ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 386/2007 και 387/2007)

 

17 Σεπτεμβρίου, 2009

 

[Κ. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ AΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

(Υπόθεση Αρ. 386/2007)

 

ΑΝΔΡΟΥΛΑ ΠΙΕΡΙΔΟΥ,

 

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Καθ΄ης η Αίτηση.

 

- - - - - - -

(Υπόθεση Αρ. 387/2007)

 

ΑΝΔΡΟΥΛΑ ΠΙΕΡΙΔΟΥ,

 

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Καθ΄ης η Αίτηση.

- - - - - - -

 

 

Α.Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.

 

Λ. Λάμπρου-Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Καθ΄ης η Αίτηση.

 

- - - - - - -

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια είναι η ίδια και στις δύο συνεκδικασθείσες προσφυγές. Με την προσφυγή αρ. 386/2007 προσβάλλει την εγκυρότητα και/ή νομιμότητα της απόφασης της καθ΄ης η αίτηση ημερομηνίας 26.1.2007, με την οποία διόρισε με δοκιμασία στη μόνιμη θέση Λειτουργού Εσωτερικού Ελέγχου στην Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη Μαρία Μαρκίτση και Γερόλεμο Μίσιη, αντί της ιδίας. Με την προσφυγή αρ. 387/2007 προσβάλλει την εγκυρότητα και/ή νομιμότητα της απόφασης της καθ΄ης η αίτηση ημερομηνίας 22.12.2006, με την οποία διόρισε με δοκιμασία στη μόνιμη θέση Λειτουργού Εσωτερικού Ελέγχου δέκα άλλα πρόσωπα, αντί της ιδίας. Σημειώνεται εδώ ότι, σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας, η αιτήτρια απέσυρε την προσφυγή της αρ. 386/2007 σε σχέση με το διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους Γ. Μίσιη, ενώ επίσης απέσυρε την προσφυγή αρ. 387/2007 σε σχέση με το διορισμό των ενδιαφερόμενων μερών αρ. 1 (Χ. Ευθυμίου), αρ. 5 (Α. Κοκκίνη), αρ. 8 (Μ. Παρτασίδου) και αρ. 11 (Α. Χ"Νικολάου). Παρέμειναν έτσι, η μεν προσφυγή αρ. 386/2007 να στρέφεται κατά του διορισμού μόνο του ενδιαφερόμενου μέρους Μ. Μαρκίτση, η δε προσφυγή αρ. 387/2007 να στρέφεται κατά του διορισμού των ενδιαφερόμενων μερών αρ. 2 (Ε. Ευριπίδου), αρ. 3 (Κ. Ζενιέρη), αρ. 4 (Α. Καραγιώργη), αρ. 6 (Α. Ξενοφώντος), αρ. 7 (Ε. Χριστοδούλου-Πανάου), αρ. 9 (Α. Πασιαρδή) και αρ. 10 (Μ. Τερέπεη).

 

Προδικαστική ένσταση η οποία είχε εγερθεί στην προσφυγή αρ. 386/2007 από την καθ΄ης η αίτηση κατέστη άνευ αντικειμένου, μετά την απόσυρση της προσφυγής εναντίον του ενδιαφερόμενου μέρους Γ. Μίσιη με το διορισμό του οποίου σχετιζόταν η ένσταση.  

 

Προδικαστική ένσταση ηγέρθη από την καθ΄ης η αίτηση και στο πλαίσιο της προσφυγής αρ. 387/2007, η οποία και αφορούσε το διορισμό των ενδιαφερόμενων μερών αρ. 4, 5, 8, 9, 10 και 11 και η οποία βέβαια, μετά την απόσυρση της προσφυγής σε σχέση με το διορισμό των ενδιαφερόμενων μερών αρ. 1, 5, 8 και 11, παρέμεινε για εξέταση μόνο σε σχέση με το διορισμό των ενδιαφερόμενων μερών αρ. 4, 6, 9 και 10.

 

Προδικαστική ένσταση στην προσφυγή 387/2007.

 

Η ένσταση συνίσταται από τον ισχυρισμό της καθ΄ης η αίτηση ότι η αιτήτρια στερείται εννόμου συμφέροντος να προσβάλλει το διορισμό των ενδιαφερόμενων μερών αρ. 4, 6, 9 και 10. Ως λόγος προβάλλεται το γεγονός ότι εκείνα τα πρόσωπα είχαν συμπεριληφθεί στον κατάλογο των υποψηφίων ως κατέχοντες πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν σύμφωνα με σχετική πρόνοια του Σχεδίου Υπηρεσίας, ενώ η αιτήτρια είχε συμπεριληφθεί με βάση άλλη πρόνοια του Σχεδίου, ως προσοντούχος μέλος του Συνδέσμου Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου και επομένως δεν έγινε σύγκριση μεταξύ των ενδιαφερόμενων μερών και της αιτήτριας και δεν μπορούσε βέβαια να γίνει.

 

Όπως διαπιστώνεται από τα κατατεθέντα Τεκμήρια, η προδικαστική αυτή ένσταση σε σχέση με τα πιο πάνω ενδιαφερόμενα μέρη, είναι βάσιμη και θα πρέπει να επιτύχει.

 

Επιβεβαιώνεται κατ΄ αρχήν ότι πράγματι η αιτήτρια είχε περιληφθεί στον κατάλογο των υποψηφίων με βάση τη Σημείωση αρ. 1(α) του Σχεδίου Υπηρεσίας σχετικά με την πλήρωση επτά από τις επίδικες θέσεις από υποψηφίους οι οποίοι ήταν μέλη του Συνδέσμου Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου. Στον ίδιο αυτό κατάλογο περιλήφθηκαν ως υποψήφιοι και τα ενδιαφερόμενα μέρα αρ. 2 (Ε. Ευριπίδου), αρ. 3 (Κ. Ζενιέρη) και αρ. 7 (Ε. Χριστοδούλου-Πανάου). Σ΄ αυτό τον κατάλογο όμως δεν περιλαμβάνονταν τα ενδιαφερόμενα μέρη αρ. 4, 6, 9 και 10 τα οποία είχαν περιληφθεί στον τρίτο κατάλογο με βάση τη Σημείωση 1(γ) του Σχεδίου Υπηρεσίας στον οποίο μπορούσαν να περιληφθούν υποψήφιοι με βάση άλλα προσόντα και για πλήρωση άλλου αριθμού θέσεων. Όπως δε περαιτέρω διαπιστώνεται από τα τηρηθέντα πρακτικά, η σύγκριση μεταξύ υποψηφίων η οποία έγινε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και από την καθ΄ης η αίτηση Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας έγινε, και ορθά βέβαια, μεταξύ των υποψηφίων οι οποίοι διεκδικούσαν μια θέση από εκείνες οι οποίες θα εδίδοντο σε άλλα πρόσωπα από τον ίδιο κατάλογο, τα οποία είχαν κοινά προσόντα.

 

Επομένως, μόνο μεταξύ αυτών των υποψηφίων που ανήκαν στον ίδιο κατάλογο είχε γίνει αξιολόγηση, σύγκριση και σύσταση και όχι μεταξύ και υποψηφίων που είχαν ενταχθεί σε άλλους καταλόγους. Σχετική είναι προς τούτο και η απόφαση στις Συνεκδικασθείσες Προσφυγές αρ. 1112/2002, 1113/2002, 1177/20002 και 1194/20002, Ευτυχία Χαραλάμπους-Snow κ.ά. ν. ΕΔΥ, ημερομηνίας 15.9.2006.

 

Έπεται ότι η αιτήτρια στερείται εννόμου συμφέροντος όπως προσβάλει την απόφαση όσον αφορά τους επιτυχόντες υποψηφίους άλλων καταλόγων και συγκεκριμένα όσον αφορά τα ενδιαφερόμενα μέρη αρ. 4, 6, 9 και 10. Αναπόφευκτα, η προσφυγή της αιτήτριας σε σχέση με τα ενδιαφερόμενα μέρη 4, 6, 9 και 10 απορρίπτεται και παραμένει να εξετασθεί μόνο σε σχέση με τα ενδιαφερόμενα μέρη αρ. 2 (Ε. Ευριπίδου), αρ. 3 (Κ. Ζενιέρη) και αρ. 7 (Ε. Χριστοδούλου-Πανάου).

 

Εξέταση της ουσίας των συνεκδικασθεισών προσφυγών.

 

Ο Έφορος Εσωτερικού Ελέγχου ζήτησε με επιστολή του ημερομηνίας 28.6.2004 από την καθ΄ης η αίτηση την πλήρωση 15 μόνιμων θέσεων Λειτουργού Εσωτερικού Ελέγχου στην Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου. Μετά τη δημοσίευση των θέσεων και την υποβολή 1.080 αιτήσεων, ο Έφορος, ως Πρόεδρος της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής, διαβίβασε στην καθ΄ης η αίτηση την έκθεσή του συστήνοντας αριθμό υποψηφίων περιλαμβανομένων τόσο των ενδιαφερόμενων μερών όσο και της αιτήτριας. Η καθ΄ης η αίτηση κάλεσε σε προφορική εξέταση τους συστηθέντες υποψηφίους σε δύο συνεδριάσεις της κατά την 31.10.2006 και 1.11.2006, στην παρουσία και του Εφόρου Εσωτερικού Ελέγχου. Η καθ΄ης η αίτηση, αφού έλαβε υπόψη της τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της, επέλεξε για διορισμό 15 υποψηφίους, μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνονταν ούτε τα ενδιαφερόμενα μέρη στην προσφυγή αρ. 386/2007, ούτε και η αιτήτρια. Αργότερα, στις 6.12.2006, η καθ΄ης η αίτηση, αφού διαπίστωσε ότι δύο επιλεγέντες υποψήφιοι δεν αποδέχτηκαν προσφορά διορισμού, ακύρωσε την γενόμενη προς αυτούς προσφορά διορισμού, ενώ στις 15.12.2006 έκρινε ότι τα δυο ενδιαφερόμενα πρόσωπα στην προσφυγή αρ. 386/2007 ήσαν τα πλέον κατάλληλα για διορισμό και προσέφερε και σ΄ αυτούς διορισμό.

 

Με τα κοινά θέματα που ηγέρθηκαν στο πλαίσιο των συνεκδικασθεισών προσφυγών προβλήθηκαν και προωθήθηκαν διάφοροι λόγοι ακύρωσης των προσβαλλομένων διορισμών τους οποίους θα εξετάσω στη συνέχεια.

 

α. Ισχυρισμός περί ακυρότητας των προσβαλλομένων αποφάσεων λόγω μη τήρησης άρτιων και ξεχωριστών πρακτικών για κάθε συνεδρίαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

 

Είναι αδιαμφισβήτητο στοιχείο το ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή, όπως αναφέρει και η εκπρόσωπος της καθ΄ης η αίτηση στην αγόρευσή της, για την ολοκλήρωση του έργου της, συνήλθε σε 15 συνολικά συνεδρίες, ήτοι κατά την 26.1.2005, 18.3.2005, 21.4.2005, 26.7.2005, 7.11.2005, 8.11.2005, 9.11.2005, 9.11.2005, 10.11.2005, 11.11.2005, 14.11.2005, 15.11.2005, 16.11.2005, 17.11.2005, 18.11.2005, 13.12.2005.

 

Ενώ δε έγιναν 15 συνεδρίες, στην Έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής είχαν επισυναφθεί τα πρακτικά για μόνο 5 συνεδριάσεις, ήτοι αυτές που έλαβαν χώρα στις 26.1.2005, 18.3.2005, 21.4.2005, 26.7.2005 και 13.12.2005. Οι προφορικές εξετάσεις των υποψηφίων είχαν διενεργηθεί στις 7, 8, 9, 10, 11, 14, 15, 16, 17 και 18.11.2005. Ξεχωριστά πρακτικά για τις προφορικές εξετάσεις δεν τηρήθηκαν.

 

Όσον αφορά στην καταγραφείσα σε πρακτικά σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, σύμφωνα με την Έκθεση της Επιτροπής κατά την 7.11.2005, δεν είχαν παρευρεθεί δύο μέλη της Επιτροπής όταν διενεργήθηκαν οι πρώτες εξετάσεις υποψηφίων και, κατά συνέπεια, δεν παρευρέθηκαν ούτε και στις επόμενες συνεδρίες, οπότε η Επιτροπή συνέχισε τις εργασίες της με τη συμμετοχή του Προέδρου και των δύο άλλων μελών που αποτελούσαν απαρτία.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 24 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο αρ. 159(ε)/1999:

 

"24-(1) Πρέπει να τηρούνται λεπτομερή πρακτικά των συνεδριάσεων των συλλογικών οργάνων, στα οποία να διατυπώνονται με σαφήνεια οι αποφάσεις που λαμβάνονται. Η τήρηση άρτιων πρακτικών είναι υποχρέωση κάθε οργάνου που ασκεί διοικητική λειτουργία."

 

 

 Όπως τονίστηκε, μεταξύ άλλων, και στην υπόθεση Χρυσάφη ν. Δημοκρατίας (2005) 3 ΑΑΔ 550, ανεξάρτητα από την κατά τα άλλα επάρκεια της έκθεσης σε σχέση με το έργο Συμβουλευτικής Επιτροπής, η ορθή τήρηση πρακτικών είναι αναγκαία. Τα πρακτικά αποτελούν, ως η μόνη αυθεντική πηγή για τα όσα συνθέτουν τη διαδικασία, προϋπόθεση της χρηστής διοίκησης. Χωρίς αυτά, καθίσταται εν προκειμένω ανέφικτος ο δικαστικός έλεγχος και η προσβληθείσα διοικητική απόφαση οδηγείται αναπόφευκτα σε ακύρωση. Σε πρόσφατη απόφαση του αδελφού Δικαστή Α. Κραμβή, στην Προσφυγή αρ. 1296/2007, Δρ. Χρ. Στυλιανίδης ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 4.3.2009, γίνεται χρήσιμη παραπομπή στο σύγγραμμα "Σύστημα του Ισχύοντος στην Ελλάδα Διοικητικού Δικαίου" του Γ. Μ. Παπαχατζή, στη σελίδα 226, στο οποίο ορθά υποδεικνύεται με αναφορά σε αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας, ότι τα "νομίμως συντεταγμένα και υπογεγραμμένα πρακτικά των συνεδριάσεων, αποτελούν το μοναδικό νόμιμο αποδεικτικό στοιχείο περί των συμβάντων και περί των λεχθέντων στη διάρκεια της συνεδριάσεως."

 

Χωρίς αμφιβολία, η Συμβουλευτική Επιτροπή η οποία συστήνεται δυνάμει των προνοιών των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων συνιστά "συλλογικό όργανο" στο οποίο το προαναφερθέν άρθρο 24(1) εναποθέτει τη ρητή υποχρέωση για τήρηση λεπτομερών πρακτικών των συνεδριάσεών του. Στην υπό εξέταση περίπτωση, κατά τις συναπτές συνεδριάσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής κατά τις οποίες εξετάστηκαν οι υποψήφιοι για διορισμό, ουσιαστικά τροχιοδρομήθηκε και συμπληρώθηκε το ουσιώδους σημασίας έργο της αξιολόγησης, σύγκρισης και σύστασης των υποψηφίων για διορισμό από την καθ΄ης η αίτηση και πρακτικά δεν φαίνεται να έχουν τηρηθεί. Περαιτέρω, κατά τις συνεδριάσεις σε σχέση με τις οποίες δεν υπάρχουν πρακτικά, φαίνεται να τίθεται και θέμα ελέγχου της ορθότητας και/ή νομιμότητας της σύνθεσης της Επιτροπής. Όπως προκύπτει από την Έκθεση της Επιτροπής, κατά τις συνεδριάσεις τόσο αυτές όσο και τις άλλες πέντε που είχαν προηγηθεί, η σύνθεση της Επιτροπής, δηλαδή τα μέλη που παρευρίσκονταν και συμμετείχαν στις συνεδριάσεις, δεν ήταν πάντα η ίδια. Η αιτήτρια θέτει θέμα σύνθεσης, και υπό τις περιστάσεις είναι αδύνατο να διακριβωθεί ποια ήταν η σύνθεση σε κάθε μια συνεδρία και, συνακόλουθα, καθίσταται αδύνατος ο δικαστικός έλεγχος και αυτής της πτυχής της υπόθεσης. Υπ΄ αυτές τις περιστάσεις, ο σχετικός λόγος ακύρωσης θα πρέπει να επιτύχει και είναι αυτό αρκετό από μόνο του να οδηγήσει σε ακύρωση των προσβαλλομένων διορισμών χωρίς εξέταση και άλλων λόγων που έχουν εγερθεί.

 

Θα πρόσθετα όμως εδώ και την επιτυχία ακόμα ενός λόγου ακύρωσης που έχει προβληθεί από την αιτήτρια και σχετίζεται με τις διεξαχθείσες προφορικές εξετάσεις/συνεντεύξεις των υποψηφίων.

 

β. Ισχυρισμός περί απόδοσης υπέρμετρης σημασίας στην αξιολόγηση προφορικών συνεντεύξεων.

 

Επανειλημμένα έχει νομολογηθεί ότι δεν μπορούν οι εντυπώσεις που σχηματίζονται ως αποτέλεσμα ολιγόλεπτης συνέντευξης υποψηφίων να εξουδετερώσουν ή υπερκεράσουν τις άλλες σταθερές αξίες οι οποίες έχουν καθιερωθεί ως μέτρο αξιολόγησης. Δεν πρέπει δηλαδή να αποδίδεται υπέρμετρη βαρύτητα σε προφορικές εξετάσεις/συνεντεύξεις και να τίθενται σε δεύτερη μοίρα στοιχεία όπως αυτό της σταδιοδρομίας, αποτελεσμάτων των γραπτών εξετάσεων κλπ. (Βλ. πχ. Ολυμπία Στυλιανού ν. Δημοκρατίας μέσω ΕΔΥ (1992) 4 ΑΑΔ 2123, Βασιλείου ν. Δήμου Αγ. Αθανασίου (1993) 4 ΑΑΔ 1301, Ιωάννα Αναστασιάδου Vantieghen ν. Δημοκρατίας (1994) 4 ΑΑΔ 959.)

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση, ο Έφορος Εσωτερικού Ελέγχου αξιολόγησε την απόδοση της αιτήτριας κατά την προφορική εξέταση ως "Πάρα πολύ καλή", ενώ του ενδιαφερόμενου μέρους ως "Σχεδόν εξαίρετη". Ακολούθως, η καθ΄ης η αίτηση ΕΔΥ υπό το φως και της κρίσης αυτής, προέβη στη δική της αξιολόγηση, χαρακτηρίζοντας την αιτήτρια ως "Πολύ καλή" και το ενδιαφερόμενο μέρος Μαρκίτση ως "Πάρα πολύ καλή".

 

Εξέταση της νομολογίας στο θέμα τούτο αποκαλύπτει ότι τέτοιου είδους διαφορές στην αξιολόγηση υποψηφίων κατά τις προσωπικές συνεντεύξεις θεωρούνται ως "οριακές" και δεν πρέπει ν΄ αποδίδεται σ΄ αυτές μεγάλη σημασία. (Βλ. πχ. Χαράλαμπος Σπανού ν. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 432).

 

Με δεδομένη εδώ την καταφανή υπεροχή της αιτήτριας σε πολύχρονη πείρα σε παρόμοια υπηρεσία, την εγγραφή της ως μέλους του ACCA αρκετά πριν από το ενδιαφερόμενο μέρος, και την απόδοσή της κατά τη γραπτή εξέταση, παραμένει άγνωστο το τι τελικά μέτρησε υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους.

 

Όπως άλλωστε αναγράφεται στο πρακτικό της καθ΄ης η αίτηση ημερομηνίας 1.11.2006 (Παράρτημα 11 στην Ένσταση), όπου λήφθηκε και η επίδικη απόφαση, η καθ΄ης η αίτηση έλαβε υπόψη κατά τη λήψη της απόφασης της, μεταξύ άλλων, και ". την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση και τις συστάσεις του Εφόρου Εσωτερικού Ελέγχου". Όμως, το γιατί ο Έφορος είχε συστήσει τους υποψηφίους που σύστησε, τελικά παρέμεινε άγνωστο. Όπως άγνωστη παρέμεινε και πλήρως αναιτιολόγητη η κρίση του Εφόρου επί της συνέντευξης, κρίση η οποία λήφθηκε υπόψη από την καθ΄ης η αίτηση και έτσι ο δικαστικός έλεγχος αυτής της πτυχής της όλης διαδικασίας που ακολουθήθηκε, καθίσταται αδύνατος.

 

Και γι΄ αυτό τον επιπρόσθετο λόγο, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις θα πρέπει να ακυρωθούν.

 

Συνακόλουθα, και οι δύο προσφυγές επιτυγχάνουν και οι προσβαλλόμενες αποφάσεις ακυρώνονται εις μεν την προσφυγή αρ. 386/2007 σε σχέση με το διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους Μ. Μαρκίτση, εις δε την προσφυγή αρ. 387/2007 σε σχέση με το διορισμό των ενδιαφερόμενων μερών αρ. 2 (Ε. Ευριπίδου), αρ. 3 (Κ. Ζενιέρη) και αρ. 7 (Ε. Χριστοδούλου-Πανάου). Επιδικάζονται €1.000 έξοδα υπέρ της αιτήτριας σε κάθε προσφυγή, πλέον ΦΠΑ.

 

                                                                               Κ. Κληρίδης,

                                                                               Δ.

 

 

 

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο