ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1376/2008)
14 Οκτωβρίου 2009
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δικαστής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23, 24, 25, 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΒΑΝΕΣΣΑ ΣΠΥΡΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ ΚΑΙ
2. ΤΜΗΜΑ ΟΔΙΚΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ,
Καθ΄Ων η Αίτηση
_________
Ρ. Ιάσωνος για Χρ. Δημητριάδη & Σία, για την Αιτήτρια.
Α. Καλησπέρα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ΄Ων η Αίτηση.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η Αιτήτρια είναι εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του αυτοκινήτου Mercedes με αριθμό εγγραφής KSY259. To αυτοκίνητο είχε εισαχθεί από το Ηνωμένο Βασίλειο στην Κύπρο ως μεταχειρισμένο την 5.4.2008 και εκτελωνίσθηκε την 21.4.2008 αφού κατεβλήθησαν οι οφειλόμενοι δασμοί και φόροι και εξεδόθη πιστοποιητικό καταλληλότητας. Την 29.4.2008 εξεδόθη και άδεια κυκλοφορίας, με εγγραφή του αυτοκινήτου στο όνομα του εισαγωγέα του. Μεταβιβάσθηκε στη συνέχεια στην Αιτήτρια και ενεγράφη επ΄ονόματί της την 7.5.2008 ότε και εξεδόθη πιστοποιητικό εγγραφής στο όνομά της. Την 9.6.2008 ο Έφορος Μηχανοκινήτων Οχημάτων απηύθυνε την ακόλουθη επιστολή στην αιτήτρια:
«Θέμα: Μηχανοκίνητο Όχημα με αρ. Εγγραφής KSY259
Αναφορικά με το πιο πάνω μηχανοκίνητο όχημα σας πληροφορώ ότι έχουν τεθεί ενώπιον μου στοιχεία και πληροφορίες που δεικνύουν ότι τα έγγραφα που παρουσιάστηκαν κατά την εγγραφή του οχήματος στο Μητρώο του Εφόρου Μηχανοκινήτων Οχημάτων είναι πλαστά ή δεν αφορούσαν το συγκεκριμένο όχημα που ενεγράφη ή/και ότι η ταυτότητα του οχήματος είναι παραποιημένη και όχι αυτή που χαράκτηκε από τον κατασκευαστή του. Επιπρόσθετα, με βάση τα εν λόγω στοιχεία και πληροφορίες, το όχημα ενδέχεται να είναι προϊόν κλοπής.
2. Επειδή, με βάση τα στοιχεία που έχω ενώπιο μου, η ταυτότητα του υπό αναφορά οχήματος είναι παραποιημένη και όχι αυτή που χαράκτηκε από τον κατασκευαστή του, διαπιστώνω ότι δεν τηρείται η προϋπόθεση που καθορίζεται στο σημείο 10, του Πίνακα Β΄ του Πέμπτου Παραρτήματος των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984, όπως τροποποιήθηκαν, ως προς τα σημεία ελέγχου, αναφορικά με την ισχύ του πιστοποιητικού καταλληλότητας του οχήματος. Ως εκ τούτου, το πιστοποιητικό καταλληλότητας του υπό αναφορά οχήματος δεν ισχύει.
3. Με βάση τα αναφερόμενα στην παράγραφο 2 πιο πάνω, οφείλω να σας πληροφορήσω για τις διατάξεις του άρθρου 12 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων (Τεχνικός Έλεγχος και Κέντρα Τεχνικού Ελέγχου) Νόμου του 2007 (Ν 1(Ι)/2007), το οποίο αναφέρει ότι «Απαγορεύεται η οδική χρήση οχήματος που δεν είναι εφοδιασμένο με πιστοποιητικό καταλληλότητας, η δε άδεια κυκλοφορίας του οχήματος λογίζεται ανασταλείσα μέχρις ότου ο ιδιοκτήτης του οχήματος ή αυτός που έχει την ευθύνη ή τον έλεγχο του οχήματος, εφοδιαστεί με πιστοποιητικό καταλληλότητας, σύμφωνα με τους εκάστοτε ισχύοντες περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμους και τους δυνάμει αυτών εκδιδομένους Κανονισμούς ή τις διατάξεις του εδαφίου 6 του άρθρου 11 του Νόμου με αριθμό Ν1(Ι)/2007.
4. Ενόψει των πιο πάνω και μέχρι να μου παρουσιάσετε -
(i) τα αυθεντικά έγγραφα του οχήματος,
(ii) στοιχεία για την πραγματική ταυτότητα του οχήματος, και
(iii) στοιχεία που να ξεκαθαρίζουν πλήρως το ιδιοκτησιακό καθεστώς του οχήματος,
με οδηγίες μου, έχει απαγορευτεί οποιαδήποτε πράξη σχετίζεται με το όχημα, περιλαμβανομένων των πράξεων μεταβίβασης, αποξένωσης, έκδοσης άδειας κυκλοφορίας και έκδοσης πιστοποιητικού καταλληλότητας.
5. Ως εκ των πιο πάνω, καλείστε όπως με τη λήψη της παρούσας επιστολής παραδώσετε ταυτόχρονα το πιστοποιητικό εγγραφής, την άδεια κυκλοφορίας και το πιστοποιητικό καταλληλότητας του υπό αναφορά οχήματος, τα οποία θα κρατηθούν στο φάκελο του οχήματος μέχρι πλήρους διαλεύκανσης της υπόθεσης.»
Ο Έφορος είχε υπ΄όψη του επιστολή της Αστυνομίας ημερομηνίας 4.6.2008 με την οποία επληροφορείτο ότι το εν λόγω αυτοκίνητο, μαζί με άλλα 20 αυτοκίνητα πολυτελείας που είχαν εισαχθεί και εγγραφεί στην Κύπρο από το Ηνωμένο Βασίλειο, είχαν κατασχεθεί. Όπως αναφέρετο σε επιστολή της Αστυνομίας προς το Γενικό Εισαγγελέα ημερομηνίας 3.6.2008 η οποία επισυνάπτετο στην επιστολή της Αστυνομίας προς τον Έφορο, η Αστυνομία διερευνούσε, σε συνεργασία με την Αγγλική Αστυνομία, υποθέσεις που αφορούσαν τα εν λόγω 21 οχήματα ως κλοπιμαία, είχε δε διαπιστωθεί στο στάδιο εκείνο ότι τα εν λόγω αυτοκίνητα και τα έγγραφα τους κατά την εγγραφή τους ήσαν προϊόν κλοπής ή παραποιημένα-πλαστογραφημένα. Ειδικά για το εν λόγω αυτοκίνητο, που είχε αγγλικούς αριθμούς εγγραφής LRS7TLX, «έχει καταγγελθεί ως κλοπιμαίο και ο Αγγλικός τίτλος ιδιοκτησίας του είναι παραποιημένος».
Η Αιτήτρια αντέδρασε μέσω του δικηγόρου της διαμαρτυρόμενη ότι η ίδια ήταν καλή τη πίστη αγοράστρια και νομίμως εγγραφείσα, αμφισβητώντας τη νομιμότητα της απόφασης του Εφόρου και καλώντας τον να την ανακαλέσει. Εφ΄όσον δε τούτο δεν έγινε, κατεχώρησε την προσφυγή, ζητώντας ακύρωση της απόφασης.
Είναι η θέση της Δημοκρατίας ότι ενήργησε δυνάμει των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου ως προς την ανάκληση του πιστοποιητικού καταλληλότητας (άρθρο 54(4) του Ν. 8(Ι)/1999), ότι δηλαδή επιτρέπεται η ανάκληση διοικητικής πράξης σε περίπτωση μεταβολής των πραγματικών συνθηκών στις οποίες είχε στηριχθεί η έκδοση της ή που αποτελούσαν την προϋπόθεση για την έκδοση της. Εφ΄όσον, λέγει, διεπιστώθη ότι η ταυτότητα του αυτοκινήτου δεν ήταν αυτή που είχε χαραχθεί από τον κατασκευαστή του αλλά ήταν παραποιημένη, σύμφωνα με το Πέμπτο Παράρτημα των Κανονισμών, στο οποίο βασίσθηκε ο Έφορος, δεν είχε τηρηθεί η προϋπόθεση που καθορίζεται στο σημείο 10 του Πίνακα Β΄ («αναγνώριση οχήματος, αριθμός πλαισίου, αριθμός μηχανής»), ώστε να μπορούσε νομίμως να εξεδίδετο πιστοποιητικό καταλληλότητας.
Η Αιτήτρια έχει άλλη άποψη. Η δυνατότητα ανάκλησης πιστοποιητικού καταλληλότητας, λέγει, είναι πολύ περιορισμένη και μπορεί να γίνει μόνο δυνάμει του άρθρου 11 του Ν. 1(Ι)/2007, το οποίο ορίζει πότε διεξάγεται έκτακτος τεχνικός έλεγχος και ότι, εφ΄όσον, κατόπιν τέτοιου ελέγχου, διαπιστωθεί ότι το όχημα δεν βρίσκεται σε κατάλληλη για οδική χρήση κατάσταση, ακυρώνεται το πιστοποιητικό καταλληλότητας του. Εφ΄όσον, λέγει η Αιτήτρια, δεν υπάρχει άλλη πρόνοια στο Νόμο για τη δυνατότητα ανάκλησης πιστοποιητικού καταλληλότητας, και εφ΄όσον η προκειμένη δεν ήταν περίπτωση εμπίπτουσα στο άρθρο 11 αφού δεν διεπιστώθη ακαταλληλότητα για οδική χρήση κατόπιν εκτάκτου τεχνικού ελέγχου, ο Έφορος δεν είχε εξουσία ανάκλησης του πιστοποιητικού καταλληλότητας. Ούτε, εισηγείται η Αιτήτρια, μπορούσε ο Έφορος να βασισθεί στους κανονισμούς, αφού αυτοί αφορούν μόνο την έκδοση του πιστοποιητικού καταλληλότητας και όχι την ανάκλησή του.
Δεν με ελκύουν οι εισηγήσεις της Αιτήτριας. Το άρθρο 11 προδήλως αφορά μόνο την περίπτωση ανάκλησης μετά από έκτακτο τεχνικό έλεγχο από τον οποίο προκύπτει ότι το όχημα, προφανώς μετά από την έκδοση του πιστοποιητικού καταλληλότητας, δεν είναι πλέον σε κατάλληλη κατάσταση για οδική χρήση (εξ ου και η περίληψη του στο μέρος ΙΙ υπό τον τίτλο «Περιοδικός και Έκτακτος Τεχνικός Έλεγχος-Επανέλεγχος Μηχανοκινήτων Οχημάτων»). Ρυθμίζει λοιπόν, όπως λέγει και η Αιτήτρια, τελείως διαφορετική περίπτωση από την προκειμένη. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι εξαντλητικό ως προς τη δυνατότητα ανάκλησης του πιστοποιητικού καταλληλότητας. Η γενική δυνατότητα της διοίκησης για ανάκληση διοικητικής πράξης δεν περιορίζεται και δεν εξαντλείται στην ειδική ρύθμιση που αφορά τον έλεγχο της συνεχιζόμενης καταλληλότητας του οχήματος για οδική χρήση, ρύθμιση που γίνεται μόνο για την ειδική περίπτωση εκείνη και όχι γενικά. Ιδιαιτέρως, συνεχίζει να υφίσταται στην περίπτωση, που συνιστά και την κλασσική περίπτωση ανάκλησης, όπως η προκειμένη, που διαπιστώνεται εκ των υστέρων ότι η διοικητική πράξη έγινε υπό πλάνη, στα πλαίσια δηλαδή που εκφράζει και το άρθρο 54(4). Είχε λοιπόν η διοίκηση τη δυνατότητα να ανακαλέσει το πιστοποιητικό καταλληλότητας εφ΄όσον διεπίστωσε ότι οι όροι υπό τους οποίους είχε εκδοθεί και αφορούσαν την ταυτότητα του οχήματος δεν επληρούντο διότι τα στοιχεία της ταυτότητας είχαν παραποιηθεί.
Η Αιτήτρια εισηγείται περαιτέρω ότι επί των ενώπιον της διοίκησης στοιχείων δεν εδικαιολογείτο η ανάκληση. Η βάση στην οποία έγινε η ανάκληση, λέγει, ότι δηλαδή το αυτοκίνητο ήταν κλοπιμαίο και τα στοιχεία του είχαν παραποιηθεί, δεν ήταν βέβαιη, αφού δεν εβασίζετο σε συγκεκριμένα στοιχεία και πλήρη έρευνα. Παραπέμπει προς τούτο στην επιστολή του Εφόρου όπου αναφέρεται ότι το όχημα «ενδέχεται να είναι προϊόν κλοπής» και ζητείται από την Αιτήτρια να παραδώσει τα έγγραφα της «μέχρι πλήρους διαλεύκανσης της υπόθεσης», καθώς και στις οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέα προς την Αστυνομία όπως τα αυτοκίνητα μη κυκλοφορούν «μέχρις ότου διευκρινισθεί πλήρως το θέμα».
Δεν συμφωνώ ότι υπήρξε παράλειψη διεξαγωγής δέουσας έρευνας. Ο Έφορος βασίσθηκε στις εξετάσεις της Αστυνομίας που έγιναν σε συνεργασία με την Αγγλική Αστυνομία, η διατύπωση των οποίων ήταν ότι το εν λόγω αυτοκίνητο είχε καταγγελθεί ως κλοπιμαίο και ο αγγλικός τίτλος ιδιοκτησίας του είχε παραποιηθεί. Τα ενώπιον της διοίκησης στοιχεία λοιπόν συνιστούσαν καλή βάση για την απόφασή της.
Εισηγείται ακόμα η Αιτήτρια ότι η απόφαση ήταν παράνομη καθ΄όσον, με την εγγραφή του αυτοκινήτου, την έκδοση άδειας κυκλοφορίας και την έκδοση του πιστοποιητικού καταλληλότητας δημιουργήθηκε μια ευνοϊκή κατάσταση για την ίδια. Δεν συμφωνώ. Εδώ είναι περίπτωση που η ανάκληση βασίζεται στην παρανομία της αρχικής εγγραφής και έκδοσης των εν λόγω πιστοποιητικών, έστω και αν η Αιτήτρια ήταν αμέτοχη στην παρανομία, και μάλιστα η ανάκληση έγινε σε πολύ σύντομο χρόνο μετά από την έκδοση, ήταν δε δικαιολογημένη. Δεν μπορούσε λοιπόν να υπάρχει θέμα κωλύματος της διοίκησης να προβεί σε ανάκληση, όπως εισηγείται η Αιτήτρια.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η Αιτήτρια θα καταβάλει €800 έξοδα στη Δημοκρατία.
Δ. Χατζηχαμπής,
Δ.
/ΚΧ"Π