ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 646/2007)
7 Σεπτεμβρίου, 2009
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΤΑΣΟΣ ΠΑΝΤΕΛΗ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ,
ΤΜΗΜΑ ΟΔΙΚΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
Τ. Παντελή για Α. Σοφοκλέους, για τον Αιτητή.
Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής αξιώνει ακύρωση της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση με την οποία επέβαλαν το ποσό των £140 ως ετήσιο τέλος κυκλοφορίας, για άδεια κυκλοφορίας μέχρι 31.12.2007 για το μηχανοκίνητο όχημα Honda Accord με αριθμούς εγγραφής KJL839.
Ο αιτητής ενέγραψε το συγκεκριμένο όχημα στο Μητρώο του Εφόρου Μηχανοκινήτων Οχημάτων ως καινούργιο στις 11.8.2004. Το όχημα είχε εισαχθεί στην Κύπρο από τους αντιπροσώπους του κατασκευαστή, την εταιρεία Demstar Automotive Ltd. Κατά την ημερομηνία εγγραφής του οχήματος, ίσχυε για σκοπούς υπολογισμού του φόρου εγγραφής και των ετήσιων τελών κυκλοφορίας, ο περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως (Τροποποιητικός) Νόμος (αρ.2) του 2003, Ν.174(Ι)/2003.
Στις 7.11.2006 τέθηκε σε ισχύ ο περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως (Τροποποιητικός) (Αρ.3) Νόμος του 2006, Ν.144(Ι)/2006, ο οποίος καθόρισε διαφορετικό τρόπο υπολογισμού του φόρου εγγραφής και ετήσιων τελών κυκλοφορίας για οχήματα που εγγράφονται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του εν λόγω νόμου και μετέπειτα. Συγκεκριμένα τροποποιήθηκε με το άρθρο 3(στ) η παράγραφος 6 του Μέρους Ι του Παραρτήματος του βασικού νόμου.
Ο νόμος δεν προβλέπει αναδρομικότητα ως προς τον τρόπο υπολογισμού των ετήσιων τελών κυκλοφορίας των οχημάτων που ενεγράφησαν πριν τεθεί σε ισχύ. Συνεπώς, το Τμήμα Οδικών Μεταφορών υπολογίζει το ετήσιο τέλος κυκλοφορίας για τα οχήματα αυτά, με βάση το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά την ημερομηνία εγγραφής τους.
Ο αιτητής με την προσφυγή του αξιώνει ακύρωση της βεβαίωσης του ποσού που του επιβλήθηκε ως ετήσιο τέλος κυκλοφορίας για το αυτοκίνητό του, το οποίο ενεγράφη με βάση τον προηγούμενο νόμο, ισχυριζόμενος ότι η αρχή της φορολογικής ισότητας που πηγάζει από τα ΄Αρθρα 24 και 28 του Συντάγματος, επιβάλλει στο νομοθέτη την υποχρέωση ίσης μεταχείρισης και δίκαιης κατανομής των φορολογικών βαρών και όχι τη διαφορετική φορολόγηση όμοιων αντικειμενικών καταστάσεων.
Ο αιτητής υποστηρίζει ότι οι υπό κρίση νέες νομοθετικές διατάξεις δημιουργούν αυθαίρετη διάκριση σε βάρος πολιτών οι οποίοι είναι ιδιοκτήτες οχημάτων που ενεγράφησαν πριν την 7.11.2006, ενώ οι πρόνοιες της νέας παραγράφου 6 διαχωρίζουν αυθαίρετα και αδικαιολόγητα τους πολίτες σε δύο κατηγορίες ανάλογα του χρόνου εγγραφής του οχήματός τους. Ως εκ τούτου, καταλήγει, παραβιάζονται τα ΄Αρθρα 24 και 28 του Συντάγματος και παράλληλα η αρχή της ισότητας.
Κατά το στάδιο των διευκρινίσεων τέθηκε στον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή το ερώτημα κατά πόσο ο αιτητής θα επωφελείτο από τυχόν κατάργηση του Νόμου 145(Ι)/2006, όπως ήταν και το αίτημά του στην προσφυγή. Η σαφής απάντησή του ήταν ότι σε περίπτωση κατάργησης του Νόμου ως αντισυνταγματικού, η συγκεκριμένη κατηγορία των οχημάτων που έχουν εγγραφεί μετά την 7.11.2006 θα απωλέσει την έκπτωση που προβλέπεται, αλλά ο ίδιος ουδέν θα κερδίσει. Αν το δικαστήριο, είπε, ακυρώσει τον νέο νόμο θα επανέλθουμε στο καθεστώς που υπήρχε προηγουμένως και ο νομοθέτης θα πρέπει να εξετάσει ξανά το νομικό καθεστώς και να αποφασίσει ότι τυχόν νέα νομοθεσία δεν πρέπει να δημιουργεί ανισότητα.
Τίθεται ουσιαστικά θέμα εννόμου συμφέροντος. Μια διοικητική πράξη προσβάλλεται μόνο από πρόσωπο που έχει προς τούτο έννομο συμφέρον. Αν από την ακύρωση της πράξης πρόσωπο δεν πρόκειται να ωφεληθεί, τότε θεωρείται πως δεν έχει έννομο συμφέρον.
Με την τυχόν ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης επιστρέφουμε στο νομικό και πραγματικό καθεστώς που επικρατούσε πριν από αυτήν. Η ακύρωση ισχύει έναντι πάντων και δη αναδρομικά, υπό την έννοια ότι η ακυρωθείσα πράξη θεωρείται ως νομικώς ανύπαρκτη εξ υπαρχής έναντι πάντων (Δήμητρα Κοντογιώργη Θεοχαροπούλου, Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοικήσεως, σελ. 7).
Όπως με σαφήνεια καταγράφεται από τον Π. Δ. Δαγτόγλου στο Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, παράγραφος 538.4:
« ΄Εννομο είναι, τέλος, το συμφέρον που έχει ανάγκη έννομης προστασίας. Η ανάγκη αυτή δεν υπάρχει στις περιπτώσεις που τα επίδικα ζητήματα έχουν θεωρητική μόνο σημασία, γιατί αναφέρονται σε καταργημένες πια ή μη ψηφισμένες ακόμη νομοθετικές διατάξεις ή σε μη ισχύουσες πια διοικητικές πράξεις, ή όταν η προσβαλλόμενη πράξη είναι ευνοϊκή για τον προσφεύγοντα ή είναι 'αλυσιτελές' το ένδικο βοήθημα, δηλαδή και σε περίπτωση αποδοχής του δεν μπορεί να ικανοποιηθεί το συμφέρον που επικαλείται ο προσφεύγων, ή η επιδιωκόμενη έννομη προστασία δεν μπορεί να βελτιώσει ή μπορεί μάλιστα να χειροτερεύσει την θέση του προσφεύγοντος.».
Ο αιτητής παραδέχτηκε ότι δεν πρόκειται εις ουδέν να ωφεληθεί από την ακύρωση της πράξης και η προσδοκία του είναι ότι ο νομοθέτης θα προβληματιστεί αναλόγως κατά την τυχόν ψήφιση νέου νόμου. Αφού στην περίπτωση αποδοχής του αιτήματος του αιτητή δεν ικανοποιείται το συμφέρον του, η επιδιωκόμενη έννομη προστασία δεν μπορεί να βελτιώσει, μπορεί δε μάλιστα να χειροτερεύσει και τη θέση του. Συνεπώς, το ένδικο διάβημα είναι αλυσιτελές.
Ακολουθεί πως ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος. Όπως έχει υποδειχθεί και στην υπόθεση Sarieddine v. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 572, η διαπίστωση παράβασης της αρχής της ισότητας επάγεται τη μη εφαρμογή της αντισυνταγματικής διάταξης και όχι την επέκτασή της, για να καλύψει και άλλους, με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου η οποία, σε τέτοια περίπτωση, ανεπιτρέπτως θα προσλάμβανε νομοθετικό περιεχόμενο (βλέπε επίσης Dias United Publishing Co. Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550).
Η προσφυγή απορρίπτεται ως αλυσιτελής, με €1.000 έξοδα εναντίον του αιτητή.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ