, με βάση το οποίο μπορείτε να απευθυνθείτε και γραπτώς στον Διευθυντή Τμήματος Οδικών Μεταφορών, για να υποστηρίξετε, εφόσον το επιθυμείτε, τους λόγους δια τους οποίους πιστεύετε ότι η ακύρωση της εγγραφής δεν πρέπει να γίνει.
7. Επιπρόσθετα του πιο πάνω και ενόψει του ότι στο λεωφορείο αυτό αναφέρεται άδεια οδικής χρήσης, η οποία επίσης θα ακυρωθεί συμπαρασυρόμενη με την ακύρωση της εγγραφής του οχήματος, σας παραχωρείτε χρονικό διάστημα μέχρι τις 28/11/2008, για να προβείτε σε ενέργειες ώστε η άδεια οδικής χρήσης που αναφέρεται στο όχημα με αριθμό εγγραφής JE 025, να μεταφερθεί, εφόσον το επιθυμείτε, σε άλλο όχημα.
8. Επαναλαμβάνεται και τονίζεται πως το υπό αναφορά όχημα θεωρείται τεχνικά ακατάλληλο για οδική χρήση και απαγορεύεται η κυκλοφορία του, ανεξάρτητα από τις ενέργειες που ενδεχομένως θα προβείτε με βάση τις παραγράφους 5 και 6 πιο πάνω.»
Με την επιστολή ημερ. 6/11/08 (αντικείμενο της θεραπείας Β) η αιτήτρια πληροφορείται με τα ακόλουθα:
«Θέμα: Άρνηση για επιθεώρηση του οχήματος με αριθμό εγγραφής JE 025
Aναφέρομαι στην επιστολή σας με ημερομηνία 23/10/2008 σχετικά με το πιο πάνω θέμα και σας πληροφορώ τα ακόλουθα:
1. Σε τεχνικό έλεγχο που έγινε στις 22.9.2008, στο Κέντρο Επιθεώρησης Μηχανοκινήτων Οχημάτων (ΚΕΜΟ) του Τμήματος μου στη Λευκωσία, παρουσία του Ανώτερου Λειτουργού Οδικών Μεταφορών κ. Γ. Νικολαΐδη, διαπιστώθηκε η ακαταλληλότητα του υπό αναφορά οχήματος.
2. Συγκεκριμένα, διαπιστώθηκε ότι η κατάσταση του οχήματος είναι τόσο κακή από τεχνικής άποψης, που το καθιστά μόνιμα ακατάλληλο για οδική χρήση, ειδικά για το σκοπό που χρησιμοποιείται, δηλαδή ως λεωφορείο δημόσιας χρήσης, για μεταφορά κοινού.
3. Ο κ. Κώστας Στυλλή, που έφερε το όχημα στο ΚΕΜΟ, ενημερώθηκε σε λεπτομέρεια για τα πιο πάνω την ίδια μέρα.
4. Με την επιστολή του Τμήματος μου με Αρ. Φακ. JE 025 και ημερομηνία 2/10/2008, ενημερωθήκατε, τόσο για την ακαταλληλότητα του οχήματος σας όσο και για το δικαίωμα σας για ακρόαση από εμένα (η επιστολή επισυνάπτεται).
5. Σε οδικό έλεγχο που έγινε στις 8.10.2008 από Επόπτες Οδικών Μεταφορών του Τμήματος μου, διαπιστώθηκε ότι το λεωφορείο με αριθμό εγγραφής JE 025 οδηγείτο από τον κ. Κώστα Στυλλή και μετέφερε επιβάτες. Έγινε καταγγελία για παράβαση σε σχέση με την οδήγηση ακατάλληλου οχήματος. Επίσης, διαπιστώθηκε ότι η επαγγελματική άδεια οδηγού του κ. Κώστα Στυλλή ήταν ληγμένη από τις 8/1/2007. Έγινε καταγγελία και για αυτή την παράβαση.
6. Σε οδικό έλεγχο που έγινε την επόμενη μέρα, στις 9.10.2008, από Επόπτες Οδικών Μεταφορών του Τμήματος μου, διαπιστώθηκε και πάλι ότι το λεωφορείο με αριθμό εγγραφής JE 025 οδηγείτο από τον κ. Κώστα Στυλλή και μετέφερε επιβάτες. Έγιναν και πάλι καταγγελίες για τις παραβάσεις που και πάλι διαπιστώθηκαν. Την ίδια μέρα, ο κ. Κώστας Στυλλή, προσήλθε στα κεντρικά Γραφεία του Τμήματος μου, όπου, στην παρουσία τριών Εποπτών Οδικών Μεταφορών, του παραδόθηκε διά χειρός η επιστολή που αναφέρεται στην παράγραφο 4 πιο πάνω.
7. Στις 17.10.2008 ο κ. Κώστας Στυλλή μετέβηκε στο ΚΕΜΟ Λευκωσίας του Τμήματος μου, με αίτημα να επιθεωρηθεί το όχημα με αριθμό εγγραφής JE 025. Εκεί του επεξηγήθηκε ότι το ΚΕΜΟ δεν έχει δικαίωμα να προβεί σε τέτοιο έλεγχο αλλά θα πρέπει να ακολουθηθεί η διαδικασία που αναφέρεται στην προαναφερθείσα επιστολή του Τμήματος μου, ημερομηνίας 2/10/2008.
Ενόψει των πιο πάνω, είμαι αναγκασμένος να σας επιστήσω την προσοχή στην ουσία της υπόθεσης και να σας υπενθυμίσω τις παραγράφους 5, 6 και 7 της επιστολής του Τμήματος μου με Αρ. Φακ. JE 025 και ημερομηνία 2/10/2008.»
Συγκρίνοντας το θέμα με το οποίο ασχολείται η καθεμιά από τις πιο πάνω επιστολές, κρίνω ότι έχουν ξεχωριστό και διαφορετικής φύσης αντικείμενο. Η πρώτη (2/10/08) αφορά τη διενέργεια ελέγχου στις 22/9/08 και διαπίστωση ότι το αυτοκίνητο είναι ακατάλληλο. Αυτή, ορθά προσβάλλεται με τη θεραπεία Α. Η δεύτερη όμως επιστολή (6/11/08) έχει ως θέμα την άρνηση για επιθεώρηση του οχήματος με αρ. εγγραφής JE 025, δηλαδή για νέα επιθεώρηση, μετά την επιθεώρηση της 22/9/08 που οδήγησε στην απόφαση της 2/10/08. Επομένως δε θεωρώ την επιστολή της 6/11/08 ως βεβαιωτική της 2/10/08, αλλά είμαι της άποψης ότι αυτή αποτελεί μη συναφή πράξη/απόφαση, η οποία, για τους λόγους που εξηγώ στη συνέχεια, δεν μπορούσε να προσβληθεί μαζί με την απόφαση της 2/10/08.
Το ερώτημα πότε επιτρέπεται η προσβολή πλειόνων της μιας πράξεων με την ίδια προσφυγή, απαντήθηκε, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση Χριστοφίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 766, όπου αναλύεται εκτενώς και η νομολογία του Ελληνικού Συμβουλίου της Επικρατείας.
Επιτρέπεται η περίληψη στο ίδιο δικόγραφο περισσοτέρων της μιας πράξεων, όταν όλες οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι συναφείς, διότι λ.χ. η μια πράξη αποτελεί προϋπόθεση της άλλης ή όταν προσβάλλονται περισσότερες πράξεις οι οποίες όλες αφορούν τον αιτούντα, βασίζονται στις ίδιες διατάξεις του νόμου, φέρουν ταυτόσημη αιτιολογία και εκδόθηκαν από το ίδιο όργανο και κατά την ίδια διοικητική διαδικασία (βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 274).
Αντίθετα, προσβολή με το ίδιο δικόγραφο δύο αυτοτελών διοικητικών πράξεων που δεν έχουν την πιο πάνω σχέση, ούτε συναποτελούν σύνθετη διοικητική ενέργεια, είναι απαράδεκτη (Τσάτσος «Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας», έκδοση τρίτη, σελ. 357-358).
Σύμφωνα με την ελληνική νομολογία υπάρχει έλλειψη συνάφειας μεταξύ δύο πράξεων εφ' όσον αυτές αφορούν σε διαφορα θέματα και βασίζονται επί ιδίας και αυτοτελούς βάσης (Στ.Ε 1888/65) ή είναι πράξεις που εκδόθηκαν από διάφορα όργανα και έχουν ίδιο και αυτοτελές αντικείμενο η καθεμιά (ΣτΕ 1433/62 και 302/63), ή είναι πράξεις που βασίζονται σε διάφορα πραγματικά περιστατικά και επί διαφορετικής νομικής βάσης (Στ.Ε 1869/62 και 2065/63). Η δική μας νομολογία έχει ακολουθήσει στο σημείο αυτό την ελληνική (βλ. μεταξύ άλλων Συμεωνίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 258 και Μισιρλής v. Δημοκρατίας (Aρ. 1) (1995) 3 Α.Α.Δ. 379). Όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της συνάφειας, η προσφυγή θεωρείται ως παραδεκτή μόνο ως προς την πρώτη των προσβαλλομένων πράξεων, χωρεί όμως πάντοτε χωρισμός δικογράφου (Χριστοδούλου κ.ά. v. Νεοφύτου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 576 και Κιττής κ.ά. v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 734). Εδώ για τους λόγους που ήδη εξήγησα οι δυο αποφάσεις, δηλαδή αυτή της 2/10/08 και 5/11/08, δεν είναι συναφείς.
Ενόψει των πιο πάνω θα εξετάσω την προσφυγή μόνο για τη θεραπεία Α.
Ο πρώτος ισχυρισμός της αιτήτριας είναι ότι η απόφαση εκδόθηκε από αναρμόδιο όργανο, κατά παράβαση του Άρθρου 23Α(1)(β)(iii) των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμων του 1972 έως του 2008. Το εν λόγω άρθρο, στην έκταση που μας αφορά, διαλαμβάνει τα εξής:
«23 Α(1) Η εγγραφή μηχανοκίνητου οχήματος ακυρώνεται από τον Έφορο στις ακόλουθες περιπτώσεις:
..........................
(iii) τo όχημα κατέστη λόγω βλάβης μόνιμα ακατάλληλο για οδική χρήση.»
Είναι ο ισχυρισμός του ευπαιδεύτου δικηγόρου της αιτήτριας ότι από την επιστολή ημερ. 2/10/08 προκύπτει ότι η απόφαση λήφθηκε από τον Λειτουργό Γ. Νικολαΐδη και όχι τον Έφορο.
Είναι η θέση του ευπαιδεύτου δικηγόρου των καθ' ων η αίτηση ότι ο εν λόγω Λειτουργός ήταν εξουσιοδοτημένος να προβαίνει σε εφαρμογή των διατάξεων των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου με βάση το Άρθρο 4 του Νόμου και το Άρθρο 3(2) του περί Μεταβιβάσεως Αρμοδιοτήτων ως προς Χερσαίας Μεταφοράς Νόμου του 1975 (Ν. 27/75 ως έχει τροποποιηθεί) με βάση το οποίο επιτρέπεται ο διορισμός Βοηθών Αναπληρωτών Εφόρων, από τον Έφορο.
Tο Άρθρο 2 του προαναφερθέντος Νόμου 27/75 διαλαμβάνει ότι «Έφορος Χερσαίων Μεταφορών» ή «Έφορος» σημαίνει τον Υπουργό Συγκοινωνιών και Έργων. Με το Άρθρο 3(1) του ιδίου Νόμου προβλέπεται ότι οι πιο κάτω αρμοδιότητες μεταβιβάζονται και θα ασκούνται υπό του Εφόρου Χερσαίων Μεταφορών. Τέτοιες αρμοδιότητες είναι οι προβλεπόμενες από τον περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμο του 1972 (Ν. 86/72 ως έχει τροποποιηθεί) και τον περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1973. Σύμφωνα με το εδάφιο (2) του Άρθρου 3 του ιδίου Νόμου «Ο Έφορος δύναται να ορίση οιονδήποτε πρόσωπον ως Αναπληρωτήν Έφορον ή Βοηθόν Αναπληρωτήν Έφορον και να μεταβιβάση εις τοιούτον πρόσωπον οιασδήποτε των δυνάμει του παρόντος Νόμου αρμοδιοτήτων αυτού».
Το Άρθρο 4 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972 (Ν. 86/72 ως έχει τροποποιηθεί) που επίσης επικαλείται ο δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση, διαλαμβάνει ως εξής:
«ο Έφορος δύναται να ορίση Αναπληρωτάς Εφόρους ως και ετέρους αναγκαίους λειτουργούς προς ενάσκησιν τοιούτων καθηκόντων και εξουσιών συναφώς προς τας αρμοδιότητας αυτού, ως ήθελεν εκάστοτε αναθέσει αυτοίς».
Εξέτασα τις αντίστοιχες θέσεις. Έχω προσέξει (βλ. Κυανούν 30, 29 και 28 του Τεκμ. 1) ότι πρώτα ο τότε Υπουργός Συγκοινωνιών και Έργων (κ. Γεώργιος Τομπάζος) ως Έφορος, στις 8/3/77, ενεργώντας με βάση το Άρθρο 3(2) του προαναφερθέντος Νόμου 27/75 όρισε «πάντας τους εκάστοτε υπηρετούντας εις το Τμήμα Χερσαίων Μεταφορών υπαλλήλους, ως Βοηθούς Αναπληρωτάς Εφόρους, ίνα ασκούν τας δυνάμει του εδαφίου (Ι) του αυτού άρθρου τας αρμοδιότητάς μου, συμφώνως προς τας εκάστοτε διδομένας αυτοίς οδηγίας του Διευθυντού Τμήματος Χερσαίων Μεταφορών, Αναπληρωτού Εφόρου». Σε δεύτερο στάδιο (30/12/02) με βάση το Άρθρο 3(2) του ιδίου Νόμου, ο τότε Υπουργός Συγκοινωνιών και Έργων (κ. Αβέρωφ Νεοφύτου) όρισε «όλους τους εκάστοτε υπαλλήλους, που υπηρετούν στο Τμήμα Οδικών Μεταφορών ως Βοηθούς Αναπληρωτές Εφόρους για να ασκούν τις αρμοδιότητες που ανατίθενται σε μένα δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου αυτού σύμφωνα με τις οδηγίες του Διευθυντή Τμήματος Οδικών Μεταφορών, Αναπληρωτή Εφόρου.»
Δεν έχω ενώπιόν μου οτιδήποτε που να δείχνει ότι για την περίοδο που αφορά η παρούσα υπόθεση υπήρχαν οδηγίες του Διευθυντή προς τον κ. Γ. Νικολαΐδη να εκτελεί τις εξουσίες του Εφόρου, όπως διαλαμβάνουν οι πιο πάνω εξουσιοδοτήσεις των Υπουργών.
Αναφορικά με το Άρθρο 4 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972 (Ν. 86/72 ως έχει τροποποιηθεί), που επίσης επικαλείται ο ευπαίδευτος δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση, σημειώνω ότι ούτε για αυτή την περίπτωση έχει παρουσιαστεί από τους καθ' ων η αίτηση οτιδήποτε που να δείχνει ότι στον κ. Γ. Νικολαΐδη, Ανώτερο Λειτουργό Οδικών Μεταφορών (Τεχνικός Τομέας), έχουν ανατεθεί από τον Έφορο καθήκοντα και εξουσίες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων του, ιδιαίτερα για την ακύρωση εγγραφής οχημάτων.
Ενόψει των πιο πάνω αλλά και για τους λόγους που εξηγώ στη συνέχεια, καταλήγω ότι, ανεξάρτητα από τα καθήκοντα του Γ. Νικολαΐδη, (που είχε με βάση το σχέδιο υπηρεσίας) και από το γεγονός ότι υπογράφει την επιστολή της 2/10/08 «Για Διευθυντή», ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι η απόφαση της 2/10/08 λήφθηκε από αναρμόδιο πρόσωπο, ευσταθεί. Στην Κυριακίδης v. Δημοκρατίας, Yπόθεση Aρ. 702/06, ημερ. 18/10/06, αποφασίστηκε ότι το γεγονός και μόνο ότι ένας υπάλληλος υπογράφει «για Διευθυντή» δεν είναι αρκετό για να αποδείξει ότι είχε την εξουσιοδότηση του Διευθυντή.
Σύμφωνα με το Άρθρο 2 του Ν. 86/72 (ως έχει τροποποιηθεί) «Έφορος» σημαίνει «τον δυνάμει του Άρθρου 3 διοριζόμενον Έφορον Μηχανοκινήτων Οχημάτων και περιλαμβάνει οιονδήποτε Αναπληρωτήν Έφορον ή έτερον λειτουργόν δεόντως εξουσιοδοτηθέντα υπ' αυτού δι' άπαντας ή τινα των σκοπών του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει τούτου εκδοθέντων κανονισμών.» Το Άρθρο 3 του ιδίου Νόμου διαλαμβάνει τα εξής:
«Το Υπουργικόν Συμβούλιον ορίζει Έφορον Μηχανοκινήτων Οχημάτων διά την εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των δυνάμει τούτου εκδιδομένων Κανονισμών, καθ' όσον αφορά εις την εγγραφήν μηχανοκινήτων οχημάτων, την έκδοσιν αδειών κυκλοφορίας μηχανοκινήτων οχημάτων και οδηγήσεως, την επιθεώρησιν μηχανοκινήτων οχημάτων, προς τούτοις δε οιανδήποτε ετέραν διά του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει τούτου εκδιδομένων Κανονισμών ανατιθεμένην αυτώ αρμοδιότητα. Περαιτέρω ο Έφορος δύναται να εκδίδει διατάγματα για τον καθορισμό των τεχνικών προδιαγραφών των συσκευών περιορισμού της ταχύτητας και τον καθορισμό της μέγιστης ταχύτητας κυκλοφορίας οχημάτων τα οποία προορίζονται αποκλειστικά για τη μεταφορά επικίνδυνων φορτίων.»
Σύμφωνα με το πιο πάνω άρθρο το Υπουργικό Συμβούλιο όρισε ως Έφορο τον Υπουργό Συγκοινωνιών και Έργων αλλά, όπως ήδη ανάφερα, δεν τέθηκε από τους καθ' ων η αίτηση οτιδήποτε ενώπιον μου που να δείχνει ότι ο εν λόγω Λειτουργός (Γ. Νικολαΐδης) ορίστηκε από τον Έφορο για την ενάσκηση καθηκόντων, όπως προνοεί το Άρθρο 4 του Νόμου. Από τη στιγμή που η αιτήτρια αμφισβήτησε την ύπαρξη εξουσιοδότησης προς τον κ. Γ. Νικολαΐδη, ήταν καθήκον των καθ' ων η αίτηση να θέσουν ενώπιον του Δικαστηρίου την οποιαδήποτε εξουσιοδότηση, αν υπήρχε, και η παράλειψη παρουσίασης τέτοιας εξουσιοδότησης οδηγεί σε ακυρότητα της προσβαλλόμενης απόφασης. (Βλ. μεταξύ άλλων Dome Investments Ltd v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγ. Νάπας κ.ά. (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 741 και Συμβούλιο Αμπελουργικών Προϊόντων v. Κολιανδρή (2000) 3 Α.Α.Δ. 306). Στη σελ. 310 της τελευταίας υπόθεσης διαβάζουμε ότι «όταν ελλείπουν αυτά τα στοιχεία και δημιουργείται αβεβαιότητα καθόσον αφορά τις συνθήκες που λήφθηκε η διοικητική απόφαση, η ακύρωση της είναι αναπόφευκτη».
Εφόσον έχω δεχτεί τον ισχυρισμό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο πρόσωπο, δεν το θεωρώ αναγκαίο να εξετάσω τους υπόλοιπους λόγους ακύρωσης.
Ενόψει όλων των πιο πάνω η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.200 έξοδα υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ' ων η αίτηση.
Η προσβαλλόμενη, με τη θεραπεία Α της προσφυγής απόφαση, ακυρώνεται σύμφωνα με το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Αναφορικά με τη θεραπεία Β διατάσσεται χωρισμός δικογράφου. Η αιτήτρια έχει το δικαίωμα να καταχωρήσει (αν επιθυμεί) νέα προσφυγή η οποία, νοουμένου ότι θα καταχωρηθεί σε 30 μέρες από σήμερα, θα θεωρείται ως εμπροθέσμως καταχωρηθείσα.
Η προσφυγή επιτυγχάνει μερικώς με έξοδα.