ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 700/2008)
17 Νοεμβρίου 2009
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΣΤΑΥΡΟΣ ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΔΙΟΙΚΗΤΗ 682 ΠΑΠ ΕΘΝΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ,
Καθ΄ ου η αίτηση.
-------------------------
Σ. Οικονομίδης, για τον Αιτητή.
Λ. Λάμπρου-Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τον Καθ΄ ου η αίτηση.
--------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Στον αιτητή, μόνιμο Υπαξιωματικό του Σώματος Υλικού Πολέμου του Στρατού Ξηράς του Στρατού της Δημοκρατίας, επεβλήθη στις 21.4.08 από το Διοικητή της 682 Π.Α.Π. (Προκεχωρημένη Αποθήκη Πυρομαχικών), όπου υπηρετούσε ο αιτητής, η πειθαρχική ποινή της τετραήμερης φυλάκισης ενόψει του ότι είχε διαπιστωθεί ότι ο αιτητής εγκατέλειψε στις 15.00 ώρα, στις 8.4.08, το στρατόπεδο μεταβαίνοντας στη Λεμεσό.
Προσβάλλεται κατά συνέπεια η πιο πάνω απόφαση ως άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιασδήποτε έννομης συνέπειας για σειρά λόγων που στην ουσία επικεντρώνονται στο ότι ο Διοικητής ενήργησε αντίθετα με τις σχετικές πρόνοιες των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς, έλαβε την απόφαση χωρίς τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και χωρίς να δώσει την απαιτούμενη ή την αναμενόμενη νόμιμη αιτιολογία.
Όπως αποκαλύπτει το ιστορικό της επιβληθείσας πειθαρχικής ποινής, επί του οποίου δεν υπάρχει αμφισβήτηση μεταξύ των μερών, ο Διοικητής απέστειλε στις 9.4.08 σχετική επιστολή προς τον αιτητή, καλώντας τον σε διοικητική απολογία «.. διότι από τα στοιχεία διενεργηθείσας πρόχειρης εξέτασης προκύπτει πιθανή διάπραξη του πειθαρχικού παραπτώματος "Απουσία άνευ άδειας" {Κανονισμός 3(9) του (α) σχετικού} ...». Ακολουθεί η καταγραφή ότι στις 8.4.08, ενώ ο αιτητής όφειλε να παραμείνει στη μονάδα μέχρι την άφιξη του αρχιφύλακα Αναστασίου Χρίστου, εγκατέλειψε στις 15.00 ώρα το στρατόπεδο πηγαίνοντας στη Λεμεσό, αφήνοντας το προσωπικό και υλικό μόνο υπό την εποπτεία του οργάνου υπηρεσίας. Στην απολογία του ημερ. 17.4.08, ο αιτητής ανέφερε γραπτώς και τα εξής:
«2. Απολογούμενος αναφέρω τα παρακάτω:
α. Είναι από μέρους μου παραδεκτό ότι σύμφωνα με προφορικές οδηγίες του Δκτή της Μονάδας, την Τρίτη 08 Απρ 2008 θα έπρεπε (να) παρέμενα στο ΣΑ Κυπερούντας μέχρι να ερχόταν ο Αρχιφύλακας ΕΠΥ Λχίας (ΥΠ) Αναστασίου Χρίστος, ο οποίος είχε πάει στο ΠΒ Κ Χωρίου για να καταστρέψει άχρηστα πυρομαχικά.
β. Γύρω στις 1400 της αμέσως πιο πάνω αναφερόμενης μέρας, επικοινώνησα τηλεφωνικά με τον ΕΠΥ Λχία (ΥΠ) Αναστασίου Χρίστο και όταν τον ρώτησα πότε θα έρθει στο ΣΑ μου απάντησε ότι θα έρθει σύντομα άλλος συνάδελφος για να φύγω.
γ. Μετά την τηλεφωνική συνομιλία μου με τον ΕΠΥ Λχία (ΥΠ) Αναστασίου Χρίστο, επικοινώνησα τηλεφωνικά και με το Δκτή της Μονάδας και κατά τη συνομιλία που είχαμε μου δημιουργήθηκε η εντύπωση πως ενόψει του ότι ο Αρχιφύλακας του ΣΑ θα ερχόταν σύντομα, μπορούσα να έφευγα.
δ. Απολογούμαι αν κατά τη τηλεφωνική συνομιλία που είχα με το Δκτή της Μονάδας μου δημιουργήθηκε λάθος εντύπωση με επακόλουθο να φύγω από το ΣΑΚ προτού έρθει ο Αρχιφύλακας ΕΠΥ Λχίας (ΥΠ) Αναστασίου Χρίστος.
2. Παρακαλώ τις ενέργειες σας.»
Ο αιτητής εισηγείται ότι η κλήση του από τον Διοικητή σε απολογία βασίστηκε στο τι είχε προκύψει από διενεργηθείσα πρόχειρη εξέταση και όχι από ίδια διαπίστωση μετά από προσωπική εξέταση της περίπτωσης. Οι σχετικοί Καν. 5(1), 6(1) και 6(2) των Πειθαρχικών Κανονισμών, απαιτούν τη διεξαγωγή προσωπικής έρευνας, ενώ στην περίπτωση του αιτητή το κατ΄ ισχυρισμόν παράπτωμα διερευνήθηκε με πρόχειρη εξέταση, την οποία μάλιστα δεν φαίνεται ποιος τη διεξήγαγε. Προκύπτει, επομένως, ότι δεν υπήρξε η δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα, δεν διερευνήθηκαν δε οι ισχυρισμοί του όπως περιέχονταν στη διοικητική απολογία του, που, αν αποδεικνύονταν βάσιμοι, θα τον απάλλασσαν από οποιαδήποτε ευθύνη. Τέλος, ο αιτητής εισηγείται ότι δεν δόθηκε η απαιτούμενη νόμιμη αιτιολογία εφόσον στην επιβολή της ποινής δεν αναφέρθηκαν τα πραγματικά περιστατικά πάνω στα οποία ο διοικητής ενήργησε, ούτε και φαίνεται γιατί απορρίφθηκε ο ισχυρισμός του αιτητή προς αντίκρουση των όσων του καταλογίστηκαν.
Η αντίθετη θέση του καθ΄ ου είναι ότι η διάπραξη του πειθαρχικού αδικήματος προέκυπτε από την ίδια τη διοικητική απολογία του αιτητή, στην οποία παραδέχθηκε την απουσία του από τη μονάδα, προβάλλοντας τη σχετική αιτιολογία ότι του είχε δημιουργηθεί η εντύπωση ότι θα μπορούσε να φύγει ενόψει του ότι ο αρχιφύλακας Αναστασίου θα επέστρεφε. Ως εκ τούτου ο Διοικητής, ο οποίος έλαβε υπόψη όλη τη σχετική αλληλογραφία και τους ισχυρισμούς του αιτητή, ορθά διαπίστωσε τη διάπραξη εκ μέρους του πειθαρχικού παραπτώματος, καταγράφοντας προς τούτο και τη νόμιμη απαιτούμενη αιτιολογία.
Οι Πειθαρχικοί Κανονισμοί της Εθνικής Φρουράς του 1964, Κ.Δ.Π. 554/64, ως τροποποιήθηκαν, (εφεξής «οι Κανονισμοί»), προνοούν με τον Καν. 6(1), ότι οποτεδήποτε υποβάλλεται αναφορά ή προβάλλεται ισχυρισμός ότι μέλος της Εθνικής Φρουράς δυνατό να διέπραξε παράπτωμα αναφέρεται στον διοικούντα αξιωματικό, ο οποίος με βάση τον Καν. 6(2), «.. επιλαμβάνεται προσωπικώς της ερεύνης του αναφερομένου παραπτώματος, ασκεί τον προσήκοντα έλεγχον και επιβάλλει αμέσως την κατά την κρίση του και εντός των ορίων της δικαιοδοσίας αυτού διαγραφομένη ποινή άνευ ετέρας τινός διαδικασίας ...». Σύμφωνα με τον Καν. 9, επιβάλλεται μεταξύ άλλων πειθαρχικών ποινών και αυτή της φυλάκισης, σύμφωνα με την υποπαράγραφο (β)(ix), για τους Υπαξιωματικούς. Περαιτέρω, με βάση τον Πρώτο Πίνακα, ο οποίος εμπεριέχει τον Πειθαρχικό Κώδικα, η απουσία άνευ αδείας αποτελεί πειθαρχικό αδίκημα.
Τρεις είναι οι λόγοι που προβάλλει, όπως προαναφέρθηκε, ο αιτητής προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης. Κανένας όμως δεν στοιχειοθετείται από τα απλά και σαφή γεγονότα της υπόθεσης. Όπως προκύπτει από το διοικητικό φάκελο Τεκμ. «Α» που κατατέθηκε κατά τις διευκρινίσεις, αλλά και τα ταυτόσημα Παραρτήματα στην ένσταση, ο διοικητής κάλεσε σε απολογία τον αιτητή με επιστολή του 9.4.08, διότι από την πρόχειρη εξέταση προέκυπτε πιθανή διάπραξη του παραπτώματος της απουσίας άνευ αδείας. Είναι γεγονός ότι ο προαναφερθείς Καν. 6(2), υποχρεώνει τον διοικούντα αξιωματικό να επιληφθεί προσωπικώς της έρευνας. Αυτό όμως έγινε στην προκείμενη περίπτωση εφόσον τόσο από την επιστολή του διοικητή ημερ. 9.4.08, όσο και από τη διοικητική απολογία του αιτητή ημερ. 17.4.08, προκύπτει αβίαστα ότι δεν είχε αναμειχθεί οποιοσδήποτε άλλος ή οποιοιδήποτε άλλοι, είτε στο στάδιο της καταγγελίας, είτε στο στάδιο της εξέτασης του διερευνώμενου πειθαρχικού παραπτώματος. Ο ίδιος ο αιτητής στη γραπτή του απολογία δέχεται ότι είχε επικοινωνήσει τηλεφωνικά με τον ίδιο το διοικητή της μονάδας, έχοντας σε πλήρη γνώση του ότι σύμφωνα με τις προφορικές οδηγίες του διοικητή, που δόθηκαν την ίδια ημέρα, έπρεπε να είχε παραμείνει στη μονάδα μέχρι την επιστροφή του αρχιφύλακα Αναστασίου. Όταν ο διοικητής ανέφερε στη δική του επιστολή ημερ. 9.4.08, ότι είχαν δοθεί τέτοιες οδηγίες προς τον αιτητή ώστε να παραμείνει στη μονάδα μέχρι την επιστροφή του αρχιφύλακα είναι σαφές ότι οι οδηγίες αυτές είχαν δοθεί από τον ίδιο τον διοικητή. Προκύπτει επομένως ότι ο διοικητής είχε επιληφθεί προσωπικώς της έρευνας και το γεγονός ότι στην επιστολή του αναφέρθηκε σε πρόχειρη εξέταση, δεν διαφοροποιεί ποσώς τα απτά και απλά γεγονότα εφόσον ο ίδιος είχε δώσει τις οδηγίες και ο ίδιος έχοντας αυτή την προσωπική γνώση, απέστειλε και την πρώτη επιστολή ημερ. 9.4.08 στον αιτητή.
Η σχετική νομολογία που αναφέρει ο συνήγορος του αιτητή στην αγόρευση του ως προς το «πρόχειρο» της εξέτασης και την ανάγκη να υπάρχει προσωπική ανάληψη της έρευνας από τον διοικούντα αξιωματικό δεν έχει εφαρμογή στα παρόντα γεγονότα εφόσον δεν υπήρχε οτιδήποτε άλλο το οποίο έπρεπε να διερευνηθεί, ενώ είναι φανερό ότι είναι ο ίδιος ο διοικητής που προέβηκε στη διερεύνηση εφόσον εκείνος είχε δώσει τις οδηγίες που ο αιτητής φαινόταν σε εκείνο το στάδιο να είχε παρακούσει. Ενόψει των πιο πάνω, είναι φανερό ότι ούτε η αιτίαση ως προς το ότι δεν προκύπτει από την επιστολή ποιος διενήργησε την εξέταση, ευσταθεί.
Όσον αφορά το σημείο της μη επαρκούς αιτιολογίας ο ίδιος ο αιτητής στη διοικητική του απολογία ημερ. 17.4.08, παραδέχθηκε στην παρ. 2(α) αυτής, ότι σύμφωνα με τις προφορικές οδηγίες του διοικητή θα έπρεπε να παρέμενε στη μονάδα μέχρι την επιστροφή του αρχιφύλακα. Μετέπειτα, ήταν επίσης παραδεκτό εκ μέρους του στην παρ. 2(β), ότι είχε επικοινωνήσει με τον αρχιφύλακα γύρω στις 14.00 ώρα για να τον ερωτήσει πότε θα επέστρεφε για να λάβει την απάντηση ότι θα ερχόταν σύντομα άλλος συνάδελφος ώστε να τον αντικαταστούσε. Στη συνέχεια, ο ίδιος ο αιτητής κατέγραψε στην παρ. 2(γ), ότι επικοινώνησε μετέπειτα με το διοικητή, έχοντας σχηματίσει την εντύπωση κατά τη συνομιλία του με αυτόν ότι επειδή θα επέστρεφε σύντομα ο αρχιφύλακας μπορούσε ο ίδιος να φύγει.
Όταν ο διοικητής κατά συνέπεια επέβαλε με την επιστολή του ημερ. 21.4.08, την πειθαρχική ποινή της τετραήμερης φυλάκισης, το έπραξε όπως καταγράφει στην παρ. 1 της προσβαλλόμενης πράξης, λαμβάνοντας υπόψη και τον ισχυρισμό του αιτητή που είχε προβληθεί στη διοικητική του απολογία. Αλλά ο ισχυρισμός αυτός δεν ήταν τίποτε άλλο από αποδοχή του γεγονότος ότι όντως εγκατέλειψε τη μονάδα πριν επιστρέψει ο αρχιφύλακας για να τον αντικαταστήσει και η λανθασμένη εντύπωση που ο ίδιος ανέφερε ότι του είχε δημιουργηθεί κατά τη συνομιλία του με το διοικητή, προφανώς έτσι ακριβώς θεωρήθηκε και από το διοικητή, δηλαδή, «λανθασμένη», εφόσον προκύπτει από την ολότητα των γεγονότων ότι οι σαφείς οδηγίες του ίδιου του διοικητή ήταν να μην αποχωρήσει από τη μονάδα πριν την αντικατάσταση του. Δεν μπορούσε επομένως η «εντύπωση», να αναιρέσει ή να αιτιολογήσει το γεγονός. Η αιτιολογία επομένως εξάγεται από το περιεχόμενο της ίδιας της προσβαλλόμενης πράξης που παραπέμπει στην παραδοχή του ιδίου του αιτητή στοιχειοθετώντας έτσι και το λόγο της πειθαρχικής καταδίκης, εφόσον στον Καν. 9 του Πειθαρχικού Κώδικα είναι σαφές ότι θεωρείται παράπτωμα η απουσία άνευ αδείας, η οποία μάλιστα επεξηγείται στον ίδιο τον Κανονισμό να σημαίνει «ήτοι εάν μέλος άνευ ευλόγου δικαιολογίας απουσιάσει άνευ αδείας ...». Εφόσον ο αιτητής παραδέχεται ότι γνώριζε ότι του είχαν δοθεί προφορικές οδηγίες από το διοικητή να παραμείνει στη μονάδα, εύλογα ο διοικητής δεν δέχθηκε την εξήγηση ότι του είχε δημιουργηθεί απλώς η εντύπωση ότι θα μπορούσε να αποχωρήσει. Η δε καταληκτική απολογία του αιτητή στην επιστολή του ημερ. 17.4.08, ισοδυναμεί με αποδοχή της απουσίας άνευ αδείας.
Δεν υπήρχε οτιδήποτε άλλο προς διερεύνηση. Οι υποθέσεις δε Αντώνης Χ»Αντώνη ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 250/03, ημερ. 14.10.04, Θεόδωρου Λεμονιάτη ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 243/03, ημερ. 3.3.04, Γεώργιος Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 244/03, ημερ. 28.4.04 και Χριστίνα Κωνσταντινίδου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 967/07, ημερ. 16.1.09, ως προς την επάρκεια της διερεύνησης των όσων ανέφερε ο αιτητής στη διοικητική του απολογία, δεν έχουν εφαρμογή στα εδώ γεγονότα. Σε κάθε μια από τις περιπτώσεις και τις άλλες στις οποίες αναφέρθηκε ο κ. Οικονομίδης, υπήρχαν ισχυρισμοί από πλευράς του διωκόμενου που έχρηζαν περαιτέρω έρευνας, όπως, για παράδειγμα, ότι ακολουθήθηκαν οι κατά καιρούς οδηγίες του διοικητή και συμπληρώνονταν τα σχετικά έντυπα ανελλιπώς, σε περιπτώσεις όπου είχαν διαπιστωθεί οικονομικές ατασθαλίες ή απώλεια οπλισμού κτλ.
Σημειώνεται ότι ο Καν. 6(2), στοχεύει με το λεκτικό του στην όσο το δυνατό ταχύτερη διερεύνηση του ενδεχόμενου παραπτώματος και την άμεση επιβολή ποινής χωρίς άλλη διαδικασία, ακριβώς για να μπορεί να τηρείται η αναγκαία πειθαρχία ώστε να λειτουργεί απρόσκοπτα η στρατιωτική μονάδα της οποίας προΐσταται ένας διοικητής.
Κατά συνέπεια, η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ του καθ΄ ου.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ