ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ.1007/2008)

 

24 Νοεμβρίου, 2009

 

[Κ. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ AΡΘΡΑ 23, 25, 26, 28, 29 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

1.      ΕΛΕΝΗ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ,

2.      ΒΕΡΑ ΚΡΙΓΓΟΥ,

Αιτήτριες,

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

Καθ΄ου η Αίτηση.

- - - - - - -

 

Α. Σ. Αγγελίδης, για τις Αιτήτριες.

 

Θ. Πιπερή-Χριστοδούλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η

 Αίτηση.

- - - - - - -

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Οι δύο αιτήτριες είναι συνιδιοκτήτριες του τεμ. αρ. 870, Φ./Σχ.ΧΧΙ/62.Ε2, Τμήμα Κ., στο Στρόβολο, όπου υφίστατο ισόγεια διπλοκατοικία. Κατόπιν αιτήσεως των αιτητριών, με αρ. ΛΕΥ/0837/2001, είχε χορηγηθεί από την αρμόδια αρχή στις 19.6.2001 άδεια για προσθήκες/μετατροπές στο ισόγειο και για προσθήκη δύο ορόφων. Μεταξύ των συνοδευόντων την άδεια όρων ήταν και ο όρος αρ. 306 ο οποίος αναφερόταν στην υποχρέωση παραχώρησης στο δημόσιο, τμήματος του τεμαχίου που επηρεαζόταν από το σχέδιο διεύρυνσης του δρόμου, την κατασκευή πεζοδρομίου κλπ. Αργότερα, στις 28.5.2003 οι αιτήτριες, με αίτησή τους υπ΄ αρ. ΛΕΥ/0837/2001/Α, ζήτησαν από την Πολεοδομική Αρχή όπως τις απαλλάξει από την υποχρέωση συμμόρφωσης προς τον όρο 306, καθότι συμμόρφωση προς αυτόν συνεπαγόταν την κατεδάφιση μέρους δύο υπαρχουσών βεραντών που προϋπήρχαν με προηγούμενες άδειες. Το αίτημα των αιτητριών απορρίφθηκε στις 15.7.2003 και οι αιτήτριες άσκησαν ιεραρχική προσφυγή. Εν τω μεταξύ, οι αιτήτριες υπέβαλαν και νέα αίτηση στις 28.5.2003 με αρ. ΛΕΥ/1197/2003 για διαίρεση του οικοπέδου τους και της υφιστάμενης οικοδομής σε δύο τεμάχια. Στις 22.7.2003 η Πολεοδομική Αρχή ενέκρινε μεν την αίτηση, πλην όμως στην εκδοθείσα άδεια επέβαλε, μεταξύ άλλων, και τον όρο 500 με τον οποίο επαναφερόταν και πάλι στο προσκήνιο ο όρος 306 που είχε επιβληθεί στην άλλη άδεια. Συγκεκριμένα, με το νέο όρο, προβλεπόταν πως δεν θα εκδοθεί άδεια διαίρεσης προτού εκδοθεί πιστοποιητικό τελικής έγκρισης για τις υφιστάμενες οικοδομές, για την έκδοση του οποίου απαιτείτο η συμμόρφωση και υλοποίηση προς όλους τους όρους που είχαν προηγουμένως τεθεί στην άδεια που εκδόθηκε με την αίτηση ΛΕΥ/0837/2001 και ειδικά του όρου 306 για παραχώρηση μέρους του τεμαχίου για διεύρυνση του δρόμου κλπ. Εναντίον και αυτής της απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής ημερομηνίας 22.7.2003 οι αιτήτριες υπέβαλαν και δεύτερη ιεραρχική προσφυγή, στις 21.8.2003. Το Υπουργείο Εσωτερικών, με σχετικό σημείωμά του προς την Υπουργική Επιτροπή ημερομηνίας 16.3.2007, εισηγήθηκε την απόρριψη και των δύο ιεραρχικών προσφυγών των αιτητριών, για τους λόγους που εκεί εξήγησε. Η αρμόδια Υπουργική Επιτροπή, αφού εξέτασε τις ιεραρχικές προσφυγές κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 29.3.2007, απέρριψε και τις δύο. Εναντίον της απόφασης της Υπουργικής Επιτροπής, οι αιτήτριες καταχώρησαν την υπ΄ αρ. 975/2007 Προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο. Κατόπιν όμως προδικαστικής ένστασης που υποβλήθηκε από τους καθ΄ων η αίτηση ότι ήταν ανεπίτρεπτο με μία προσφυγή να προσβάλλονταν δύο ξεχωριστές διοικητικές πράξεις, οι αιτήτριες εξασφάλισαν από το εκδικάζον Δικαστήριο στις 2.6.2008 άδεια διαχωρισμού. Ως αποτέλεσμα καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή με την οποία και προσβάλλεται η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση με την οποία απορρίφθηκε η ιεραρχική προσφυγή των αιτητριών εναντίον της απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής να επιβάλει τον όρο 500 σε σχέση με την παραχώρηση μέρους του τεμαχίου για διεύρυνση του δρόμου, όρου που επιβλήθηκε στη χορηγηθείσα άδεια διαχωρισμού του ακινήτου στην αίτηση ΛΕΥ/1197/2003. Στο σημείο τούτο παρεμβάλλω ότι η προαναφερθείσα προσφυγή με αρ. 975/2007, με την οποία επροσβάλλετο η νομιμότητα ή ορθότητα της πρώτης διοικητικής πράξης για απόρριψη της άλλης απόφασης των καθ΄ων με την οποία απορρίφθηκε η ιεραρχική προσφυγή των αιτητριών ως προς την επιβολή του όρου 306, εκδικάστηκε ήδη. Με σχετική δε απόφαση ημερομηνίας 15.1.2009, την οποία εξέδωσε ο αείμνηστος αδελφός Δικαστής Ρ. Γαβριηλίδης, η προσφυγή εκείνη απορρίφθηκε.

 

Όπως και στην ήδη εκδικασθείσα προσφυγή, έτσι και στην παρούσα, οι αιτήτριες εγείρουν διάφορους λόγους ακύρωσης τους οποίους και παραθέτω στη συνέχεια:

 

α. Ότι η διαδικασία εξέτασης της ιεραρχικής προσφυγής πάσχει λόγω της ανάμειξης σ΄ αυτήν του Υπουργείου Εσωτερικών.

 

β. Ότι η τήρηση πρακτικών εκ μέρους της Υπουργικής Επιτροπής δεν ήταν άρτια και συνακόλουθα ότι παρατηρείται έλλειψη δέουσας αιτιολογίας και έρευνας.

 

γ. Ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή της καλής πίστης και λήφθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας.

 

Θα εξετάσω τους ανωτέρω προβληθέντες λόγους ακύρωσης ένα προς ένα.

 

α. Εισήγηση ότι η διαδικασία εξέτασης της ιεραρχικής προσφυγής πάσχει λόγω της ανάμειξης σ΄αυτήν του Υπουργείου Εσωτερικών.

 

Αυτή η εισήγηση των αιτητριών παρουσιάζεται υπό δύο πτυχές:

 

1.      Ότι δεν μπορούσε η Υπουργική Επιτροπή που εξέτασε την προσφυγή να ανέθετε εξουσίες της προς διερεύνηση στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, ούτε υπήρξε νόμιμα τέτοια ανάθεση.

 

2.      Ότι δεν μπορούσε το Υπουργείο Εσωτερικών να λάμβανε μέρος και σε έρευνα με υποβολή εισήγησης προς την αποφασίζουσα Επιτροπή και ταυτόχρονα να συμμετείχε και στην ίδια την Υπουργική Επιτροπή.

 

Ως προς την πρώτη πτυχή του λόγου τούτου ακύρωσης, οι αιτήτριες υπέβαλαν ότι το Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο είναι το αρμόδιο όργανο που επιλαμβάνεται ιεραρχικών προσφυγών, μπορούσε μεν να εκχωρήσει την εξουσία του σε Υπουργική Επιτροπή με βάση την ΚΔΠ196/93 πλην όμως, σύμφωνα με τον Κανονισμό 7(5) της ΚΔΠ55/90, η Επιτροπή μπορούσε να αναθέσει η ίδια την εξέταση μόνο ορισμένων θεμάτων που σχετίζονταν με την προσφυγή και την υποβολή σ΄ αυτήν πορίσματος, εάν η Επιτροπή έκρινε τούτο αναγκαίο. Στην υπό εξέταση περίπτωση όμως, σύμφωνα πάντα με τις αιτήτριες, το Υπουργείο Εσωτερικών και ο Γενικός του Διευθυντής, αναρμόδια και ετσιθελικά υφάρπασαν την αρμοδιότητα της Υπουργικής Επιτροπής και χωρίς εντολή ή εξουσιοδότηση προέβηκαν σε δική τους ολοκληρωμένη έρευνα, όχι μόνο επί καθορισμένων θεμάτων.

 

Το δίπτυχο τούτο θέμα, που ενσωματώνεται στον προβαλλόμενο λόγο ακύρωσης, είχε επίσης εγερθεί και απασχολήσει κατά την εκδίκαση της προαναφερθείσας προσφυγής των ίδιων αιτητριών με αρ. 975/2007. Το ακόλουθο απόσπασμα από τις σελ. 4 και επόμενα της εκδοθείσας απόφασης του Γαβριηλίδη Δ. είναι σχετικό και το παραθέτω αυτούσιο:

 

"Προβάλλεται ως λόγος ακυρώσεως ότι η διαδικασία η οποία ακολουθήθηκε πάσχει λόγω του ότι ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών, με δική του πρωτοβουλία και αναρμόδια, ανέλαβε να εξετάσει το θέμα και να ετοιμάσει, όπως και ετοίμασε, σχετικό σημείωμα προς την Υπουργική Επιτροπή. Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Το ζήτημα έχει απαντηθεί πλειστάκις από τη νομολογία. Στη Χριστοδούλου ν. Έπαρχου Λευκωσίας (2001) 3 ΑΑΔ 810 αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«Η παραπάνω ανάμειξη του Υπουργείου των Εσωτερικών αποτελεί την κύρια βάση της έφεσης. Διαπιστώθηκε πρωτόδικα - και η Δημοκρατία δεν το αμφισβητεί - ότι προτού ληφθεί η επίδικη απόφαση, το Υπουργείο ζήτησε, εκτός από την κατάθεση των εγγράφων στα οποία αναφέρθηκε ο δικηγόρος των αιτητών για υποστήριξη της προσφυγής και έκθεση από την Πολεοδομική Αρχή, καθώς και το Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως. Ο πρώτος ουσιαστικά επανέλαβε τους λόγους για τους οποίους εναντιώθηκε στη μεταβολή χρήσης και απέρριψε την αίτηση ενώ ο δεύτερος, εισηγούμενος επίσης απόρριψη, υπέδειξε ότι η ικανοποίηση του αιτήματος θα δημιουργούσε ή θα επέτεινε και πρόβλημα "ανεξέλεγκτης στάθμευσης" οχημάτων στην οδό Ενότητος.

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά ακριβώς τις ενέργειες αυτές του Υπουργείου και τελικά την υποβολή του παραπάνω Σημειώματος. Η εμπλοκή του με αυτό τον τρόπο, κατά το δικηγόρο των εφεσειόντων, προσκρούει στις διατάξεις του Κανονισμού 7(5), με αναπόφευκτο επακόλουθο την ακυρότητα της απορριπτικής απόφασης. Η απουσία εντολής διερεύνησης προς το Υπουργείο, κατέστησε την πρωτοβουλία και την όλη δράση του Υπουργείου στο ζήτημα, παράνομη. Η Υπουργική Επιτροπή πλανήθηκε περί το δίκαιο και την εξουσία που της παρέχει με αποτέλεσμα τον αυτοεγκλωβισμό της σε ότι "προκατασκεύασε" - προκαλεί απορία η χρήση της λέξης αφού το Σημείωμα περιέχει βασικά εξιστόρηση των όσων προηγήθηκαν - άλλο αναρμόδιο όργανο, στο οποίο δεν δόθηκε σχετική εντολή.

 

Ο πρωτόδικος δικαστής απέρριψε τις παραπάνω και άλλες όμοιες αιτιάσεις. Στηρίχθηκε γι' αυτό και στην απόφαση του Καλλή, Δ. στην υπόθεση αρ. 683/97, Π. Στρούθος ν. Δημοκρατίας, ημερ. 6/7/98, την οποία ο κ. Αγγελίδης εισηγείται ότι κακώς ακολούθησε. Όμως η Ολομέλεια με την απόφασή της στην Α.Ε. 2687, Π. Στρούθος ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 72, επικύρωσε την απόφαση. Ας σημειωθεί ότι η εισήγηση ήταν ταυτόσημη:-

 

(ο συνήγορος του εφεσείοντα) "Εισηγήθηκε πως το Υπουργείο Εσωτερικών και οι υπ' αυτό αρμόδιες υπηρεσίες παρανόμως, γιατί δεν τους ζητήθηκε κάτι τέτοιο, έθεσαν ενώπιον της Υπουργικής Επιτροπής που εξέταζε την ιεραρχική προσφυγή τα διάφορα στοιχεία και τις δικές τους απόψεις που αφορούν στην υπόθεση. Ο δικηγόρος διατείνεται πως το Υπουργείο Εσωτερικών ήταν εμπλεκόμενο ως "αντίδικος" στην υπόθεση και επομένως δεν είχε δικαίωμα, χωρίς να του ζητηθεί από την Υπουργική Επιτροπή, να θέσει ενώπιον της τα πιο πάνω στοιχεία, και μάλιστα να εισηγείται απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής.".

 

Η Ολομέλεια την απέρριψε παρατηρώντας ότι:-

 

"Κρίνουμε ολωσδιόλου αβάσιμη την εισήγηση. Αντίθετα με αυτή, έχουμε τη γνώμη πως ορθά ενήργησε το Υπουργείο Εσωτερικών, γιατί καθηκόντως όφειλε να θέσει ενώπιον της Υπουργικής Επιτροπής, που εξέταζε την ιεραρχική προσφυγή, όλα τα στοιχεία που αφορούσαν στην υπόθεση.".

 

Να υπενθυμίσουμε εδώ ότι ο Κανονισμός 7(5) δεν έχει επιτακτικό χαρακτήρα. Δεν αποτελεί προϋπόθεση η τυπική ανάθεση διενέργειας έρευνας. Ο κανονισμός δεν δικαιολογεί μια τέτοια σχολαστική προσέγγιση. Η εναρκτήρια φράση: "Το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να αναθέτει" εισάγει, αναμφίβολα, διακριτική εξουσία, η οποία στην περίπτωσή μας ασκείται από την Υπουργική Επιτροπή. Ο κανονισμός, όπως διατυπώνεται, δεν αποκλείει την υποβολή απόψεων από τρίτους, όταν μάλιστα εμπλέκονται εξαρχής (όπως εδώ το Υπουργείο Εσωτερικών) στη διαδικασία. Και, περαιτέρω, έχουν, όπως και οι άλλοι φορείς που ρωτήθηκαν, την εμπειρία εφαρμογής του Νόμου. Σε καμιά δε περίπτωση δεν επικρίθηκε η διεξαχθείσα έρευνα ως ελλιπής ή στρεβλωτική της κατάστασης. Όπως θα προσέξει ένας, το Σημείωμα περιέχει και κάθε στοιχείο σχετιζόμενο με τη μεταγενέστερη αλλαγή των χρήσεων της ζώνης, που βρίσκονται τα επίδικα καταστήματα. Δόθηκε ολοκληρωμένη και πιστή εικόνα.

 

Στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Ανθή Δημητριάδη κ.ά. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 85, στην οποία παραπέμπει ο πρωτόδικος δικαστής, έχει λεχθεί ότι:-

 

"Η αναζήτηση των απόψεων τρίτων, στο πλαίσιο της διερεύνησης των γεγονότων, προς το σκοπό άσκησης της εξουσίας η οποία εναποτίθεται σε νομοθετημένο όργανο, δε συνιστά απεμπόληση εξουσίας, αλλά μέτρο αναγόμενο στη δέουσα διερεύνηση των γεγονότων.".

 

Η άλλη πλημμέλεια - που αποτελεί τη βάση του δεύτερου λόγου έφεσης - αφορά κατά βάση τη διαδικασία της έρευνας με κάποιες παραλλαγές ή προσθήκες. Συνοπτικά η εισήγηση είναι ότι η Υπουργική Επιτροπή όφειλε να ενεργήσει κατά τον κανονισμό 7(5), ο οποίος δεν αφήνει δυνατότητα οποιασδήποτε πρωτοβουλίας σε άλλο όργανο. Έπρεπε να είχε προηγηθεί εντολή. Η παρέμβαση του Υπουργείου απλώς εμπέδωσε τη θέση της Δημοκρατίας. Η νομολογία στην οποία αναφέρθηκε ο πρωτόδικος Δικαστής έχει ως βάση απόφαση για εξέταση θεμάτων από λειτουργό Υπουργείου συνδεδεμένων με την ιεραρχική προσφυγή. Ο κ. Αγγελίδης έψεξε επίσης την αναφορά στα παράπονα των κατοίκων, υπαινισσόμενος πως η υπόθεση δεν εξετάστηκε υπό το πρίσμα του ισχύοντος Τοπικού Σχεδίου.

 

Το πρώτο μέρος της εισήγησης έχει ήδη απαντηθεί. Η ανάμειξη του Υπουργείου Εσωτερικών ήταν νόμιμη αν όχι απαραίτητη, δοθέντος, όπως παρατηρεί ο Καλλής, Δ. στην παραπάνω απόφασή του, ότι η Υπουργική Επιτροπή δεν διαθέτει γραμματεία για τους σκοπούς εξέτασης ιεραχικών προσφυγών. Η νομολογία δε θέτει ως προαπαιτούμενο για τη βοήθεια από άλλα όργανα ή λειτουργούς ειδικής εντολής προς αυτούς. Δεν είναι αυτό το πνεύμα της. Εξάλλου δεν μας έχει παραπέμψει ο συνήγορος σε απόφαση, που θέτει ένα τέτοιο άτεγκτο κανόνα.»

 

Η πιο πάνω παράθεση των νομικών αρχών και η εφαρμογή τους στα περιστατικά της υπόθεσης με βρίσκουν σύμφωνο και πιστεύω ότι εφαρμόζονται πλήρως και στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής. (Δέστε επίσης Στρούθου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 72,  Υποθέσεις 737/06  κ.ά Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, 31.7.2008, Υπόθεση 1268/99 ΔΟΜΟΚΟΣ Λτδ ν. Δημοκρατίας, 12.10.2000)."

 

Ως προς τη δεύτερη πτυχή του θέματος, η οποία αναφέρεται στη διπλή εμπλοκή του Υπουργείου Εσωτερικών, τόσο στη συλλογή στοιχείων και υποβολή σημειώματος προς την Υπουργική Επιτροπή, όσο και στη συμμετοχή του στη σύνθεση της Επιτροπής, και αυτό το θέμα εξετάστηκε και αποφασίστηκε στην προαναφερθείσα προσφυγή αρ. 975/2007. Στη σελ. 8 της απόφασης είχαν λεχθεί και τα εξής:

 

"Άλλος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι η επίδικη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης αντικειμενικότητας της Υπουργικής Επιτροπής διότι σ΄ αυτή συμμετείχε και ο Υπουργός Εσωτερικών. Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Σύμφωνα με το Περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Εκχώρηση Εξουσιών) Διάταγμα του 1996 (ΚΔΠ 53/96) ο Υπουργός Εσωτερικών εκχώρησε τις εξουσίες του για πολεοδομικό έλεγχο στους Επαρχιακούς Λειτουργούς. Επί του θέματος σχετική είναι η απόφασή μου στην Χαπέρη ν. Υπουργείου Εσωτερικών, Προσφυγή 1283/2007, 17.12.2008, όπου αναφέρω τα ακόλουθα:

 

"Προβάλλεται, τέλος, στην απαντητική αγόρευση του δικηγόρου της αιτήτριας, ο ισχυρισμός ότι πάσχει η σύνθεση της Υπουργικής Επιτροπής, καθότι δεν φαίνεται στο σχετικό πρακτικό εάν συμμετείχε ο Υπουργός Εσωτερικών. Εάν όντως συμμετείχε, τότε η επίδικη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης αντικειμενικότητας της Υπουργικής Επιτροπής. Ούτε και αυτός ο ισχυρισμός ευσταθεί. Σύμφωνα με το άρθρο 4 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 (Ν. 90/72, όπως τροποποιήθηκε) "η Πολεοδομική Αρχή είναι, αναλόγως της περιπτώσεως, ο Υπουργός ή οιαδήποτε αρχή εις την οποίαν έχουσι μεταβιβασθή αρμοδιότητες". Η εκχώρηση αρμοδιοτήτων θεσμοθετήθηκε με το περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Εκχώρηση Εξουσιών) Διάταγμα του 1996 (Κ.Δ.Π. 53/96) από το οποίο προκύπτει με σαφήνεια ότι, στις περιοχές οι οποίες δεν εμπίπτουν στα δημοτικά όρια των Δήμων, οι οποίοι κατονομάζονται στη διάταξη, μεταξύ των οποίων και ο Δήμος Παραλιμνίου, οι εξουσίες του Υπουργού Εσωτερικών για πολεοδομικό έλεγχο, στο υπό συζήτηση ζήτημα, εκχωρήθηκαν στους "κατά τόπο αρμόδιους Επαρχιακούς Λειτουργούς". Πολεοδομική Αρχή, στην περίπτωση της αιτήτριας, ήταν ο Επαρχιακός Λειτουργός του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Αμμοχώστου. Όχι ο Υπουργός Εσωτερικών. Το ότι ο Υπουργός Εσωτερικών είναι η προϊσταμένη αρχή δεν επηρεάζει την αποκλειστική αρμοδιότητα της Πολεοδομικής Αρχής. Την επίδικη απόφαση εξέδωσε αρμόδια,  ως Πολεοδομική Αρχή, ο Επαρχιακός Λειτουργός του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Αμμοχώστου, χωρίς οποιαδήποτε ανάμειξη του Υπουργού Εσωτερικών. Δεν στοιχειοθετείται, επομένως, ο ισχυρισμός ότι η συμμετοχή του Υπουργού Εσωτερικών στην Υπουργική Επιτροπή συνέβαλε στη δημιουργία δυσμενών αποτελεσμάτων για την αιτήτρια, ότι, δηλαδή, ο Υπουργός Εσωτερικών εστερείτο των εχέγγυων αμεροληψίας. (Βλ. Προκατασκευασμένα Υλικά Σκυροδέματος Ύψωνας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 4 ΑΑΔ).""

 

 

Το πιο πάνω απόσπασμα, με το οποίο συμφωνώ, έχει εφαρμογή και στην παρούσα υπόθεση. Είναι δε εν πάση περιπτώσει ορθή και η εισήγηση των καθ΄ων η αίτηση σύμφωνα με την οποία η προεργασία και ετοιμασία ενημερωτικού υλικού υπό κάποιο τμήμα ή όργανο της διοίκησης και η υποβολή του υπό μορφή σημειώματος προς το αποφασίζον όργανο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απόφαση ή συμμετοχή στη λήψη απόφασης, ή να θεωρηθεί ότι με οποιονδήποτε τρόπο τείνει να προκαταλάβει τη ληφθησόμενη απόφαση από το αρμόδιο όργανο.

 

β. Εισήγηση περί μη τήρησης άρτιου πρακτικού - Συνακόλουθη έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.

 

Βασικός πυρήνας αυτού του λόγου ακύρωσης είναι το γεγονός ότι στο πρακτικό συνεδρίασης της Υπουργικής Επιτροπής ημερομηνίας 29.3.2007 αναφέρεται ότι είχαν παρευρεθεί υπηρεσιακοί παράγοντες οι οποίοι παρουσίασαν στην Υπουργική Επιτροπή τις ιεραρχικές προσφυγές. Όπως περαιτέρω αναφέρεται, έθεσαν ενώπιόν της όλα τα σχετικά έγγραφα (έκθεση και απόψεις Πολεοδομίας, Σημείωμα του Υπουργείου Εσωτερικών κ.ά.), έδωσαν επεξηγήσεις και διευκρινίσεις σε τεχνικά και άλλα θέματα που ήγειραν τα Μέλη της Επιτροπής και απεχώρησαν. Επειδή στο ίδιο πρακτικό δεν συγκεκριμενοποιείται ποιες ήσαν οι δοθείσες επεξηγήσεις ή διευκρινίσεις και πόσο επηρέασαν την τελική απόφαση, αυτές οι παραλείψεις, σύμφωνα με τις αιτήτριες, δημιουργούν κενό και έλλειψη αιτιολογίας που καθιστά την άσκηση δικαστικού ελέγχου αδύνατη.

 

Περαιτέρω, σύμφωνα πάντα με τις αιτήτριες, η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα από την αρμόδια Υπουργική Επιτροπή, η οποία αντί να επιληφθεί η ίδια εξ υπαρχής της ιεραρχικής προσφυγής, αυτή εξετάστηκε στην ουσία από την ιεραρχία του Υπουργείου Εσωτερικών, στο οποίο μάλιστα υπάγεται το Τμήμα Πολεοδομίας το οποίο τυγχάνει αντίδικος των αιτητριών. Έτσι τέθηκαν ενώπιον της Υπουργικής Επιτροπής μόνο οι απόψεις του τμήματος που είχε λάβει την προσβαλλόμενη απόφαση, ενώ οι αιτήτριες δεν ακούσθηκαν καθόλου και δεν τους δόθηκε κανένα δικαίωμα ακρόασης κατά παράβαση κανόνων φυσικής δικαιοσύνης.

 

Το θέμα της σύνθεσης της Επιτροπής, απαρτίας και καταγραφής των ονομάτων των παρευρισκομένων κατά την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής, δεν θα απασχολήσει εδώ καθότι, αν και ηγέρθη από τις αιτήτριες, εν τούτοις το σχετικό πρακτικό συνεδρίασης της Υπουργικής Επιτροπής ημερομηνίας 29.3.2007, το οποίο ευρίσκετο στο διοικητικό φάκελο και επισυνάφθηκε στη γραπτή αγόρευση των καθ΄ων η αίτηση, παραθέτει τα ονόματα όλων των παρόντων καθόλη τη διάρκεια της συνεδρίας, όπως επίσης και όλων των παρευρεθέντων υπηρεσιακών, οι οποίοι σε κάποιο στάδιο αποχώρησαν.

 

Ως προς τις επεξηγήσεις που δόθηκαν από τους υπηρεσιακούς παράγοντες προς τα μέλη της Επιτροπής, αναφέρεται στο προοίμιο του σχετικού πρακτικού ότι οι παρευρεθέντες υπηρεσιακοί παράγοντες ".έδωσαν τις επεξηγήσεις και διευκρινίσεις σε τεχνικά και άλλα θέματα που ήγειραν τα μέλη της Επιτροπής και απεχώρησαν." Όμως, αργότερα στο σχετικό πρακτικό που τηρήθηκε για τα διαμειφθέντα μετά την αποχώρηση των υπηρεσιακών, δίδονται περισσότερες λεπτομέρειες αφού αναφέρεται εκεί ότι οι επεξηγήσεις και διευκρινίσεις που είχαν δώσει στην Επιτροπή οι υπηρεσιακοί ήταν "...επί θεμάτων που σχετίζονται κυρίως με την τεχνική και νομική πτυχή των υποθέσεων που εξετάστηκαν.".

 

Δεν συμφωνώ ότι με αυτή την αναφορά εγείρεται μείζον θέμα και παρουσιάζεται η εικόνα της μονόπλευρης παρουσίασης προς την Υπουργική Επιτροπή είτε σημαντικών άγνωστων στοιχείων, είτε στοιχείων τα οποία οι αιτήτριες δεν είχαν την ευκαιρία να γνωρίζουν και να ακουσθούν επ΄ αυτών. Σε σχέση με το ίδιο θέμα και μάλιστα με την καταγραφή της ίδιας αναφοράς στο τηρηθέν πρακτικό, είναι σχετική η απόφαση στην υπόθεση Πίκολου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 878/2007, ημερομηνίας 8.8.2008. Σε εκείνη την υπόθεση, ο Κωνσταντινίδης Δ., αφού απέρριψε τον ίδιο ισχυρισμό ως προς την αρτιότητα του τηρηθέντος πρακτικού, επειδή τέτοιος ισχυρισμός δεν είχε εγερθεί πριν από την απαντητική αγόρευση του αιτητή, πρόσθεσε και τα εξής:

 

". Ούτως ή άλλως, οι επεξηγήσεις και διευκρινίσεις που δόθηκαν, όπως σημειώνεται στο πρακτικό της 29.3.07 «σχετίζονται κυρίως με την τεχνική και νομική πτυχή των υποθέσεων που εξετάστηκαν."

 

 

 Με αυτή την αναφορά, δεν εξυπονοείται τίποτε άλλο παρά ότι εφόσον οι επεξηγήσεις και διευκρινίσεις που έδωσαν οι υπηρεσιακοί παράγοντες περιορίστηκαν σε θέματα τεχνικής και νομικής φύσεως, δεν υπήρχε τίποτε το μεμπτό ούτε εκ του γεγονότος ότι λεπτομέρειες των επεξηγήσεων και διευκρινίσεων δεν καταγράφηκαν σε πρακτικό, ούτε και του ότι αυτές ζητήθηκαν και δόθηκαν χωρίς να λάβουν γνώση οι αιτήτριες. Σημειώνεται άλλωστε στο υπό αναφορά πρακτικό ότι όλα τα σχετικά στοιχεία που περιέβαλλαν την προσφυγή βρίσκονταν ήδη ενώπιον της Επιτροπής και σ΄ αυτά περιλαμβάνονταν και οι γραπτές παραστάσεις τις οποίες είχε υποβάλει η πλευρά των αιτητριών. Το να ζητήσουν οι συμμετέχοντες Υπουργοί Παιδείας και Πολιτισμού, Συγκοινωνιών και Έργων και Εσωτερικών κάποιες διευκρινίσεις επί τεχνικών και/ή νομικών θεμάτων και θεμιτό είναι και δείχνει την πρόθεση για διασάφηση κάποιων σημείων που προφανώς τους απασχόλησαν και επί των οποίων δεν είχαν ιδίαν τεχνική ή νομική γνώση. Εδώ δεν πρόκειται για υποβολή ούτε νέων παραστάσεων, ούτε νέων στοιχείων ουσίας, ούτε επιχειρημάτων που θα έτειναν μονομερώς να επηρεάσουν την κρίση των μελών της Υπουργικής Επιτροπής. Επομένως, ούτε το δικαίωμα ακρόασης των αιτητριών παραβιάστηκε ούτε και η αρχή της ισότητας των όπλων. Ούτε και συμφωνώ ότι η Υπουργική Επιτροπή απεμπόλησε τις αρμοδιότητές της και υιοθέτησε παθητικά την απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής. Εμφανής απόδειξη ότι η Υπουργική Επιτροπή δεν υιοθέτησε παθητικά τις αποφάσεις της Πολεοδομικής Αρχής, όπως ισχυρίζονται οι αιτήτριες, είναι και το γεγονός ότι κατά την ίδια συνεδρίασή της, και έχοντας εξετάσει ως πρώτο θέμα μια άλλη προσφυγή εναντίον απόφασης και πάλιν της Πολεοδομικής Αρχής, αποφάσισε όπως αναφέρεται στο πρακτικό να αποδεχθεί την ιεραρχική προσφυγή και να εξουσιοδοτήσει την Πολεοδομική Αρχή να ενεργήσει ανάλογα.

 

Επομένως, ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης μπορεί να ευσταθήσει.

 

γ. Εισήγηση περί παραβίασης της αρχής της καλής πίστης και περί κατάχρησης εξουσίας.

 

Οι αιτήτριες θεμελιώνουν αυτή την εισήγησή τους στο γεγονός ότι προς υλοποίηση του όρου 500 της πολεοδομικής άδειας, που συνδέεται με τον όρο 306 της πολεοδομικής άδειας ΛΕΥ/0837/2001, δεν εκδόθηκε από πλευράς διοίκησης διάταγμα απαλλοτρίωσης. Σε σχέση με αυτή την εισήγηση, συμφωνώ με τη θέση την οποία έχει προβάλει σε απάντηση η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση με τη γραπτή αγόρευση της δικηγόρου τους. Όπως ορθά εντοπίζεται εκεί, τα θέματα που αφορούν στην πολεοδομική άδεια ΛΕΥ/0837/2001 έχουν ήδη κριθεί στην απόφαση στην άλλη προσφυγή των αιτητριών με αρ. 975/07 ημερομηνίας 15.1.2009. Αυτή δε η προβαλλόμενη τώρα εισήγηση δεν μπορεί να απασχολήσει το Δικαστήριο, καθότι δεν είναι δυνατό να τίθενται μελλοντικά και, ενδεχομένως, αβέβαια γεγονότα που αφορούν την ενδεχόμενη ή μη έκδοση μιας διαφορετικής πράξης, αυτής της υποτιθέμενης απαλλοτρίωσης. Εάν οι αιτήτριες επιθυμούν να θέσουν θέμα αναφορικά με την μη προώθηση απαλλοτρίωσης, παρά την επιβολή του προαναφερθέντος όρου, θα πρέπει να λάβουν τα προσφερόμενα μέτρα προσβολής και όχι να εγείρουν το θέμα τούτο στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής, το αντικείμενο της οποίας δεν επιτρέπει την ένταξη και εξέταση ενός τέτοιου θέματος.

 

Για όλους τους ανωτέρω λόγους, η προσφυγή δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον των αιτητριών.

 

 

                                                                               Κ. Κληρίδης,

                                                                                    Δ.

 

 

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο