ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ.33/2008)

 

17 Δεκεμβρίου, 2009

 

[K. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡO 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΓΕΡΟΛΕΜΟΥ ΜΙΧΑΛΑΚΗ ΧΡΙΣΤΟΣ,

 

Αιτητής,

 

-         ν  -

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.      ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,

2.      ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Καθ΄ων η αίτηση.

 

- - - - - -

Γ. Καραπατάκης, για τον Αιτητή.

 

Θ. Πιπερή, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

 

Α. Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

 

- - - - - -

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Αυτή είναι η τρίτη στη σειρά προσφυγή την οποία καταχώρησε ο αιτητής σε σχέση με το μη διορισμό του στη μόνιμη θέση Μηχανικού Ακάτων, 3ης Τάξης, με το βαθμό του Λοχία, στην Αστυνομική Δύναμη Κύπρου, προσβάλλοντας το διορισμό στη θέση τούτη του ενδιαφερόμενου μέρους Γ. Νατιώτη.

 

Για την πλήρωση 4 θέσεων για την πιο πάνω ειδικότητα είχαν υποβάλει αιτήσεις, μεταξύ άλλων, τόσο ο αιτητής, ο οποίος υπηρετούσε ως ειδικός αστυφύλακας, όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος που υπηρετούσε ως μόνιμος αστυφύλακας στη Λιμενική Αστυνομία. Ως αποτέλεσμα αξιολόγησης από το Συμβούλιο Προσλήψεων, ο αιτητής είχε καταταγεί 5ος με 96 μονάδες ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος 7ος με 94 μονάδες. Το Συμβούλιο Προσλήψεων κάλεσε για διορισμό τους υποψηφίους που είχαν καταλάβει την 1η, 2η, 6η και 7η θέση στη βαθμολογία και ακολούθως, όταν ο 6ος δεν αποδέχθηκε διορισμό, κλήθηκε ο 3ος στη σειρά. Εναντίον της απόφασης εκείνης ο αιτητής καταχώρησε την υπ΄ αριθμό 478/2004 προσφυγή, και κατόπιν εκδίκασής της, το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε το διορισμό μόνο του ενδιαφερόμενου εδώ μέρους, ο οποίος είχε βαθμολογία χαμηλότερη από εκείνη του αιτητή, αφού έκρινε ότι η σύσταση του Συμβουλίου Προσλήψεων υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους ήταν αναιτιολόγητη. Ακολούθησε επανεξέταση του θέματος, κατά την οποία το Συμβούλιο Προσλήψεων εισηγήθηκε εκ νέου τον επαναδιορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους, ανεξάρτητα από τη βαθμολογική κατάταξη των υποψηφίων, επειδή κατείχε ως αστυφύλακας εγκεκριμένη οργανική θέση, σε αντίθεση με τον αιτητή, οπότε η εξουσία του Αρχηγού με βάση τον Κανονισμό 10 της ΚΔΠ 51/89 ήταν δέσμια. Μετά την εξέλιξη αυτή, ο αιτητής καταχώρησε δεύτερη προσφυγή, την υπ΄ αριθμό 1491/2005. Κατόπιν εκδίκασης της δεύτερης αυτής προσφυγής, το Ανώτατο Δικαστήριο και πάλιν ακύρωσε το διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους, αφού διαπίστωσε ότι, τόσο το Συμβούλιο Προαγωγών όσο και ο Αρχηγός, λανθασμένα κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο αιτητής δεν ήταν "προσοντούχο μέλος της Δύναμης" για τους σκοπούς του Κανονισμού 10, επειδή ήταν ειδικός αστυφύλακας και, συνακόλουθα, επειδή αναιτιολόγητα παραγνωρίστηκε το βαθμολογικό του προβάδισμα. Αυτής της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου ακολούθησε νέα επανεξέταση. Ως αποτέλεσμα της επανεξέτασης, η νέα Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής εισηγήθηκε προς τον Αρχηγό της Αστυνομίας τον αναδρομικό διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους στην επίδικη θέση, ο οποίος με βάση τον Κανονισμό 10 της ΚΔΠ 51/89 τύγχανε μέλος της Αστυνομίας που υπηρετούσε σε αμέσως προηγούμενο βαθμό, οπότε και υπερτερούσε έναντι οποιουδήποτε άλλου μέλους της Αστυνομίας, όπως ήταν ο αιτητής, που δεν κατείχε οποιοδήποτε βαθμό και έναντι οποιουδήποτε άλλου πολίτη. Ο Αρχηγός Αστυνομίας αποφάσισε τον επαναδιορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους στην επίδικη θέση αναδρομικά από την 9.3.2004 και ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης ενέκρινε το διορισμό, οπότε ο αιτητής αποτάθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο για τρίτη φορά, καταχωρώντας την παρούσα προσφυγή και προσβάλλοντας τη νέα απόφαση ημερομηνίας 3.12.2007 με την οποία επαναδιορίστηκε στην επίδικη θέση το ενδιαφερόμενο μέρος αντί ο ίδιος.

 

Προς υποστήριξη των θέσεών του, ο αιτητής προβάλλει διάφορους λόγους ακύρωσης, οι οποίοι μπορούν να συνοψισθούν στους ακόλουθους:

 

1.      Ότι με την ακολουθηθείσα διαδικασία επανεξέτασης και με την προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζεται το δεδικασμένο το οποίο δημιουργήθηκε με τις αποφάσεις στις δύο προηγηθείσες προσφυγές με αριθμό 478/2004 και 1491/2005.

 

2.      Ότι έχει εμφιλοχωρήσει ανεπαρκής έρευνα στα περιστατικά της υπόθεσης.

 

3.      Ότι έχει εμφιλοχωρήσει ανεπαρκής αιτιολογία της απόφασης.

 

4.      Ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα νομικής και πραγματικής πλάνης.

 

Τελικά βέβαια, το καίριο και αποφασιστικής σημασίας ζήτημα που εγείρεται εδώ προς εξέταση έγκειται στο εάν και κατά πόσο οι καθ΄ων η αίτηση ορθά ερμήνευσαν και εφάρμοσαν τη σχετική διάταξη του Κανονισμού 10, αποκλείοντας έτσι τον αιτητή, ή αντίθετα κατά πόσο έπραξαν τούτο εσφαλμένα και/ή παραβιάζοντας το δεδικασμένο που αφορούσε ιδιαίτερα και πάλι την ερμηνεία του ίδιου Κανονισμού.

 

Η ορθή ερμηνεία του Κανονισμού 10 και η εφαρμογή του στην περίπτωση του αιτητή.

 

Το πλήρες κείμενο του Κανονισμού 10 των περί Αστυνομίας (Γενικών Κανονισμών) του 1989 - ΚΔΠ 51/89, έχει ως εξής:

 

"Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου, ο Αρχηγός με την έγκριση του Υπουργού μπορεί να διορίσει σε βαθμό μέχρι Ανώτερου Υπαστυνόμου για εκτέλεση ειδικών καθηκόντων σε εξειδικευμένη υπηρεσία πρόσωπο το οποίο έχει πτυχίο ή δίπλωμα πανεπιστημίου ή άλλο ισοδύναμο προσόν συναφές προς τα ειδικά καθήκοντα, νοουμένου ότι στους άμεσους προηγούμενους βαθμούς δεν υπηρετεί κατάλληλα προσοντούχο μέλος της Δύναμης."

 

Κατά την πρώτη διαδικασία επανεξέτασης, η οποία οδήγησε στην καταχώρηση της προσφυγής αρ. 1491/2005, το Συμβούλιο Προσλήψεων και ο Αρχηγός της Αστυνομίας έκριναν ότι οι πρόνοιες του Κανονισμού 10 υποχρέωναν τον Αρχηγό να διορίσει στην επίδικη θέση κατάλληλο προσοντούχο άτομο το οποίο υπηρετεί στον αμέσως προηγούμενο βαθμό. Εφόσον δε τέτοιο πρόσωπο υπήρχε και ήταν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, ο Αρχηγός όφειλε να διορίσει εκείνον και όχι τον αιτητή, ο οποίος δεν ήταν προσοντούχο άτομο. Ο λόγος για τον οποίο κρίθηκε τότε ότι ο αιτητής δεν ήταν προσοντούχο άτομο ήταν ότι με βάση την ερμηνεία των Άρθρων 2(1) και 4 του περί Αστυνομίας Νόμου Κεφ. 285, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος υπηρετούσε ως αστυφύλακας και κατείχε εγκεκριμένη οργανική θέση, ο αιτητής υπηρετούσε ως ειδικός αστυφύλακας, δεν κατείχε οργανική θέση και επομένως δεν ήταν προσοντούχο άτομο. Όμως, το Ανώτατο Δικαστήριο διαφώνησε με αυτή την ερμηνεία στην απόφασή του στην προαναφερθείσα προσφυγή και έκρινε ότι η δοθείσα ερμηνεία στον όρο "μέλος της Δύναμης" ήταν αντίθετη με τις πρόνοιες του Νόμου και συγκεκριμένα του άρθρου 2(α) του Κεφ. 285, το οποίο έδιδε τον εξής ορισμό:

 

"«μέλος της Δύναμης» σημαίνει οποιοδήποτε αστυνομικό και περιλαμβάνει τακτικούς, ειδικούς αστυνομικούς, Επικουρικούς και Ειδικούς Αστυφύλακες και οποιαδήποτε Γυναίκα Αστυνομικό."

 

Κατά τη δεύτερη επανεξέταση που διεξήχθη μετά την ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή αρ. 1491/2005, ο Αρχηγός της Αστυνομίας, υιοθετώντας εισήγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής, αποφάσισε να επαναδιορίσει το ενδιαφερόμενο μέρος αναδρομικά στην επίδικη θέση, με ένα σκεπτικό κάπως διαφορετικό από την προηγούμενη φορά, ερμηνεύοντας πάντα τον Κανονισμό 10. Αυτή τη φορά, Επιτροπή και Αρχηγός δέχονται ότι τόσο το ενδιαφερόμενο μέρος όσο και ο αιτητής ήσαν "κατάλληλα προσοντούχα μέλη της Δύναμης", σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία του όρου "μέλος της Δύναμης". Όμως, για την περίπτωση του αιτητή, διαφάνηκε τώρα να υπήρχε άλλο κώλυμα ή μειονέκτημα: Το οποιοδήποτε προσοντούχο μέλος της Δύναμης που θα μπορούσε να διοριστεί κατά προτεραιότητα στην επίδικη θέση από τον Αρχηγό Αστυνομίας θα έπρεπε, σύμφωνα με τον Κανονισμό 10, να υπηρετεί στον αμέσως προηγούμενο βαθμό. Σύμφωνα δε με την ερμηνεία την οποία έδωσε η Επιτροπή και ο Αρχηγός, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος πράγματι κατείχε θέση στον αμέσως προηγούμενο βαθμό, αυτό δηλαδή του αστυφύλακα σε εγκεκριμένη οργανική θέση, αντίθετα ο αιτητής υπηρετούσε ως ειδικός αστυφύλακας χωρίς βαθμό. Ενόψει τούτου, ο Αρχηγός θεωρήθηκε υποχρεωμένος να διορίσει το ενδιαφερόμενο μέρος. Όπως κατέληγε ο Αρχηγός Αστυνομίας στην επιστολή-απόφασή του ημερομηνίας 15.11.2007, με την οποία ζητούσε την έγκριση του αρμόδιου Υπουργού για το διορισμό:

 

"Συνεπώς ο Νατιώτης Γεώργιος (δηλ. το ενδιαφερόμενο μέρος), ο οποίος με βάση τον αναφερόμενο Κανονισμό 10, θεωρείται μέλος της Αστυνομίας που κατέχει βαθμό αστυφύλακα και υπηρετεί σε αμέσως προηγούμενο βαθμό, έχει προτεραιότητα και υπερτερεί έναντι οποιουδήποτε άλλου μέλους της Αστυνομίας που δεν κατέχει οποιοδήποτε βαθμό και έναντι οποιουδήποτε άλλου πολίτη."

 

Ενώ δε ο Αρχηγός αναφέρει προηγουμένως ότι είναι υποχρεωμένος να διορίσει όποιο άτομο κατέχει βαθμό και υπηρετεί σε αμέσως προηγούμενο βαθμό και ενώ αποκλείει γι΄ αυτό το λόγο ονοματικά τον αιτητή, εν τούτοις προχωρεί στην επιστολή του σε κάποια σύγκριση των υποψηφίων προσθέτοντας ότι:

 

"Οι πρόνοιες του Κανονισμού 10 αποτελούν σαφώς πλεονέκτημα για τα ήδη βαθμούχα μέλη της Δύναμης τα οποία πληρούν τις πρόνοιες του Κανονισμού αυτού, να τους δίδεται προτεραιότητα, με βάση την ερμηνεία του πιο πάνω Κανονισμού, όπως αυτή δίδεται και από τη Συμβουλευτική Επιτροπή. Στα πλαίσια της πιο πάνω αιτιολογίας, λήφθηκε η απόφαση για διορισμό του Νατιώτη Γεωργίου (σημ. του ενδιαφερόμενου μέρους) ο οποίος βρίσκεται σε χαμηλότερη θέση ήτοι 7ος στη σειρά βαθμολογίας από τον Γερολέμου Χρίστο (σημ. τον αιτητή), ο οποίος βρίσκεται στην 5η θέση, αφού όπως αναφέρεται και πιο πάνω, ο Νατιώτης Γεώργιος, υπηρετούσε στην Αστυνομία με το βαθμό του Αστυφύλακα, κατείχε οργανική θέση και πληρούσε τις πρόνοιες του πιο πάνω Κανονισμού."

 

Χωρίς αμφιβολία η ληφθείσα νέα απόφαση και ιδιαίτερα το σκεπτικό και αιτιολογικό που ακολουθήθηκε τόσο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής, όσο και από τον Αρχηγό, πάσχουν νομικά. Και πάσχουν για διάφορους λόγους τους οποίους και θα εξηγήσω στη συνέχεια. Προτού όμως εξηγήσω αυτούς τους λόγους, θα πρέπει κατ΄ αρχήν να παρατηρήσω μια εσφαλμένη και αντιπαραγωγική πρακτική η οποία ακολουθήθηκε εδώ και είχε ως αποτέλεσμα την αναγκαστική προσφυγή του αιτητή στο Δικαστήριο σε τρεις διαδοχικές, ξεχωριστές περιπτώσεις. Εδώ το όλο ζήτημα έγκειται ουσιαστικά στο θέμα της ορθής ερμηνείας και εφαρμογής των προνοιών του Κανονισμού 10. Κατά την εκτέλεση αυτού του έργου, το διοικητικό όργανο οφείλει να εξετάσει αν η περίπτωση ενός υποψηφίου πληροί ή όχι τα προαπαιτούμενα από τον Κανονισμό, αν όχι να εξηγήσει σε ποια σημεία δεν τα πληροί και να δώσει πλήρη αιτιολογία για την απόφασή του. Δεν είναι ορθή πρακτική και άσκηση χρηστής διοίκησης, την πρώτη φορά να εφαρμόζεται ο Κανονισμός στην περίπτωση του αιτητή, αλλά να μη δίδεται επαρκής αιτιολογία για το αποτέλεσμά της. Τη δεύτερη φορά, να ερμηνεύεται ένα μόνο από τα προαπαιτούμενα στοιχεία του Κανονισμού, να κρίνεται ότι δεν ικανοποιεί το μεμονωμένο εκείνο στοιχείο η υποψηφιότητα του ίδιου υποψηφίου και να λαμβάνεται απόφαση χωρίς εξέταση άλλων στοιχείων. Να έρχεται δε η διοίκηση για τρίτη φορά, κατόπιν δεύτερης επανεξέτασης και προσφυγής στο Δικαστήριο, να εξετάζει ξανά τον ίδιο Κανονισμό και να αποφαίνεται τώρα ότι το ίδιο πρόσωπο δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις ενός άλλου στοιχείου στον Κανονισμό, με αποτέλεσμα την προσφυγή στο Δικαστήριο για τρίτη φορά. Οφείλει εξ αρχής το διοικητικό όργανο να εξετάζει το θέμα που έχει να εξετάσει απ΄ όλες τις πτυχές του, νομικές και πραγματικές, και να προβαίνει σε μια ολοκληρωμένη εφαρμογή προνοιών Νόμων ή Κανονισμών, δίδοντας για την απόφασή της πλήρη αιτιολογία. Κατ΄ αυτό τον τρόπο θα αποφεύγεται η πολλαπλότητα στη λήψη χρονοβόρων και πολυέξοδων διοικητικών και δικαστικών διαδικασιών.

 

Επανερχόμενος στην προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση, αυτή πάσχει για τους ακόλουθους τρεις βασικούς λόγους:

 

α. Παραβιάζει το δεδικασμένο που δημιουργήθηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου στην προσφυγή αρ. 1491/2005.

 

β. Ερμηνεύει και πάλιν εσφαλμένα πρόνοιες του Κανονισμού 10.

 

γ. Πάσχει από έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.

 

α. Παραβίαση του δεδικασμένου.

 

Ανκαι οποιαδήποτε παραπομπή σε υποστηρικτική νομολογία ή νομοθεσία με την οποία να τεκμηριώνεται η υποχρέωση της διοίκησης όπως συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις θα ήταν εκ του περισσού, παραπέμπω στις κωδικοποιημένες πρόνοιες του άρθρου 59 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/1999. Όπως εκεί ρητά προνοείται, συγκεκριμένα στο άρθρο 59, μια ακυρωτική απόφαση ισχύει έναντι όλων και κατά την επανεξέταση η διοίκηση δεσμεύεται από το διατακτικό της δικαστικής απόφασης και από τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου για την ύπαρξη ορισμένων νομικών και πραγματικών καταστάσεων που υφίσταντο κατά το χρόνο της έκδοσης της πράξης, στις οποίες στηρίχτηκε το διατακτικό της απόφασης. (Βλ. επίσης Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη κ.ά. (2000) 3 ΑΑΔ 625).

 

Στην προαναφερθείσα απόφαση στην προσφυγή αρ. 1491/2005 το Ανώτατο Δικαστήριο είχε κρίνει ότι ο αιτητής ήταν "μέλος της Δύναμης", όπως προνοούσε ο Κανονισμός 10 και περιλαμβανόταν επομένως στα προσοντούχα άτομα που θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη για διορισμό, ανεξάρτητα από το ότι δεν ενέπιπτε στην ερμηνεία του όρου "Αστυνομικός" στο άρθρο 2(1) του περί Αστυνομίας Νόμου. Απέρριψε δε το Δικαστήριο τη δοθείσα ερμηνεία σύμφωνα με την οποία κάθε υποψήφιος για προτεραιότητα με βάση τον Κανονισμό 10 θα έπρεπε να κατείχε εγκεκριμένη οργανική θέση και ότι ο αιτητής απεκλείετο επειδή ως ειδικός αστυφύλακας δεν κατείχε τέτοια θέση. Παρά ταύτα όμως τόσο η Επιτροπή όσο και ο Αρχηγός Αστυνομίας κατά την επανεξέταση, έθεσαν και πάλι το θέμα της κατοχής οργανικής θέσης ως προαπαιτούμενο, παραγνωρίζοντας την κρίση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στη σελίδα 3, παράγραφος 8 των πρακτικών της Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής, ημερομηνίας 8.11.2007:

 

"8. Επανεξετάζοντας και πάλι αν ο Αιτητής κατείχε οποιοδήποτε βαθμό και οργανική θέση, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τις πρόνοιες του άρθρου 4 του Κεφ. 285.."

 

Όπως δε κατέληξε στην παράγραφο 9 των ίδιων πρακτικών, η Επιτροπή:

 

"Επομένως, ενόψει των πιο πάνω, ο Αιτητής δεν κατείχε οποιοδήποτε βαθμό, εν αντιθέσει με το Ενδιαφερόμενο Μέρος Νατιώτη Γεώργιο ο οποίος κατέχει την οργανική θέση του Αστυφύλακα."

 

Παρά την επιπρόσθετη αναφορά και σε κατοχή βαθμού στην οποία θα επανέλθω, είναι πρόδηλο ότι και αυτή τη φορά η Επιτροπή ερευνούσε το εάν ο αιτητής κατείχε οργανική θέση και ότι προτιμήθηκε το ενδιαφερόμενο μέρος "ο οποίος κατέχει την οργανική θέση του Αστυφύλακα." Αυτό δε κατά παράβαση της απόφασης του Δικαστηρίου με την οποία αποφασίστηκε ότι το μόνο προαπαιτούμενο ήταν για ένα υποψήφιο να ήταν "μέλος της Δύναμης" και όχι "Αστυνομικός" ή άλλος κατέχων οργανική θέση.

 

Πρόκειται για καθαρή παραβίαση του δεδικασμένου.

 

β. Εσφαλμένη ερμηνεία άλλου προαπαιτούμενου στοιχείου στον Κανονισμό 10.

 

Σύμφωνα περαιτέρω με την Επιτροπή και τον Αρχηγό Αστυνομίας, ο αιτητής δεν πληρούσε ούτε το άλλο προαπαιτούμενο του Κανονισμού 10 σύμφωνα με το οποίο προτεραιότητα δίδεται μόνο σε προσοντούχα άτομα τα οποία υπηρετούν "σε αμέσως προηγούμενο βαθμό". Παρέπεμψαν δε σχετικά στις πρόνοιες του άρθρου 4 του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285, όπως αυτό ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, σύμφωνα με το οποίο, όπως ανέφεραν στην προαναφερθείσα παράγραφο 8 του πρακτικού συνεδρίας της Επιτροπής, η συγκρότηση της Αστυνομίας γίνεται με τις εκάστοτε εγκεκριμένες οργανικές θέσεις από τέτοια μέλη βαθμών όπως ορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο, ήτοι: Αρχηγό, Υπαρχηγό, Βοηθό Αρχηγό, Ανώτερο Αστυνόμο, Αστυνόμο Α΄, Αστυνόμο Β΄, Ανώτερο Υπαστυνόμο, Υπαστυνόμο, Λοχία και Αστυφύλακα.

 

Σύμφωνα λοιπόν πάντα με την Επιτροπή και τον Αρχηγό, το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε βαθμό και οργανική θέση (αυτή του Αστυφύλακα) και άρα η περίπτωσή του εντάσσεται στις πρόνοιες του Κανονισμού 10, εν αντιθέσει με τον αιτητή, ο οποίος ήταν Ειδικός Αστυφύλακας και άρα δεν κατείχε ούτε οργανική θέση, ούτε βαθμό.

 

Αυτή η άποψη και εσφαλμένη είναι και παραβιάζει ακόμα μια φορά το δεδικασμένο. Πέραν του ότι επαναφέρει το στοιχείο της κατοχής οργανικής θέσης με το οποίο ασχολήθηκα προηγουμένως, μετέρχεται τώρα το άρθρο 4 του περί Αστυνομίας Νόμου για να εκθέσει από ποιους συγκροτείται η Αστυνομία και να εξαιρέσει τον αιτητή. Όμως εδώ το ζητούμενο δεν ήταν κατ΄ αρχήν από ποιους συγκροτείται "η Αστυνομία" ούτε και αυτό είναι που παρατίθεται στο άρθρο 4. Στο άρθρο 4 δεν εξηγείται από ποιους συγκροτείται "η Αστυνομία", αλλά ρητά αναφέρει από ποιους συγκροτείται "η Δύναμη", δηλαδή η Αστυνομική Δύναμη. Σύμφωνα με το καθαρό κείμενο του άρθρου 4:

 

"4. Η Δύναμη εγγράφεται κατά τύπο και συγκροτείται.....

 

δηλαδή από τους: Αρχηγό ......................

                                   ..........................

                           ..........................

                         Αστυφύλακα."

 

 

Όπως δε ορθά είχε υποδειχθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφασή του στην προηγούμενη προσφυγή, ο Κανονισμός 10 δίδει προτεραιότητα σε προσοντούχα "μέλη της Δύναμης" στα οποία συγκαταλέγεται και ο αιτητής με βάση τον ορισμό που δίδεται στο άρθρο 2 του Νόμου σύμφωνα με τον οποίο "μέλος της Δύναμης" περιλαμβάνει και Ειδικό Αστυφύλακα. Στερείται επομένως βάσης η θέση της Επιτροπής ότι ο αιτητής απεκλείετο επειδή δεν κατείχε ούτε οργανική θέση ούτε βαθμό.

 

Στερείται οποιασδήποτε βάσης και η διαφοροποίηση σύμφωνα με την οποία ο Αστυφύλακας "κατέχει βαθμό" ενώ ο Ειδικός Αστυφύλακας δεν κατέχει κανένα βαθμό. Υπενθυμίζεται δε σχετικά ότι ο ίδιος ο περί Αστυνομίας Νόμος εξισώνει σε μεγάλο βαθμό τις θέσεις Αστυφύλακα και Ειδικού Αστυφύλακα. Συγκεκριμένα, το άρθρο 32 του περί Αστυνομίας Νόμου προβλέπει τα εξής:

 

"32. Κάθε ειδικός αστυφύλακας που διορίζεται βάσει του Νόμου αυτού έχει τις ίδιες εξουσίες, προνόμια και προστασία και υποχρεούται να εκτελεί τα ίδια καθήκοντα και υπόκειται στις ίδιες ποινές και υπάγεται στις ίδιες αρχές όπως οι αστυνομικοί."

 

Υπενθυμίζεται δε ότι διορισμός στην επίδικη θέση σε εξειδικευμένη υπηρεσία δεν είναι θέση προαγωγής μεταξύ μελών υφιστάμενου προσωπικού, αλλά πρώτου διορισμού με δυνατότητα επιλογής και μη μέλους της Δύναμης, αν και προτεραιότητα θα πρέπει να δίδεται σε προσοντούχα μέλη της Δύναμης όπως είναι και το ενδιαφερόμενο μέρος και ο αιτητής, χωρίς βέβαια ο τελευταίος να παραγνωρίζεται θεωρούμενος ως άτομο ανύπαρκτου βαθμού.

 

 

γ. Έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.

 

Η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση και ακολουθηθείσα διαδικασία πάσχει συνακόλουθα και για ένα τρίτο λόγο της έλλειψης διενέργειας δέουσας έρευνας και αιτιολογίας. Ο λόγος βέβαια είναι απλός και έγκειται στο έκδηλο γεγονός ότι οι καθ΄ων η αίτηση ουσιαστικά σε καμιά σύγκριση/αξιολόγηση δεν προέβηκαν μεταξύ της περίπτωσης του ενδιαφερόμενου μέρους και του αιτητή, αφού για ακόμα μια φορά απέκλεισαν ουσιαστικά την υποψηφιότητα του αιτητή ως προσώπου που έκριναν ότι δεν εκαλύπτετο από τις πρόνοιες του Κανονισμού 10, παρά το ότι επροηγείτο στη βαθμολογία.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρούται.

 

Επιδικάζονται υπέρ του αιτητή €1.500 πλέον ΦΠΑ έξοδα.

 

 

   Κληρίδης,

Δ.

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο