ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1302/2008)
12 Νοεμβρίου 2009
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δικαστής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΔΡΕΑ ΑΣΣΙΩΤΗ,
Αιτητή,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄Ης η Αίτηση
_________
Α. Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή.
Λ. Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ΄Ων η Αίτηση.
Α.Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η προσφυγή αφορά τη θέση του Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οίκησης η οποία δημοσιεύθηκε την 12.4.2008. Υπεβλήθησαν πέντε αιτήσεις και η ΕΔΥ διεξήγαγε προφορική εξέταση κατά την οποία διαπίστωσε ότι όλοι οι υποψήφιοι, ήδη κριθέντες ως προσοντούχοι, κατείχαν και το επιπρόσθετο προσόν. Ο Γενικός Διευθυντής, αφού αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων, σύστησε τον Αιτητή τον οποίο και είχε αξιολογήσει ως «Εξαίρετος» (το ΕΜ το είχε αξιολογήσει «Σχεδόν Εξαίρετος»). Η ΕΔΥ, προβαίνοντας στη δική της αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων, επέλεξε το ΕΜ, το οποίο είχε αξιολογήσει ως «Εξαίρετος» (τον Αιτητή τον είχε αξιολογήσει ως «Σχεδόν Εξαίρετος»). Παραθέτω το όλο σκεπτικό της ΕΔΥ:
«Η Επιτροπή δεν μπόρεσε να υιοθετήσει τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, Υπουργείο Εσωτερικών, για τον Ασσιώτη Ανδρέα και, αντί αυτού, επιλέγει τον Κτωρίδη Χριστόδουλο, ο οποίος, συγκρινόμενος με τον συστηθέντα, αξιολογήθηκε από την Επιτροπή σε υψηλότερο επίπεδο κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, η οποία, σύμφωνα με την πάγια νομολογία, έχει αυξημένη βαρύτητα όταν πρόκειται για θέσεις ψηλά στην υπαλληλική ιεραρχία, όπου η επιτυχής εκτέλεση των καθηκόντων προϋποθέτει πρόσωπα που διαθέτουν προσωπικότητα, καθώς και διευθυντικές και διοικητικές ικανότητες. Αναλυτικότερα, ο Κτωρίδης αξιολογήθηκε ως Εξαίρετος από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, που είναι και η υψηλότερη βαθμολογία της, ενώ ο Ασσιώτης ως Σχεδόν εξαίρετος, αξιολογήθηκε δηλαδή σε χαμηλότερο επίπεδο.
Πέραν αυτού, συγκρινόμενος ο Κτωρίδης με τον Ασσιώτη, ο πρώτος είναι ίσος σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση σ΄αυτές των τελευταίων ετών, στις οποίες αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, αξιολογούμενος ως καθόλα εξαίρετος. Πέραν αυτού υπερέχει σε προσόντα, καθότι, ενώ και οι δύο διαθέτουν το προβλεπόμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας επιπρόσθετο προσόν, αυτός διαθέτει πρόσθετα/ακαδημαϊκά προσόντα (ΜΑ in Environmental Planning και Μεταπτυχιακό Δίπλωμα στη Διεύθυνση με ειδίκευση στη Δημόσια Διοίκηση), τα οποία, αν και δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, εντούτοις είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης και, συνεπώς, λαμβάνονται υπόψη και αποδίδεται σε αυτά η δέουσα βαρύτητα, ενώ ο Ασσιώτης δε διαθέτει, καθότι το μεταπτυχιακό του δίπλωμα (Master in Civil Design) είναι απαιτούμενο, σύμφωνα με την παράγραφο Α(1)(β) των απαιτούμενων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας, σύμφωνα με την οποία κρίθηκε ως προσοντούχος υποψήφιος για τη θέση. Επιπρόσθετα, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι ο Κτωρίδης υστερεί σε αρχαιότητα έναντι του Ασσιώτη, η οποία προκύπτει λόγω κλίμακας και η οποία, ωστόσο, «στις περιπτώσεις ανώτατων διευθυντικών θέσεων Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής έχει περιορισμένη σημασία», σύμφωνα με πάγια νομολογία (βλ. Κοφτερός κ. Άλλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας).
Συμπερασματικά, η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, περιλαμβανομένων και των καθιερωμένων κριτηρίων στο σύνολό τους, έκρινε ότι ο ΚΤΩΡΙΔΗΣ Χριστόδουλος υπερέχει γενικά των άλλων υποψηφίων, τον επέλεξε ως τον πιο κατάλληλο και αποφάσισε να προσφέρει σ΄αυτόν προαγωγή στη μόνιμη θέση Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οίκησης, από 1.7.08.
Επιλέγοντας τον Κτωρίδη, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τα ακόλουθα:
Ο επιλεγείς έχει αξιολογηθεί ως Εξαίρετος από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, που είναι η υψηλότερη βαθμολογία της και σε υψηλότερο από τους λοιπούς υποψηφίους επίπεδο. Επίσης, ο επιλεγείς διαθέτει το προβλεπόμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας επιπρόσθετο προσόν για «άριστη γνώση των ειδικών συνθηκών που αφορούν θέματα Πολεοδομίας, Χωροταξίας και Οικήσεως στην Κύπρο ως και άλλων βασικών λειτουργιών που αποτελούν αρμοδιότητα του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως», το οποίο διαθέτουν και οι λοιποί υποψήφιοι.
Πέραν αυτών, ο επιλεγείς είναι ίσος σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση σ΄αυτές των τελευταίων ετών, στις οποίες αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, αξιολογούμενος ως καθόλα εξαίρετος. Πρόσθετα, αυτός υπερέχει ή και δεν υστερεί σε προσόντα, καθότι, πέραν του προβλεπόμενου από το Σχέδιο Υπηρεσίας επιπρόσθετου προσόντος, που κατέχουν όλοι οι υποψήφιοι, διαθέτει πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα, τα οποία, αν και δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, ωστόσο είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης και, επομένως, συνυπολογίζονται με τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης. Πέραν αυτών ο επιλεγείς υπερέχει όλων σε αρχαιότητα, πλην του Ασσιώτη Ανδρέα. Η υπεροχή αυτή, όμως, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, έχει περιορισμένη σημασία, σύμφωνα με τη νομολογία, καθότι η υπό πλήρωση θέση είναι διευθυντική θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής.
Κατά την επιλογή της, η Επιτροπή δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι, όπως ο επιλεγείς, έτσι και οι υποψήφιοι Αβρααμίδου, Αγαπίου και Κληρίδου -Αριστοτέλους διαθέτουν πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα, τα οποία, αν και δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης και, άρα, αποδίδεται σε αυτά η ανάλογη βαρύτητα. Σε μια συνεκτίμηση, όμως, των νόμιμων κριτηρίων επιλογής, η Επιτροπή έκρινε ότι ο Κτωρίδης γενικά υπερέχει και είναι καταλληλότερος για προαγωγή, καθότι, συγκρινόμενος με αυτούς, αξιολογήθηκε από την Επιτροπή σε υψηλότερο επίπεδο κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, η οποία, σύμφωνα με την πάγια νομολογία, έχει αυξημένη βαρύτητα όταν πρόκειται για θέσεις ψηλά στην υπαλληλική ιεραρχία, είναι ίσος σε αξία, δεν υστερεί σε προσόντα και υπερέχει σε αρχαιότητα, είτε λόγω κλίμακας είτε στην παρούσα θέση, στην οποία, όμως όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, δίδεται περιορισμένη σημασία λόγω του επιπέδου της υπό πλήρωση θέσης.»
Κοινό έδαφος είναι ότι Αιτητής και ΕΜ είναι ίσοι σε βαθμολογημένη αξία και ως προς το πρόσθετο προσόν. Οι εισηγήσεις του Αιτητή οικοδομούνται στην υπέρ του σύσταση του Γενικού Διευθυντή και την αρχαιότητά του. Ο Αιτητής δέχεται ότι το ΕΜ είχε μια, οριακή όπως τη χαρακτηρίζει, υπεροχή σε πρόσθετα προσόντα και μια, ελάχιστη όπως τη χαρακτηρίζει, υπεροχή στην αξιολόγηση της ΕΔΥ. Εισηγείται όμως ότι δεν εδόθη η απαιτούμενη ειδική αιτιολογία για την παράκαμψη της σύστασης του Γενικού Διευθυντή, σε συνάρτηση δε με αυτό ότι υποβαθμίσθηκε η αρχαιότητα του Αιτητή και εδόθη υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση ώστε αυτή να κατέστη το αποφασιστικό κριτήριο επιλογής, και μάλιστα πεπλανημένα αφού η διαφορά αξιολόγησης ήταν ελάχιστη. Βασίζεται βεβαίως ιδιαίτερα ο Αιτητής στην πρόσφατη απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας, 862/2007, 3.4.2009, αλλά και στην προηγούμενη νομολογία ως προς τα όρια της δυνατότητας απόκλισης από σύσταση.
Ότι η ΕΔΥ θεώρησε την ενώπιον της απόδοση των υποψηφίων ως αποφασιστικής σημασίας προκύπτει από το όλο σκεπτικό της. Είναι γεγονός ότι ανεφέρθη και στην υπεροχή του ΕΜ σε πρόσθετα προσόντα, αυτή όμως δεν ήταν σημαντική (ούτε νομολογιακά θα μπορούσε να ήταν), όπως προκύπτει και από το γεγονός ότι, ενώ συγκρίνοντας το ΕΜ με τον Αιτητή η ΕΔΥ την αναφέρει ως πρόσθετο λόγο επιλογής του ΕΜ, συγκρίνοντας το ΕΜ με τους άλλους τρεις υποψήφιους οι οποίοι ήσαν ίσοι σε πρόσθετα προσόντα με το ΕΜ η ΕΔΥ τώρα βασίζεται συμπληρωματικά στην αρχαιότητα του ΕΜ έναντι τους για να δικαιολογήσει την επιλογή του πέραν της υπεροχής του στην προφορική εξέταση. Αναφέρω αυτά για να καταδειχθεί ότι ο βασικός λόγος επιλογής του ΕΜ, και της συναφούς παράκαμψης της σύστασης του Διευθυντή, ήταν η καλύτερη αξιολόγηση του από την ΕΔΥ.
Στη Χριστοδούλου, που επίσης αφορούσε θέση ψηλά στην ιεραρχία, εκρίθη, ακολουθώντας τη Σπανός ν. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 432, ότι η διαφορά αξιολόγησης μεταξύ «Εξαίρετη» για το ΕΜ και «Πάρα πολύ καλή» για την Αιτήτρια ήταν οριακή και δε συνιστούσε καλό λόγο απόκλισης από τη σύσταση όταν η Αιτήτρια υπερείχε σε αρχαιότητα:
«Η διαφορά στην αξιολόγηση της συνέντευξης είναι οριακή, αφού το μεν ενδιαφερόμενο μέρος αξιολογήθηκε ως «εξαίρετη», ενώ η αιτήτρια ως «πάρα πολύ καλή». Έχει αποφασιστεί, (Σπανός ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432, 440, 441), ότι σε περίπτωση όπου η Επιτροπή προτίμησε για προαγωγή υποψήφιο, παρά την υπεροχή του αιτητή σε αρχαιότητα και την υπέρ του σύσταση του προϊσταμένου, με μόνη την εντύπωσή της κατά τη συνέντευξη, στην οποία ο αιτητής κρίθηκε ως πολύ καλός και το ενδιαφερόμενο μέρος ως εξαίρετος, η διαφορά αυτή δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο απόκλισης από τη σύσταση. Κρίθηκε ότι η απόκλιση από τη σύσταση δεν είχε, σε μια τέτοια περίπτωση, ειδικά και επαρκώς αιτιολογηθεί, όπως απαιτείται από τη νομολογία.»
Το rationale της προσέγγισης αυτής εξηγήθηκε στις σελίδες 8-9:
«Το γεγονός ότι κατ΄ ανάλογο τρόπο με την υπόθεση Σπανού, ανωτέρω, αντιμετωπίστηκε και το θέμα της διαφοράς της απόδοσης των υποψηφίων σε προφορική εξέταση και στην περίπτωση παραγνώρισης προβλεπόμενου από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης πλεονεκτήματος δείχνει, κατά την άποψή μας, την αποφασιστικότητα της νομολογίας να περιορίσει τη σημασία της συνέντευξης έναντι, λίγο πολύ, αντικειμενικών κριτηρίων όπως η κατοχή του πλεονεκτήματος ή η σύσταση του προϊσταμένου. Θυμίζουμε ότι προς παραγνώριση τόσο της σύστασης, όσο και του πλεονεκτήματος απαιτείται ειδική, επαρκής αιτιολογία. Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Δημοκρατία κ.α. ν. Γερμανού κ.α. (2005) 3 Α.Α.Δ. 93, 104, 105, η καλύτερη απόδοση στη συνέντευξη δεν εκτοπίζει την κατοχή του πλεονεκτήματος.
Είναι αλήθεια ότι η αξιολόγηση στην προφορική εξέταση έχει σημασία όταν πρόκειται για θέσεις ψηλά στην ιεραρχία, αλλά, από την άλλη, δεν μπορεί η αξιολόγηση αυτή, όταν ιδίως είναι οριακής σημασίας, αλλά και βαρύνεται με την αντίθετη άποψη του προϊσταμένου, αλλά και με τη διαφορετική αξιολόγηση από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, να επικαλύπτει τα πάντα και να γίνεται ο μόνος ουσιαστικά παράγων που λαμβάνεται υπ΄όψιν.»
Καταλήγει δε η Χριστοδούλου ως προς τα πλαίσια της δυνατότητας απόκλισης από τη σύσταση (σελίδες 10-11):
«Στην Επιτροπή αναγνωρίζεται η δυνατότητα απόκλισης από τη σύσταση του προϊσταμένου, νοουμένου ότι η απόκλιση αιτιολογείται επαρκώς (Δημοκρατία ν. Χριστούδη (1996) 3 Α.Α.Δ. 267). Ειδική αιτιολογία συνιστά, σύμφωνα με τη νομολογία, η παράθεση πειστικών λόγων που να αντισταθμίζουν τη σύσταση (Σπανός ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω). Όπως επισημαίνεται και στη Δημοκρατία κ.α. ν. Γερμανού κ.α., ανωτέρω, η σταθερή και διαχρονική νομολογιακή προσέγγιση του θέματος αναγνωρίζει τη δυνατότητα παραγνώρισης όταν παρέχεται από το διορίζον όργανο πειστική ειδική αιτιολογία. Δηλαδή, θα πρέπει να δίδονται πειστικοί ή ειδικοί λόγοι για την επιλογή συγκεκριμένου υποψήφιου που δεν κατέχει το πλεονέκτημα ή τη σύσταση του προϊσταμένου. Οι λόγοι δε αυτοί θα πρέπει να φαίνονται στην αιτιολογία της απόφασης και δεν μπορούν να συνάγονται από τα πρακτικά. Στην απόφαση Δημοκρατία κ.α. ν. Υψαρίδη κ.α.) (Αρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 347 τονίστηκε ότι η ειδική αιτιολόγηση σκοπεί στην εξειδίκευση των λόγων που αντισταθμίζουν το πλεονέκτημα που παρέχει το πρόσθετο προσόν για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης (βλέπε ακόμα Φιλίππου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 1, Tourpeki ν. Republic (1973) 3 C.L.R. 592, Χατζηγιάννη κ.α. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317, Σιδερά ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 2540 και Παγδατής ν. Δημοκρατίας (1973) 3 Α.Α.Δ. 417).»
Φρονώ ότι οι αρχές της Χριστοδούλου έχουν εφαρμογή στην προκειμένη υπόθεση. Η διαφορά αξιολόγησης μάλιστα εδώ («Εξαίρετος» - «Σχεδόν Εξαίρετος») είναι ακόμα πιο οριακή από ότι στη Χριστοδούλου, αφού εδώ είμαστε και στο ίδιο «επίπεδο» ενώ εκεί η διαφορά ήταν μεταξύ «Εξαίρετη» και «Πάρα πολύ καλή». Υπό αυτές τις συνθήκες, κρίνεται ότι δεν εδόθη η απαιτούμενη ειδική αιτιολογία με την παράθεση πειστικών λόγων για απόκλιση από τη σύσταση.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Η Δημοκρατία θα καταβάλει €1000 στον Αιτητή.
Δ. Χατζηχαμπής,
Δ.
/ΚΧ"Π