ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 4 ΑΑΔ 1129
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1443/2008)
21 Δεκεμβρίου 2009
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ,
Αιτητής,
- V. -
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΚΤΗΜΑΤΟΜΕΣΙΤΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Λ. Σωτηρίου (κα) για Χρ. Δημητριάδη & Σία, για τον Αιτητή.
Α. Παναγιώτου, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Επιδιώκεται η ανατροπή της απορριπτικής απόφασης των καθ΄ ων ημερ. 24.6.08, με την οποία δεν έγινε δεκτή η αίτηση του αιτητή προς εγγραφή του στο αρμόδιο Μητρώο Κτηματομεσιτών διότι δεν πληρούσε τα απαιτούμενα προσόντα.
Ο αιτητής, ο οποίος από το 1963 μέχρι το 2005 ήταν μόνιμος κάτοκος κάτοικος Λονδίνου, επαναπατρίσθηκε το Σεπτέμβριο του 2005, υπέβαλε δε στις 18.9.06 αίτηση στους καθ΄ ων για εγγραφή του στο Μητρώο των Κτηματομεσιτών σύμφωνα με τις πρόνοιες του σχετικού Νόμου με την αιτιολογία ότι πληρούσε τα σχετικά προσόντα εφόσον κατά τη διαμονή του στο Λονδίνο αυτός ασκούσε αποκλειστικά το επάγγελμα του κτηματομεσίτη. Στην αίτηση του επισύναψε αριθμό δικαιολογητικών περιλαμβανομένου και πιστοποιητικού από το «National Association of Estate Agents» που έδειχνε ότι είχε εκλεγεί ως εταίρος («fellow») του πιο πάνω Συνδέσμου στις 17.7.1984, με αριθμό μέλους 017192. Επισύναψε επίσης πιστοποιητικό του ιδίου Συνδέσμου που έδειχνε ότι αυτός ήταν πλήρες μέλος του Συνδέσμου για το 2005. Οι καθ΄ ων στη συνεδρία τους ημερ. 31.10.06, αποφάσισαν να ζητήσουν από τον αιτητή να παρουσιάσει πρόσθετα στοιχεία σχετικά με την αίτηση του ως προς το ότι τα τελευταία προηγούμενα πέντε έτη που βρισκόταν στο εξωτερικό ασκούσε κατά κύριο λόγο το επάγγελμα του κτηματομεσίτη, τα στοιχεία δε αυτά να προέρχονται από το αντίστοιχα γραφεία κοινωνικών ασφαλίσεων και φόρου εισοδήματος της Αγγλίας. Ζήτησαν επίσης με τη σχετική υπό ημερ. 9.1.07 επιστολή τους, σωρεία άλλων στοιχείων, μεταξύ των οποίων και πιστοποιητικό επαναπατρισμού, απολυτήριο εξατάξιου γυμνασίου, όλα τα διαβατήρια του, πιστοποιητικό του Λειτουργού Μετανάστευσης που να αναφέρει όλα τα Κυπριακά του διαβατήρια, καθώς και πιστοποιητικό της αλλοδαπής πρεσβείας ή της Υπάτης Αρμοστείας που να αναφέρει όλα τα αλλοδαπά διαβατήρια.
Ο αιτητής μέσω των δικηγόρων του απάντησε στις 28.3.07 δίνοντας πλήρη στοιχεία σε απάντηση των ζητηθέντων, αιτούμενος την ικανοποίηση του αιτήματος του. Ενόψει μη απάντησης των καθ΄ ων, οι δικηγόροι του απέστειλαν υπενθυμητική επιστολή ημερ. 18.7.07, οπότε οι καθ΄ ων μετά από τη συνεδρία τους ημερ. 30.7.07, ζήτησαν με νέα επιστολή τους ημερ. 7.8.07, την αποστολή περαιτέρω αποδεικτικών στοιχείων ως προς το ότι αυτός «.. ήταν μέλος στο "The National Association of Estate Agents" τα προηγούμενα 5 χρόνια πριν τον επαναπατρισμό του, δηλαδή, για τα έτη 2000, 2001, 2002, 2003 και 2004 σύμφωνα με το άρθρο 11(2)(β)(ii) του περί Κτηματομεσιτών Νόμου αρ. 273(Ι)/04.». Ο αιτητής συμμορφούμενος και πάλι με την πιο πάνω υπόδειξη, απέστειλε τηλεομοιοτυπικό μήνυμα μέσω των δικηγόρων του ημερ. 28.8.07, επισυνάπτοντας ηλεκτρονικό μήνυμα που λήφθηκε από την Becky Perfect, Membership Liaison Officer του National Federation of Property Professionals ημερ. 16.8.07, με το οποίο πιστοποιείτο ότι ο αιτητής «... has been a member of the National Association of Estate Agents (NAEA) since 21 September 1981, and his membership was renewed each year for the period of 1 January - 31 December in 2000, 2001, 2002, 2003 and 2004 (inclusive)».
Οι καθ΄ ων επανεξέτασαν το ζήτημα στη συνεδρία τους ημερ. 4.12.07, απέστειλαν δε νέα επιστολή στον αιτητή ημερ. 18.1.08, με την οποία ζητούσαν περαιτέρω στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι τα τελευταία πέντε χρόνια πριν τον επαναπατρισμό ασκούσε κατά κύριο λόγο το επάγγελμα του Κτηματομεσίτη. Ο αιτητής απάντησε και πάλι μέσω των δικηγόρων του στις 6.2.08, επισυνάπτοντας βεβαίωση ημερ. 5.2.08 από τον ελεγκτή A.G. Kakouris του Λονδίνου με την οποία βεβαιωνόταν ότι το γραφείο του ενεργούσε ως εγκεκριμένοι λογιστές και ελεγκτές του αιτητή, ο οποίος εργαζόταν ως κτηματομεσίτης στο Λονδίνο από το 1979 μέχρι τις 31.7.2005, αρχικά υπό την προσωπική ιδιότητα και μετέπειτα μέσω δύο εταιρειών που ανήκαν στον αιτητή και στις οποίες είχε μεταφέρει τις εργασίες του. Με άλλη επιστολή ημερ. 27.2.08 αποστάληκε και βεβαίωση από το δικηγόρο («solicitor») A. Yiannakas ημερ. 26.2.08, ότι ο αιτητής τον οποίο γνώριζε για σχεδόν 30 χρόνια εργαζόταν από το 1979 ως κτηματομεσίτης αρχικά με άλλο γραφείο, αργότερα δε μόνος του. Ζητήθηκε η άμεση επανεξέταση του θέματος και η έγκριση της αιτήσεως, ώστε ο αιτητής να δύναται να ασκεί το επάγγελμα του κτηματομεσίτη στην Κύπρο, ακολουθούμενη από έτερη επιστολή ημερ. 26.5.08, με την οποία καταγραφόταν η διαμαρτυρία του αιτητή για την πολύ μεγάλη καθυστέρηση στην εξέταση της αίτησης και τελικής απόφασης επ΄ αυτής. Οι καθ΄ ων εν τέλει στις 24.6.08, κατά τη σχετική συνεδρία τους, αποφάσισαν την απόρριψη της αίτησης επειδή:
«.. από τα στοιχεία που μέχρι σήμερα έχει προσκομίσει δεν αποδεικνύεται ότι κατά την αμέσως πριν από τον επαναπατρισμό και εγκατάσταση του στη Δημοκρατία 5ετή περίοδο, ασκούσε νόμιμα και κατά κύριο λόγο το επάγγελμα του κτηματομεσίτη στον τόπο διαμονής του στο εξωτερικό, σύμφωνα με την εκεί ισχύουσα νομοθεσία.»
Η πιο πάνω απόφαση ενσωματώθηκε στη σχετική επιστολή των καθ΄ ων ημερ. 27.6.08 προς τους δικηγόρους του αιτητή, με την οποία γνωστοποιήθηκε η απόρριψη της αίτησης.
Η πιο πάνω πράξη προσβάλλεται ως άκυρη και εστερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος για σειρά λόγων που στη γραπτή αγόρευση εκ μέρους του αιτητή, συνοψίζονται στην έλλειψη δέουσας έρευνας και πλάνης ως προς τα πραγματικά γεγονότα και στην απουσία δέουσας ή επαρκούς αιτιολογίας. Οι καθ΄ ων αντιτείνουν ότι εξάντλησαν κάθε δυνατή προσπάθεια με τη συνεχή αναζήτηση πρόσθετων στοιχείων, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στον αιτητή να παρουσιάσει στοιχεία από τις επίσημες αρχές της χώρας που διέμενε, ότι πράγματι ασκούσε κατά κύριο λόγο τα τελευταία πέντε χρόνια το επάγγελμα του κτηματομεσίτη ώστε να γίνει δυνατή η εγγραφή του. Παρά ταύτα, τα στοιχεία που προσκομίστηκαν δεν επιβεβαίωναν τον ισχυρισμό του αιτητή περί άσκησης του επαγγέλματος του κτηματομεσίτη ενόψει του ότι στις φορολογικές του δηλώσεις του 1996, 2001, 2005, 2006 και 2007, γίνεται αναφορά σε εισόδημα του αιτητή από «..rental income and other receipts from property or land in the U.K.» ή «profit from U.K. land and property», με καταγραφή στο φορολογικό έγγραφο του 2007, που αφορούσε τα έτη 2004-2005, και στην πληρωμή «capital gains tax». Περαιτέρω, θεωρήθηκε ότι η εγγραφή του αιτητή ως μέλος του National Association of Estate Agents δεν αποτελούσε από μόνη της απόδειξη της επαγγελματικής του απασχόλησης, εφόσον υπήρχαν άλλα στοιχεία που δεν το επιβεβαίωναν, ενώ οι εκ των υστέρων προσκομισθείσες ιδιωτικές βεβαιώσεις του δικηγόρου και του λογιστή του, δεν ανέτρεπαν τα αδιαμφισβήτητα στοιχεία που προέκυπταν από τις φορολογικές δηλώσεις και έγγραφα ως προς το ότι είχε εισόδημα από την κατοχή περιουσίας στην Αγγλία.
Το σχετικό άρθρο 11(2)(β)(ii) του Νόμου, έχει ως ακολούθως:
«(ii) κατά την αμέσως πριν από τον επαναπατρισμό και εγκατάστασή του πενταετή περίοδο, αυτός εξασκούσε νόμιμα και κατά κύριο λόγο το επάγγελμα του κτηματομεσίτη στον τόπο της αποδημίας του σύμφωνα με την εκεί ισχύουσα νομοθεσία,»
Σημειώνεται ότι η πρόνοια αυτή, όπως και ολόκληρο το άρθρο 11, τροποποιήθηκε εξ ολοκλήρου με τον περί Κτηματομεσιτών (Τροποποιητικό) Νόμο αρ. 118(Ι)/2007, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 27.7.07, αλλά δεν έχει εγερθεί οποιοδήποτε ζήτημα σε σχέση με την τροποποίηση και τις επιπτώσεις της από τον αιτητή, ενώ οι καθ΄ ων με τη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου τους, ρητά αναφέρουν ότι η αίτηση εξετάστηκε και αποφασίστηκε από την αρχή μέχρι το τέλος δυνάμει της ισχύουσας κατά την ημερομηνία της αίτησης, πιο πάνω πρόνοιας.
Κρίνεται ότι ο αιτητής έχει δίκαιο στις θέσεις που προβάλλει προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης. Ο αιτητής ανταποκρίθηκε με επιμέλεια και με την ανάλογη ταχύτητα σε όλες τις αναζητήσεις από τους καθ΄ ων πρόσθετων αποδεικτικών στοιχείων. Στην αίτηση του είχε ήδη υποβάλει στοιχεία που έδειχναν την ενασχόληση με το επάγγελμα του κτηματομεσίτη, τα οποία, όπως προαναφέρθηκε, έδειχναν την εγγραφή του ως μέλος του «National Association of Estate Agents» και ότι αυτός ήταν εταίρος («fellow») του πιο πάνω Συνδέσμου από το 1984. Ζητήθηκε διευκρίνιση, ως ανωτέρω αναφέρθηκε, ότι ήταν μέλος αυτού του Συνδέσμου και κατά τα προηγούμενα πέντε έτη πριν τον επαναπατρισμό, με αποτέλεσμα να προσκομιστεί βεβαίωση από τον ίδιο το Σύνδεσμο, ότι όχι μόνο ο αιτητής ήταν μέλος για τα τελευταία πέντε έτη, δηλαδή, για το 2000-2004 συμπεριλαμβανομένων, με ετήσια ανανεωμένη τη συνδρομή, αλλά και ότι αυτός ήταν μέλος από τις 21.9.1981. Σύμφωνα δε με τα ίδια τα πιστοποιητικά του Συνδέσμου, όπως αναγραφόταν στο σώμα αυτών, η ιδιότητα του μέλους τον καθιστούσε υπόλογο και στους σχετικούς κανονισμούς δεοντολογίας.
Οι καθ΄ ων λαμβάνοντας την απορριπτική τους απόφαση θεώρησαν ότι τα στοιχεία που προσκομίστηκαν δεν αποδείκνυαν νόμιμη και κατά κύριο λόγο άσκηση του επαγγέλματος του κτηματομεσίτη στον τόπο διαμονής του σύμφωνα με την εκεί ισχύουσα νομοθεσία, χωρίς να αναφέρουν συγκεκριμένα τη νομοθεσία που επικαλούνταν ή το λόγο που ο αιτητής δεν συμμορφωνόταν με τις όποιες προδιαγραφές της και παρά το γεγονός ότι είχαν υποβληθεί σε αυτούς, μετά τις επιστολές τους, σωρεία στοιχείων που αφορούσαν τις φορολογικές του υποχρεώσεις στην Αγγλία, καθώς και βεβαιώσεις από τον ελεγκτή και το δικηγόρο του που ασκούν το επάγγελμα τους στην Αγγλία, με τις οποίες πιστοποιείτο ότι η κύρια απασχόληση του αιτητή ήταν αυτή του κτηματομεσίτη από την οποία κέρδιζε το εισόδημα του.
Η θέση των καθ΄ ων διά της γραπτής αγορεύσεως του δικηγόρου τους, ότι η αναφορά στις διάφορες φορολογικές δηλώσεις και έγγραφα, περί εισοδήματος προερχόμενο από ακίνητη περιουσία στην Αγγλία, αποδείκνυε ότι ο αιτητής δεν είχε ως κύρια ενασχόληση του τα κτηματομεσιτικά, δεν μπορεί νόμιμα να αποτελέσει λόγο απόρριψης ενόψει του ότι εκ των υστέρων διατυπώνεται και μάλιστα στην αγόρευση και μόνο. Τα στοιχεία αυτά δεν αποτελούν μέρος της απορριπτικής αιτιολογίας, ούτε αποτελούν μέρος των δεδομένων που οι καθ΄ ων έλαβαν υπόψη τους στις διάφορες συνεδρίες τους όπως αυτά προκύπτουν και καταγράφονται στο διοικητικό φάκελο. Οι αγορεύσεις αποτελούν απλώς επιχειρηματολογία, προϋποθέτουν δε ως βάση την ύπαρξη πρωτογενών γεγονότων (δέστε Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Ελισσαίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 412 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 384).
Όπως απορρέει από τη σχετική νομοθετική πρόνοια, το επάγγελμα του κτηματομεσίτη δεν είναι αναγκαίο να ασκείτο κατά αποκλειστικότητα, αλλά «κατά κύριο λόγο» και, όπως ορθά υποδεικνύουν και οι δικηγόροι του αιτητή στην απαντητική τους αγόρευση, η λήψη εισοδημάτων και από πηγές πρόσθετες από το επάγγελμα του δεν απαγορευόταν και δεν εξυπάκουε, χωρίς τουλάχιστον περαιτέρω διερεύνηση, τη μη άσκηση κατά κύριο λόγο του επαγγέλματος του κτηματομεσίτη.
Προκύπτει, επίσης, από τα πρακτικά των διαφόρων συνεδρίων, ότι οι καθ΄ ων δεν αμφισβήτησαν πότε τη γνησιότητα ή την ορθότητα των πιστοποιητικών και των λοιπών στοιχείων που προσκόμισε ο αιτητής, πάντοτε καθ΄ υπόδειξη τους και δεν ήταν επομένως ορθή η κρίση τους να απορρίψουν την αίτηση χωρίς περαιτέρω αιτιολογία, επαναλαμβάνοντας απλώς τη νομοθετική πρόνοια και ότι τα στοιχεία που προσκομίστηκαν δεν έδειχναν νόμιμη και κατά κύριο λόγο άσκηση του επαγγέλματος στο εξωτερικό.
Έχει κατ΄ επανάληψη αποφασιστεί ότι δέουσα έρευνα σημαίνει τη διερεύνηση κάθε ουσιώδους και σχετιζόμενου με την υπόθεση γεγονότος (Motorways Limited v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447 και Σχίζα ν. ΑΤΗΚ (2004) 3 Α.Α.Δ. 339) και ενώ η επάρκεια της έρευνας, η έκταση και ο τρόπος διεξαγωγής της δυνατό να ποικίλει ανάλογα με τα υπό εξέταση γεγονότα, εδώ ο αιτητής συμμορφώθηκε πλήρως με ό,τι του ζητήθηκε να προσκομίσει. Πλάνη, σύμφωνα με τη νομολογία, σημαίνει εμφιλοχώρηση λανθασμένης σειράς στο συλλογισμό ή στον ειρμό της σκέψης της διοίκησης ή αντικειμενική ανυπαρξία του υπόβαθρου επί του οποίου στηρίζεται η πράξη, πρέπει δε να είναι ουσιώδης με ανάλογη επίδραση στην τελική κρίση της διοίκησης. (Επ. Σπηλιωτόπουλου: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» ΙΙ Τόμος, 12η, έκδ. σελ. 138-139, παρ. 511). Εδώ, υπήρξε πλάνη ως προς τα καθαυτά στοιχεία κρίσης που έλαβαν υπόψη τους οι καθ΄ ων, δίνοντας υπερβολική σημασία στα εισοδήματα από την ακίνητη ιδιοκτησία, σε εμφανή εξουδετέρωση των απτών στοιχείων που είχε κατ΄ επανάληψη προμηθεύσει ο αιτητής ως προς την κτηματομεσιτική του ασχολία.
Περαιτέρω, ενόψει της παροχής όλων των στοιχείων που κατά καιρούς ζητήθηκαν και τα οποία οι καθ΄ ων, επαναλαμβάνεται, δεν αμφισβήτησαν ως προς τη γνησιότητα ή ορθότητα τους, η αιτιολογία που δόθηκε για απόρριψη ήταν αναμφίβολα ελλιπής και χωρίς αναφορά στα συγκεκριμένα δεδομένα που οδήγησαν στην απόρριψη της αίτησης, ενόψει των προς το αντίθετο λεπτομερών στοιχείων που έδωσε ο αιτητής. Η αιτιολογία δεν ήταν δυνατόν στις παραμέτρους της υπό κρίση υπόθεσης να συμπληρωθεί από το φάκελο, εφόσον υπήρξε κενό ορθής αιτιολόγησης. Όπως υποδεικνύεται και στην Πιπερίδης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134, σελ. 141-142, για να είναι δυνατή η αντιμετώπιση του διοικητικού φακέλου ως παραδεκτή πηγή πληροφόρησης, πρέπει η αιτιολογία να προκύπτει αναντίλεκτα από το περιεχόμενο του. Από την άλλη, η «.. απλή επανάληψη των διατάξεων του νόμου χωρίς την συσχέτιση τους με τα συγκεκριμένα δεδομένα», δεν συνιστά σε καμιά περίπτωση νόμιμη αιτιολογία. (Π.Δ. Δαγτόγλου: «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο» 5η έκδ. (2004) σελ. 352, παρ. 647).
Ενόψει των πιο πάνω η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.500 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ΄ ων.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ