ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.α. (1993) 3 ΑΑΔ 598
Latonia Estate Ltd και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 672
Πετρίδου Φλωρεντία ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2004) 3 ΑΑΔ 636
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.3834
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(2009) 4 ΑΑΔ 683
16 Σεπτεμβρίου, 2009
[ΦΩΤΙΟY, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 12, 23, 30 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Aρ. 9/2008)
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΠΛΑΣΤΗΡΑΣ,
Αιτητής,
v.
ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΑΤΩ ΠΥΡΓΟΥ,
Καθ' ου η αίτηση.
(Υπόθεση Aρ. 10/2008)
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΑΒΒΑ,
Αιτητής,
v.
ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΤΩ ΠΥΡΓΟΥ,
Καθ' ου η αίτηση.
(Συνεκδικαζόμενες Yποθέσεις Aρ. 9/2008, 10/2008)
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Η απαίτηση εξειδίκευσης και αιτιολόγησης των νομικών σημείων της προσφυγής ― Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 ― Δεν παραβιάστηκε στην κριθείσα περίπτωση.
Κοινότητες ― Ο περί Κοινοτήτων Νόμος του 1999 (Ν.86(Ι)/99) ― Άρθρο 53(1)(α) σε συνδυασμό και με το Άρθρο 2 του Νόμου αλλά και με τους Καν. 63 και 64 της Κ.Δ.Π. 278/02 ― Ερμηνεία ― Η πειθαρχική αρμοδιότητα των Κοινοτικών Συμβουλίων ― Ασκήθηκε ορθά στην κριθείσα περίπτωση.
Κοινότητες ― Ο περί Κοινοτήτων Νόμος του 1999 (Ν.86(Ι)/99) ― Άρθρο 53(1)(β) ― Περιστάσεις της παράβασής του στην κριθείσα περίπτωση.
Οι αιτητές αξίωσαν την ακύρωση της σε βάρος τους επιβολής της πειθαρχικής ποινής της απόλυσης.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την απίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Με την αγόρευσή του ο αιτητής δεν μπορεί να επεκτείνεται σε γεγονότα άλλα από αυτά που διατυπώνονται στην αίτηση, εκτός βέβαια αν είναι λόγοι δημόσιας τάξης, που μπορούν να εγερθούν και αυτεπάγγελτα από το ίδιο το δικαστήριο. Το θέμα αυτό διέπεται από τον Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962. Από μια προσεκτική μελέτη των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζονται οι υπό εξέταση προσφυγές, προκύπτει ότι τα εν λόγω σημεία κάθε άλλο παρά αναιτιολόγητα είναι. Εν πάση περιπτώσει, το θέμα αναρμοδιότητας που εγείρεται με τη γραπτή αγόρευση των αιτητών (και με την παράγραφο 15 των γεγονότων), ως θέμα δημόσιας τάξης μπορεί να εξεταστεί, έστω και αν δεν παρέχεται η αιτιολογία.
2. Το Άρθρο 53(1)(α) του περί Κοινοτήτων Νόμου του 1999, (Ν. 86(1)/99 όπως τροποποιήθηκε), αναφέρει ρητά ότι το όργανο που ασκεί πειθαρχική εξουσία αναφορικά με τους υπαλλήλους του και έχει τη δυνατότητα να επιβάλλει σ' αυτούς πειθαρχικές ποινές είναι το Συμβούλιο. Σύμφωνα δε με το Άρθρο 2 του ιδίου Νόμου, «Συμβούλιο» σημαίνει το Κοινοτικό Συμβούλιο οποιασδήποτε κοινότητας ή συμπλέγματος κοινοτήτων που συστάθηκε με βάση τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου.
Εκτός όμως από τον περί Κοινοτήτων Νόμο, είναι και οι Κανονισμοί των καθ' ων η αίτηση (Κ.Δ.Π. 278/02) που αφορούν τη λήψη πειθαρχικών μέτρων και την εκδίκαση πειθαρχικού παραπτώματος και που αναφέρονται ρητά μόνο σε Συμβούλιο. (βλ. ιδιαίτερα Καν. 63 και 64). Όλα τα πιο πάνω δεν αφήνουν οποιοδήποτε περιθώριο αμφιβολίας πως ορθά στην προκείμενη περίπτωση, η προσβαλλόμενη απόφαση υπογράφηκε από τον Προέδρο και τα μέλη του Κοινοτικού Συμβουλίου Κάτω Πύργου.
3. Ένας άλλος ισχυρισμός των αιτητών, είναι ότι κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης, υπήρξε εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση εσφαλμένη εφαρμογή του Άρθρου 53(1)(β) του περί Κοινοτήτων Νόμου του 1999, (Ν. 86(1)/99 όπως τροποποιήθηκε). Όπως προκύπτει από τα πρακτικά που τηρήθηκαν κατά τη συνεδρία του Συμβουλίου στις 27/10/07, κατά την οποία λήφθηκε η επίδικη απόφαση, το Συμβούλιο αποφάσισε την απόλυση των αιτητών με την πλειοψηφία που απαιτεί το πιο πάνω άρθρο, χωρίς όμως να συγκαλέσει ειδική συνεδρία και κατ' επέκταση και χωρίς να δώσει ειδοποίηση επτά τουλάχιστον ημερών πριν από αυτή. Άλλωστε και κατά την παράθεση των γεγονότων τονίστηκε ότι η ακρόαση των αιτητών άρχισε και ολοκληρώθηκε σε μια μόνο συνεδρία, αυτή της 27/10/07. Πρόκειται για μια παράβαση ρητής διάταξης νόμου, που αναπόφευκτα οδηγεί στην ακύρωση της επίδικης απόφασης. Με το να εισάξει ο νομοθέτης αυτή την πρόνοια στο νόμο για την περίπτωση της ποινής της αναγκαστικής αφυπηρέτησης και της απόλυσης (κάτι που δεν απαιτείται για τα άλλα είδη πειθαρχικών ποινών) έχει τη σημασία του.
Οι προσφυγές επέτυχαν με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Βαρνάβας Νικολάου & Υιοί Λτδ. v. Δημοκρατίας (1995) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1627,
Δημοκρατία v. C. Κassinos Construction Ltd. (1990) 3(E) A.A.Δ.3834,
Δημοκρατία κ.ά. v. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598,
Latomia Estate Ltd. κ.ά. v. Δημοκρατίας (2001) 3 (Β) Α.Α.Δ. 672,
Πετρίδου v. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 636,
Γιασουμής v. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 27.
Προσφυγή.
Σπ. Ιεροθέου, για τους Αιτητές.
Απ. Ντορζής, για το Καθ' ου η αίτηση Κοινοτικό Συμβούλιο.
Cur. adv. vult.
ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Οι αιτητές στις Προσφυγές (9/08 και 10/08) ζητούν από το δικαστήριο δήλωση και/ή απόφαση ότι η απόφαση και/ή πράξη του καθ' ου η αίτηση ημερ. 27/10/07 με την οποία τους επέβαλε την πειθαρχική ποινή της απόλυσης είναι άκυρη, παράνομη και στερείται οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.
Γεγονότα
Κατά τον ουσιώδη χρόνο της παρούσας διαδικασίας και ενώ οι αιτητές Χαράλαμπος Χαραλάμπους Πλαστήρα και Γεώργιος Σάββα, ήταν, αντίστοιχα, υπάλληλοι του καθ' ου η αίτηση Συμβουλίου (πιο κάτω το Συμβούλιο), μετά από ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Κακουργιοδικείου Πάφου, (Υπόθ. Αρ. 19866/01), κρίθηκαν ένοχοι σε αριθμό κατηγοριών που αφορούσαν συνωμοσία προς καταδολίευση, κατά παράβαση του άρθρου 302 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, και αδικήματα συγκάλυψης, κατά παράβαση διαφόρων άρθρων του περί Συγκάλυψης, Έρευνας και Δήμευσης Εσόδων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμου του 1996, (Ν. 61(1)/96 όπως τροποποιήθηκε), με αποτέλεσμα στις 3/10/06 να καταδικαστούν σε ποινή φυλάκισης δύο ετών ο καθένας. Ως άμεση συνέπεια της κοινοποίησης της απόφασης προς το Συμβούλιο, το τελευταίο, ζήτησε τις απόψεις του νομικού του συμβούλου σύμφωνα με τις πρόνοιες του Καν. 65(2) των περί Κοινοτικής Υπηρεσίας Κανονισμών του Κοινοτικού Συμβουλίου Κάτω Πύργου του 2002, (Κ.Δ.Π. 278/02), κατά πόσο τα αδικήματα για τα οποία οι αιτητές είχαν καταδικαστεί σε φυλάκιση ενείχαν έλλειψη τιμιότητας ή ηθικής αισχρότητας. Κατόπιν της γνωμοδότησης του νομικού συμβούλου ότι τα συγκεκριμένα αδικήματατα «ενέχουν έλλειψη τιμιότητας», το Συμβούλιο κάλεσε τους αιτητές να υποβάλουν τις θέσεις τους σύμφωνα με τις πρόνοιες του Καν. 65 των Κ.Δ.Π. 278/02 πριν από την επιβολή ποινής.
Κατά την όλη διαδικασία οι αιτητές εκπροσωπήθηκαν με δικηγόρους. Ενώ δε, είχαν αρχικά κληθεί ενώπιον του Συμβουλίου στις 13.10.07, τη συγκεκριμένη ημερομηνία οι δικηγόροι τους ζήτησαν αναβολή, με αποτέλεσμα η ακρόαση της υπόθεσής τους να αρχίσει και να ολοκληρωθεί σε μια μόνο συνεδρία που πραγματοποιήθηκε στις 27/10/07.
Κατά την εν λόγω ημερομηνία, το Συμβούλιο, αφού μελέτησε τα περιστατικά της υπόθεσης, αλλά και τα όσα προτάθηκαν ως ελαφρυντικά και μετριαστικοί για την ποινή παράγοντες, επέβαλε τελικά στους αιτητές, κατά πλειοψηφία, (έξι ψήφους υπέρ και τρεις εναντίον), την ποινή της απόλυσης με ισχύ από την ίδια ημέρα. (Σχετικά είναι τα όσα αναφέρονται στο βιβλίο πρακτικών του Συμβουλίου που έχει κατατεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου ως τεκμ. 1).
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης καταχωρήθηκαν οι παρούσες προσφυγές οι οποίες και συνεκδικάστηκαν κατόπιν σχετικού διατάγματος του Δικαστηρίου ημερ. 26/6/08.
Νoμικοί Ισχυρισμοί
Παρόλο ότι στις αιτήσεις τους οι αιτητές διατυπώνουν αριθμό νομικών λόγων, με τη γραπτή τους αγόρευση επικεντρώθηκαν ουσιαστικά στους πιο κάτω νομικούς ισχυρισμούς:
(α) Ο Καν. 65 των περί Κοινοτικής Υπηρεσίας Κανονισμών του Κοινοτικού Συμβουλίου Κάτω Πύργου του 2002 (Κ.Δ.Π. 278/2002), αντίκειται στο Άρθρο 12 του Συντάγματος και/ή στο Άρθρο 7 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Προστασίας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και Θεμελιωδών Ελευθεριών,
(β) Ο προαναφερόμενος Καν. 65 αντίκειται επίσης στο Άρθρο 30 του Συντάγματος και/ή στο Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Προστασίας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και Θεμελιωδών Ελευθεριών.
(γ) Η προσβαλλόμενη πράξη πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας ή επαρκούς αιτιολογίας αιτιολογίας και παραβιάζει την αρχή της χρηστής διοίκησης.
(δ) Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση του Άρθρου 53 (1)(β) του περί Κοινοτήτων Νόμου του 1999, (Ν. 86(1)/99 όπως τροποποιήθηκε).
(ε) Η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης, αμεροληψίας και την αρχή της καλής πίστης.
(στ) Η στέρηση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων των αιτητών ως αποτέλεσμα των προσβαλλόμενων πράξεων παραβιάζει το Άρθρο 23 του Συντάγματος και το Άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καθώς και την αρχή της αναλογικότητας λόγω της επιβληθείσας ποινής, και
(ζ) Η προσβαλλόμενη πράξη ελήφθη από αναρμόδιο όργανο.
Πρέπει εδώ να αναφέρω ότι μεταξύ των νομικών λόγων για ακύρωση της επίδικης απόφασης ήταν και ο ισχυρισμός περί κακής συγκρότησης και σύνθεσης του Συμβουλίου, τον οποίο, όμως για τους λόγους που εξηγούνται στο πρακτικό του ο ισχυρισμός αποσύρθηκε.
Ο συνήγορος του καθ' ου η αίτηση με τη γραπτή του αγόρευση ήγειρε ζήτημα παραβίασης του Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962. Ισχυρίζεται ότι τα νομικά σημεία που θίγονται στο σώμα της αίτησης είναι διατυπωμένα πολύ επιγραμματικά και λακωνικά, χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση με αποτέλεσμα να μην παρέχονται στο Δικαστήριο εκείνα τα στοιχεία και γεγονότα τα οποία είναι απαραίτητα ούτως ώστε να δύναται να καταστεί εφικτή η εξέταση της νομιμότητας της διοικητικής απόφασης. Καταλήγοντας δε, τονίζει πως η απλή επίκληση στα εν λόγω νομικά σημεία παραβίασης συνταγματικών άρθρων, νόμων, κανονισμών και γενικών διοικητικών αρχών χωρίς αιτιολογία δεν είναι αρκετή, έχει δε ως αποτέλεσμα τα συγκεκριμένα θέματα που εγείρονται να μην μπορούν να συζητηθούν.
Eξέταση Νομικών Ισχυρισμών
Αρχίζοντας από την προδικαστική ένσταση, στην υπόθεση Βαρνάβας Νικολάου & Υιοί Λτδ. v. Δημοκρατίας (1995) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1627, αποφασίστηκε ότι με την αγόρευση του ο αιτητής δεν μπορεί να επεκτείνεται σε γεγονότα άλλα από αυτά που διατυπώνονται στην αίτηση, εκτός βέβαια αν είναι λόγοι δημόσιας τάξης που μπορούν να εγερθούν και αυτεπάγγελτα από το ίδιο το δικαστήριο. Η αρχή αυτή διατυπώθηκε και σε αποφάσεις της Ολομέλειας. (Bλ. μεταξύ άλλων Δημοκρατία v. C. Κassinos Construction Ltd. (1990) 3(E) A.A.Δ. 3834, Δημοκρατία κ.ά. v. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Latomia Estate Ltd. κ.ά. v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 672, Πετρίδου v. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 636 και Γιασουμής v. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 27). Παραπέμπω επίσης και στο σύγγραμμα «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» Τόμος ΙΙ του Επαμ. Σπηλιωτόπουλου, 6η έκδοση, σελ. 480.
Το θέμα αυτό διέπεται από τον Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 αναφορικά με τον οποίο στην προαναφερθείσα υπόθεση Latomia Estate Ltd. κ.ά. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, σελ. 685-686, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης. Όπως αναφέρεται ρητά στο σχετικό Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου,
«7. Έκαστος διάδικος δέον διά των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμόν τούτον.»
Στην παρούσα περίπτωση η απλή επίκληση της παραβίασης ενός συνταγματικού άρθρου, συγκεκριμένων νόμων και γενικών διοικητικών αρχών χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση δεν είναι αρκετή. Οι εφεσείοντες απέτυχαν να συνοδεύσουν τους ισχυρισμούς με εκείνα τα στοιχεία και γεγονότα τα οποία θα εφοδίαζαν το Δικαστήριο με το απαραίτητο υλικό που θα επέτρεπε την εξέταση της νομιμότητας της διοικητικής απόφασης. (Ίδε Δημοκρατία κ.ά. v. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598).»
Στρεφόμενος στα γεγονότα της παρούσας περίπτωσης, από μια προσεκτική μελέτη των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζονται οι υπό εξέταση προσφυγές, προκύπτει ότι τα εν λόγω σημεία κάθε άλλο παρά αναιτιολόγητα είναι. Μπορεί να είναι κάπως επιγραμματικά διατυπωμένα, αυτό όμως δε σημαίνει κατ' ανάγκη ότι είναι και αναιτιολόγητα. Εν πάση περιπτώσει το θέμα αναρμοδιότητας που εγείρεται με τη γραπτή αγόρευση των αιτητών (και με την παράγραφο 15 των γεγονότων) ως θέμα δημόσιας τάξης μπορεί να εξεταστεί, έστω και αν θεωρήσουμε ότι δεν παρέχεται η αιτιολογία. Συνεπώς καταλήγω ότι η προδικαστική ένσταση του καθ' ου η αίτηση δεν ευσταθεί και έτσι προχωρώ να εξετάσω την ουσία της προσφυγής.
Αξιολογώντας τους λόγους ακύρωσης, το θεωρώ ότι είναι ορθότερο να εξεταστεί πρώτα ο ισχυρισμός περί αναρμοδιότητας του οργάνου λήψης της επίδικης απόφασης.
Οι αιτητές εδράζουν την εισήγησή τους αυτή στο γεγονός ότι η επίδικη απόφαση ημερ. 27/10/07, υπογράφεται από τον Πρόεδρο και τα μέλη του Κοινοτικού Συμβουλίου Κάτω Πύργου και όχι από τον Πρόεδρο και τα μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου, στο οποίο, καθώς υποστηρίζουν, ο περί Κοινοτήτων Νόμος του 1999, (Ν. 86(1)/99 όπως τροποποιήθηκε), και οι περί Κοινοτικής Υπηρεσίας Κανονισμοί του Κοινοτικού Συμβουλίου Κάτω Πύργου του 2002 (Κ.Δ.Π. 278/02) αναθέτουν αποκλειστικά την αρμοδιότητα εξέτασης και επιβολής πειθαρχικών ποινών αναφορικά με τους υπαλλήλους τους. (Βλ. σελ. 227 του Βιβλίου Πρακτικών του Συμβουλίου, τεκμ. 1). Κατά την άποψη μου, η συγκεκριμένη εισήγηση των αιτητών δεν είναι βάσιμη.
Το Άρθρο 53(1)(α) του περί Κοινοτήτων Νόμου του 1999, (Ν. 86(1)/99 όπως τροποποιήθηκε) αναφέρει ρητά ότι το όργανο που ασκεί πειθαρχική εξουσία αναφορικά με τους υπαλλήλους του και έχει τη δυνατότητα να επιβάλλει σ' αυτούς πειθαρχικές ποινές είναι το Συμβούλιο. Σύμφωνα δε με το Άρθρο 2 του ιδίου Νόμου, «Συμβούλιο» σημαίνει το Κοινοτικό Συμβούλιο οποιασδήποτε κοινότητας ή συμπλέγματος κοινοτήτων που συστάθηκε με βάση τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου. Επακριβώς οι πρόνοιες του Άρθρου 53(1)(α), στην έκταση που μας αφορούν, έχουν ως εξής:
«53(1)(α)
Τηρουμένων των διατάξεων των Κανονισμών που θεσπίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου 2 του Άρθρου 49 του παρόντος Νόμου, το Συμβούλιο ασκεί αναφορικά με τους υπαλλήλους του, πειθαρχική εξουσία για την παράβαση καθηκόντων που οφείλεται σε υπαιτιότητα τους και δύναται να επιβάλει σε αυτούς τις ακόλουθες πειθαρχικές ποινές:
..........................
(vii) αναγκαστική αφυπηρέτηση, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου
(vii) απόλυση»
Εκτός όμως από τον περί Κοινοτήτων Νόμο, είναι και οι Κανονισμοί των καθ' ων η αίτηση (Κ.Δ.Π. 278/02) που αφορούν τη λήψη πειθαρχικών μέτρων και την εκδίκαση πειθαρχικού παραπτώματος και που αναφέρονται ρητά μόνο σε Συμβούλιο. (Βλ. ιδιαίτερα Καν. 63 και 64).
Είναι η άποψή μου, πως όλα τα πιο πάνω δεν αφήνουν οποιοδήποτε περιθώριο αμφιβολίας πως ορθά στην προκείμενη περίπτωση, η προσβαλλόμενη απόφαση υπογράφηκε από τον Προέδρο και τα μέλη του Κοινοτικού Συμβουλίου Κάτω Πύργου.
Ένας άλλος ισχυρισμός των αιτητών είναι ότι κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης, υπήρξε εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση εσφαλμένη εφαρμογή του Άρθρου 53(1)(β) του περί Κοινοτήτων Νόμου του 1999, (Ν. 86(1)/99 όπως τροποποιήθηκε). Για τους λόγους που εξηγώ στη συνέχεια, η κατάληξη μου είναι ότι η εισήγηση αυτή των αιτητών ευσταθεί. Το συγκεκριμένο άρθρο προβλέπει τα ακόλουθα:
«53(1)(β)
Για την επιβολή των ποινών της αναγκαστικής αφυπηρέτησης και της απόλυσης απαιτείται απόφαση, που λαμβάνεται με πλειοψηφία των δυο τρίτων του συνολικού αριθμού των μελών του Συμβουλίου σε ειδική συνεδρία που συγκαλείται έπειτα από ειδοποίηση επτά τουλάχιστον ημερών πριν από τη συνεδρία.»
Όπως προκύπτει από τα πρακτικά που τηρήθηκαν κατά τη συνεδρία του Συμβουλίου στις 27/10/07 κατά την οποία λήφθηκε η επίδικη απόφαση, και όπως παραδέχεται και ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ' ων η αίτηση στη σελ. 5 της γραπτής του αγόρευσης, το Συμβούλιο αποφάσισε την απόλυση των αιτητών με την πλειοψηφία που απαιτεί το πιο πάνω άρθρο, χωρίς όμως να συγκαλέσει ειδική συνεδρία και κατ' επέκταση και χωρίς να δώσει ειδοποίηση επτά τουλάχιστον ημερών πριν από αυτή. Άλλωστε και κατά την παράθεση των γεγονότων τονίστηκε ότι η ακρόαση των αιτητών άρχισε και ολοκληρώθηκε σε μια μόνο συνεδρία, αυτή της 27/10/07. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του καθ' ου η αίτηση δικαιολόγησε την παράβαση αυτή του σχετικού κανονισμού με τον ισχυρισμό ότι ήταν για να αποφευχθεί ο επηρεασμός μελών του Συμβουλίου, στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα. Δεν μπορώ όμως να συμφωνήσω μ' αυτή τη δικαιολογία. Εδώ βρισκόμαστε μπροστά σε μια παράβαση ρητής διάταξης νόμου, που αναπόφευκτα οδηγεί στην ακύρωση της επίδικης απόφασης. Με το να εισάξει ο νομοθέτης αυτή την πρόνοια στο νόμο για την περίπτωση της ποινής της αναγκαστικής αφυπηρέτησης και της απόλυσης (κάτι που δεν απαιτείται για τα άλλα είδη πειθαρχικών ποινών) έχει τη σημασία του. Επομένως η εκ των υστέρων προσπάθεια του συνηγόρου του καθ' ου η αίτηση να αιτιολογήσει τη συγκεκριμένη παράβαση αναφέροντας πως ο όρος αυτός δεν τηρήθηκε με σκοπό να αποφευχθεί η δυνατότητα επηρεασμού του Προέδρου και των μελών του Συμβουλίου από άλλα πρόσωπα, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.
Ενόψει των πιο πάνω, καταλήγω ότι οι προσφυγές επιτυγχάνουν. Η εξέταση των υπόλοιπων λόγων ακύρωσης δεν καθίσταται εκ των πραγμάτων αναγκαία.
Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με €800 έξοδα η καθεμιά υπέρ του κάθε αιτητή.
Η προσβαλλόμενη σε κάθε προσφυγή απόφαση ακυρώνεται σύμφωνα με το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα.