ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2009) 4 ΑΑΔ 474

14 Ιουλίου, 2009

[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]

KARKOTIS MANUFACTURING AND

TRADING PUBLIC LIMITED,

Αιτήτρια,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ, ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 1187/2007)

 

Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο ― Κανονισμός 1972/2003 ― Περιεχόμενο ρύθμισης (μετά και τον τροποποιητικό Κανονισμό 230/2004) και εφαρμογή του στην κριθείσα περίπτωση.

Συνταγματικό Δίκαιο ― Άρθρο 1Α του Συντάγματος ― Η αρχή της υπεροχής του Ευρωπαϊκού κοινοτικού δικαίου, έναντι του εσωτερικού δικαίου και οι συνέπειες της στην κριθείσα περίπτωση.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και παράλειψη διεξαγωγής δέουσας έρευνας ― Δεν στοιχειοθετήθηκαν στην κριθείσα περίπτωση.

Συνταγματικό Δίκαιο ― Άρθρα 12, 23, 24, 25, 26, 28.1 και 35 του Συντάγματος ― Ισχυρισμοί περί παραβίασής τους απορρίφθηκαν, στην βάση των πορισμάτων της L.M.K. Interco Commodities Ltd v. Δημοκρατίας (2009) 4 Α.Α.Δ. 229.

Η αιτήτρια εταιρεία προσέφυγε κατά της απόφασης των καθ' ων η αίτηση, με την οποία της επιβλήθηκε χρηματική επιβάρυνση εκ Λ.Κ. 19.368, για κατοχή πλεονάζοντος αποθέματος ρυζιού.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.       Ο Κανονισμός 1972/2003 θεσπίστηκε στις 10/11/2003 και όπως προκύπτει από τα έγγραφα του φακέλου, οι καθ' ων η αίτηση ενημέρωσαν με σχετική ανακοίνωσή τους, ημερομηνίας 2/1/2004, που δημοσιεύτηκε μέσω του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών σε τρεις καθημερινές κυπριακές εφημερίδες, όλους τους επηρεαζόμενους εισαγωγείς καθώς και το Τμήμα Τελωνείων, αναφορικά με το περιεχόμενο και τις επιβαρύνσεις που θα επιβάλλονταν μέσα στα πλαίσια της εφαρμογής του. Η ανακοίνωση καθιστούσε επίσης σαφές ότι ο Κανονισμός δεν αφορούσε προενταξιακές εμπορικές συναλλαγές και ότι οι επιβαρύνσεις θα επιβάλλονταν σε κατόχους πλεονασμάτων κατά την 1/5/2004. Οι καθ' ων η αίτηση ενήργησαν μέσα στα πλαίσια συμμόρφωσής τους με τις πρόνοιες του Κανονισμού 1972/2003 που αποσκοπεί στην αποφυγή κινδύνων κερδοσκοπίας μέσω συσσωρευμένων αποθεμάτων προϊόντων και στη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς. Η αρχή της υπεροχής του Ευρωπαϊκού Δικαίου έναντι του εσωτερικού δικαίου των κρατών μελών, έχει ήδη αναγνωριστεί νομολογιακά και εφαρμόζεται σύμφωνα με τις πρόνοιες της Πέμπτης Τροποποίησης του Συντάγματος (Ν. 127(Ι)/2006) και την προσθήκη νέας συνταγματικής διάταξης, του Άρθρου 1Α.

    Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω τροποποίησης, η επίδικη απόφαση που εκδόθηκε μετά τις 28/7/2006 (που τέθηκε σε ισχύ η πιο πάνω συνταγματική τροποποίηση), ήταν εναρμονισμένη και με το ευρωπαϊκό αλλά και το κυπριακό νομικό σύστημα.

2. Η αιτήτρια, όπως και όλοι οι εισαγωγείς, είχαν έγκαιρα προειδοποιηθεί για την επικείμενη εφαρμογή του Κανονισμού 1972/2003. Η αιτήτρια κλήθηκε στη συνέχεια δύο φορές εγγράφως να παρουσιάσει τεκμηριωμένα σχετικά στοιχεία και παρέλειψε να συμμορφωθεί. Ως εκ τούτου δεν υπήρξε παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, ούτε ανατροπή του τεκμηρίου επάρκειας της έρευνας που διεξήχθη.

3. Η αιτήτρια ισχυρίστηκε επίσης ότι η επίδικη απόφαση παραβιάζει διάφορες άλλες συνταγματικές διατάξεις. Παρόμοια επιχειρήματα έχουν εξεταστεί και απορριφθεί πρόσφατα, σε μια παρόμοια υπόθεση από το Ανώτατο Δικαστήριο, στη L.M.K. Interco Commodities Ltd. v. Δημοκρατίας (2009) 4 A.A. 229. Οι επισημάνσεις της πιο πάνω απόφασης εφαρμόζονται και υιοθετούνται και στην παρούσα περίπτωση η αιτήτρια δεν έχει τεκμηριώσει παράβαση οποιασδήποτε συνταγματικής πρόνοιας.

4. Από το σύνολο των ενεργειών των καθ' ων η αίτηση, προκύπτει ότι τόσο η διαδικασία που ακολουθήθηκε όσο και η επίδικη απόφαση έλαβαν χώρα μέσα στα πλαίσια των προνοιών του Κανονισμού 1972/2003.

Η προσφυγή απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Συνεργατική Εταιρεία ΕΣΕΛ - ΣΠΟΛΠ Λτδ. v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1041/2007, ημερ. 15.1.2009,

Γενικός Εισαγγελέας v. Κωνσταντίνου (2005) 1 Α.Α.Δ. 1356,

L.M.K. Interco Commodities Ltd. v. Δημοκρατίας (2009) 4 Α.Α.Δ. 229.

Προσφυγή.

Ελ. Δημητρίου για Παναγιώτης Δημητρίου & Συνεργάτες, για την Αιτήτρια.

Γ. Χατζηχάννα-Ευαγόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ'ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Η εταιρεία Karkotis Manufacturing & Trading Ltd (αιτήτρια) προσβάλλει την απόφαση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού (καθ'ων η αίτηση), με την οποία της επιβλήθηκε χρηματική επιβάρυνση ύψους Λ.Κ.19.368 για κατοχή πλεονάζοντος αποθέματος ρυζιού.

(α) Τα γεγονότα.

Με βάση τη Συνθήκη Προσχώρησης της Κυπριακής Δημοκρατίας και άλλων εννέα κρατών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θέσπισε μεταβατικά μέτρα για διευκόλυνση της μετάβασης σε καθεστώς της κοινής γεωργικής πολιτικής. Ένα από αυτά τα μέτρα αποσκοπούσε στη ρύθμιση της ποσότητας των αποθεμάτων διαφόρων προϊόντων. Για τον καθορισμό των πλεονασμάτων προϊόντων σε ελεύθερη κυκλοφορία εγκρίθηκε ο Κανονισμός 1972/2003, ο οποίος εκδόθηκε στις 10/11/2003 και τέθηκε σε εφαρμογή την 1/5/2004. Το Άρθρο 4 του πιο πάνω Κανονισμού τροποποιήθηκε στις 10/2/2004 με την έγκριση του Κανονισμού 230/2004 ως ακολούθως:

"4. Προκειμένου να διασφαλισθεί ότι η αναφερόμενη στην παράγραφο 1 επιβάρυνση εφαρμόζεται ορθώς, τα νέα κράτη μέλη διενεργούν χωρίς καθυστέρηση απογραφή των διαθέσιμων την 1η Μαΐου, 2004 αποθεμάτων. Για το σκοπό αυτό, χρησιμοποιούν ένα σύστημα προσδιορισμού των κατόχων πλεονασματικών αποθεμάτων το οποίο βασίζεται στην ανάλυση κινδύνων, σύμφωνα ιδίως με τα ακόλουθα κριτήρια:

- χαρακτήρας δραστηριότητας του κατόχου,

- ικανότητα μέσων αποθήκευσης,

- επίπεδο δραστηριότητας.

Τα νέα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή την ποσότητα προϊόντων πλεονασματικών αποθεμάτων, με εξαίρεση τις ποσότητες που βρίσκονται σε δημόσια αποθεματοποίηση, όπως αναφέρεται στο Άρθρο 5, το αργότερο έως τις 31 Οκτωβρίου, 2004."

Για την καλύτερη εφαρμογή των πιο πάνω Κανονισμών εγκρίθηκε στις 15/4/2005 ο περί της Εφαρμογής Πράξεων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας αναφορικά με τη θέσπιση Μεταβατικών Μέτρων στον Τομέα των Γεωργικών Προϊόντων λόγω της Προσχώρησης της Δημοκρατίας και Άλλων Χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση Νόμος (Αρ. 40(Ι)/2005), ενώ στις 4/5/2007 εκδόθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή η Απόφαση 2007/361/ΕΚ, με την οποία καθορίστηκαν τα πλεονάζοντα αποθέματα ρυζιού των νέων κρατών μελών, περιλαμβανομένης και της Κύπρου, για την οποία το πλεόνασμα ρυζιού καθορίστηκε σε 2.153 τόνους.

Οι καθ'ων η αίτηση ζήτησαν εγγράφως στις 26/5/2004 και 19/4/2005 διάφορα στοιχεία για το σκοπό προσδιορισμού του πλεονάζοντος ρυζιού, αλλά επειδή η αιτήτρια παρέλειψε να συμμορφωθεί οι καθ'ων η αίτηση, πάνω στη βάση της μεθοδολογίας του Κανονισμού 1972/2003, προχώρησαν στον καταλογισμό πλεονάζουσας ποσότητας ρυζιού 258.000,00 κιλών και της αντίστοιχης χρηματικής επιβάρυνσης που καθορίστηκε σε Λ.Κ.19.368.

(β) Οι λόγοι της προσφυγής.

Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια εισηγείται ότι η επίδικη απόφαση είναι παράνομη γιατί,

  (i)  Εκδόθηκε καθ' υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας και κατά παράβαση των κανόνων χρηστής διοίκησης και της δεδηλωμένης εμπιστοσύνης των εμπόρων και των αρχών που απορρέουν από την Πράξη Προσχώρησης,

 (ii)  Υπήρξε νομική πλάνη, παρερμηνεία και αντισυνταγματικότητα του Κανονισμού 1972/2003 και του Ν. 40(Ι)/2005,

(iii)  Παραβιάστηκαν οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης,

(iv)  Δεν έγινε η δέουσα έρευνα με αποτέλεσμα να προκύψει πλάνη περί τα πράγματα,

(v) Παραβιάστηκαν οι διατάξεις των Άρθρων 12, 23, 24, 25, 26, 28.1 και 35 του Συντάγματος και γιατί,

(vi)  Οι καθ'ων η αίτηση άσκησαν λανθασμένα τη διακριτική ευχέρειά τους.

(i) Υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας - Παραβίαση των κανόνων χρηστής διοίκησης.

Έχει υποβληθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο της αιτήτριας ότι η τελευταία, με την εφαρμογή του Κανονισμού 1972/2003, βρέθηκε προ τετελεσμένων γεγονότων γιατί είχε ήδη προβεί σε παραγγελία μεγάλης ποσότητας ρυζιού και γιατί δεν είχε τύχει έγκαιρης ενημέρωσης από τη Δημοκρατία για τις επιπτώσεις του. Επιπρόσθετα υποβλήθηκε ότι η Δημοκρατία βαρύνεται με την παράλειψη λήψης των αναγκαίων μέτρων για την αποτροπή της δημιουργίας πλεονασμάτων και με την παράλειψη έγκαιρης θέσπισης του αναγκαίου νομικού πλαισίου, με αποτέλεσμα να υπάρχει παραβίαση της Συνθήκης Προσχώρησης, αλλά και των αρχών της καλής πίστης και της αιτιολογημένης εμπιστοσύνης των εμπόρων προς τη διοίκηση.

Οι εισηγήσεις της αιτήτριας είναι ανεδαφικές. Ο Κανονισμός 1972/2003 θεσπίστηκε στις 10/11/2003 και όπως προκύπτει από τα έγγραφα του φακέλου, οι καθ'ων η αίτηση ενημέρωσαν με σχετική ανακοίνωσή τους, ημερομηνίας 2/1/2004, που δημοσιεύτηκε μέσω του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών σε τρεις καθημερινές κυπριακές εφημερίδες, όλους τους επηρεαζόμενους εισαγωγείς καθώς και το Τμήμα Τελωνείων αναφορικά με το περιεχόμενο και τις επιβαρύνσεις που θα επιβάλλονταν μέσα στα πλαίσια της εφαρμογής του. Η ανακοίνωση καθιστούσε επίσης σαφές ότι ο Κανονισμός δεν αφορούσε προενταξιακές εμπορικές συναλλαγές και ότι οι επιβαρύνσεις θα επιβάλλονταν σε κατόχους πλεονασμάτων κατά την 1/5/2004 και προτρέπονταν οι εισαγωγείς όπως "μέχρι την 1/5/2004 προβαίνουν σε εισαγωγές ποσοτήτων αποκλειστικά και μόνο για τις πραγματικές τους ανάγκες". Οι καθ'ων η αίτηση ενήργησαν μέσα στα πλαίσια συμμόρφωσής τους με τις πρόνοιες του Κανονισμού 1972/2003 που αποσκοπεί στην αποφυγή κινδύνων κερδοσκοπίας μέσω συσσωρευμένων αποθεμάτων προϊόντων και στη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς. (Βλ. Συνεργατική Εταιρεία ΕΣΕΛ - ΣΠΟΛΠ Λτδ. v. Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 1041/2007, ημερ. 15/1/2009, στην οποία εξετάστηκαν και απορρίφθηκαν όμοια επιχειρήματα).

(ii)      Νομική πλάνη - παρερμηνεία και αντισυνταγματικότητα του Κανονισμού 1972/2003 και του Ν. 40(Ι)/2005.

Έχει υποβληθεί εκ μέρους της αιτήτριας με επίκληση του Άρθρου 61 του Συντάγματος ότι δεν λήφθηκαν έγκαιρα μέτρα τροποποίησης του Συντάγματος για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της δυνατότητας εφαρμογής των Ευρωπαϊκών Κανονισμών και ότι η άμεση εφαρμογή του Κανονισμού δεν εξουδετερώνει το Σύνταγμα ως τον υπέρτατο νόμο της Δημοκρατίας και η εφαρμογή του, όπως και η ψήφιση του Ν. 40(Ι)/2005, χωρίς προηγούμενη τροποποίηση του Άρθρου 61, κατέστησε την επίδικη απόφαση ακυρώσιμη λόγω παράβασης της εν λόγω συνταγματικής διάταξης.

Εδώ σημειώνεται ότι η επιχειρηματολογία της αιτήτριας, στα πλαίσια του πιο πάνω λόγου, φέρει τα χαρακτηριστικά της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, γιατί αφενός επικαλείται νομική πλάνη και παρερμηνεία του Κανονισμού 1972/2003 εκ μέρους της διοίκησης και αφετέρου αμφισβητεί τον ίδιο Κανονισμό ως αντισυνταγματικό. Τα επιχειρήματα όμως της αιτήτριας δεν ευσταθούν και για ένα άλλο λόγο. Η αρχή της υπεροχής του Ευρωπαϊκού Δικαίου έναντι του εσωτερικού δικαίου των κρατών μελών έχει ήδη αναγνωριστεί νομολογιακά (βλ. Γενικός Εισαγγελέας v. Κωνσταντίνου (2005) 1 Α.Α.Δ. 1356) και εφαρμόζεται σύμφωνα με τις πρόνοιες της Πέμπτης Τροποποίησης του Συντάγματος (Ν. 127(Ι)/2006) και την προσθήκη νέας συνταγματικής διάταξης, του Άρθρου 1Α το οποίο προβλέπει ότι,

"Ουδεμία διάταξη του Συντάγματος θεωρείται ότι ακυρώνει νόμους που θεσπίζονται, πράξεις που διενεργούνται ή μέτρα που λαμβάνονται από τη Δημοκρατία τα οποία καθίστανται αναγκαία από τις υποχρεώσεις της ως κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ούτε εμποδίζει Κανονισμούς, Οδηγίες ή άλλες πράξεις ή δεσμευτικά μέτρα νομοθετικού χαρακτήρα που θεσπίζονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή από τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες ή από τα θεσμικά τους όργανα ή από τα αρμόδιά τους σώματα στη βάση των συνθηκών που ιδρύουν τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες ή την Ευρωπαϊκή Ένωση από του να έχουν νομική ισχύ στη Δημοκρατία."

Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω τροποποίησης η επίδικη απόφαση που εκδόθηκε μετά τις 28/7/2006 (που τέθηκε σε ισχύ η πιο πάνω συνταγματική τροποποίηση) ήταν εναρμονισμένη και με το ευρωπαϊκό αλλά και το κυπριακό νομικό σύστημα.

Έχει επίσης υποβληθεί από την αιτήτρια ότι με βάση το ερμηνευτικό προοίμιο (Preamble) του Κανονισμού 1972/2003 και το Άρθρο 4 του τροποποιητικού Κανονισμού 230/2004, η Κυπριακή Δημοκρατία θα έπρεπε να διαθέτει ένα σύστημα εντοπισμού των κατόχων πλεονασματικών αποθεμάτων, στους οποίους να επιβάλλεται επιβάρυνση και να επεκτείνει τον έλεγχο και στους αγοραστές και χονδρεμπόρους, μέσα στα πλαίσια πάταξης της αισχροκέρδειας. Επιπρόσθετα υποβλήθηκε ότι η αιτήτρια κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν κατείχε τις ποσότητες ρυζιού που είχε εισάξει, γιατί αυτές είχαν ήδη διατεθεί σε τρίτους μεταπωλητές προς τους οποίους έπρεπε να είχε στραφεί η δέουσα έρευνα των καθ'ων η αίτηση.

Ο ισχυρισμός είναι ανεδαφικός. Η παράγραφος 4 του Κανονισμού, μετά τη σχετική τροποποίηση, καθορίζει τα κριτήρια προσδιορισμού των κατόχων πλεονασματικών αποθεμάτων. Υπενθυμίζεται ότι οι καθ'ων η αίτηση είχαν ζητήσει επανειλημμένα από την αιτήτρια να προσκομίσει στοιχεία των εμπορικών συναλλαγών της για σκοπούς προσδιορισμού των αποθεμάτων της, χωρίς ανταπόκριση. Οι δε ισχυρισμοί της αιτήτριας στην αγόρευσή της παρέμειναν αναπόδεικτοι και δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί. Όσον αφορά τη μέθοδο υπολογισμού της πλεονάζουσας ποσότητας, αυτή διενεργήθηκε μέσα στα πλαίσια των υποδείξεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

(iii)+(iv) Παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και της διεξαγωγής δέουσας έρευνας.

Η αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι υπήρξε παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης γιατί δεν είχε κληθεί να προβάλει τις απόψεις της και ούτε έτυχε σχετικών υποδείξεων από τους καθ'ων η αίτηση πριν από την έκδοση της επίδικης απόφασης.

Ο ισχυρισμός δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός. Η αιτήτρια, όπως και όλοι οι εισαγωγείς, είχαν έγκαιρα προειδοποιηθεί για την επικείμενη εφαρμογή του Κανονισμού 1972/2003. Η αιτήτρια κλήθηκε στη συνέχεια δύο φορές εγγράφως να παρουσιάσει τεκμηριωμένα σχετικά στοιχεία και παρέλειψε να συμμορφωθεί. Ως εκ τούτου δεν υπήρξε παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, ούτε ανατροπή του τεκμηρίου επάρκειας της έρευνας που διεξήχθη. (Βλ. Συνεργατική Εταιρεία ΕΣΕΛ - ΣΠΟΛΠ Λτδ. v. Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 1041/2007, ημερ. 15/1/2009).

(v)      Παραβίαση των Άρθρων 12, 23, 24, 25, 26, 28.1 και 35 του Συντάγματος.

Η αιτήτρια ισχυρίστηκε επίσης ότι η επίδικη απόφαση παραβιάζει διάφορες συνταγματικές διατάξεις, όπως είναι οι αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας, το δικαίωμα στην ιδιοκτησία, το δικαίωμα άσκησης επαγγέλματος, την ελευθερία του συμβάλλεσθαι και την υποχρέωση των αρχών να διασφαλίζουν την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών.

Παρόμοια επιχειρήματα έχουν εξεταστεί και απορριφθεί πρόσφατα σε μια παρόμοια υπόθεση από το Ανώτατο Δικαστήριο, στην L.M.K. Interco Commodities Ltd. v. Δημοκρατίας (2009) 4 A.A.Δ. 229. Οι επισημάνσεις της πιο πάνω απόφασης εφαρμόζονται και υιοθετούνται και στην παρούσα περίπτωση για την αποφυγή επαναλήψεων. Συμπερασματικά κρίνεται ότι η αιτήτρια δεν έχει τεκμηριώσει παράβαση οποιασδήποτε συνταγματικής πρόνοιας.

(vi)     Λανθασμένη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας των καθ'ων η αίτηση.

Έχει επίσης υποβληθεί εκ μέρους της αιτήτριας η εισήγηση ότι οι καθ'ων η αίτηση υπερέβησαν τα ακραία όρια της διακριτικής τους ευχέρειας, γιατί ο σκοπός τον οποίον εξυπηρετεί η προσβαλλόμενη πράξη είναι διαφορετικός από αυτόν για τον οποίον θεσπίστηκε ο Κανονισμός 1972/2003.

Η εισήγηση είναι ανεδαφική. Από το σύνολο των ενεργειών των καθ'ων η αίτηση προκύπτει ότι τόσο η διαδικασία που ακολουθήθηκε όσο και η επίδικη απόφαση έλαβαν χώρα μέσα στα πλαίσια των προνοιών του Κανονισμού 1972/2003.

Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται με €1.500 έξοδα σε βάρος της αιτήτριας.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο