ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Sigma Radio TV Ltd και Άλλοι ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2004) 3 ΑΑΔ 134
Aντέννα Λτδ ν. Aρχής Pαδιοτηλεόρασης Kύπρου (2005) 3 ΑΑΔ 558
Aρχή Pαδιοτηλεόρασης Kύπρου ν. Aντέννα T.v. Λίμιτεδ (2005) 3 ΑΑΔ 583
Antenna T.V. Limited ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2002) 4 ΑΑΔ 824
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 158(I)/1999 - Ο περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999
Ν. 7(I)/1998 - Ο περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμοι του 1998
Ν. 7(I)/1998 - Ο περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμοι του 1998
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΙΜΙΤΕΔ ν. ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 573/2007, 23 Μαρτίου 2010
ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΙΜΙΤΕΔ ν. ΑΡΧΗ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 58/2008, 4 Φεβρουαρίου 2011
ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΤΔ ν. ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 1600/08, 23 Ιουλίου 2010
ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΙΜΙΤΕΔ ν. ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 837/2008, 6 Οκτωβρίου 2010
ANTENNA ΛΙΜΙΤΕΔ ν. ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 636/2008, 14 Απριλίου 2010
Αντέννα Λίμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Αρ. 1) (2011) 3 ΑΑΔ 124
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 572/2007)
18 Δεκεμβρίου, 2009
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΙΜΙΤΕΔ,
Αιτητές,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Γ. Βαλιαντής για Λ. Παπαφιλίππου, για τους Αιτητές.
Θ. Ραφτοπούλου (κα) για Α. Ευαγγέλου, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Οι Αιτητές με την παρούσα προσφυγή προσβάλλουν την απόφαση ημερομηνίας 22.11.2006, με την οποία τους επιβλήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση, στο εξής «η Aρχή», συνολικό πρόστιμο £4.000 για παραβίαση του άρθρου 26(2) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998 (Ν. 7(Ι)/1998), στο εξής «ο Νόμος», όπως έχει τροποποιηθεί, καθώς και των Κανονισμών 24(1)(α) και 24(2)(1) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000), στο εξής «οι Κανονισμοί».
Η Αρχή, εξέτασε αυτεπάγγελτα εναντίον των Αιτητών πιθανές παραβάσεις του άρθρου 26(2) του Νόμου, καθώς και των Κανονισμών 24(1)(α) και 24(2)(1). Οι παραβάσεις αυτές ήταν σχετικές με τα γεγονότα του αεροπορικού δυστυχήματος που συνέβηκε στην περιοχή Γραμματικού, στην Ελλάδα στις 14.8.05.
Το άρθρο 26(2) του Νόμου προβλέπει ότι:-
«26(2) Τα δελτία ειδήσεων και τα επικαιρικά προγράμματα πρέπει να χαρακτηρίζονται από αντικειμενικότητα και πολυφωνία, ιδιαίτερα αναφορικά με πολιτικά θέματα αλλά και οποιαδήποτε κοινωνικά θέματα που απασχολούν την κοινή γνώμη.»
Οι Κανονισμοί 24(1)(α) και 24(2)(γ) στη βάση των οποίων έγινε η αυτεπάγγελτη έρευνα, προβλέπουν ότι:-
«24(1)(α) Τα δελτία ειδήσεων προπαρασκευάζονται και μεταδίδονται με ακρίβεια, αντικειμενικότητα, αμεροληψία, πολυμέρεια και τη μεγαλύτερη δυνατή πληρότητα·
.............................
24(2)(γ) αποφεύγεται γενικά η προβολή κοντινών πλάνων αιμορραγούντων προσώπων ή που βρίσκονται σε ακραία κατάσταση θλίψης ή θυμού».
Η Λειτουργός της Αρχής, η οποία ανέλαβε τη διερεύνηση της υπόθεσης, σε πόρισμα της διαπίστωσε πιθανές παραβάσεις των πιο πάνω Κανονισμών.
Στις 5.10.2005, η Αρχή εξέτασε το πόρισμα της Λειτουργού και αποφάσισε όπως η υπόθεση προωθηθεί σύμφωνα με τον Κανονισμό 42(6). Με επιστολή της ημερομηνίας 7.10.2005, έθεσε ενώπιον των Αιτητών τις διερευνώμενες παραβάσεις των Κανονισμών, δίδοντας τους την ευκαιρία να προβούν σε οποιεσδήποτε εξηγήσεις ή παραστάσεις και ζητώντας τους να δηλώσουν κατά πόσο επιθυμούν να παρευρεθούν κατά την εξέταση της υπόθεσης.
Κατά την ακρόαση της υπόθεσης στις 9.1.2006, μεταξύ άλλων οι συνήγοροι των Αιτητών υπέβαλαν προδικαστική ένσταση ότι η Αρχή στερείται αρμοδιότητας προς εκδίκαση της υπόθεσης τους. Συγκεκριμένα ισχυρίστηκαν ότι αφού τίθεται θέμα δημοσιογραφικής δεοντολογίας, τότε σύμφωνα με τον Κανονισμό 27(4) των Κανονισμών, θα έπρεπε τα όποια παράπονα εναντίον τους, να υποβληθούν πρώτα στην Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας και η τελευταία να τα στείλει στην Αρχή. Απορρίπτοντας την προδικαστική ένσταση, η Αρχή, ισχυρίστηκε ότι ο αναφερόμενος Κανονισμός δεν αποκλείει την εφαρμογή άλλων προνοιών της σχετικής Νομοθεσίας ή Κανονισμών.
Ακολούθησαν περαιτέρω γραπτές παραστάσεις των Αιτητών, τόσο πάνω στο ζήτημα της προδικαστικής ένστασης, όσο και στην ουσία της.
Την 1.2.2006 ορίσθηκε η συνέχιση της υπόθεσης, όπου οι Αιτητές πληροφόρησαν τηλεφωνικώς την Αρχή ότι δεν πρόκειται να παραστούν, αφού είχαν υποβάλει γραπτώς τις θέσεις τους. Ακολούθως, η Αρχή αφού εξέτασε όλα τα ενώπιον της στοιχεία, τεκμήρια, περιστατικά και γραπτές θέσεις των Αιτητών, κατέληξε ότι υπάρχουν παραβάσεις του άρθρου 26(2) του Νόμου, όπως έχει τροποποιηθεί, καθώς και των Κανονισμών 24(1)(α) και 24(2)(γ). Επειδή οι Αιτητές επανέφεραν το θέμα κατά την ακρόαση της υπόθεσης, η Αρχή εξέτασε εκ νέου το θέμα της αρμοδιότητας της και υιοθετώντας τις προηγούμενες θέσεις της, αναφέρει στη σελ 27-29 της απόφασης της, ότι:-
«Ανάμεσα σε παραβάσεις που ανάγονται στον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας και σε παραβάσεις του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου (Ν. 7(Ι)/1998) και των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού, υφίσταται διάκριση και διαφορά.
Το ότι στον Κανονισμό 27(4) των προαναφερθέντων Κανονισμών αναφέρεται ότι «οι ειδησιογραφικές εκπομπές, τα τηλεοπτικά μαγκαζίνα και οι εκπομπές με ανθρώπινες δραματικές ιστορίες (reality shows) υπόκειται στον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας του συνημμένου στους παρόντες Κανονισμούς Παραρτήματος VIII» δεν έχει το νόημα της αυτόματης υπαγωγής στον 7(Ι)/1998 και των Κανονισμών που εκδίδονται με βάση αυτόν, η οποία παράβαση τελείται κατά τη διάρκεια των εκπομπών που περιλαμβάνει ο Κανονισμός 27(4) της Κ.Δ.Π. 10/2000, παρά μόνο αυτών των παραβάσεων που στηρίζονται στις διατάξεις του Κώδικα δημοσιογραφικής Δεοντολογίας.
Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες στοιχειοθετούνται από τα γεγονότα της υπόθεσης παραβάσεις του Νόμου 7 (Ι)/1998 και των Κανονισμών, που εκδίδονται με βάση αυτόν, χωρίς να υπάρχει αναφορά σε παράβαση που στηρίζεται στις διατάξεις του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, δεν απαιτείται αίτηση της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας.
Η θέση αυτή της Αρχής συνηγορείται από τις σχετικές επί του θέματος αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Antenna TV Ltd. v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Προσφυγή Αρ. 812/2001, ημερομ. 25.9.2002 και στην, επί της εφέσεων επ' αυτής, εκδοθείσας απόφασης της Ολομέλειας στην υπόθεση Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ν. Antenna TV Ltd., Α.Ε. 3520, ημ. 16.12.2005 (την οποία επικαλείται ο σταθμός), καθώς, ως προς την πρωτόδικη υπόθεση, η προσφυγή ευδοκίμησε επειδή δεν είχε υποβληθεί αίτηση από την Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας αναφορικά μόνο ως προς την παράβαση της παραγράφου 8(2) του μέρους Ι του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας για τα Ηλεκτρονικά Μ.Μ.Ε. (Παράρτημα VIII των σχετικών Κανονισμών) και όχι και για την παράβαση του Κανονισμού 21(3) των προαναφερθέντων Κανονισμών.
Παρατίθεται χαρακτηριστικά το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση:
«Δεδομένου ότι δεν μπορεί να γίνει διαχωρισμός μεταξύ της παραγράφου 8(2) του μέρους Ι του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας για τα Ηλεκτρονικά ΜΜΕ και του Κανονισμού 21(3) της Κ.Δ.Π. 10/2000, για παράβαση των οποίων βρέθηκε ένοχη η αιτήτρια και τιμωρήθηκε με διοικητικό πρόστιμο £1.000 (και για τις δύο, δηλαδή, παραβάσεις μαζί), ολόκληρη η επίδικη απόφαση είναι ακυρωτέα.».
Συναφώς, η προαναφερθείσα απόφαση της Ολομέλειας που εκδόθηκε κατόπιν άσκησης έφεσης στην πρωτόδικη απόφαση προσεγγίζει το θέμα και πάλι μόνο ως προς την παράβαση της παραγράφου 8(2) του Μέρους Ι του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας για τα Ηλεκτρονικά ΜΜΕ (Παράρτημα VIII στην Κ.Δ.Π. 10/2000) και όχι και για την παράβαση του Κανονισμού 21(3) της Κ.Δ.Π. 10/2000.
Στην απόφαση της Ολομέλειας αναφέρονται τα εξής:-
«Αν η Νομοθετική εξουσία επιθυμούσε να δώσει εξουσία στην Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου να εξετάζει αυτεπάγγελτα παραβάσεις του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, θα το περιλάμβανε ρητά στις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες. Όμως μια τέτοια πρόνοια δεν έχει εισαχθεί στη φρασεολογία του άρθρου 3(2)(ζ)(ιι)».
Συνεπώς, η απόφαση της Αρχής ακυρώθηκε από το Δικαστήριο γιατί δε μπορούσε να γίνει διαχωρισμός μεταξύ της παραγράφου 8(2) του Μέρους Ι του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας για τα Ηλεκτρονικά Μ.Μ.Ε. και του Κανονισμού 21(3) της Κ.Δ.Π. 10/2000, για παράβαση των οποίων επιβλήθηκε ενιαίο πρόστιμο.»
Στη συνέχεια η Αρχή με επιστολή της ημερομηνίας 31.5.2006 κοινοποίησε την πιο πάνω απόφαση της στους Αιτητές καλώντας τους, εάν επιθυμούν, να υποβάλουν μέσα σε 14 μέρες από τη λήψη της, τις απόψεις τους εγγράφως, για σκοπούς επιβολής κυρώσεων. Σε περίπτωση παράλειψης, τους πληροφόρησε ότι θα προχωρούσε κανονικά στην επιβολή κυρώσεων.
Στις 20.10.2006 η Αρχή ενημέρωσε τους Αιτητές, ότι η συνεδρία της για επιβολή κυρώσεων ορίσθηκε για την 1.11.2006 και εάν επιθυμούν να παραστούν. Οι Αιτητές μέσω του δικηγόρου τους, υπέβαλαν γραπτές αγορεύσεις.
Στη συνέχεια η εν λόγω συνεδρία αναβλήθηκε δύο φορές. Η δεύτερη αναβολή έγινε κατόπιν αιτήματος των Αιτητών, οι οποίοι παράλληλα ζητούσαν να επανανοίξει ολόκληρη η ακροαματική διαδικασία. Το αίτημα τους απορρίφθηκε και ορίσθηκε τελικά η υπόθεση για επιβολή κυρώσεων για τις 22.11.2006.
Κατά την εν λόγω ημερομηνία, οι Αιτητές παρουσίασαν σχετική μαρτυρία για σκοπούς ανατροπής της απόφασης ή αν όχι, για μετριασμό της ποινής, που επρόκειτο να τους επιβληθεί. Στη συνέχεια η Αρχή αφού μελέτησε όλα τα ενώπιον της στοιχεία και περιστατικά, αποφάσισε όπως επιβάλει στο σταθμό το διοικητικό πρόστιμο των £4.000 για την παράβαση της πιο πάνω νομοθεσίας.
Η Αρχή με επιστολή της ημερομηνίας 29.3.2007 απέστειλε στους Αιτητές την απόφαση της ημερομηνίας 22.11.2006 και τους κάλεσε να καταβάλουν το ποσό των £4.000 μέχρι τις 15.5.2007.
Οι Αιτητές προσβάλλουν ως άκυρη την πιο πάνω απόφαση της Αρχής. Με την αχρείαστα εκτενή αγόρευση του δικηγόρου τους, προωθούν 12 λόγους ακύρωσης, ότι: (1) Υπήρξε νομική και πραγματική πλάνη, (2) Στέρηση του δικαιώματος ακρόασης, (3) Παραβιάστηκαν οι πρόνοιες του άρθρου 41Α(1) του Νόμου 7(1)/98 και του Κανονισμού 27(4) της ΚΔΠ 10/2000, αφού δεν λήφθηκε προηγουμένως αίτημα από την Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, (4) Υπήρξε παράβαση του άρθρου 7 του Ν. 7(Ι)/98, (5) Η απόφαση της Αρχής είναι αναιτιολόγητη αναφορικά με την εκ πρώτης όψεως παράβαση, (6) Δεν τηρήθηκαν άρτια πρακτικά, (7) Έπασχε η σύνθεση και η λειτουργία της Αρχής, (8) Το διοικητικό όργανο δεν ήταν δεόντως συγκροτημένο, (9) Παραβιάστηκε η αρχή της καλής πίστης, (10) Παραβιάστηκε το άρθρο 41Β του Νόμου , (11) Παραβιάστηκε η αρχή της φυσικής δικαιοσύνης και (12) Υπήρξε κατάχρηση εξουσίας.
Νομικοί Ισχυρισμοί
Παρά την από μέρους των Αιτητών εσφαλμένη ιεράρχηση των πιο πάνω λόγων ακύρωσης, κατά την άποψη μου προηγείται η εξέταση των λόγων 3, 7 και 8, αφού στην ουσία πρόκειται για λόγους που άπτονται της αρμοδιότητας, συγκρότησης και σύνθεσης της Αρχής.
Στέρηση αρμοδιότητας από πλευράς Αρχής για εκδίκαση της υπόθεσης-Λόγος ακύρωσης 3
Για το συγκεκριμένο λόγο ακύρωσης, προβάλλεται ότι νοουμένου ότι όλες οι υπό εξέταση εκπομπές αφορούσαν ειδησιογραφικές εκπομπές, θα έπρεπε να τηρηθούν οι πρόνοιες του Κανονισμού 27(4) των Κανονισμών, σύμφωνα με τον οποίο θα έπρεπε τα όποια παράπονα εναντίον τους, να υποβληθούν πρώτα στην Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας και η τελευταία να τα στείλει στην Αρχή.
Η συνήγορος της Αρχής, ενώ ουσιαστικά δεν αμφισβητεί ότι τίθεται ζήτημα δημοσιογραφικής δεοντολογίας, απλώς προβάλλει ότι ο αναφερόμενος Κανονισμός δεν αποκλείει την εφαρμογή άλλης σχετικής νομοθεσίας. Στην ουσία επαναλαμβάνει και υιοθετεί πλήρως το σκεπτικό της Αρχής, όπως το παράθεσα πιο πάνω.
Κατά την άποψη μου, ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Ο Κανονισμός 27(4) των σχετικών Κανονισμών, προβλέπει ότι:-
«27(4) Οι ειδησιογραφικές εκπομπές, τα τηλεοπτικά μαγκαζίνα και οι εκπομπές με ανθρώπινες δραματικές ιστορίες (reality shows) υπόκεινται στον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας του συνημμένου στους παρόντες Κανονισμούς Παραρτήματος VIII.»
Ο νομοθέτης καθόρισε σε ποιες περιπτώσεις η Αρχή δύναται να επιλαμβάνεται πιθανών παραβάσεων, αυτεπάγγελτα. Όμως, όταν πρόκειται για παράπονα που άπτονται ζητημάτων δημοσιογραφικής δεοντολογίας, απαιτείται, για τη νομιμότητα της διαδικασίας, όπως τα παράπονα υποβληθούν πρώτα στην Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, η οποία έχει την ευχέρεια, αν κρίνει ορθό, να τα παραπέμπει στην Αρχή. Αυτό επιβεβαιώνεται στην απόφαση της Ολομέλειας, Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ν. Αντέννα ΤV Λίμιτεδ (2005) 3 ΑΑΔ 583, όπου νομολογήθηκε ότι:-
«Έχει υποβληθεί πρωτοδίκως εκ μέρους της εφεσίβλητης ότι εφόσον το παράπονο-καταγγελία εναντίον του σταθμού για παράβαση του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας είχε υποβληθεί από το κοινό, δηλαδή από τον Μητροπολίτη Κιτίου, χωρίς την προηγούμενη αίτηση της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας σύμφωνα με τις πρόνοιες της υποπαραγράφου (ii), η Αρχή δεν είχε δικαιοδοσία να ενεργοποιήσει τη διαδικασία επιβολής κυρώσεων.
Το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία αποδέχθηκε την πιο πάνω εισήγηση, επισημαίνοντας τα πιο κάτω:
"Αρκεί να εξεταστεί η παράγραφος (ζ) του εδαφίου (2) του άρθρου 3 του Νόμου στο σύνολό της. Μια τέτοια εξέταση οδηγεί, αβίαστα κατά την άποψή μου, στο συμπέρασμα ότι η Αρχή μπορεί να εξετάζει, αυτεπάγγελτα ή άλλως πως, παραβάσεις του Νόμου ή των Κανονισμών (ζ)(i) ή παραβάσεις των όρων της άδειας ενός σταθμού (ζ)(iii) ή εγκύκλιων οδηγιών ή συστάσεων (ζ)(iv), όχι όμως και παραβάσεις του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας (ζ)(ii). Τέτοιες παραβάσεις μπορεί να εξετάζει μόνο «έπειτα από αίτηση της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας». Αν πρόθεση του νομοθέτη ήταν η Αρχή να εξετάζει και παραβάσεις του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, αυτεπάγγελτα ή άλλως πως, όπως στις περιπτώσεις των άλλων τριών παραβάσεων, τότε θα διατύπωνε την υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (ζ) με τη φράση «του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας» μόνο. Χωρίς, δηλαδή, να προσθέσει τη φράση «έπειτα από αίτηση της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας», αφού τέτοια προσθήκη δεν θα εξυπηρετούσε κανένα χρήσιμο σκοπό."
Η εισήγηση της εφεσείουσας ότι δεν ήταν πρόθεση του Νομοθέτη να περιορίσει την αρμοδιότητα της Αρχής να εξετάζει περιπτώσεις παράβασης του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας μόνο όταν υποβάλλεται αίτηση από την Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Αν η Νομοθετική εξουσία επιθυμούσε να δώσει εξουσία στην Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου να εξετάζει αυτεπάγγελτα παραβάσεις του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, θα το περιλάμβανε ρητά στις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες. Όμως μια τέτοια πρόνοια δεν έχει εισαχθεί στη φρασεολογία του άρθρου 3(2)(ζ)(ii) και εφόσον δεν υπήρξε αίτηση εκ μέρους της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας για την ενεργοποίηση των προνοιών για την επιβολή κυρώσεων, η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν άκυρη.
Υιοθετούμε το αιτιολογικό της απόρριψης της πιο πάνω εισήγησης από το πρωτόδικο Δικαστήριο και κρίνουμε ότι ο σχετικός λόγος έφεσης δεν μπορεί να ευσταθήσει.»
Στην πιο πάνω απόφαση η Αρχή εξέτασε δύο κατηγορίες εναντίον του σταθμού. Η πρώτη αφορούσε παράβαση του κανονισμού 21(3) των Κανονισμών και η δεύτερη την παράγραφο 8(2) του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας για τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ (Παραρτημα VIII στην ΚΔΠ 10/2000. Ένα από τα θέματα που αποφασίστηκε ήταν ότι η Αρχή δεν είχε εξουσία να εξετάσει αυτεπάγγελτα παράβαση του Κώδικα Δεοντολογίας, χωρίς την παραπομπή της παράβασης από την Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας με αίτημα όπως ενεργοποιηθούν οι πρόνοιες για την επιβολή κυρώσεων.
Όμως στην προκειμένη περίπτωση τα γεγονότα είναι εντελώς διαφορετικά, αφού ο Εφεσείων σταθμός δεν αντιμετωπίζει παραβάσεις του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, αλλά τις εξής τρεις κατ΄ισχυρισμό παραβάσεις Νόμου και Κανονισμών: (α) Του άρθρου 26(2) του Νόμου που αφορά στην αντικειμενικότητα των δελτίων ειδήσεων και επικουρικών προγραμμάτων, (β) του κανονισμού 24(1)(α) που αφορά στην ακρίβεια, αμεροληψία και πληρότητά τους, και (γ) τον κανονισμό 24(2)(γ) που προβλέπει για την αποφυγή γενικά της λήψης κοντινών πλάνων αιμορραγούντων ή υπό θλίψη ή υπό θυμό προσώπων.
Από τη στιγμή που στην υπό εκδίκαση υπόθεση δεν υπήρξε ισχυρισμός για παράβαση του Κώδικα Δεοντολογίας, δεν εφαρμόζονται τα όσα αποφασίστηκαν στην υπόθεση Αρχή Ραδιοτηλεόρασης ν. Αντέννα TV Λίμιτεδ (ανωτέρω). Εκεί, επειδή οι παραβιάσεις αφορούσαν τόσο τον κανονισμό 21(3) όσο και την παράγραφο 8(2) του Κώδικα και δεν μπορούσαν να διαχωριστούν, η πράξη ακυρώθηκε πρωτοδίκως και το Ανώτατο Δικαστήριο επιβεβαίωσε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Αυτό ουσιαστικά επιβεβαιώνει ότι η Αρχή δεν είχε αρμοδιότητα δυνάμει του άρθρου 3(2)(ζ) όπως ίσχυε προτού τροποποιηθεί, να εξετάσει αυτεπάγγελτα τον Κώδικα, χωρίς προηγουμένως να υποβληθεί αίτημα από την Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Επίσης αποφασίστηκε ότι η παράγραφος 19 του μέρους II του Κώδικα είναι ultra vires του εξουσιοδοτικού Νόμου, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η αυτεπάγγελτη εξέταση παράβασης του Κώδικα, εφ' όσον κάτι τέτοιο συγκρούεται με το άρθρο 3(2)(ζ)(ii) του Νόμου προτού τροποποιηθεί.
Κατά την άποψή μου, όταν η Αρχή εξετάζει παραβάσεις μόνο του Νόμου ή των Κανονισμών και όχι του Κώδικα Δεοντολογίας, έχει την εξουσία να ενεργεί αυτεπάγγελτα. Όμως τέτοια εξουσία δεν υπάρχει, εφ' όσον το άρθρο 41Α, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 97(Ι)/04 και το οποίο σε ό,τι αφορά τις διοικητικές κυρώσεις φαίνεται να αντικατέστησε το παλιό άρθρο 3(2)(ζ), προβλέπει ρητά ότι παραβάσεις του Κώδικα Δεοντολογίας εξετάζονται «έπειτα από σχετική αίτηση της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας».
Το άρθρο 27(4) των Κανονισμών δεν αποσκοπεί στο να εξαιρέσει από τις πρόνοιες του Νόμου τις ειδησεογραφικές εκπομπές, τα τηλεοπτικά μακαζίνα και τις εκπομπές με ανθρώπινες δραματικές ιστορίες (reality shows). Αν η σχετική διάταξη ερμηνευόταν με τον τρόπο που εισηγούνται οι Αιτητές, τότε θα εξουδετερώνονταν σημαντικές πρόνοιες του Νόμου και των Κανονισμών με αποτέλεσμα οι παραβάσεις που θα παρέμειναν για τις οποίες η Αρχή θα μπορούσε να ενεργήσει αυτεπάγγελτα, να ήταν σημαντικά μειωμένες. Κατά την άποψή μου, εκείνο που αποσκοπεί ο Κανονισμός 27(4) είναι να θέσει τις συγκεκριμένες εκπομπές και κάτω από τον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, οπότε και η αρμόδια Επιτροπή να έχει το δικαίωμα, όποτε κρίνει σκόπιμο, να αιτείται όπως ενεργοποιηθούν οι πρόνοιες των Κανονισμών για επιβολή κυρώσεων. Παρόμοια θέση προβλήθηκε από τους Αιτητές και στην υπόθεση Aντέννα Λίμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπ. Αρ. 620/2005, ημερ. 21.5.2007 και απορρίφθηκε από τον Αρτέμη, Δ., όπως ήταν τότε. Παραθέτω το σχετικό σκεπτικό με το οποίο συμφωνώ πλήρως:
«Συμφωνώ με τη θέση των δικηγόρων της Αρχής για την αντίκρουση του ισχυρισμού αυτού. Πρόβαλαν ότι η πρόνοια του Κανονισμού 27(4) ότι «Οι ειδησεογραφικές εκπομπές, τα τηλεοπτικά μαγκαζίνα και οι εκπομπές με ανθρώπινες δραματικές ιστορίες (reality shows) υπόκεινται στον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας του συνημμένου στους παρόντες Κανονισμούς Παραρτήματος VIII» δεν εννοεί την αυτόματη υπαγωγή στον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας οποιασδήποτε παράβασης του Νόμου και των Κανονισμών που τελείται κατά τη διάρκεια των εκπομπών, στις οποίες αναφέρεται ο Κανονισμός 27(4), παρά μόνο αυτών των παραβάσεων που βασίζονται στις διατάξεις του εν λόγω Κώδικα.
Στην κρινόμενη περίπτωση, η Αρχή έκρινε ότι υπήρξε παράβαση του Κανονισμού 21(3). Δεν έγινε αναφορά σε παράβαση που να βασίζεται στις διατάξεις του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας ώστε να απαιτείται αίτηση της εν λόγω Επιτροπής.
Ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίπτεται».
Η πιο πάνω θέση υιοθετήθηκε από τον ίδιο Δικαστή και στην μετέπειτα απόφαση του στην Aντέννα Λίμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπ. Αρ. 792/2006, ημερ. 11.10.2007. Επίσης, από τον Παμπαλλή, Δ., στην Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπ. Αρ. 170/2007, ημερ. 24.11.2009.
Εν όψει των πιο πάνω ο λόγος ακύρωσης 3 δεν ευσταθεί.
Κακή σύνθεση της Αρχής - Λόγος ακύρωσης 7
Ο συνήγορος των Αιτητών προβάλλει ότι η σύνθεση της Αρχής πάσχει γιατί όπως ισχυρίζεται κατά την συνεδρία της Αρχής στις 5.10.2005, όπου οι Αιτητές κρίθηκαν ένοχοι εκ πρώτης όψεως, το μέλος της κ. Ανδρέας Κωνσταντινίδης απουσίαζε χωρίς να καταγράφεται στα πρακτικά ούτε ότι απουσίαζε, ο λόγος απουσίας του και κατά πόσον κλήθηκε κανονικά να παραστεί. Ενώ κατά την συνεδρία της την 1.2.2006, όπου λήφθηκε η απόφαση για ενοχή των Αιτητών, το εν λόγω μέλος απεχώρησε από την συνεδρία.
Οι συνήγοροι των καθ' ω η αίτηση αντιτείνουν ότι κατά την συνεδρία της Αρχής ημερομηνίας 5.10.2005 ο κ. Κωνσταντινίδης δεν ήταν μέλος της Αρχής αφού από τις 27.7.2005 είχε υποβάλει την παραίτηση του για λόγους υγείας, η οποία έγινε αποδεκτή από το Υπουργικό Συμβούλιο στις 5.10.2005. Όσον αφορά την αποχώρηση του από την συνεδρία της Αρχής την 1.2.2006 αυτή έγινε, όπως ισχυρίζονται οι Αιτητές, επειδή έλειπε σε προηγούμενη συνεδρία και ήταν «αδύνατο να ενημερωθεί πλήρως για όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη λήψη απόφασης».
Με βάση τα στοιχεία του φακέλου και τα όσα σχετικά αναφέρουν οι συνήγοροι των καθ' ων η αίτηση, η απουσία του κ. Κωνσταντινίδη κατά την συνεδρία της Αρχής στις 5.10.2005 ήταν νόμιμη, αφού από αυτή την ημερομηνία, λόγω της προηγούμενης παραίτησης του δεν ήταν πια μέλος της Αρχής.
Όμως δημιουργούνται εύλογα ερωτήματα, όχι τόσο για την αποχώρηση του από την συνεδρία της Αρχής την 1.2.2006 αλλά από την ίδια την παρουσία του στην σύνθεση της, αφού με βάση τα στοιχεία του φακέλου αλλά και όπως είναι αποδεκτό από τους ίδιους τους καθ' ων η αίτηση από τις 5.10.2005 δεν ήταν πλέον μέλος της. Επομένως δεν τίθεται θέμα εφαρμογής του άρθρου 22 του Νόμου158(1)/99. Εγείρεται όμως το ερώτημα υπό ποια ιδιότητα ο κ. Κωνσταντινίδης συμμετείχε ακόμα στην σύνθεση της. Σύμφωνα με το Άρθρο 21(1) του Περί Γενικών Αρχών Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999(Ν.158(1)/1999):
«21(1).- Το συλλογικό διοικητικό όργανο πρέπει να συνεδριάζει με νόμιμη σύνθεση. Δεν είναι νόμιμα συντεθειμένο, αν στη συνεδρία του παρίσταται πρόσωπο που δεν είναι εξουσιοδοτημένο από το νόμο, έστω και αν δεν έλαβε μέρος στην ψηφοφορία, εκτός αν πρόκειται για υπάλληλο που είναι αρμόδιος για την τήρηση των πρακτικών».
Κατά την άποψη μου εκείνο που έχει σημασία είναι ότι ο Α. Κωνσταντινίδης, ο οποίος είχε παραιτηθεί από 27.7.05, δεν έλαβε μέρος στη σύνθεση της Αρχής που έλαβε την επίδικη απόφαση, με αποτέλεσμα να μην επηρεάζεται η νομιμότητα της σύνθεσης, εφόσον τα παρόντα νόμιμα μέλη αποτελούσαν απαρτία σύμφωνα με το άρθρο 7(5) του Νόμου. Από την άλλη, η χηρεία θέσης στην Αρχή, δεν επιφέρει ακυρότητα των αποφάσεων ή των διαδικασιών της Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 7(9) του Νόμου.
Κακή συγκρότηση της Αρχής-Παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας - Λόγος ακύρωσης 8
Οι Αιτητές ισχυρίζονται ότι η συγκρότηση της Αρχής πάσχει λόγω της παρουσίας στην σύνθεση της, αλλά και της συμμετοχής της στην όλη διαδικασία μέχρι την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, του μέλους της κας Μαίρης Κουτσελίνη, η οποία τυγχάνει να είναι αδελφή της συζύγου του κ. Κωνσταντίνου Αιμιλιανίδη, και άρα εξ αγχιστείας συγγενής του, ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν κάτοχος μετοχών της Lumiere TV Public Co. Ltd και, συναφώς, της ραδιοτηλεοπτικής επιχείρησης Multichoice (Cyprus) (Public) Co. Ltd. Έτσι προβάλουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση τόσο του Άρθρου 4(3) του Νόμου το οποίο προβλέπει ότι, «Κανένα πρόσωπο δε διορίζεται μέλος της Αρχής αν έχει άμεσο ή έμμεσο συμφέρον σε οποιανδήποτε ραδιοτηλεοπτική επιχείρηση ή στο Ραδιοτηλεοπτικό Ίδρυμα Κύπρου», όσο και το Άρθρο 7(6) του Νόμου το οποίο προνοεί ότι «μέλος που έχει προσωπικό συμφέρον σε υπό συζήτηση θέμα οφείλει να το γνωστοποιεί στην Αρχή και να απέχει της συζήτησης και της ψηφοφορίας που γίνεται γι' αυτό». Αυτό σε συνάρτηση με το Άρθρο 42(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(Ι)/99).
Οι καθ' ων η αίτηση απορρίπτουν τον πιο πάνω λόγο ακύρωσης, προβάλλοντας ότι η πρόνοια του Άρθρου 4(3) του Νόμου αφορά μόνο τον διορισμό και όχι την συμμετοχή του προσώπου στις διαδικασίες αλλά και ότι η συμμετοχή της κας Μαίρης Κουτσελίνη δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι θα επηρεαζόταν, έστω και έμμεσα, από την κατοχή από μέρους κ. Κ. Αιμιλιανίδη 100 μετοχών μιας εταιρείας, που εν πάση περιπτώσει δεν εμπίπτει στην έννοια της ραδιοτηλεοπτικής.
Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Κατά την άποψη μου η κατοχή και μόνο κάποιου αριθμού μετοχών από ένα πρόσωπο που τυγχάνει να είναι συγγενής εξ' αγχιστείας με ένα από τα μέλη της Αρχής δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι θα επηρέαζε το τελευταίο μεροληπτικά σε βάρος των Αιτητών. Η κατοχή και μόνο 100 μετοχών, μέσα στις χιλιάδες που συνιστούν το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας, θα ήταν υπερβολικό να λεχθεί ότι είναι λόγος έστω και έμμεσα να θεωρηθεί ότι έχει συμφέρον στο να καταδικαστούν οι Αιτητές και μάλιστα σε μια τέτοια υπόθεση με ιδιάζουσας σημασίας γεγονότα, που άπτονται του γενικότερου ενδιαφέροντος και της ευαισθησίας των πολιτών. [Βλ. επίσης Αντέννα Λίμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης, Υπ. Αρ. 2295/06, ημερ. 20.10.2009 (Ναθαναήλ, Δ.) και Αντέννα Λίμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπ. Αρ. 726/06, ημερ. 16.4.2008 (Kωνσταντινίδη, Δ.) και Αντέννα Λτδ. ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης, Υπ. Αρ. 170/2007, ημερ. 24.11.2009 (Παμπαλλής, Δ.)].
Νομική και /ή πραγματική πλάνη-Λόγος ακύρωσης 1
Ο συνήγορος των Αιτητών προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα νομικής πλάνης. Όπως ισχυρίζεται εσφαλμένα ή ορθά έκρινε, ότι για την περίπτωση των Αιτητών, δεν εφαρμόζονται οι πρόνοιες της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 89/552/ΕΟΚ, οι οποίες προβλέπουν ότι σε διασυνοριακή μετάδοση εκπομπών εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας καταγωγής. Στην περίπτωση της επίδικης εκπομπής που μπορεί να μεταδόθηκε ταυτόχρονα σε Ελλάδα και Κύπρο, αλλά η παραγωγή της έγινε στην Ελλάδα, η Κυπριακή Αρχή Ραδιοτηλεόραση θα έπρεπε είτε να εφαρμόσει την Ελληνική νομοθεσία, είτε το ζήτημα θα έπρεπε να είχε εξετασθεί από την Ελληνική αρμόδια Αρχή.
Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Κατά την άποψη μου ορθά η Αρχή έκρινε ότι η επίδικη εκπομπή δεν εμπίπτει στην έννοια της διασυνοριακής μετάδοσης όπως αυτή προβλέπεται στην παράγραφο 1 του Άρθρου 2α των «Γενικών Διατάξεων» του «Κεφαλαίου II» της Κοινοτικής Οδηγίας «Τηλεόραση Χωρίς Σύνορα» 89/552/ΕΟΚ του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 97/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η οποία έχει ενσωματωθεί στο Άρθρο 32(2) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998 (Ν.7(1)/98) (όπως αυτός τροποποιήθηκε μεταγενέστερα) και το οποίο προνοεί ότι:
«32.- (2) Η Αρχή εξασφαλίζει την ελευθερία λήψεως και δεν εμποδίζει την αναμετάδοση στο έδαφος της Δημοκρατίας των εκπομπών που προέρχονται από κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή από κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης που έχουν προσυπογράψει την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Διασυνοριακή Τηλεόραση».
Η βασική προϋπόθεση εφαρμογής της πιο πάνω νομοθεσίας είναι να υπάρχει αναμετάδοση εκπομπών από άλλα κράτη μέλη της Ε.Ε., ενώ στην παρούσα περίπτωση η μετάδοση έγινε από τους ίδιους τους Αιτητές που είναι ένας ραδιοτηλεοπτικός σταθμός ο οποίος έχει τις δικές του εγκαταστάσεις και κεντρικά γραφεία εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας και ως εκ τούτου υπάγονται στην δικαιοδοσία της. Περαιτέρω οι Αιτητές έχουν δικό τους πρόγραμμα μετάδοσης, καθώς και συντακτική ομάδα που έχει και την ευθύνη του. Σχετική είναι η απόφαση του Ανωτάτου στην Αντέννα Λίμιτεδ ν. Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπ. Αρ. 777/2003, ημερ. 6.10.2004, όπου επισημαίνει ότι:
«Σε ό,τι αφορά τον ισχυρισμό του Προέδρου του Δ.Σ. του σταθμού κ. Παπαφιλίππου ότι η μετάδοση της σειράς «Καλημέρα Ζωή» είναι έννομη βάση της σύμβασης για την Διασυνοριακή Τηλεόραση καθώς και την αμφισβήτηση που εξέφρασε ως προς τον ορισμό της λέξης «αναμετάδοση» που χρησιμοποιείται στο Άρθρο 32(2) του Νόμου σημειώνουμε τα ακόλουθα:
Με βάση το άρθρο 32(2) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου 7(1)/98 (όπως αυτός τροποποιήθηκε μεταγενέστερα) «η Αρχή εξασφαλίζει την ελευθερία λήψεως και δεν εμποδίζει την αναμετάδοση στο έδαφος της Δημοκρατίας των εκπομπών που προέρχονται από κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης ή από κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης που έχουν προσυπογράψει την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Διασυνοριακή Τηλεόραση». Η λέξη «αναμετάδοση», σύμφωνα με το άρθρο 2 της Σύμβασης για την Διασυνοριακή Τηλεόραση σημαίνει «το γεγονός της λήψης και ταυτόχρονης εκπομπής ανεξάρτητα από τα χρησιμοποιούμενα τεχνικά μέσα, πλήρων και αναλλοίωτων τηλεοπτικών προγραμμάτων, ή σημαντικών μερών αυτών των προγραμμάτων, τα οποία εκπέμπονται από παραγωγούς (broadcasters) για να ληφθούν από το κοινό».
Τα όσα μετάδωσαν οι Αιτητές, κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν ήταν μια απλή αναμετάδοση μιας εκπομπής από ένα άλλο κράτος μέλος αλλά επρόκειτο για μεταδόσεις από τους ίδιους. Επρόκειτο δε για μετάδοση δικών τους εκπομπών για τις οποίες την απόλυτη ευθύνη είχε η συντακτική τους ομάδα.
Επίσης με τον ίδιο λόγο ακύρωσης, ο συνήγορος των Αιτητών προβάλλει ότι οι επίδικες νομοθετικές διατάξεις περιέχουν στην αντικειμενική τους υπόσταση αόριστες αξιολογικές έννοιες, όπως π.χ. «ακρίβεια, αντικειμενικότητα, αμεροληψία, πολυμέρεια» ή «ακραία θλίψη ή θυμού», για τις οποίες οι καθ' ων η αίτηση δεν προέβησαν σε καμία έρευνα, δεν προσκόμισαν καμία μαρτυρία για να αποδείξουν το περιεχόμενο τους.
Οι καθ' ων η αίτηση απορρίπτουν τον πιο πάνω ισχυρισμό και προβάλλουν ότι έγινε πλήρης και αιτιολογημένη έρευνα από το Λειτουργό της Αρχής που ετοίμασε σχετική έκθεση. Επίσης η απόφαση της, η οποία δόθηκε και στους Αιτητές, ήταν δεόντως αιτιολογημένη και αποτέλεσμα επαρκούς έρευνας εφαρμόζοντας την σχετική νομοθεσία. Περαιτέρω τέτοια υποχρέωση δεν είχε αφού από τα ίδια τα βίντεο των επίδικων εκπομπών, προέκυπτε η παραβίαση της σχετικής νομοθεσίας, παραθέτοντας σχετικά αποσπάσματα από αυτά.
Ο ισχυρισμός δεν ευσταθεί, αφού κατά την άποψη μου τόσο από την έκθεση του ερευνώντος λειτουργού της Αρχής, όσο και από την ίδια την απόφαση της Αρχής προκύπτει ότι ερευνήθηκαν και αξιολογήθηκαν τα γεγονότα της υπόθεσης, με βάση όλα τα ενώπιον τους στοιχεία και κυρίως τα επίδικα βίντεο. Έτσι σωστά διαπιστώθηκε ότι η συμπεριφορά των Αιτητών ενέπιπτε στο πλαίσιο των πιο πάνω αξιολογικών εννοιών, ώστε αυτή να συνιστά παραβίαση της σχετικής νομοθεσίας.
Με βάση τα πιο πάνω είναι φανερό ότι ούτε ο ισχυρισμός περί έλλειψης αιτιολογίας ευσταθεί, αφού η απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη.
Στέρηση δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης-Λόγος ακύρωσης 2
Ο συνήγορος των Αιτητών προβάλλει ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα ακρόασης των Αιτητών. Όπως ισχυρίζεται, αλλοιώθηκαν και δεν καταγράφηκαν σωστά ούτε οι μαρτυρίες που δόθηκαν από τους μάρτυρες υπεράσπισης ούτε και οι προφορικές παραστάσεις των δικηγόρων των Αιτητών καθώς και η συζήτηση που έγινε από αυτούς με τους καθ' ων η αίτηση.
Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Κατά την άποψη μου ο ισχυρισμός περί αλλοίωσης των προφορικών παραστάσεων των δικηγόρων των Αιτητών και της μαρτυρίας, προβάλλεται κατά τρόπο γενικό και αόριστο χωρίς να προσδιορίζεται, από μέρους του συνηγόρου των Αιτητών, με ποιο τρόπο αλλοιώθηκαν και σε ποια σημεία. Ενώ όσον αφορά την διαδικασία εξέτασης των παραστάσεων των δικηγόρων των Αιτητών και των μαρτύρων υπεράσπισης, το θέμα αφορά αποκλειστικά το αποφασίζον όργανο. Με βάση τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης, καθίσταται φανερό ότι η Αρχή έδωσε την ευκαιρία στους Αιτητές να εμφανιστούν ενώπιον της και να προβάλουν τις θέσεις τους και ως εκ τούτου είναι χωρίς έρεισμα το παράπονο τους, περί στέρησης του δικαιώματος ακρόασης.
Παράβαση του Άρθρου 7 του Νόμου-Λόγος ακύρωσης 4
Ο συνήγορος προβάλει ότι οι καθ' ων η αίτηση ενήργησαν κατά παράβαση του Άρθρου 7 του Νόμου καθώς και του Καν.42(3) των Περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (ΚΔΠ 10/2000), αφού όπως ισχυρίζονται στο φάκελο της υπόθεσης δεν υπάρχει οποιοδήποτε πρακτικό συνεδρίασης της Αρχής, κατά την οποία να λήφθηκε απόφαση για αυτεπάγγελτη δίωξη των Αιτητών.
Οι Καθ' ων η αίτηση απορρίπτουν τον πιο πάνω λόγο ακύρωσης, προβάλλοντας ότι η εν λόγω εξουσία, με βάση το Άρθρο 9(7) του Νόμου, εκχωρήθηκε από την Αρχή στον Διευθυντή της, ο οποίος με την σειρά του έδωσε εντολή διερεύνησης σε λειτουργό της Αρχής.
Ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.
Είναι ορθή η εισήγηση της συνηγόρου της Αρχής ότι η διαδικασία που τηρήθηκε ήταν σύμφωνη με την σχετική νομοθεσία, αφού σύμφωνα με το άρθρο 9(7) του Νόμου η Αρχή μεταβίβασε τις σχετικές της αρμοδιότητες στον Διευθυντή της και έτσι δεν ήταν απαραίτητη η λήψη απόφασης από την Αρχή, για αυτεπάγγελτη έναρξη της διαδικασίας. Το ίδιο ζήτημα με τον ίδιο τρόπο προσεγγίστηκε από το Δικαστήριο στην υπόθεση Αντέννα Λίμιτεδ ν. Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπ. Αρ.792/2006, ημερ. 11.10.2007 στην οποία η διαδικασία θεωρήθηκε νόμιμη, δυνάμει του άρθρου 9(7) του Νόμου.
Αναιτιολόγητη απόφαση της Αρχής σε σχέση με το εύρημα για εκ πρώτης όψεως υπόθεση - Λόγος ακύρωσης 5
Ο συνήγορος των Αιτητών προβάλλει ότι η Αρχή δεν αιτιολόγησε την απόφασης της για ενοχή των πελατών του, γιατί όπως ισχυρίζεται η Αρχή παρέλειψε να υπαγάγει τα πραγματικά περιστατικά στα επιμέρους συστατικά του αδικήματος.
Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Η αιτιολογία μιας απόφασης δεν κρίνεται από την έκταση της αλλά κατά περίπτωση κάθε φορά, θα πρέπει να περιλαμβάνει τόσο τα πραγματικά περιστατικά όσο και την νομική βάση στην οποία τα έχει υπαγάγει, έτσι ώστε η απόφαση στην οποία έχει καταλήξει να μπορεί να υπαχθεί στον έλεγχο του Δικαστηρίου. Στην παρούσα περίπτωση πρόκειται για μια απόφαση 17 σελίδων η οποία δίδει πλήρη εικόνα των γεγονότων, υπαγάγοντας αυτά στην σχετική νομοθεσία, απαντώντας στις θέσεις και στην μαρτυρία των Αιτητών, αιτιολογώντας δεόντως πως κατέληξε στην ενοχή τους βάσει αυτών. Ενώ δεν θεωρείται μεμπτό το γεγονός ότι στην απόφαση τους υιοθέτησαν το πόρισμα της λειτουργού τους, το οποίο ήταν κατά την άποψη μου αιτιολογημένο. Περαιτέρω η αιτιολογία μιας απόφασης μπορεί να συμπληρώνεται και από τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης, μέρος του οποίου ήταν και το πόρισμα.
Μη τήρηση άρτιων πρακτικών-Λόγος ακύρωσης 6
Ο συνήγορος των Αιτητών προβάλλει ότι η Αρχή σε τρεις συνεδρίες της,[1] δεν τήρησε άρτια πρακτικά, με αποτέλεσμα να μην έχει καταγραφεί (α) η αιτιολογία των αποφάσεων των καθ' ων η αίτηση, (β) ο τρόπος λήψης των αποφάσεων π.χ κατά πόσο υπήρχε μειοψηφία ή όχι, (γ) η σύνθεση της Αρχής και κατά πόσο υπήρχαν παρόντα άλλα πρόσωπα και (δ) το ορθό περιεχόμενο των παραστάσεων των δικηγόρων των Αιτητών και της μαρτυρίας της υπεράσπισης.
Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Τα όσα προβάλλει ο συνήγορος των Αιτητών έχουν κατ' επανάληψη προβληθεί και έχουν ήδη απαντηθεί πιο πάνω, τόσο κατά την εξέταση της σύνθεσης της Αρχής, της δέουσας έρευνας καθώς και της αιτιολογίας της απόφασης.
Παραβίαση της αρχής της καλής πίστης-Λόγος ακύρωσης 9
Ο συνήγορος των Αιτητών βασίζει αυτό το λόγο ακύρωσης, στο γεγονός ότι η καθ' ης η αίτηση καθυστέρησε κατά τρεις μήνες να τους κοινοποιήσει την προσβαλλόμενη απόφαση.
Οι καθ' ων η αίτηση απορρίπτουν το παράπονο των Αιτητών, αφού όπως ισχυρίζονται αυτό οφείλετε αποκλειστικά στο φόρτο εργασίας των καθ' ων η αίτηση και όχι σε σκόπιμη παράλειψη τους. Επίσης σχολιάζουν το γεγονός ότι ενώ εξαιτίας των δικών τους αναβολών η διαδικασία καθυστερούσε, δεν παραπονέθηκαν για οποιανδήποτε ταλαιπωρία, προβάλλοντας ότι οι Αιτητές με τα όσα αναφέρουν δεν απόδειξαν ότι έχουν υποστεί οποιανδήποτε ζημιά.
Ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.
Κατά την άποψη μου η καθυστέρηση τριών μηνών δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί υπερβολική και κακόπιστη, αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι δεν αποστέρησε οποιονδήποτε δικαίωμα των Αιτητών για προσφυγή στην δικαιοσύνη. Επίσης οι Αιτητές δεν έχουν αποδείξει ότι έχουν υποστεί οποιαδήποτε ζημία εξαιτίας αυτής της καθυστέρησης, αλλά γενικά και αόριστα αναφέρονται σε ταλαιπωρία και επιπτώσεις στην λειτουργία τους.
Παράβαση του Άρθρου 41Β του Νόμου-Λόγος ακύρωσης 10
Ο συνήγορος των Αιτητών προβάλλει ότι η επιβολή διοικητικού προστίμου για κάθε μια από τις παραβιάσεις αντιβαίνει στο άρθρο 41Β του Νόμου, αφού όπως ισχυρίζεται για τα υποστοιχεία 2 και 3 που αφορούν παραβάσεις που έγιναν κατά την 14.8.2005 η Αρχή επέβαλε για την ίδια μέρα δύο ξεχωριστά πρόστιμα.
Ο λόγος ακυρώσεως δεν ευσταθεί.
Το επίδικο Άρθρο προνοεί, ανάμεσα σε άλλα, ότι :
«41Β.- (1) Η Αρχή δύναται να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο για κάθε μέρα παράβασης από το σταθμό του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού, ως ακολούθως:-
(α) Μέχρι Λ.Κ.£5.000 για παγκύπριο τηλεοπτικό σταθμό·
(β) μέχρι Λ.Κ. 2.000 για παγκύπριο ραδιοφωνικό σταθμό·
(γ) μέχρι Λ.Κ. 1.000 για τοπικό τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό σταθμό·
(δ) μέχρι Λ.Κ.500 για μικρό τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό.
(2) Τα πιο πάνω προβλεπόμενα διοικητικά πρόστιμα επιβάλλονται από την Αρχή λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, τη βαρύτητα και τη διάρκεια της παράβασης τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας.»
Κατά την άποψη μου ο νομοθέτης με την πιο πάνω διάταξη αποσκοπεί στο να θέσει, στο διοικητικό όργανο, το όριο των £5,000 ως το ψηλότερο ποσό προστίμου που μπορεί να επιβάλει για μια μέρα. Έτσι στην παρούσα περίπτωση, η Αρχή επέβαλε ένα πρόστιμο για κάθε μέρα έστω και αν έγιναν περισσότερες παραβιάσεις, αιτιολογώντας με αυτό το τρόπο πως κατέληξε στο συνολικό ποσό. Η δε διαδικασία που ακολουθήθηκε δεν αποτελεί παραβίαση των προνοιών του πιο πάνω Άρθρου, αφού δεν υπάρχει υπέρβαση του ύψους που προβλέπεται κατά μέρα.( Βλ. σχετικά, Αντέννα Λτδ. ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 3 ΑΑΔ 558, απόφαση της πλήρους Ολομέλειας).
Παραβίαση της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης -Άρθρο 30(2) του Συντάγματος και Άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης-Λόγος ακύρωσης 11
Με αυτό το λόγο ακυρώσεως ο συνήγορος των Αιτητών ισχυρίζεται ότι κατά παράβαση των πιο πάνω άρθρων, η Αρχή διόρισε τον ερευνώντα λειτουργό και στην συνέχεια ενήργησε ταυτόχρονα ως κατήγορος και δικαστής.
Ο λόγος ακυρώσεως δεν ευσταθεί.
Το ζήτημα αυτό έχει προ πολλού κριθεί από την πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση SIGMA RADIO T.V. ν. Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2004) 3 ΑΑΔ 134, όπου αποφασίστηκε υπό παρόμοιες συνθήκες ότι:
«. σε όλες ανεξαίρετα τις περιπτώσεις υπήρξε ικανοποιητική διάκριση μεταξύ των διαφόρων σταδίων, τα οποία συνίσταντο στη συγκέντρωση των στοιχείων, στην προκαταρτική θεώρηση τους, στην ενημέρωση των αιτητών ως προς αυτά, στην παροχή σ' αυτούς του δικαιώματος να ακουστούν, γραπτώς ή προφορικώς, και στην τελική κρίση».
Με βάση τον καθαρό δικαστικό λόγο στην πιο πάνω υπόθεση της Πλήρους Ολομέλειας, η οποία υποθέτω ότι θα πρέπει να ήταν γνωστή στο δικηγόρο των Αιτητών, δεν κατανοώ γιατί το ίδιο ζήτημα θα πρέπει να επαναφερθεί εκ νέου, χωρίς να προβάλλεται κανένα απολύτως καινούριο επιχείρημα το οποίο να διαφοροποιεί τα δεδομένα.
Κακή άσκηση διακριτικής ευχέρειας - Λόγος ακύρωσης 12
Ο συνήγορος των Αιτητών προβάλλοντας αυτό το λόγο ακύρωσης ισχυρίζεται αόριστα ότι οι καθ' ων η αίτηση προχώρησαν στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, χωρίς να προσδιορίζουν το περιεχόμενο των εννοιών που περιέχονται στα Άρθρα και Κανονισμούς που παραβιάστηκαν.
Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Το ζήτημα της ερμηνείας και αιτιολόγησης των «αξιολογικών εννοιών» που περιέχονται στα Άρθρα και Κανονισμούς που παραβιάστηκαν, έχει ήδη απαντηθεί με όσα ήδη αναφέρθηκαν πιο πάνω και δεν χρειάζεται να επεκταθούμε σε οτιδήποτε άλλο.
Εν όψει όλων των πιο πάνω, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά την κρίση μου νόμιμα και θα πρέπει να επικυρωθεί.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1400 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΑΙ
[1] Συνεδρία με αρ. 46/2005, ημερ. 5.10.2005, με αρ. 5/2006, ημερ. 1.2.2006 και με αρ. 51/2006, ημερ.22.11.06