ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 26/2009)
3 Δεκεμβρίου, 2009
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στης]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 6, 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΙΩΣΗΦ ΜΑΡΚΟΥ ΙΩΣΗΦ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ
ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΜΑΡΚΟΥ ΙΩΣΗΦ,
Αιτητής,
ΚΑΙ
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΥΔΑΤΟΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
____________________
Α. Τσάρκατζης για Χρ. Πατσαλίδη, για τον Αιτητή.
Μ. Ιερικηπιώτου (κα.) για Α. Τριανταφυλλίδη, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
_____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την προσφυγή του ο αιτητής ζητά δήλωση και/ή απόφαση του δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση, η οποία του κοινοποιήθηκε με επιστολή των δικηγόρων των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 31.12.08 και με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για αναγνώριση της προϋπηρεσίας του αποβιώσαντος Μάρκου Ιωσήφ, στο Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων, από 3.3.69 μέχρι 12.3.79, για σκοπούς σύνταξης και φιλοδωρήματος, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη εννόμου αποτελέσματος.
Η αίτηση βασίζεται, μεταξύ άλλων, και στα εξής νομικά σημεία:
(α) Ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αντίκειται και/ή παραβιάζει τις αρχές του δεδικασμένου και το άρθρο 59 του Νόμου περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου, Ν 158(Ι)/99, και
(β) Ότι η προσβαλλόμενη απόφαση βρίσκεται σε αντίθεση με τα λειτουργικά ευρήματα και τις διαπιστώσεις του δικαστηρίου στις αποφάσεις επί των προσφυγών 794/04 και 316/06.
Ο Μάρκος Ιωσήφ (ο αποβιώσας) απεβίωσε στις 15.8.2003 και διαχειριστής της περιουσίας του διορίστηκε ο αιτητής. Ο αποβιώσας υπηρέτησε στο Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων από 3.3.69 μέχρι 12.3.79. Το 1982 προσλήφθηκε ως υπάλληλος των καθ΄ ων η αίτηση όπου εργάστηκε μέχρι του θανάτου του. Μετά το θάνατο του αποβιώσαντος ο αιτητής ζήτησε από τους καθ΄ ων η αίτηση να αναγνωρίσουν την προϋπηρεσία του και να την λάβουν υπόψη για υπολογισμό της σύνταξης και του φιλοδωρήματός του. Οι καθ΄ ων η αίτηση απέρριψαν το αίτημα. Η απορριπτική απόφαση βασιζόταν στο ότι, σύμφωνα με τους καθ΄ ων η αίτηση ο αποβιώσας δεν μπορούσε να θεωρηθεί συντάξιμος αναφορικά με την υπηρεσία του στο Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων από το 1969 μέχρι το 1979 καθότι η περίπτωση του δεν καλυπτόταν από τον Κανονισμό 15(1) (α) της Κ.Δ.Π. 78/96.
Ο αιτητής στις 6.8.04 καταχώρισε την προσφυγή 794/04 εναντίον της προαναφερόμενης απορριπτικής απόφασης και το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την προσβληθείσα διοικητική πράξη κρίνοντας ότι οι καθ΄ ων η αίτηση, κατά τη λήψη της απόφασης εκείνης, ενήργησαν υπό καθεστώς πλάνης περί το Νόμο και τα πράγματα. Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι η περίπτωση του αποβιώσαντος εμπίπτει στις πρόνοιες του προαναφερόμενου κανονισμού.
Στις 9.12.05 οι καθ΄ ων η αίτηση εκ νέου αποφάσισαν ότι η προϋπηρεσία του αποβιώσαντος στο Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων δεν εμπίπτει στις πρόνοιες του προαναφερόμενου κανονισμού και επομένως δεν μπορεί να αναγνωριστεί.
Ο αιτητής καταχώρησε νέα προσφυγή με αρ. 136/06 ισχυριζόμενος ότι η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 9.12.05 παραβιάζει το δεδικασμένο που προκύπτει από την ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή 794/04. Το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε εκ νέου την απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 9.12.05 για το λόγο ότι, με την προσβληθείσα απόφαση, παραβιάστηκε το δεδικασμένο, από τους καθ΄ ων η αίτηση. Το Δικαστήριο, στην προσφυγή 136/06, παρατήρησε ότι η διαπίστωση του Δικαστηρίου στην προσφυγή 794/04 ότι ο αποβιώσας εμπίπτει στον προαναφερόμενο κανονισμό, αποτελεί λειτουργικό εύρημα το οποίο είναι δεσμευτικό για την διοίκηση και επομένως δεν μπορεί να αποστεί απ΄ αυτό.
Μετά τα προαναφερόμενα οι καθ΄ ων η αίτηση έλαβαν την προσβαλλόμενη απόφαση με την οποίαν, κατόπιν επανεξέτασης του αιτήματος του αιτητή για αναγνώριση της προϋπηρεσίας του αποβιώσαντος στο Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων από το 1969 μέχρι το 1979 για σκοπούς σύνταξης και φιλοδωρήματος, το απέρριψαν και πάλι.
Η θέση των καθ΄ ων η αίτηση είναι ότι κατά την λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης (ημερ. 24.11.08), η οποία κοινοποιήθηκε με την επιστολή ημερ. 31.12.08, αυτοί έλαβαν υπόψη τους την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Χαράλαμπος Ασπρόφτας ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, Προσφυγή αρ. 400/07, ημερ. 26.5.08, η οποία αφορούσε στο ίδιο θέμα. Βασιζόμενοι στην απόφαση εκείνη αποφάσισαν να απορρίψουν εκ νέου το αίτημα του αιτητή. Συναφώς παρατηρώ ότι σύμφωνα με τη νομική συμβουλή που δόθηκε στους καθ΄ ων η αίτηση, αυτοί μπορούσαν, βασιζόμενοι στην προαναφερόμενη απόφαση στην υπόθεση Ασπρόφτα, να θεωρήσουν ότι η προϋπηρεσία κάποιου ωρομίσθιου κυβερνητικού εργάτη, όπως ήταν ο αποβιώσας, δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της σύνταξης και του φιλοδωρήματός του καθότι δεν εμπίπτει στον όρο «δημόσια υπηρεσία» του Κανονισμού 15(1) (α) της Κ.Δ.Π. 78/96. Στη νομική συμβουλή που πήραν οι καθ΄ ων η αίτηση αναγράφεται επίσης ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης των καθ΄ ων η αίτηση, με την προηγούμενη ακυρωτική απόφαση, δεν υπάρχει συνταγματική ή νομοθετική διάταξη που να καθιστά τον μη συμμορφούμενο με ακυρωτική απόφαση του δικαστηρίου, ένοχο του παραπτώματος της περιφρόνησης του δικαστηρίου.
Μελέτησα με προσοχή όλα τα ενώπιον μου στοιχεία και ιδιαίτερα την απόφαση ημερ. 11.5.05 στην προσφυγή 794/04 και την απόφαση ημερ. 22.2.08 στην προσφυγή 316/06. Δεν έχω οποιαδήποτε αμφιβολία ότι το ζήτημα που εγείρεται στην παρούσα προσφυγή καλύπτεται από την αρχή του δεδικασμένου. Το ότι η περίπτωση του αποβιώσαντος καλύπτεται από τον προαναφερόμενο κανονισμό 15(1) (α) αποφασίστηκε στην προσφυγή 794/04. Συναφώς ο ευπαίδευτος αδελφός Δικαστής στην απόφαση εκείνη παρατήρησε και τα εξής:
«Ο Καν. 15(1) (α) αναφέρεται σε υπηρεσία του υπαλλήλου σε άλλες υπηρεσίες μεταξύ των οποίων και η Δημόσια Υπηρεσία. Διαλαμβάνει δε, ότι η υπηρεσία του υπαλλήλου στη Δημόσια Υπηρεσία, που είναι και η περίπτωση μας, λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της σύνταξης ή και του φιλοδωρήματος, χωρίς να προβαίνει σε αναφορά σε σχέση με τη φύση της υπηρεσίας, αν δηλαδή ήταν έκτακτη ή μόνιμη.»
Στην απόφαση στην προσφυγή 316/06 τέθηκε ευθέως το ζήτημα του δεδικασμένου και ο ευπαίδευτος αδελφός Δικαστής που εξέδωσε την απόφαση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι με την προαναφερόμενη ακυρωτική απόφαση (στην προσφυγή 794/04) είχε κριθεί ότι η περίπτωση του αποβιώσαντα εμπίπτει στον προαναφερόμενο κανονισμό και ότι αυτό συνιστούσε λειτουργικό εύρημα, δεσμευτικό για τη διοίκηση κατά την επανεξέταση, από το οποίο δεν μπορούσε να αποστεί. Παρατήρησε επίσης ότι αν οι καθ΄ ων η αίτηση διαφωνούσαν με την απόφαση εκείνη η νόμιμη οδός που είχαν στη διάθεση τους, ήταν η καταχώρηση έφεσης, πράγμα που δεν έπραξαν. Το Δικαστήριο παρατήρησε ακόμη ότι κατά τη λήψη της προσβληθείσας, με την προσφυγή 316/06, απόφασης δεν είχε τεθεί ενώπιον των καθ΄ ων η αίτηση οποιοδήποτε νέο στοιχείο που θα διαφοροποιούσε την κατάσταση.
Θεωρώ ότι τα όσα ανέφερε το Δικαστήριο στην απόφαση του ημερ. 22.2.08 στην υπόθεση 316/06 ισχύουν απόλυτα και στην προκείμενη περίπτωση εφόσον και στην προκείμενη περίπτωση δεν υπήρχε οποιοδήποτε νέο στοιχείο ενώπιον των καθ΄ ων η αίτηση, όταν λάμβαναν την προσβαλλόμενη απόφαση, και επομένως αυτοί ήταν δεσμευμένοι να ακολουθήσουν το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης το οποίον περιλάμβανε και τα προαναφερόμενα λειτουργικά ευρήματα ως προς την εφαρμογή, στην περίπτωση του αποβιώσαντος, του προαναφερόμενου κανονισμού. Δεν ήταν επομένως, οι καθ΄ ων η αίτηση, ελεύθεροι να ακολουθήσουν άλλη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία ερχόταν σε αντίθεση με την προαναφερόμενη ακυρωτική απόφαση, εφόσον η ακυρωτική απόφαση αφορούσε τους ίδιους διάδικους και τα ίδια γεγονότα και επομένως δημιουργούσε δεσμευτικό δεδικασμένο.
Το ζήτημα της συμμόρφωσης της διοίκησης στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναλύεται στο σύγγραμμα Ν. Χρ. Χαραλάμπους, Η Δράση και ο Έλεγχος της Δημόσιας Διοίκησης, 2η έκδοση, σελ. 370-386. Η θεμελιωμένη αρχή είναι ότι η διοίκηση δεσμεύεται από το διατακτικό της δικαστικής απόφασης και από τις διαπιστώσεις του δικαστηρίου για την ύπαρξη ορισμένων νομικών και πραγματικών καταστάσεων που υφίσταντο κατά το χρόνο της έκδοσης της πράξης, στις οποίες στηρίχθηκε το διατακτικό της απόφασης (Δέστε: Άρθρο 59 του Ν 158(Ι)/1999). Προϋπόθεση για τη γένεση δέσμευσης αποτελεί η κρίση επί της ουσίας της διαφοράς, η οποία είναι αναγκαία για την επίλυση του επίδικου θέματος. Δέσμευση προκύπτει από τα ευρήματα του δικαστηρίου ως προς τα ουσιώδη γεγονότα, εκείνα δηλαδή στα οποία θεμελιώνεται η απόφαση του δικαστηρίου. Τα ευρήματα εκείνα, τα λειτουργικά ευρήματα όπως ονομάζονται, είναι εκείνα τα οποία επενεργούν στη γένεση της δέσμευσης και στοιχειοθετούν και δεσμεύουν το διοικητικό όργανο να τα λάβει ως δεδομένα, κατά την επανεξέταση (Δέστε: Ραφτόπουλος ν. Δημοκρατίας (1998) 4(Α) Α.Α.Δ. 7).
Στην προκείμενη περίπτωση θεωρώ ότι τα ευρήματα του δικαστηρίου στην προαναφερόμενη ακυρωτική απόφαση, ότι η περίπτωση του αποβιώσαντος καλύπτεται από τον προαναφερόμενο κανονισμό και ότι επομένως τα χρόνια που υπηρέτησε στο Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων θα έπρεπε να είχαν ληφθεί υπόψη για σκοπούς υπολογισμού της σύνταξης και του φιλοδωρήματός του, ήταν λειτουργικά ευρήματα από τα οποία οι καθ΄ ων η αίτηση δεσμεύονται, εφόσον δεν αμφισβήτησαν την ορθότητα της απόφασης εκείνης κατά τον δέοντα τρόπο.
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω η προσφυγή επιτυγχάνει και εκδίδεται δηλωτική απόφαση του δικαστηρίου ως η παράγραφος 1 του αιτητικού της προσφυγής. Έξοδα, πλέον Φ.Π.Α, επιδικάζονται υπέρ του αιτητή και εις βάρος των καθ΄ ων η αίτηση και να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.